Weather Icon
Ελλάδα , Οικονομία & Αγορές 6 Αυγούστου 2023

Η επενδυτική βαθµίδα στην Ελλάδα και τα “δώρα” της στις αγορές

Η επενδυτική βαθµίδα στην Ελλάδα και τα “δώρα” της στις αγορές

Μετά από 14 αναβαθμίσεις από το 2019 η ελληνική οικονομία περιμένει την τελική αναβάθμιση

Του Τάσου Δασόπουλου

Την αλλαγή σελίδας για τον δανεισμό του Δημοσίου, των τραπεζών και των υπόλοιπων επιχειρήσεων, την κεφαλαιαγορά και τους καταναλωτές φέρνει μαζί της η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας η οποία θεωρείται πλέον, ακόμη και από τους πιο δύσπιστους, θέμα χρόνου.

Μετά από 14 αναβαθμίσεις από το 2019 η ελληνική οικονομία περιμένει πλέον με αγωνία τους τέσσερις “μεγάλους” οίκους αξιολόγησης (DBRS, Moody’s, S&P, Fitch) οι οποίοι έχουν προγραμματισμένες αξιολογήσεις για την Ελλάδα από τώρα μέχρι και τις αρχές Δεκεμβρίου για να “κλειδώσει” η επενδυτική βαθμίδα. 

Είναι πια συνηθισμένο να λέγεται ότι οι αγορές έχουν “κατατάξει” την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα από το καλοκαίρι του 2021, όταν η Ελλάδα για πρώτη φορά στην ιστορία της εξέδωσε δεκαετές ομόλογο με επιτόκιο κάτω από 1% και πενταετές ομόλογο με μηδενικό. Ακόμη και τώρα, μετά την αύξηση των επιτοκίων του ευρώ κατά 3,75% από τον περασμένο Ιούλιο και την αβεβαιότητα που επικρατεί για την επόμενη μέρα της ενεργειακής κρίσης, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων είναι σταθερά χαμηλότερες κατά 45-50 μονάδες βάσης από αυτά της Ιταλίας και 20 μ.β. μεγαλύτερες από τα ομόλογα της Ισπανίας.

Ωστόσο ο διοικητής της ΤτΕ, κ. Γιάννης Στουρνάρας, στην αποκλειστική συνέντευξη στο Capital.gr θύμισε ότι η “φήμη” της επενδυτικής βαθμίδας έχει δώσει μέχρι στιγμής μόνο ένα μέρος από το κέρδος που θα έχει για τον δανεισμό του Δημοσίου μόλις η φήμη γίνει “είδηση”. Μίλησε συγκεκριμένα για την περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων κατά 70 μονάδες βάσης. Αυτό σημαίνει ότι η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς από το 3,65%-3,70% που ήταν τις τελευταίες ημέρες θα υποχωρήσει κάτω από το αντίστοιχο ισπανικό δεκαετές, το οποίο διαπραγματεύεται στα 3,20%-3,30% και πιθανό να είναι χαμηλότερη ακόμη κι από το πορτογαλικό 10ετές που διαπραγματεύεται απόδοση κοντά στο 3,10%.

Με άλλα λόγια, μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η Ελλάδα θα έχει αυτόματα τα ομόλογα με τη χαμηλότερη απόδοση από όλα τα επιτόκια της “Ευρωπαϊκής Περιφέρειας” Τούτο, δε, ενώ θα συνεχίζει να έχει το υψηλότερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εντός της Ε.Ε. 

