REAL TIME |

Weather Icon
Γενικά θέματα , ΙΣΤΟΡΙΚΑ 8 Νοεμβρίου 2009

Μανόλης Ανδρόνικος

Μανόλης Ανδρόνικος

Ο Mανόλης Aνδρόνικος του Λεωνίδα, Έλληνας Αρχαιολόγος, γεννήθηκε στην Προύσα τον Οκτώβριο του 1919. Η κορυφαία στιγμή της καριέρας του θεωρείται η 8η Νοεμβρίου 1977, όταν στην Βεργίνα έφερε στο φώς ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία, τον βασιλικό τάφο του Φιλίππου του Β’ βασιλιά της Μακεδονίας. Ο τάφος ήταν ασύλλητος με ανεκτίμητα ευρήματα. Αυτή ήταν και μία από τις μεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ου αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο.«Τα ευρήματα έδιναν απάντηση στο βασικό θέμα, αν δηλαδή οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες ή αν είχαν εξελληνιστεί, και η Βεργίνα μας έδωσε την πιο εντυπωσιακή εικόνα του ποιοι ήταν»,
Ο Mανόλης Aνδρόνικος του Λεωνίδα, Έλληνας Αρχαιολόγος, γεννήθηκε στην Προύσα τον Οκτώβριο του 1919. Αργότερα με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη.

Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών, με πολύ καλές επιδόσεις. Αργότερα έγινε καθηγητής Kλασικής Aρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1952. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη με τον Sir John D. Beazley (1954-1955). Υπηρέτησε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Το 1957 εξελέγη υφηγητής της Αρχαιολογίας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), το 1961 έκτακτος καθηγητής της Β’ έδρας Αρχαιολογίας και το 1964 τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα.

Παντρεμένος με την Ολυμπία Kακουλίδου. Αγαπούσε ιδιαίτερα τις τέχνες και τα γράμματα. Διάβαζε πολύ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του σύλλογου «Η τέχνη». Aγαπούσε τον Παλαμά, το Σεφέρη και τον Eλύτη.

Πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες στην Βέροια, την Νάουσα, το Κιλκίς, την Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη αλλά το κύριο ανασκαφικό του έργο συγκεντρώθηκε στην Βεργίνα, όπου ανέσκαψε το σημαντικότατο νεκροταφείο τύμβων των γεωμετρικών χρόνων και συνέχισε σε συνεργασία με τον Γ. Μπακαλάκη την ανασκαφή του ελληνιστικού ανακτόρου που είχε αρχίσει το 1937 ο Κ. Α. Ρωμαίος. Η κορυφαία στιγμή της καριέρας του θεωρείται η 8η Νοεμβρίου 1977, όταν στην Βεργίνα έφερε στο φώς ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία, τον βασιλικό τάφο του Φιλίππου του Β’ βασιλιά της Μακεδονίας. Ο τάφος ήταν ασύλλητος με ανεκτίμητα ευρήματα. Αυτή ήταν και μία από τις μεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ου αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο.

Εργογραφία
Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο και μελέτες κυριότερα των οποίων είναι:
Αρχαίαι επιγραφαί Βεροίας, (1951)
Ο Πλάτων και η Τέχνη, (1952)
Πλάτωνος Φίληβος, (1957)
Toten Kult, (1968)
Βεργίνα, Ι, Το νεκροταφείο των Τύμβων, (1969)
Το ανάκτορο της Βεργίνας, (σε συνεργασία με άλλους) (1971)
Και επίσης πολλές δημοσιεύσεις με κυριότερες:

Ελληνικά επιτάφια μνημεία, (1961 – 1962)
Mycenean and Greek Writing, (1967)
Sarissa, (1970) κ ά.
Υπήρξε μέλος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου (1964-1965), της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, της Association Internationale des Critiques d’ Art, καθώς και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου.

Έλαβε μέρος με ανακοινώσεις σε πολλά διεθνή συνέδρια. Προσκλήθηκε από Γερμανικά Πανεπιστήμια για διαλέξεις και σχεδόν απ΄ όλα της Ελλάδος. Διετέλεσε Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης (1968-1969). Μιλούσε εκτός της μητρικής του γλώσσας Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά.

