Γενικά θέματα
29 Απριλίου 2019
Τον Άη Γιώρκην να σου τον ‘που πάνω κατεβαίνει
Μες το καράβιν έμπηκεν
την πρώτην εφτομάδαν
την πρώτην εφτομάδαν
Τζαι τρεις ημέρες έκαμεν
να ρέξει το Βερούτιν
να ρέξει το Βερούτιν
Ψουμίν, νερόν εν εβρέθηκεν
μεσά στην χώραν τούτην
μεσά στην χώραν τούτην
Ψουμίν νερόν είχεν
πολλύν κατω μακρά στο πλάτος
πολλύν κατω μακρά στο πλάτος
Τζειμέσα εκατώκησεν
ένας μεάλος δράκος
ένας μεάλος δράκος
Τζαι δεν τ’ αφήνει το
νερόν στην χώραν τους να πάει
νερόν στην χώραν τους να πάει
Ταΐνιν του εκάμνασιν
‘π’ οναν παιδίν να φάει
‘π’ οναν παιδίν να φάει
Να ξαπολύσει το νερό,
στην χώραν για να πάει
στην χώραν για να πάει
Άλλοι είχαν έξι και
οκτώ τζι επέμπαν του τον έναν
οκτώ τζι επέμπαν του τον έναν
τζι ήρτεν γυριν τ’ αφέντη
μας, τ’ αφέντη βασιλέα
μας, τ’ αφέντη βασιλέα
Είχεν μιαν κόρην μοναχήν
τζι είχεν να την παντρέψει
τζι είχεν να την παντρέψει
Θέλοντας τζαι μη θέλοντας
του δράκου να την πέψει.
του δράκου να την πέψει.
Παντήσκει κόρη εν άγιος,
Χριστός τζι απάκουσεν την
Χριστός τζι απάκουσεν την
Τον Άη Γιώρκην να σου
τον ‘που πάνω κατεβαίνει
τον ‘που πάνω κατεβαίνει
τζαι με την σέλλαν την
γρουσήν τζαι το γρουσόν αππάριν
γρουσήν τζαι το γρουσόν αππάριν
Στέκεται συλλοΐζεται
πώς να την σιαιρετήσει
πώς να την σιαιρετήσει
-Για να την πω μουσκοκαρκιά,
μουσκοκαρκιά έσιει κλώνους
μουσκοκαρκιά έσιει κλώνους
Για να την πω τρανταφυλλιά,
τρανταφυλλιά έσιει αγκάθια
τρανταφυλλιά έσιει αγκάθια
Άτε ας τη σιαιρετήσουμε
σαν σιαιρετούμεν πάντα
σαν σιαιρετούμεν πάντα
-Ώρα καλή σου λυερή, ώρα
καλή τζαι γειά σου
καλή τζαι γειά σου
Μουσκούς τζαι ροδοστέμματα
στα καμαρόφρυα σου
στα καμαρόφρυα σου
τζι είντα γυρεύκεις
Λυερή στου δράκου το πηγάδιν
Λυερή στου δράκου το πηγάδιν
Του δράκοντα του πονηρού,
να βκεί τζαι να σε φάει
να βκεί τζαι να σε φάει
-Αφέντη μου τα πάθη μας
να σου τα πω δεν φτάνω
να σου τα πω δεν φτάνω
Άθρωποι ‘που την πείναν
τους τρώσιν ένας τον άλλον
τους τρώσιν ένας τον άλλον
Έτσι έθελεν η τύχη μου,
έτσι ήτουν το γραφτό μου
έτσι ήτουν το γραφτό μου
Μες στην τζοιλιάν του
δράκοντα να κάμω το θαφκειόν μου
δράκοντα να κάμω το θαφκειόν μου
Να σου ποτζεί τον
δράκοντα ‘που κάτω τζι ανεβαίνει
δράκοντα ‘που κάτω τζι ανεβαίνει
τζι όταν τους είδε τζι
ήταν τρεις κρυφές χαρές παθαίνει
ήταν τρεις κρυφές χαρές παθαίνει
-Μπουκκωμαν τρώω τον
άδρωπον, το γιομαν την κοπέλλαν
άδρωπον, το γιομαν την κοπέλλαν
τζαι ως τα λιοβουττήματα
άππαρον με την σέλλαν
άππαρον με την σέλλαν
Μιαν χατζιαρκάν του
χάρισεν τζι η πόλις ούλλη εσείστην
χάρισεν τζι η πόλις ούλλη εσείστην
τζαι το σκαμνίν του
βασιλιά έππεσεν τζι ετσακκίστην
βασιλιά έππεσεν τζι ετσακκίστην
Βκάλλει ‘που το δισσάτζιν
του μεάλον αλυσίδιν
του μεάλον αλυσίδιν
τζι έπκιασεν τζι
εχαλίνωσεν τζειν’ το μεάλον φίδιν
εχαλίνωσεν τζειν’ το μεάλον φίδιν
-Τράβα το κόρη λυερή
στην χώραν να το πάρεις
στην χώραν να το πάρεις
Για να το δουν αβάφτιστοι
να παν να βαφτιστούσιν
να παν να βαφτιστούσιν
Για να το δουν απίστευτοι
να παν να πιστευτούσιν
να παν να πιστευτούσιν
Άνταν τους βλέπει ο
βασιλιάς κρυφές χαρές παθθαίνει
βασιλιάς κρυφές χαρές παθθαίνει
-Ποιός ειν’ αυτός που
μου ‘καμεν τούτην την καλοσύνην
μου ‘καμεν τούτην την καλοσύνην
Να δώκω το βασίλειον
μου τζι ούλλον τον θησαυρόν μου
μου τζι ούλλον τον θησαυρόν μου
Να δώκω τζαι την κόρην
μου τζαι να γενεί γαμπρός μου
μου τζαι να γενεί γαμπρός μου
Τζι επολοήθην Άγιος
τζαι λέει τζαι λαλεί του
τζαι λέει τζαι λαλεί του
-Έν θέλω το βασίλειον
σου μήτε τον θησαυρόν σου
σου μήτε τον θησαυρόν σου
Μιαν εκκλησιάν να
χτίσετε, μνήμην τ’ Άη Γιωργίου
χτίσετε, μνήμην τ’ Άη Γιωργίου
Που έρκεται η μέρα του
κοστρείς του Απριλλίου
κοστρείς του Απριλλίου
Που έρκεται η μέρα του
κοστρείς του Απριλλίου
κοστρείς του Απριλλίου