Αναβάθμιση της ποιότητας των επενδυτών 

Το δεύτερο πιο σημαντικό κέρδος που θα επιφέρει η άρση του καθεστώτος του “non Investment grade” για τα ελληνικά ομόλογα θα είναι ότι θα επιτρέψει σε πιο συντηρητικούς επενδυτές ομολόγων (ασφαλιστικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες) να αυξήσουν τις τοποθετήσεις τους σε ελληνικούς τίτλους. Κατά τις εκδόσεις ομολόγων που έγιναν από το 2019 μέχρι και σήμερα η “μη επενδυσιμότητα” των ελληνικών ομολόγων περιόρισε τη συμμετοχή των ασφαλιστικών ταμείων εκτός Ελλάδας στο 6%. Μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, το ποσοστό αυτό μπορεί να τριπλασιαστεί ανάλογα με τους κανονισμούς του κάθε Ταμείου. Η αύξηση της συμμετοχής των ασφαλιστικών ταμείων και των ασφαλιστικών εταιρειών θα βοηθήσει να δοθεί “βάθος” στην ελληνική αγορά ομολόγων με επενδυτές οι οποίοι θα αγοράζουν τίτλους του ελληνικού Δημοσίου, με στόχο την αποταμίευση. Αυτό σημαίνει ότι θα εισπράττουν το ετήσιο κουπόνι και το τίμημα των ομολόγων στη λήξη τους. Σε κάθε περίπτωση δεν θα διαπραγματεύονται τα ελληνικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά αυξομειώνοντας τιμές και αποδόσεις. Κατ’ αναλογία, η επενδυτική βαθμίδα θα αυξήσει και τα ποσοστά συμμετοχής και των επενδυτών υψηλής ποιότητας (τραπεζών, διαχειριστών αμοιβαίων διαθεσίμων) στους ελληνικούς τίτλους.

Άμεσες ξένες επενδύσεις 

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εκτός από τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου θα εντείνει και τις άμεσες ξένες επενδύσεις προς τη χώρα μας. Η αναβάθμιση του αξιόχρεου έρχεται λίγο καιρό μετά την εκλογή σταθερής κυβέρνησης με ορίζοντα τετραετίας. Σε συνδυασμό και με τις καλές επιδόσεις της οικονομίας η Ελλάδα θα εμφανιστεί ως ένας πολύ καλός προορισμός επενδύσεων αφού θα μειωθεί ο λεγόμενος “κίνδυνος χώρας”. 

Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι άμεσες ξένες επενδύσεις έφτασαν το 2022 τα 7,22 δισ., ποσό που αποτελεί ρεκόρ 30ετίας. Ωστόσο τη “μερίδα του λέοντος” στις άμεσες ξένες επενδύσεις είχαν οι υπηρεσίες, με ένα σύνολο εισροών ύψους 4,3 δισ. ευρώ. Με την επενδυτική βαθμίδα και την αύξηση της εμπιστοσύνης για την Ελλάδα, θα αυξηθούν τα περιθώρια να έχουμε και στη χώρα μας αμιγώς παραγωγικές επενδύσεις “greenfield investments”. Οι επενδύσεις αυτές απαιτούν μακροπρόθεσμη πολιτική και οικονομική σταθερότητα, αλλά κι ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον που δεν υπήρχαν μέχρι τώρα στη χώρα. Επιστέγασμα της οικονομικής σταθερότητας θα αποτελέσει η επενδυτική βαθμίδα που θα πιστοποιήσει στην ουσία ότι ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος χρεοκοπίας, ο οποίος είχε φτάσει στο 75% στα μέσα του 2015.

Χρηματοδότηση των επιχειρήσεων 

Η αναβάθμιση του Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα θα βοηθήσει να αναγεννηθεί η αγορά εταιρειών ομολόγων η οποία το 2019 είχε ξεπεράσει τα 8 δισ. ευρώ για να τη διακόψει στην συνέχεια η κρίση του κορονοϊού, η οποία ενέσκηψε ξαφνικά στις αρχές του 2020. Με τη μείωση του “κινδύνου χώρας” οι μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις οι οποίες έχουν επίσημη πιστοληπτική διαβάθμιση από κάποιο οίκο αξιολόγησης θα έχουν ξανά την ευκαιρία να δανειστούν απευθείας από τις αγορές, με επιτόκια ανάλογα αυτά του ελληνικού Δημοσίου παρακάμπτοντας τον ακριβότερο τραπεζικό δανεισμό.

Ο φθηνότερος δανεισμός των μεγάλων επιχειρήσεων θα οδηγήσει σε επενδύσεις εντός Ελλάδας αυξάνοντας εκτός από το ΑΕΠ και το ποσοστό της απασχόλησης. 

Οι Τράπεζες

Πολλαπλά κέρδη από την επενδυτική βαθμίδα θα έχουν και οι εμπορικές τράπεζες, οι οποίες μετά από πολλά χρόνια βρίσκονται σε φάση ανάκαμψης και εμφάνισης “πραγματικής” κερδοφορίας. 