Ο Mανόλης Aνδρόνικος, μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης (επί της οδού Παπάφη) πέθανε στίς 30 Μαρτίου 1992.

Σημειώνεται ότι το όνομά του γράφεται συνήθως με ωμέγα (Μανώλης), ο ίδιος το έγραφε με όμικρον (Μανόλης), για το λόγο αυτό στο παρόν άρθρο χρησιμοποιείται η γραφή του όπως το προτιμούσε ο ίδιος.Από τη Βικιπαίδεια,

30 χρόνια από την ανακάλυψη των βασιλικών τάφων της Βεργίνας

Συμπληρώθηκαν φέτος 30 χρόνια από τον Νοέμβριο του 1977, όταν η συγκλονιστική αποκάλυψη των βασιλικών τάφων της Βεργίνας, από την ομάδα του καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου, άλλαξε την ιστορία και την ιστορία της αρχαιολογίας του τόπου μας.

Στο διάστημα αυτό η Βεργίνα άλλαξε, και από ένας σημαντικός αρχαιολογικός χώρος πήρε διαστάσεις συμβόλου που ξεπερνούσαν το πεδίο της αρχαιολογίας. Οι βασιλικοί τάφοι έγιναν τόπος προσκυνήματος, αλλά και τουριστικός προορισμός. Η Βεργίνα βοήθησε στην αυτογνωσία των σημερινών Ελλήνων, έστω όσων μπόρεσαν να «διαβάσουν» τη σημασία των μνημείων.

Το καλοκαίρι του 1977 ο Μανόλης Ανδρόνικος και οι συνεργάτες του, έπειτα από χρόνια δουλειάς στην ευρύτερη περιοχή της Βεργίνας, πλησιάζουν στην τούμπα, η οποία ενδέχεται να κρύβει κάτι. Αλλά τι;
Τα ημερολόγια της ανασκαφής, που ανασύρει η καθηγήτρια Στέλλα Δρούγου από τα ράφια της βιβλιοθήκης της, στο γραφείο του τρίτου ορόφου της Φιλοσοφικής σχολής, περιγράφουν με λακωνικό τρόπο μια περιπέτεια που άρχισε από τον Ανδρόνικο με οδηγό την αξιοποίηση της βιβλιογραφίας, των προσωπικών του ερευνών, αλλά και του ενστίκτου που τον ωθούσε προς εκείνο το σημείο. Η κ. Δρούγου διαβάζει από τις σελίδες του μικρού σχήματος ντοσιέ όπου καταχωρούσε σημειώσεις, σχέδια και φωτογραφίες:

«3 Οκτωβρίου: κάνουμε τομή στα νότια.
10 Οκτωβρίου: Νότια τομή. Εντοπίζουμε υπολείμματα εναγισμών [νεκρικές προσφορές μετά το τέλος της ταφής].
11 Οκτωβρίου: στην Ανατολική πλευρά της τομής και παράλληλα προς αυτήν ανακαλύφθηκε τοίχος με κατεύθυνση Ν προς Β, από την περιφέρεια προς το κέντρο του τύμβου. Ο τοίχος αποτελείται από λιθοδομή και πώρινους γωνιόλιθους – το ανατολικό μέτωπο επιχρισμένο. Όψη;».
Αυτό το ερωτηματικό υποδηλώνει και την αγωνία που σίγουρα θα ένιωθε εκείνες τις ημέρες ως υπεύθυνη της συγκεκριμένης φάσης της ανασκαφής.
«14 Οκτωβρίου: αποκαλύφθηκαν πέντε μεγάλοι πώρινοι γωνιόλιθοι που καλύπτουν κλειστό κιβωτιόσχημο τάφο». «Δηλαδή», όπως σχολιάζει η Στέλλα Δρούγου σήμερα, «αποκαλύφθηκε η όψη του τάφου του Φιλίππου και της ‘Περσεφόνης’, που ήταν δίπλα, αλλά δεν το ξέραμε ακόμη».
Στις 18 Οκτωβρίου στο ημερολόγιο καταγράφεται η βεβαιότητα πως πρόκειται για μεγάλο μακεδονικό τάφο. Καταγράφονται οι διαστάσεις του, επί ημέρες συνεχίζονται οι εργασίες καθαρισμού και απομάκρυνσης των χωμάτων, έως ότου αποκαλυφθεί η πρόσοψή του.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ
«Στις 26 Οκτωβρίου», συνεχίζει η ίδια, «του Αϊ-Δημήτρη, κι εμείς σκάβαμε. Περιγράφω την πρόσοψη, ότι ο ρυθμός είναι δωρικός, και στις 29 Οκτωβρίου διαπιστώνω ότι η πόρτα του τάφου είναι κλειστή. Εκείνη την ημέρα τηλεφώνησα στον Ανδρόνικο. Του το είπα και αμέσως άφησε τις άλλες υποχρεώσεις του και ήρθε στην ανασκαφή».
Με τον ίδιο επικεφαλής του συνεργείου συνεχίζεται ο καθαρισμός, έως ότου βρεθεί ο τρόπος εισόδου στον τάφο, ο οποίος σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ήταν ασύλητος. Όταν η κ. Δρούγου διαβάζει το χειρόγραφο με τις σημειώσεις από την κρίσιμη ημέρα, που ο τάφος θα αποκάλυπτε τα μυστικά του, δεν μπορεί να κρύψει την -απόλυτα δικαιολογημένη- συγκίνησή της. Και φθάνει στη σελίδα με ημερομηνία 8 Νοεμβρίου:
«Ανοίχθηκε σήμερα ο τάφος. Αφαιρέθηκαν οι πλίνθοι στην δυτική πλευρά του τάφου. Η καμάρα είναι επιστρωμένη με ισχυρό κονίαμα. Αφαιρέθηκε τμήμα του κονιάματος και στην συνέχεια αφαιρέθηκε το δυτικό ‘κλειδί’ της καμάρας. Από τις 12.30 έως τη 1.45 το μεσημέρι στηρίχθηκε η πόρτα του θαλάμου και φωτογραφήθηκε ο θάλαμος».
Με αυτά τα λίγα αλλά τόσο περιεκτικά λόγια καταγράφηκε μία από τις μεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις της εποχής μας. Το δέος που αισθάνθηκαν τα μέλη του συνεργείου το περιέγραψαν πολύ αργότερα, όταν είχαν συνειδητοποιήσει τη σημασία των ευρημάτων. Εκείνες τις ημέρες όμως οι προτεραιότητές τους ήταν άλλες.

Στις 10 Νοεμβρίου το ημερολόγιο ανασκαφής αναφέρει: «Άρχισε η αφαίρεση των κτερισμάτων. Έγινε αρχή με τα καλύτερα διατηρημένα και πρώτα τα ασημένια αγγεία. Ανοίχτηκε, ώρα 10, η μαρμάρινη θήκη στο κέντρο της δυτικής πλευράς. Χρυσή λάρνακα όπου τα οστά, υπολείμματα καύσης και χρυσό στεφάνι δρυός. Η λάρνακα μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη».

Βεβαίως είχε σημάνει συναγερμός, όπως αποδεικνύει και έγγραφο με ημερομηνία 9 Νοεμβρίου από τον γενικό επιθεωρητή αστυνομίας Γιαλούρη προς τις τοπικές αρχές: «Παρακαλούμε φροντίστε για άμεση μεταφορά ευρημάτων ανασκαφής Βεργίνας στη Θεσσαλονίκη, για φύλαξη και συντήρηση συνοδεία αρχαιολογικού υπαλλήλου και λοιπής συνοδείας αστυνομίας».

ΝΕΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η συνέχεια είναι γνωστή. Οι ανακοινώσεις από τον καθηγητή Ανδρόνικο ότι πρόκειται για τον τάφο του βασιλιά Φίλιππου, ότι έχει εντοπιστεί η πρωτεύουσα των αρχαίων Μακεδόνων και ότι υπάρχουν πλέον στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ήταν Έλληνες, δημιουργούν αίσθηση.

