Οι διασκέψεις για την δημιουργία μιας “Ομοσπονδίας των Βαλκανικών Λαών” στα χρόνια του Μεσοπολέμου και ο ρόλος του Ελληνικού τεκτονισμού
Η υπογραφή του τετραμερούς Βαλκανικού Συμφώνου το 1934 |
Βενιζέλος – Ινονού |
αρνήθηκε να επικυρώσει μετά ο Βενιζέλος). Η Ρουμανία έδινε μεγαλύτερη σημασία σε μια πολιτιστική προσέγγιση των λαών της Βαλκανικής. Η Βουλγαρία είχε ως βασική της θέση ότι η νέα ομοσπονδία όφειλε να έχει ως βασική της προτεραιότητα τον σεβασμό των Βουλγαρικών μειονοτήτων στην Δοβρουτσά και στην Δυτική Θράκη. Η Ελληνική πλευρά είχε ως πρωτεργάτη και οραματιστή τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος υποστήριζε μια ομοσπονδία ανεξάρτητων εθνοτήτων που θα παγίωνε την ειρήνη μεταξύ τους και θα συστηματοποιούσε την συνεργασία τους σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, πολιτιστικό κτλ). Επειδή οι εκπρόσωποι της Βουλγαρίας έθεταν ως όρο για την συμμετοχή τους σε μελλοντική διάσκεψη τον σεβασμό των μειονοτήτων, υποκρύπτοντας μια ενδόμυχη βλέψη στην Μακεδονία, ο Παπαναστασίου δέχθηκε στην πρώτη συνδιάσκεψη να συζητηθεί το θέμα κατ΄αρχήν. Ο Βενιζέλος στάθηκε επιφυλακτικός έναντι της ιδέας, υπογραμμίζοντας πάντως ότι ανεξάρτητες προσωπικότητες θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο για μια Βαλκανική συνεννόηση.
συνδιάσκεψη τεκτονική υπόθεση καθώς πίστευε ότι αυτό θα βοηθούσε στην ευόδωση τους. Στις 5 Μαΐου 1932 σε μια υψηλού επιπέδου τεκτονική συνδιάσκεψη με την παρουσία μελών των Αθηναϊκών τεκτονικών στοών “Υψηλάντης”, “Ακρόπολις” και “Κοραής” με θέμα τις ενέργειες του Ελληνικού τεκτονισμού για την προώθηση της ειρήνης και της συνεργασίας στα Βαλκάνια, Ο Παπαναστασίου ήταν ο βασικός ομιλητής και αφού ανέπτυξε τις θέσεις του για το είδος της Βαλκανικής συνεργασίας που θα εξασφάλιζε την ειρήνη στην περιοχή, χαρακτήρισε την ποθούμενη Παμβαλκανική Ένωση ως την νέα μεγάλη Ιδέα του Ελληνισμού την οποία οφείλει να στηρίξει πάσι δυνάμει ο Ελληνικός τεκτονισμός.
Τελικώς όλη η προσπάθεια των συνδιασκέψεων αξιοποιήθηκε μερικώς από τέσσερα μόνο Βαλκανικά κράτη με την υπογραφή ενός Βαλκανικού Συμφώνου στις 8 Φεβρουαρίου 1934 στην Αθήνα. Το Βαλκανικό σύμφωνο αφορούσε κυρίως την προσπάθεια των κρατών που ευνοούσαν την διατήρηση του υφιστάμενου εδαφικού διακανονισμού (Ελλάδα, Τουρκία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία), απείχε η Βουλγαρία, αλλά και η Αλβανία που είχε ενταχθεί καθαρά στην σφαίρα επιρροής της Ιταλίας. Το πρώτο άρθρο του συμφώνου προέβλεπε την διασφάλιση των συνόρων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών και το δεύτερο προέβλεπε μια σειρά από “χαλαρές” υποχρεώσεις των μερών για την αποφυγή πολεμικής εμπλοκής στα Βαλκάνια. Είναι φανερό πως οι συνδιασκέψεις που είχαν προηγηθεί δεν είχαν συνεισφέρει ούτε στο ελάχιστο στην διαμόρφωση του Συμφώνου που αποτελούσε απλώς μια αμυντική κίνηση των ενδιαφερόμενων μερών έναντι πιθανών πολεμικών εξελίξεων που δεν έμοιαζαν τόσο μακρινές.
Το σύμφωνο υπογράφτηκε από Ελληνικής πλευράς από τον Πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη, αλλά από την πρώτη στιγμή βρήκε πολλούς αντιπάλους εντός και εκτός Ελλάδας. Στο εξωτερικό, η Ιταλία και η Γερμανία ως αναθεωρητικές δυνάμεις κατήγγειλαν την συμφωνία, ενώ και η Αγγλία εξέφρασε επιφυλάξεις καθώς το σύμφωνο προφανώς υποβάθμιζε την Κ.Τ.Ε. που ήδη είχε χάσει πολύ έδαφος στις διπλωματικές και πολιτικές εξελίξεις της εποχής. Η υποδοχή του Συμφώνου στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα αρνητική από τον Βενιζέλο και την αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς υπήρχε η υποψία ότι η αμυντική αυτή συμφωνία αφορούσε και χώρες εκτός Βαλκανίων όπως την Μουσολινική Ιταλία που την εποχή εκείνη πρόβαλλε ως υπερδύναμη της περιοχής. Ταυτόχρονα η άποψη των “Φιλελευθέρων” βάραινε καθώς είχαν την δυνατότητα να ματαιώσουν την κύρωση της σύμβασης, καθώς διέθεταν πλειοψηφία στην Γερουσία. Ακολούθησε η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Μάξιμου, ο οποίος δήλωσε ότι το αμυντικό σύμφωνο αφορούσε μόνο τις Βαλκανικές χώρες, ενώ και ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών δήλωσε ότι το σύμφωνο δεν δέσμευε την Τουρκία σε περίπτωση Ρουμανο-Τουρκικού πολέμου. Αυτές οι δηλώσεις μείωσαν αμέσως την ισχύ του συμφώνου, ενώ και η πτώση του Ρουμάνου πρωθυπουργού Τιτουλέσκου οπαδού της Βαλκανικής συνεννόησης μείωσαν ακόμη περισσότερο τις προσδοκίες από το Σύμφωνο.
Ι. Β. Δ.
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η Ελληνική Εξωτερική πολιτική 1900-1945 (τόμος πρώτος), εκδόσεις “βιβλιοπωλείο της Εστίας”