Το πρώτο κέρδος θα είναι ο φθηνότερος δανεισμός. Η υψηλότερη πιστοληπτική ικανότητα του Δημοσίου θα συμπαρασύρει και αυτή των εμπορικών τραπεζών. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα μπορούν να δανειστούν πιο φθηνά από τη διατραπεζική αγορά. Επίσης είναι πιθανό οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των τραπεζών να ξεπεράσουν υπό προϋποθέσεις και το rating του Δημοσίου, μειώνοντας ακόμη περισσότερο το κόστος δανεισμού τους. 

Επίσης θα μπορούν να δανειστούν με πολύ καλύτερους όρους και από την ΕΚΤ. Τούτο, με δεδομένο ότι πλέον η Κεντρική Τράπεζα του ευρώ θα δέχεται ως εγγύηση για τα νέα δάνεια τα ελληνικά ομόλογα χωρίς την έκπτωση του 40% με την οποία κάνει σήμερα αποδεκτούς τους ελληνικούς τίτλους, λόγω της απουσίας της επενδυτικής βαθμίδας. Παράλληλα, η αύξηση της “πραγματικής” αξίας των ομολόγων που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους θα ενισχύσει την κεφαλαιακή τους βάση η οποία καταγράφηκε ήδη σε υψηλότερα επίπεδα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο με βάση τα τελευταία stress test της ΕΚΤ.

Η αναγέννηση της αγοράς των εταιρικών ομολόγων θα αφήσει διαθέσιμα 8 έως 10 δισ. ευρώ στις τράπεζες για να μπορούν να δανείσουν και τις μικρότερου μεγέθους επιχειρήσεις, με καλύτερους όρους και με μικρότερα επιτόκια. Με την περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων μέσω της ενεργοποίησης για 3η φορά του σχεδίου “Ηρακλής” θα υπάρχουν σημαντικά περιθώρια αύξησης της πιστωτικής επέκτασης. Τούτο, με δεδομένο ότι μετά την πολυετή οικονομική κρίση το ιδιωτικό χρέος προς τις τράπεζες στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα –αν όχι το χαμηλότερο– της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Όλα αυτά θα οδηγήσουν τις ελληνικές τράπεζες σε υψηλότερα επίπεδα κερδοφορίας. Μετά και την αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις εμπορικές τράπεζες που θα ξεκινήσει το επόμενο διάστημα, θα σημάνει η ολική επαναφορά τους στην “κανονικότητα”.

Η κεφαλαιαγορά

Η προοπτική της υψηλότερης κερδοφορίας που θα έχουν οι 1.300 μεγαλύτερες επιχειρήσεις στις οποίες συγκαταλέγονται και οι τράπεζες θα δώσει το πολυαναμενόμενο “θετικό σενάριο” και για την ελληνική κεφαλαιαγορά, δίνοντας ώθηση για επενδύσεις σε ελληνικές μετοχές από επενδυτές εντός και εκτός Ελλάδας.

Η προοπτική είναι σαφώς θετική, όχι μόνο για θεσμικούς επενδυτές αλλά και για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των μικροεπενδυτών οι οποίο στο μεγαλύτερο μέρος τους απείχαν τα προηγούμενα χρόνια, μετά τις κακές εμπειρίες του πρόσφατου αλλά και απώτερου παρελθόντος. 

Τα κέρδη για τους καταναλωτές 

Η αλλαγή σελίδας που θα σηματοδοτήσει η επαναφορά της επενδυτικής βαθμίδας θα καταλήξει σταδιακά να έχει σημαντικά κέρδη και για τους καταναλωτές οι οποίοι βιώνουν σήμερα τον εφιάλτη του υψηλού πληθωρισμού και παράλληλα της συνεχούς αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ. 