«Τα ευρήματα έδιναν απάντηση στο βασικό θέμα, αν δηλαδή οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες ή αν είχαν εξελληνιστεί, και η Βεργίνα μας έδωσε την πιο εντυπωσιακή εικόνα του ποιοι ήταν», αναφέρει 30 χρόνια μετά η αρχαιολόγος Χρυσούλα Παλιαδέλη, καθηγήτρια επίσης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Μαθήτρια και συνεργάτιδα του Ανδρόνικου, είχε δουλέψει και δουλεύει χρόνια στις ανασκαφές της Βεργίνας.
«Το όνομα του Μανόλη Ανδρόνικου συνδέθηκε με τη Βεργίνα και ο ίδιος πήρε διαστάσεις μύθου, παρόλο που δεν το επεδίωξε. Εκείνος έκανε το καθήκον του. Ήταν ένας πολύ καλός επιστήμονας, πολύ καλός αρχαιολόγος και είχε τη δυνατότητα να κάνει συνθετικές σκέψεις».
Μετά την αποκάλυψη των τάφων της Βεργίνας ο Ανδρόνικος βρέθηκε αντιμέτωπος με πολλαπλά καθήκοντα. Πρώτον, να φροντίσει για την προστασία των ευρημάτων και, δεύτερον, να αντικρούσει κάθε φύσεως επιθέσεις που δέχθηκε.
«Κατηγορήθηκε ότι κατέθεσε την πρότασή του για τη Βεργίνα κάτω από τη σκιά του μακεδονικού ζητήματος. Είναι ψέμα. Όταν εμείς σκάβαμε και έβγαιναν τα ευρήματα, δεν είχε αρχίσει αυτή η συζήτηση», τονίζει η Στέλλα Δρούγου, ενώ η Χρυσούλα Παλιαδέλη απαντά και σε όσα είχαν γραφεί για την αδιαφορία του Ανδρόνικου να παρουσιάσει στην επιστημονική κοινότητα τα ευρήματα και να υποστεί την κριτική της: «Η συντήρηση πολλών αντικειμένων, η στερέωση, η ασφάλεια, η στέγαση, απασχόλησαν πολύ τον Ανδρόνικο. Όμως ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση δημοσίευσης των ευρημάτων με τον τόμο για τη Βεργίνα της Εκδοτικής Αθηνών, ενώ δεν πρόλαβε να δει τον τόμο που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του για τις τοιχογραφίες του μικρού τάφου, της ‘Περσεφόνης’. Παράλληλα έπρεπε να κυνηγήσει την υλοποίηση του στεγάστρου, να εποπτεύει τη συντήρηση, να ανεβοκατεβαίνει στην Αθήνα για να κινητοποιήσει τον γραφειοκρατικό μηχανισμό και να συνεχίσει τις μελέτες του». ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ-Makthes.gr

Μανόλης Ανδρόνικος: Μια μορφή μέσα στον χρόνο
Ηταν μεσημέρι, στις 8 Νοεμβρίου του 1977, όταν ο Μανόλης Ανδρόνικος και οι συνεργάτες του άνοιξαν την πόρτα του ασύλητου τάφου στη Βεργίνα, που είχε σφραγιστεί πριν από 2.300 χρόνια

Εκείνη τη στιγμή, καθώς έσπρωχναν τη βαριά φθαρμένη πύλη κάτω από τον μουντό, φθινοπωριάτικο ουρανό, δεν γνώριζαν σε ποιον ανήκει ο τάφος. Το μόνο για το οποίο ήταν βέβαιοι είναι αυτό στο οποίο είχε καταλήξει ο ίδιος ο Ανδρόνικος το 1963, όταν ανακάλυψε τις πρώτες επιτύμβιες στήλες: ότι σε εκείνη την περιοχή ήταν εγκατεστημένη, μεταξύ 1000 και 700 π.Χ., μια ακμαία ανθρώπινη κοινωνία που συνήθιζε να συνοδεύει τους νεκρούς της με πλούσια χάλκινα κοσμήματα και σιδερένια όπλα και να σκεπάζει τους τάφους τους με χαμηλούς τύμβους, σύμφωνα με ένα πανάρχαιο έθιμο που εμφανίζεται στον ελλαδικό χώρο από τα πανάρχαια χρόνια.

Αυτούς τους χαρακτηριστικούς τύμβους έσπευσε να ερευνήσει πρώτη φορά ο Μανόλης Ανδρόνικος το 1951, επισκεπτόμενος, ως επιμελητής αρχαιοτήτων ακόμα, το εκτεταμένο νεκροταφείο που απλωνόταν στη βόρεια και ανατολική πλευρά του χωριού. Ωστόσο, έπρεπε να περάσουν είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια μέχρι εκείνο το συννεφιασμένο απομεσήμερο του ’77 που σήμανε την επίτευξη μίας εκ των σπουδαιότερων ανακαλύψεων σε παγκόσμιο επίπεδο: τη διαπίστωση ότι πίσω από εκείνη τη βαριά, φθαρμένη πύλη βρίσκεται ο τάφος του Φιλίππου του Β’, του πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Τα ευρήματα, η χρυσή λάρνακα με τα οστά και το αστέρι των Μακεδόνων βασιλέων, οι λαμπρές τοιχογραφίες, οι σιδερένιοι θώρακες, τα ψηφιδωτά, τα ανάγλυφα μέλη, οι κλίνες από ελεφαντοστό, όλα έδωσαν ένα τέλος στις αγωνίες και τις αμφιβολίες του Ανδρόνικου και τον έκαναν να σφραγίσει θριαμβευτικά ένα ταξίδι γεμάτο κόπους και απογοητεύσεις. Ενα ταξίδι που ξεκίνησε όταν πρωτοπήγε στη Βεργίνα ως μαθητής του Κωνσταντίνου Ρωμαίου, τον Μάρτη του ’38. Δεν ήταν καν είκοσι χρονών, κι όμως το πάθος του για την Αρχαιολογία έκανε πολλούς να τον προσέξουν όταν έπρεπε να συντονίζει τους εργάτες και να τα έχει όλα έτοιμα εν αναμονή της άφιξης του δασκάλου του. Αυτό το πάθος ήταν που θα τον άφηνε και για πάντα χαραγμένο στην ιστορία: το πάθος του οραματιστή που ανοίγει δρόμους στην ομίχλη του παρελθόντος. Το πάθος του ταξιδευτή που αναζητεί την Ιθάκη του στο εύρημα. Στο εύρημα που φωτίζει ζωές και κόσμους από το κάποτε.

Το δικό του «κάποτε» άρχισε να υφίσταται στην Προύσα τον Οκτώβριο του 1919 κι έμελλε να χαράξει από νωρίς ανησυχίες συναφείς με την αναζήτηση. Από παιδί στη Θεσσαλονίκη, βρήκε καταφύγιο στην ποίηση κι έτσι πλούτισε τη χαρακτηριστική του εσωστρέφεια με τους θησαυρούς που μπορεί να κρύβει μια σελίδα τυπωμένη από λέξεις. Στην αρχή ο Παλαμάς, αργότερα ο Ελύτης και ο Σεφέρης. Αυτοί ήταν οι αγαπημένοι του ποιητές. Και μέσα από την ποίηση της ίδιας της ζωής, που αποπνέει το ταξίδι προς την αλήθεια, βάλθηκε να σκάβει. Κυριολεχτικά και μεταφορικά. Στο χώμα και στην ψυχή. Σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αριστεύει. Το 1952 γίνεται καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο. Το 1954 και το 1955 συμπληρώνει τις σπουδές του στην Οξφόρδη υπό τις ευλογίες του σερ Τζον Μπίζλι. Υπηρετεί στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Το 1957 εκλέγεται υφηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα γίνεται έκτακτος καθηγητής της Β’ έδρας Αρχαιολογίας και το 1964 τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα. Και παράλληλα διαβάζει. Διαβάζει πολύ. Η αφοσίωσή του στα γράμματα τον ωθεί στο να ιδρύσει, μαζί με φίλους, τον σύλλογο «Η Τέχνη». Αν και δεν του πολυαρέσουν τα ταξίδια, πηγαίνει παντού, ακόμα και στη Μέση Ανατολή. Παντρεύεται την Ολυμπία Κακουλίδου.

Διαμένει επί της οδού Παπάφη στη Θεσσαλονίκη και το «Μανώλης» θέλει να το γράφει με όμικρον. Διατελεί Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής της Θεσσαλονίκης. Σε ό,τι αφορά την Ιστορία, η αντίστροφη μέτρηση σήμανε το καλοκαίρι του 1976, όταν άρχισαν οι συστηματικές ανασκαφές της Μεγάλης Τούμπας. Το σημαντικότερο πρόβλημα ήταν ο τεράστιος όγκος των χαλαρών χωμάτων, μέσα στον οποίο κανείς δεν γνώριζε τη θέση του τάφου ή των τάφων, καθώς και τα περιορισμένα κονδύλια του Πανεπιστημίου τα οποία είχε στη διάθεσή του ο Ανδρόνικος. Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν δύσκολοι, αγωνιώδεις, σκληροί. Ο Ανδρόνικος έδινε μάχη με τη γη, με τον χρόνο, ακόμα και με τον ίδιο του τον εαυτό.

Ωσπου φτάνουμε στο Νοέμβριο του 1977. Με το πολιτικό θερμόμετρο να ανεβαίνει στα ύψη, καθώς πλησιάζουν εκλογές. Πολύ μακριά απ’ όλα αυτά, εκεί όπου η τέφρα του χρόνου υπόσχεται τις δικές της αλλαγές, ο Ανδρόνικος περνά τη φθαρμένη πύλη. Και αποκαλύπτει το μυστικό της Μεγάλης Τούμπας. Κάτω από την επίχωση της νοτιοδυτικής πλευράς του Τύμβου, έρχονται στο φως τα θεμέλια ενός υπέργειου οικοδομήματος, του Ηρώου, ένας συλημένος κιβωτιόσχημος τάφος, που ονομάζεται Τάφος της Περσεφόνης από το θέμα των τοιχογραφιών που κοσμούν το εσωτερικό του, και ο ασύλητος Μακεδονικός τάφος που θα σημάνει μία από τις σπουδαιότερες ανακαλύψεις στα χρονικά.

«Αυτό το μυστικό το ονειρευόμουν από τότε που έκανα την πρώτη δοκιμή το 1952», θα έγραφε αργότερα. Και θα συμπλήρωνε: «Ο στόχος της αρχαιολογικής έρευνας έμενε πάντα καθαρός, σταθερός και καίριος. Ωστόσο, το ανθρώπινο πάθος μιας ολόκληρης ζωής λειτουργούσε το ίδιο έντονα και επίμονα». Το ανθρώπινο πάθος. Του οραματιστή. Του ταξιδευτή. Οταν, μερικές μέρες αργότερα, είναι έτοιμος να αναγγείλει και επισήμως την ανακάλυψή του, η αίθουσα της Αρχαιολογικής Εταιρείας πλημμυρίζει από κόσμο. Ανθρωποι στέκονται μέχρι και στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου προκαλώντας αναστάτωση στην κυκλοφορία. Ο Ανδρόνικος μπορεί να αισθάνεται τη λύτρωση που θα ένιωθε κάθε Οδυσσέας, αλλά όχι απόλυτα. Είναι ρεαλιστής. Ξέρει πολύ καλά πως ανάμεσα στους συναδέλφους του υπάρχουν αντιρρήσεις. Οχι φυσικά επειδή σπεύδει να χαρακτηρίσει τους τάφους βασιλικούς, αλλά επειδή ταυτίζει τον νεκρό της χρυσής λάρνακας με τον Φίλιππο τον Β’ και τη Βεργίνα με τις Αιγές.

