Με αφορμή την πρόσφατη, σύντομη αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Κύπρο, στη διάρκεια της ομιλίας του στο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας-ΝΔ, που άνοιξε μια παρένθεση όπως είπε, απευθυνόμενος  στον παρόντα Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας,  επανήλθε ξανά το θέμα των σχέσεων Αθήνας- Λευκωσίας. Ένα πονεμένο θέμα που καλύπτει έντονα την μεταπολεμική ελληνική εξωτερική πολιτική από τότε που ανακινήθηκε το Κυπριακό στη δεκαετία του 1950. Για να μη αναφερθούμε και στην προπολεμική περίοδο, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος καταδίκαζε την εξέγερση του 1931, αυτός ο επαναστάτης του Θερίσου. Μια πολιτική απέναντι στην Κύπρο που μόνο πικρία άφησε, με αποκορύφωμα το πραξικόπημα της χούντας που οδήγησε στην καταστροφή.

Ασφαλώς θα ήταν λάθος να θεωρηθεί η Αθήνα ως η μόνη υπεύθυνη  για τις δύσκολες σχέσεις των δύο πλευρών. Έχει και η Λευκωσία τις ευθύνες της. Από τη στιγμή όμως που η Αθήνα διεκδικούσε τον ρόλο του εθνικού κέντρου, ασφαλώς και οι ευθύνες της είναι κατά πολύ μεγαλύτερες.

Υπάρχει και μια παραμυθολογία που καλύπτει αυτές τις σχέσεις και αφορά το θέμα της ένωσης. Το πως εγκαταλείφθηκε και οδηγηθήκαμε στις συμφωνίες Ζυρίχης αλλά και μεταγενέστερα, την περίοδο 1964-1968. Υπάρχει μια μόνιμη εμμονή σε κάποιους ότι, σε αυτή την περίοδο, οι Αμερικανοί μας πρόσφεραν την ένωση μέσω του σχεδίου Άτσεσον και την απέρριψε η Λευκωσία. Στην πραγματικότητα όμως, το περιβόητο αυτό σχέδιο προέβλεπε την διχοτόμηση. Και ό,τι δεν επετεύχθη με αυτό, επετεύχθη αργότερα με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Και πάλι, πίσω από την καταστροφή του ΄74 βρίσκονταν οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ. Φυσικά δεν έλειπαν και οι Εγγλέζοι. Ασφαλώς  και ευθύνεται για πολλά και η κυπριακή ηγεσία της εποχής και τα κόμματα με τον τρόπο που διαχειρίστηκαν το Κυπριακό αυτή την περίοδο. Οι όποιες όμως ευθύνες τους είναι δευτερεύουσες μπροστά στο έγκλημα της χούντας, των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ.

Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, μόνο ο Ανδρέας Παπανδρέου χάραξε μια πολιτική απεριόριστης στήριξης στην Κύπρο, παρά το λάθος του Νταβός, για το οποίο όμως είχε το θάρρος να πει το Mea Culpa. Η δεύτερη καλύτερη περίοδος είναι αυτή της διακυβέρνησης Τσίπρα, παρ’ όλο που στον ΣΥΡΙΖΑ φώλιαζαν ουκ ολίγοι φανατικοί του σχεδίου Ανάν. Ο Τσίπρας, παρά τις πιέσεις που δέχτηκε, στήριξε τον Κοτζιά και έτσι διασώθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία. Θετική μπορεί να χαρακτηριστεί και η περίοδος του Κώστα Καραμανλή επειδή δεν άσκησε καμιά πίεση στον Τάσσο Παπαδόπουλο για την αποδοχή του σχεδίου Ανάν.

Η σημερινή περίοδος με τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι η χειρότερη για την Κύπρο. Ουσιαστικά την εξωτερική πολιτική της χώρας, ειδικά στο Κυπριακό, την καθορίζει η Ντόρα Μπακογιάννη η οποία ασκεί και έλεγχο στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών με δικούς της ανθρώπους. Η πολιτική αυτή απέκοψε το Κυπριακό από τα ελληνοτουρκικά, στη βάση των αμερικανικών σχεδιασμών για ελληνοτουρκική συνδιαχείριση στο Αιγαίο. Από το περιβάλλον δε του Μητσοτάκη, μέσω διαφόρων πανεπιστημιακών και πολιτικών αναλυτών, κατηγορούνται οι Κύπριοι ότι δεν θέλουν λύση. Εννοείται ότι αυτό που θέλουν όλοι αυτοί, αλλά και οι συνοδοιπόροι τους στη Λευκωσία, είναι τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την αποδοχή των νέο-οθωμανικών και αμερικανικών σχεδιασμών που θα μετέτρεπαν την Κύπρο σε τουρκικό προτεκτοράτο με υψηλή αμερικανική και ΝΑΤΟϊκή εποπτεία.

Η τελευταία πισώπλατη μαχαιριά για την Κύπρο, ήταν η  πρόταση της Ντόρας Μπακογιάννη, εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας-ΝΔ, για ένταξη του Κοσσόβου στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Γιατί ασφαλώς θα θεωρηθεί από την Τουρκία ως προηγούμενο για το μόρφωμα των κατεχομένων. Η Ελλάδα στηρίζει έπιπλέον με αυτή την πολιτική την  δημιουργία της μεγάλης Αλβανίας με τον Μπελέρη στην φυλακή και εναντίον φυσικά των Σέρβων. Την Αλβανία που σε πολλά η πολιτική της κατευθύνεται από την Άγκυρα.

Το μόνο κόμμα που σταθερά στηρίζει την Κύπρο αυτή την εποχή, αλλά και από παλιά, είναι το ΚΚΕ. Την σταθερή αυτή πολιτική στήριξης την επαναβεβαίωσε ο Δημήτρης Κουτσούμπας στην πρόσφατη επίσκεψη του στην Κύπρο.

Σε κάθε περίπτωση όμως υπάρχουν πολιτικές προσωπικότητες και πυρήνες εντός της ΝΔ που διαφοροποιούνται στο Κυπριακό από τον Μητσοτάκη και αυτό συμβαίνει και στα υπόλοιπα κόμματα. Υπάρχουν επίσης πυρήνες μέσα στην κοινωνία, πανεπιστημιακοί, διανοούμενοι, συγγραφείς, πολιτικοί αναλυτές  κ.α. που είναι σταθεροί υποστηρικτές της Κύπρου. Και φυσικά, όπως και στο παρελθόν, η Κύπρος μπορεί να υπολογίζει στον ελληνικό λαό.

Ασφαλώς θα μπορούσε να θέσει κανείς και το ερώτημα, γιατί πήγε ο Νίκος Χριστοδουλίδης, με την ιδιότητα του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκατίας, σε ένα κομματικό συνέδριο. Θα πήγαινε σε ένα παρόμοιο συνέδριο του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠΑΣΟΚ;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κύπρος έχει ανάγκη της στήριξης της Ελλάδας. Η Λευκωσία θα έπρεπε όμως να είχε επιδιώξει μια διακομματική στήριξη από την Ελλάδα. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται και μια διαφορετική στρατηγική που να ξεφεύγει από την πεπατημένη μισού αιώνα η οποία απλώς εδραιώνει τα δεδομένα της κατοχής.

Αλλά και η Ελλάδα έχει συμφέροντα στην Κύπρο και την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου τα οποία καθόλου δεν φαίνεται να προασπίζει. Λείπει από την σημερινή ελληνική εξωτερική πολιτική το όραμα ενώ  παραμένει μονοδιάστατη  και προσκολλημένη  στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, ακόμη και όταν  αυτή η προσκόλληση  βλάπτει τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Ακριβώς το αντίθετο  συμβαίνει  με την της τουρκική εξωτερική πολιτική.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Η γενοκτονία στη Γάζα συνεχίζεται. Πλησιάζουν τις 35 χιλιάδες οι νεκροί, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένοι. Οι αγριότητες του Ισραήλ προκαλούν τη διεθνή αγανάκτηση, αλλά οι Αμερικανοί συνεχίζουν να του παρέχουν την στήριξη τους και οι Ευρωπαίοι σιωπούν. Με όπλο την πείνα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν αξιωματούχοι των Ηνωμένων Εθνών, το Ισραήλ ασκεί πίεση στον πληθυσμό για  να εξαναγκάσει τους Παλαιστίνιους  σε φυγή. Εξόντωση, γενοκτονία και εθνοκάθαρση ταυτόχρονα.

*Πανεπιστημιακός, συγγραφέας, ποιητής.  
[email protected]