Με δεδομένο ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν φτάσει ή φτάνουν σύντομα στο τέλος τους θα αλλάξει το κλίμα και για τη λεγόμενη πραγματική οικονομία. Οι καταναλωτές θα ξεφύγουν από τα πολύ υψηλά σήμερα ενοίκια και θα ξανασκεφτούν την ιδέα της απόκτησης μιας δικής τους κατοικίας. Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για στεγαστικά δάνεια, που έχει σήμερα παγώσει λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων από την ΕΚΤ, δεν θα σημάνει μόνο υψηλότερα κέρδη για τις τράπεζες αλλά και για τους 400.000 εργαζόμενους που δραστηριοποιούνται σήμερα στον κλάδο της οικοδομής και που περιλαμβάνει τους μεσίτες, τους δικηγόρους, τους συμβολαιογράφους, φυσικά τους κατασκευαστές και “δορυφορικά” επαγγέλματα. Περισσότερα έσοδα σημαίνει αύξηση της απασχόλησης στον βασικό και τους “δορυφορικούς” κλάδους, μείωση της ανεργίας και περισσότερα έσοδα για το κράτος –χωρίς να χρειαστεί να αυξηθούν φόροι– και φυσικά αύξηση ασφαλιστικών εισφορών που θα σταθεροποιήσουν το ασφαλιστικό σύστημα και θα αυξήσουν τις συντάξεις.

Κερδίσαμε ήδη 7 δισ. τόκους 

Κοντά στα 7 δισ. κέρδος σε τόκους από το 2020 έχει φέρει μέχρι στιγμής η βεβαιότητα των αγορών ότι η Ελλάδα θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, κέρδος που αποτυπώνεται με την κατακόρυφη πτώση των αποδόσεων των ομολόγων ουσιαστικά από το 2020.

Το ορατό και μετρήσιμο αποτέλεσμα αποφεύγοντας κάποιος τους πολύ τεχνικούς όρους έχει ως εξής:

Το 2018 για ένα χρέος Γενικής Κυβέρνησης ύψους 323,45 δισ. ευρώ πλήρωνε τόκους 6,6 δισ. ευρώ δηλαδή περίπου το 2,1% του συνολικού της χρέους, ενώ το 75% του χρέους (περίπου 260 δισ. ευρώ ) βρίσκονταν σχεδόν παγωμένο στα χέρια του λεγόμενου επίσημου τομέα (EFSF, ESM, EKT, ΔΝΤ).

Το 2022 η Ελλάδα για ένα χρέος γενικής Κυβέρνησης της τάξης των 356, 5 δισ. ευρώ πληρώνει τόκους 5,5 δισ. ευρώ δηλαδή το 1,4% του συνολικού χρέους της ενώ στο μεταξύ έχει δανειστεί από τις αγορές από το 2019 μέχρι και σήμερα περίπου 61 δισ. ευρώ, ακόμη και στις σημερινές πολύ δύσκολες συνθήκες με τα υψηλά επιτόκια που έχει επιβάλλει η ΕΚΤ και την υψηλή αβεβαιότητα των αγορών. Το θετικό είναι ότι η διαφορά στους τόκους του χρέους φάνηκε άμεσα αφού από τα 6,6 δισ. ευρώ που πληρώσαμε σε τόκους χρέους το 2018 το ποσό μειώθηκε στα 6 δισ. το 2019, αυξήθηκαν στα 6,27 δισ. ευρώ λόγω των δανείων της πανδημίας και υποχώρησαν κάτω από 6 δισ. ευρώ το 2021 για να προσγειωθούν στα 5,5 δισ. ευρώ φέτος. Τραβώντας μια γραμμή, αν το ελληνικό Δημόσιο συνέχιζε να πληρώνει τόκους με όρους του 2018 θα είχε πληρώσει από το 2019 μέχρι και σήμερα συνολικά 29 δισ. ευρώ σε τόκους . Αντ’ αυτού πλήρωσε περίπου 22 δισ. ευρώ σε τόκους για την εξυπηρέτηση του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης έχοντας ένα κέρδος ύψους 7 δισ. ευρώ. 

Τα τελευταία βήματα μέχρι και την επενδυτική βαθμίδα 

Από σήμερα μέχρι και το τέλος του χρόνου η Ελλάδα έχει άλλα τέσσερα ραντεβού με την επενδυτική βαθμίδα :

Στις 8 Σεπτεμβρίου αξιολογεί την Ελλάδα ο οίκος DBRS. 

Στις 15 Σεπτεμβρίου έχουμε αξιολόγηση από τον οίκο Moody’s. 

Στις 10 Οκτωβρίου αξιολογεί την οικονομία ο οίκος Standard & Poors.

Την 1η Δεκεμβρίου αξιολογεί την Ελλάδα ο οίκος Fitch. 

capital.gr

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube