«Σε αυτή την αίθουσα, δεν υπάρχει κανείς του οποίου το γενεαλογικό δέντρο να μην απολήγει σε αγροτικές ρίζες».

Έτσι ήταν τη δεκαετία του 1960 όταν ο Βάλτερ Χάλσταϊν, πρώτος πρόεδρος της Επιτροπής (1958-1967) της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, μιλούσε με θέρμη για την οικοδόμηση της κοινής αγοράς.

Εξήντα δύο χρόνια έχουν παρέλθει από τη θέσπιση της ΚΑΠ το 1962, της πρώτης και νομίζω μοναδικής κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής -ύπατο εκπρόσωπο για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας έχει η Ε.Ε., κοινή εξωτερική πολιτική δεν έχει- και οι διαπιστώσεις του Χάλσταϊν παραμένουν φρέσκες, σαν λαχανάκια Βρυξελλών. «Τα αγροτικά ζητήματα έχουν μετατραπεί σε ζητήματα ζωής και θανάτου, διατρέχοντας σαν μοτίβο τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αν και συχνά έφεραν την Κοινότητα στα πρόθυρα της καταστροφής, πάντοτε κατέληγαν στο να την οδηγούν μακρύτερα στον δρόμο της προόδου, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα».

Τώρα, δεν είμαστε σε φάση συγκομιδής. Τα αγροτικά ζητήματα έχουν μετατραπεί σε ζητήματα ζωής. Ακόμη κι αν αποσυρθούν τα τρακτέρ της οργής, τα αντιφατικά της νέας ΚΑΠ (2023 – 2027) θα εξαφανισθούν από την ευρωπαϊκή γη;

Η ΚΑΠ αυξάνει το κόστος για τους αγρότες, που από την αρχή της εφαρμογής της είχαν να αντιμετωπίσουν πληθωρισμό -όπως και οι καταναλωτές-, κλιματικές καταστροφές και εμπορικές συμφωνίες της Ε.Ε. για φθηνές εισαγωγές από χώρες που δεν είναι υποχρεωμένες να τηρήσουν τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Δηλαδή, ο αγροτικός κόσμος στην Ευρώπη καλείται «να κάνει περισσότερα με λιγότερα», ενώ την ίδια στιγμή οφείλει να παραμείνει ανταγωνιστικός. Η νέα ΚΑΠ θέλει να είναι πιο πράσινη, η εισοδηματική στήριξη να διανέμεται πιο δίκαια, να αυξηθεί η παραγωγικότητα κι όλα αυτά σε συνθήκες ελεύθερου εμπορίου.

Καλή επιτυχία ή όπως θα έλεγε και η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου «να πάτε στην εκκλησία».

Αν δεν ήταν η συγκυρία –ευρωκάλπες τον Ιούνιο-, δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι θα ασχολούνταν με το χωράφι τα ιερατεία.