Το δεύτερο θα ενδυναμωνόταν κάποια στιγμή χάρη και στο βιβλίο του Νίκολας Χάμοντ που δεν αφήνει αμφιβολίες για την ακριβή θέση της παλαιάς πρωτεύουσας της Μακεδονίας. Ο Φίλιππος όμως; Εκεί τα πράγματα είναι δύσκολα από την πρώτη κιόλας στιγμή, στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ενώ η οθόνη προβάλλει το ελεφάντινο κεφαλάκι του Φιλίππου, ο Ανδρόνικος κλείνει την ομιλία του λέγοντας, «Αυτός πρέπει να είναι ο νεκρός του τάφου: ο Φίλιππος ο Β’, ο πατέρας του Αλεξάνδρου». Και ακόμα και τότε το νιώθει ότι θα υπάρχουν αμφισβητήσεις.

Κάμποσα χρόνια αργότερα, θα έγραφε στο «Χρονικό της Βεργίνας»: «Δεν φαντάζομαι να έχει γίνει δεκτή ποτέ άλλοτε μια αρχαιολογική ανακοίνωση με τόσο ενθουσιασμό και συγκίνηση. Ηταν φανερό πως τα ευρήματα λειτουργούσαν κιόλας πολύ πέρα από την αυστηρά επιστημονική περιοχή. Για μιαν ακόμη φορά, ο θρύλος του Μεγαλέξανδρου είχε αγγίξει τις καρδιές των Μακεδόνων. Και όχι μόνο αυτών. Οι ξένοι ανταποκριτές φαίνονταν βαθιά συγκινημένοι, οπωσδήποτε δεν έκρυβαν τον ενθουσιασμό τους. Ισως οι πιο συγκρατημένοι από όλους να ήταν οι συνάδελφοι αρχαιολόγοι. Μάντευα πως άρχιζε κιόλας η ετοιμασία κάποιας αντίδρασης, τουλάχιστον κάποιος σκεπτικισμός».

H επιτυχία του Ανδρόνικου οφείλεται στα ευρήματά του. Οφείλεται στην επιμονή της αναζήτησης του ευρήματος μέσα στο χώμα και της αλήθειας του στις αρχαίες μαρτυρίες, που και αυτές αναζητούνταν με πείσμα. Από τη μία η τέφρα του χρόνου και από την άλλη η απόσταση του σημερινού κόσμου από τούτη την τέφρα. Και στο ενδιάμεσο, η αγωνία. Το σαράκι και της παραμικρής αμφιβολίας. Προκειμένου να καταπνίξει τη δική του αμφιβολία σχετικά με τις τοιχογραφίες, ο Ανδρόνικος θέλησε να ακούσει τι θα πει ο Γιάννης Τσαρούχης. Για το περιεχόμενο της λάρνακας θέλησε να συμβουλευτεί τους καθηγητές Δημήτριο Παντερμαλή και Γεώργιο Δεσπίνη. Για τα ελεφάντινα κεφαλάκια περίμενε τις αντιδράσεις των συνεργατών του.

Η αφήγηση του «Χρονικού της Βεργίνας» αγκαλιάζει και την επόμενη χρονιά, το 1978, τότε που ο Ανδρόνικος ανακάλυψε τον Τάφο του Πρίγκιπα. Ηταν το τρίτο μυστικό που έκρυβε η Μεγάλη Τούμπα. Ενας ακόμα ασύλητος Μακεδονικός τάφος. Λίγο πριν ξεπροβάλει μέσα από την τέφρα του χρόνου, είχαν ρωτήσει τον Ανδρόνικο τι θα έκανε εάν βρισκόταν και τρίτος τάφος που θα αποδείκνυε δίχως καμιά αμφιβολία ότι ανήκει στον Φίλιππο. «Με χαρά θα αναγνωρίσω το σφάλμα μου», είχε απαντήσει. Και είχε προσθέσει: «Εάν συμβεί κάτι τέτοιο θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω καλύτερα το εύρημα, στηριγμένος πια σε όλα τα στοιχεία της ανασκαφής».

Δεν χρειάστηκε τελικά να το κάνει, γιατί στον Τάφο του Πρίγκιπα δεν βρέθηκαν αποδείξεις για τον Φίλιππο. Στη δεκαετία του ’90, κυρίως μετά τον θάνατο του Ανδρόνικου το 1992, διατυπώθηκαν απόψεις για χρονολογήσεις άλλων ευρημάτων της Μακεδονίας που μοιραία συμπαρασύρουν και τη χρονολόγηση του περιεχομένου του δεύτερου βασιλικού τάφου. Ομως η ταύτιση του αρχαιολογικού χώρου της Βεργίνας με τις Αιγές υπήρξε σημείο αναφοράς για τα ευρήματα από τον ευρύτερο βορειοελλαδικό χώρο.

Και όσο για τον άνθρωπο που τα έφερε όλα στο φως; Κείτεται κι αυτός τώρα στην τέφρα του χρόνου, διόλου ξεπερασμένος και σε καμιά περίπτωση λησμονημένος. Και δεν χρειάζεται να σκάψει κανείς στα βάθη της γης για να τον ανασύρει στο τώρα, διότι το δικό του ανάκτορο είναι βαθιά χαραγμένο εκεί, στη Μεγάλη Τούμπα, στα χώματα που κάποτε μελάνιασαν από το αίμα για να γιγαντωθεί αυτό που εμείς σήμερα λογίζουμε ως Μακεδονία και κανείς δεν μπορεί να μας το κλέψει: ο αρχαίος θαυμαστός κόσμος των Ελλήνων.

Ανθρώπινες αδυναμίες

Η μεγάλη ειρωνία είναι ότι ο ίδιος ο Ανδρόνικος δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια στον Φίλιππο τον Β’, όσο μεγάλο βασιλιά κι αν τον θεωρούσε. Το αποκαλύπτει η ίδια η σύζυγός του στον επίλογο του «Χρονικού της Βεργίνας». «Στο σχολείο όπου δίδασκε», γράφει, «είχε δηλώσει κάποτε πως δεν αγαπούσε ούτε τον Φίλιππο». Αλλα πράγματα που δεν αγαπούσε; Τα ταξίδια. Τις φωτογραφίες. Ακόμα και τις συναντήσεις του με άλλους αρχαιολόγους. «Γυρνούσε πάντοτε ικανοποιημένος από τις επαφές του με τους αρχαιολόγους», σημειώνει η Όλυ Ανδρονίκου, «αλλά ήταν κουρασμένος και άκεφος».

Στη γη της Περσεφόνης
Σε ό,τι αφορά τα ευρήματα που έφερε στο φως ο Μανόλης Ανδρόνικος, η χρονική διαφορά ανάμεσα στους τάφους και τη Μεγάλη Τούμπα δηλώνει πως ο εντυπωσιακός τύμβος κατασκευάστηκε για να καλύψει τα παλαιότερα μνημεία που είτε είχαν συληθεί (όπως το Ηρώο και ο Τάφος της Περσεφόνης) είτε είχαν παραμείνει άθικτα (προκειμένου να προστατευτούν), όπως ο τάφος του Φιλίππου και ο τάφος του Πρίγκιπα, έπειτα από μια μεγάλη καταστροφή στο νεκροταφείο των Αιγών. Η καταστροφή αυτή οφείλεται σε Γαλάτες μισθοφόρους που είχε εγκαταστήσει ο Πύρρος, ο βασιλιάς της Ηπείρου, στις Αίγες, μετά τη νίκη του επί του Αντίγονου Γονατά στα 274 π.Χ. Οι Γαλάτες προκάλεσαν την εκτεταμένη καταστροφή και του νεκροταφείου των Αιγών που μαρτυρείται από τις θραυσμένες επιτάφιες στήλες, οι οποίες αργότερα χρησιμοποιήθηκαν ως δομικό υλικό στην κατασκευή της επίχωσης.ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΑΝΔΟΛΟΣ EΘΝΟΣ

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube