Weather Icon
Ορθοδοξία , Πολιτισμός 21 Νοεμβρίου 2023

Οι Αλατσατιανοί τιμούν την Παναγία την Αλατσατιανή την Κυριακή 26 Νοεμβρίου στην πλατεία Ειρήνης στο Αιγάλεω

Οι Αλατσατιανοί τιμούν την Παναγία την Αλατσατιανή την Κυριακή 26 Νοεμβρίου στην πλατεία Ειρήνης στο Αιγάλεω

Την 21η Νοεμβρίου που η εκκλησία μας γιορτάζει τα Εισόδια της Θεοτόκου και η πατρίδα μας τιμά τις Ένοπλες Δυνάμεις για την προσφορά τους , οι απανταχού απόγονοι των προσφύγων από τα Αλάτσατα της Ερυθραίας ή Ιωνικής χερσονήσου της Μ. Ασίας γιορτάζουν τη δική τους Παναγιά την Αλατσατιανή. Σε ανάμνηση εκείνου του μεγάλου πανηγυριού (φώτο*) του υπέρλαμπρου ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου που στέκει ως σήμερα και λειτουργεί ως τζαμί., για να μας θυμίζει την ελληνικότητα της Αλατσατιανής πολιτείας . Οι κάτοικοί της που εκδιώχθηκαν άγρια στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1922, δεν την ξέχασαν . Συνέχιζαν στους τόπους της προσφυγιάς τους να τη γιορτάζουν αλλά συγχρόνως και να θρηνούν την απώλεια της πατρίδας τους.

Οι απόγονοί τους στην Αττική θα τιμήσουν εφέτος αυτή τη μέρα την Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023 στις 11:30 π.μ. στην πλατεία Ειρήνης στο Αιγάλεω όπου και το Μνημείο των ‘’εν αδίκω θανάτω τελειοθέντων’’ Αλατσατιανών προγόνων τους κατά τη Μικρασιατική καταστροφή .

(*) Αλάτσατα: Το τελευταίο πανηγύρι 21 Νοεμβρίου 1921

Ο ναός της Παναγίας των Εισοδίων στα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας – Κείμενο του Κώστα Αρβανιτάκη στο alatsata.gr

Πολύ λίγα είναι τα ελληνικά μνημεία που η λαίλαπα της καταστροφής και η μετέπειτα σκόπιμη αδιαφορία άφησε όρθια από το 1922 και μετά στην περιφέρεια της χερσονήσου της Ερυθραίας, στη Μικρά Ασία. Πάρα πολλά όμως τα ίχνη τους έτσι που όταν γνωρίζεις τη θέση τους μπορείς εύκολα να τα βρεις και να τα θαυμάσεις απερίσπαστος, σαν κάτι πραγματικά δικό σου.

Σε όλο το μήκος και πλάτος της μικρασιατικής γης υπάρχουν σημάδια του ελληνικού πολιτισμού, της ορθόδοξης πίστης και λατρείας, καθώς και απομεινάρια του καθημερινού μόχθου των ελλήνων που έζησαν για χιλιάδες χρόνια σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Πόλεις ολόκληρες στέκονται εκεί ακόμη και δείχνουν σε μας τους απογόνους της Μικράς Ασίας, της τρίτης γενιάς, τα έργα, τη δύναμη και την αδάμαστη καρτερικότητα των παππούδων μας. Ρίγος συγκίνησης και νοσταλγία για το παρελθόν και τις ευτυχισμένες μέρες στην Πατρίδα, την αλησμόνητη Μικρά Ασία.

Όλα αυτά τα συναισθήματα τα νιώθει κανείς ακόμα πιο έντονα όταν μπαίνει στη εκκλησία της Παναγίας. Εκεί με δέος αντικρίζει ένα πλήθος από τόξα, κολώνες, μαρμάρινες ανθοδέσμες από λουλούδια της μικρασιατικής γης, βυζαντινούς αετούς, εκκλησιαστικά σύμβολα και πολλά άλλα στοιχεία από την ελληνική λαϊκή τέχνη που στολίζουν κάθε γωνιά της, μα περισσότερο από όλα το λαξευτό μαρμάρινο τέμπλο της.

Η ελληνική λαϊκή τέχνη και ο εξαγνισμός της ψυχής, χαραγμένος πάνω στη λευκή πέτρα, στο πιο ψηλό σκαλοπάτι της ορθόδοξης λατρείας μπροστά στην κτισμένη σήμερα Ωραία Πύλη του ναού της Παναγίας των Εισοδίων στα Αλάτσατα. Εκεί, μόλις έσκυψα το κεφάλι, είδα ένα άσπρο κεράκι αφημένο στη κόχη του τέμπλου  στο μέρους που ήταν κάποτε η ίδια η εικόνα της Παναγίας, η ορφανεμένη Κυρά των Αλατσάτων. Ένιωσα πως η φλόγα του έκαιγε ακόμα, έτσι που ζέσταινε τη μνήμη μου και την επιθυμία μου για αυτήν εδώ την εργασία. Μεγαλύτερη όμως συγκίνηση ένιωσα όταν

Με τον φωτογραφικό μου φακό αποτύπωσα και την πιο ασήμαντη γραμμή αυτού του λαμπρού έργου.

Είναι το μνημείο μια ολόκληρης πόλης, μιας ολόκληρης ζωής στα μέρη αυτά, μιας ζωής που την έζησαν ευτυχισμένοι τόσοι δικοί μας άνθρωποι, μα που όμως καταστράφηκε και χάθηκε αναπάντεχα. Ελπίζω ότι η καταγραφή αυτή θα είναι και μια αρχή για την προστασία αυτού του μνημείου, γιατί, θα το ομολογήσω, και ο σημερινός χρήστης του ιερού αυτού χώρου, ο σεβαστός Ιμάμης Αλή Αλμπογιά, είναι ένας εξαίρετος άνθρωπος. Μέσα από τη δική του πίστη, αλλά και την κοινή ανθρωπιά του γνωρίζει πολύ καλά την ιερότητα του ναού που συστεγάζει τη δική του θρησκεία αλλά και την πολύτιμη καλλιτεχνική αξία του μνημείου.

 

Αλάτσατα Μικρας Ασίας

14 του Σεπτέμβρη 1985

* «Εκεί που είναι το μικρό Τζαμί έμενε ένας τούρκος Αγάς, ο Μεμής Αγάς, εκεί ήταν και η στάνη του και όλο του το νοικοκυριό. Σε αυτό το μέρος πρωτόρθανε μερικοί δικοί μας Αλατσατιανοί από  τα Αρβανιτοχώρια της Κάρυστος και πήγανε παραγιοί στου Μεμή Αγά, δουλευτάδες του δηλαδή. Κοντά στον Αγά περνούσανε καλά γιατί αυτοί ήτανε εργατικοί και τίμιοι και αυτός τους αγαπούσε για τον κόπο τους και τη δύναμη στα χέρια τους. Μετά οι ίδιοι μηνύσανε και σε άλλους και ήρθανε στα μέρη αυτά της μικρασίας. Σε λίγο μάλιστα καιρό τους επιτρέψανε και φέρανε τις οικογένειες τους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους, έτσι σιγά-σιγά ήρθανε πολλοί. Ο Αγάς είχε την περιουσία του σε μέρος και όλα τα άλλα μέρη ένα γύρω ήτανε χέρσα και ακαλλιέργητα, βοσκοτόπια για τα ζώα του. Έτσι μερικοί από εμάς του λέγανε: Αγά μου, να σου κάνω ένα χρόνο παραγιός να μου δώσεις ένα κομμάτι να το καλλιεργώ μόνος μου για τα παιδιά μου και τη φαμίλια μου; Και βέβαια το πέρνανε γιατί ποιος θα μπορούσε να καλλιεργήσει όλες αυτές τις απέραντες εκτάσεις στο τόπο αυτό!

  Σιγά-σιγά με τους όρους αυτούς, με τα πολλά τα χρόνια και με πολλούς κόπους, οι δικοί μας αρχίσανε και κάμανε περιουσίες. Σαν πλήθυναν ακόμα περισσότερο ο Αγάς τους έδωσε τη μεριά του Αρβανίτικου για να κάμουνε σπίτια και να βάλουνε μέσα τις φαμίλιες τους. Από εδώ λοιπόν, από το Αρβανίτικο ξεκίνησε ο συνοικισμός του Αλατσάτου και ονομάστηκε έτσι από τους Αρβανίτες που ήρθαν από τη Χαλκίδα και την Κάρυστο. Εκεί πρωτογενήκανε τα Αλάτσατα.(Σημ: 1640)

    Από το Αρβανίτικο έμπαινες στο συνοικισμό  για να πας στην Παναγιά. Βέβαια άμα ήθελες μπορούσες να πας και από τον άλλο δρόμο, από το Κάτω Χωριό, την περιοχή που ήτανε και ο Μεμής Αγάς, κοντά στο μικρό τζαμί και πιο κάτω την Αϊσέ Καντίν.

  Τα χρόνια εκείνα ο τουρκικός νόμος δεν επέτρεπε εκκλησιά, μόνο εκεί που είναι σήμερα η Παναγιά ήτανε ένα κτίσμα πρόχειρα φτιαγμένο, κάτι σαν παράγκα, με ένα εικόνισμα μέσα. Εκεί μέσα σε αυτό το παράπηγμα επέτρεπε ο Μεμής  Αγάς να διαβάζουνε χριστιανικά όποιον είχε πεθάνει ή και να βαφτίσουν όποιον ήθελε γεννηθεί στα μέρη μας. Κάναμε βέβαια και γάμους, σχεδόν όχι νόμιμα γιατί μέχρι τότε ο Σουλτάνος δεν έδινε την άδεια να λειτουργούν εκκλησιές.

    Οι χριστιανοί όμως με τα χρόνια, τη δουλειά τους και τους κόπους τους παίρνανε συνέχεια περιουσίες και προχώρησαν πέρα πολύ μακριά από τον πρώτο συνοικισμό. Κάποτε μάλιστα δόθηκε η άδεια να κάμουνε και εκκλησιές. Ο Σουλτάνος έδωκε τη διαταγή αλλά έπρεπε να πάμε στην Κωνσταντινούπολη να πάρουμε το φιρμάνι και τα μέτρα για την εκκλησιά μας. Η χριστιανική εκκλησιά δεν έπρεπε να είναι πιο ψηλή από το τζαμί τους συνοικισμού μας. Βρέθηκε λοιπόν, ένα καλός χριστιανός, καπετάνιος, ο καπετάν Λιας με το όνομα, και με το καϊκι του πήγε την Πόλη και πήρε την άδεια για τη εκκλησιά του Αλατσάτου, αλλά μαζί με αυτήν και του Τσεσμέ, του Αγίου Χαραλάμπου. Με δικά του έξοδα πήγε, με δικά του πάλι γύρισε.

    Τότες βέβαια δεν είχε μέτρα παρά του δώσανε τρία κομμάτια σκοινί για τη δική μας εκκλησιά και άλλα τρία  για την εκκλησιά του Τσεσμέ. Το μάκρος, το φάρδος και το ύψος. Το κάθε σκοινί και τα χαρτιά, τις άδειες δηλαδή, όλα σφραγισμένα με βούλα, ένα πουλί ανάγλυφο πάνω στο βουλοκέρι. Στο δρόμο που γύριζε ο καπετάνιος κατάλαβε πως τα μέτρα ήτανε κοντά γι αυτό και θέλησε να τα μακρύνει. Άνοιξε με τέχνη τη βούλα, έκοψε το σκοινί στη μέση για να μην πειράξει τις άκρες και σαν καλός ναυτικός που ήτανε μάτισε από ένα κομμάτι σκοινί σε κάθε μέτρημα που του είχανε δοσμένο. Κατάφερε έτσι να βάλει δυο και τρία μέτρα στο καθένα. Η εκκλησιά μας γίνηκε μεγάλη, όσο την έκανε ο καπετάνιος με το μάτισμα και όχι όσο την είχανε υπολογίσει από την Πόλη.   

   Σαν έφερε ο καπετάν Λιάς ή Τουρκολιάς, το παρανόμι του, τα μέτρα και την άδεια στα Αλάτσατα μηνύσανε στη Σμύρνη και ήρθε μηχανικός, αρχιτέκτονας, και ανάλαβε τα σχέδια της εκκλησιάς. Κατόπιν καλέσανε και ένα εργολάβο. Ήρθε ο εργολάβος στα Αλάτσατα και λέει: Θέλω ένα κάρτο λίρες για αυτή τη δουλειά. Κάρτο τότες ήτανε όλα τα πράγματα, η σταφίδα, τα γεννήματα, τα κριθάρια, τα  σιτάρια, τα αμύγδαλα και το γλυκάνισο. Ήτανε ένας κουβάς στρογγυλός, ο ίδιος σε όλη την επικράτεια στο μέγεθος. «Ένα κάρτο χρυσές λίρες, ένα κάρτο θα σου δόκουμε», είπαμε όλοι εμείς. Όλα τα υλικά δικά του μέχρι να μας παραδώσει την εκκλησιά τελειωμένη. Έρχεται λοιπόν η Κυριακή και βάνουνε ένα τελάλη να φωνάζει για την εκκλησιά που θα γινότανε και να μαζευτούμε και να δόκουμε όλοι, να κάμουμε έρανο και να συγκεντρώσουμε το ποσό που ήθελε ο εργολάβος για να μας κάμει την εκκλησιά μας, ένα κάρτο χρυσές λίρες εκείνης της εποχής. Φέρανε και παπά και έκαμε αγιασμό και κατόπιν στρώσανε ένα άσπρο σεντόνι και πήγαινε όλοι από τη μια μεριά και από εκεί περνούσανε ένας- ένας και έριχνε στο σεντόνι όσα ήθελε. Ένας ενθουσιασμός άλλο πράγμα. Ενθουσιάστηκε όλο το χωριό να κάμουνε την εκκλησιά τους στη Μικρά Ασία. Να λίρες ο ένας να λίρες ο άλλος. Ο εργολάβος τρελάθηκε! Γέμισε το κάρτο και περισσέψανε να κάμουνε και τη διακόσμηση μέσα στην εκκλησία μας.

   Τη μέρα που ήθελε να αρχίσει ο εργολάβος τα θεμέλια μαζεύτηκε όλο το χωριό να σκάψει για να κατεβάσουνε το χώμα. Η εκκλησία έγινε χαμηλά γιατί δεν έπρεπε να ξεπεράσει στο ύψος το τζαμί. Είχε έξη εφτά σκαλιά για να τα κατέβεις και να μπεις μέσα και ένα γύρω είχε αυλότοιχο δυόμιση με τρία μέτρα ψηλός. Είχε και δυο αυλόπορτες μια από τα βόρεια και μια από το νοτιά. Γύρω-γύρω στον τοίχο ήτανε κυπαρίσσια θεόρατα και στην αυλή της ήταν πέτρες της θάλασσας, βολάκια, που κάνανε πολλά σχέδια σε μεγάλα κομμάτια του περίβολου. Από την κεντρική πόρτα κατέβαινες τα σκαλιά και έμπαινες μέσα στη εκκλησία. Μπροστά ήτανε ο Νάρθηκας με κολώνες και τόξα.

  Στα θεμέλια λοιπόν κατέβηκε όλο το χωριό με τα γαϊδούρια, με τσάπες και φτυάρια και πιάσανε το σκάψιμο. Σε ένα δυο μέρες κατεβάσανε το χώμα και ισοπεδώσανε. Ο εργολάβος θαύμαξε γιατί ποτέ δεν περίμενε αυτή την εργασία από εμάς. Σε τρία χρόνια περίπου εγκαινιάστηκε η εκκλησία ήταν τότες το 1833.

 

Αφήγηση: Γαλατιανός  Γεώργιος

               Γεννηθείς στα Αλάτσατα το 1901.

Όλες οι Ελληνικές κοινότητες της Μικράς Ασίας, και ιδιαίτερα αυτές των Δυτικών παραλίων, είχαν στην εποχή της ακμής τους, στα τέλη του 19ου αιώνα, μια  αξιοζήλευτη κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική οργάνωση. Οι κοινότητες αυτές αριθμούσαν χιλιάδες  κατοίκους ελληνικής καταγωγής, μετανάστες από την Ελλάδα, αλλά και πολλούς γεννημένους και μεγαλωμένους στις περιοχές αυτές. Στις πόλεις στα παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά και πιο μέσα βαθειά στην Ανατολία, το ελληνικό στοιχείο με σύμπνοια   και εργατικότητα και με την καθοδήγηση του Κλήρου, πέτυχε να οργανώσει κοινοτικά ιδρύματα, εκκλησίες και σχολεία με  αξιόλογη οικονομική και κοινωνική άνθηση.

Μια από τις πολυάριθμες αυτές πόλεις με καθαρό ελληνικό στοιχείο ήταν τα Αλάτσατα. Η πόλη είναι κτισμένη στον ισθμό της χερσονήσου της Ερυθραίας, λίγα χιλιόμετρα έξω από τον Τσεσμέ, την αρχαία Κρήνη, απέναντι από τη Χίο. Και σήμερα ακόμη ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται αμέσως την προέλευση αυτής της πόλης, γιατί ο αρχιτεκτονικός της ρυθμός, αλλά και το χρώμα της, οι πόρτες και οι σιδεριές στα παράθυρα, τα τόξα και χυτά σίδερα στα μπαλκόνια, μαρτυρούν όλα εκείνα τα πολιτισμικά στοιχεία  που την κράτησαν ζωντανή και δραστήρια τόσα πολλά χρόνια. Η ομορφιά της και η ελληνικότητά της δεν μπόρεσαν να ξεθωριάσουν παρόλο που πέρασαν τόσα χρόνια από την τραγική χρονιά του 1922, όταν ο πληθυσμός της την εγκατέλειψε με τη βία στις αρχές του Σεπτέμβρη, τέλη Αυγούστου με το παλιό ημερολόγιο.

Ένα από τα πιο όμορφα μνημεία  της πόλης αυτής, που αριθμούσε περίπου εικοσιπέντε χιλιάδες κατοίκους τις πρώτες δεκαετίες του 1900, είναι η εκκλησία της Παναγίας των Εισοδίων, το σημερινό μεγάλο τζαμί. Θεμελιώθηκε το 1830 και άρχισε να λειτουργείται το 1983. Κτίστηκε μάλιστα σε ένα μέρος της πόλης των Αλατσάτων, έτσι, που ένωσε τους δυο συνοικισμούς που μέχρι τότε την αποτελούσαν, σαν πρώτοι πυρήνες συγκέντρωσης των πρώτων κατοίκων της.

 

  * «Το 1833, τότε που η τουρκική κυβέρνηση ήταν πιο ανεκτική προς τους χριστιανού των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας χάρη της τροπής των πραγμάτων μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανουπόλεως  του 1829, κατεδαφίζεται και οικοδομείται από τον Αρχιτέκτονα Ε. Καλονάρη ευρύτερος και ευπρεπέστερος ναός από τον προηγούμενο στο όνομα των Εισοδίων της Θεοτόκου.  Είναι ρυθμός παλαιάς βασιλικής, επιμήκης, ορθογώνιος χωρίς θόλο, κεραμοσκεπής, διαιρούμενος από διπλή σειρά δώδεκα μονόλιθων μαρμάρινων κιόνων εις τρία κλίτη, στοές, στεγαζόμενος από θολωτή στέγη και με πρόθυρο στοά μαρμάρινη μετά κιόνων στην πρόσοψη, νάρθηκας. Πάνω από τη στοά της πρόσοψης και κάτω από έναν βυζαντινό δικέφαλο αετό ήταν η επιγραφή:

«ΔΙΚΑΙΟΣ ΩΣ ΦΟΙΝΙΞ ΑΝΘΗΣΕΙ

ΩΣΕΙ ΚΕΔΡΟΣ ΄Η ΕΝ ΤΩ΄ΛΙΒΑΝΩ΄

ΠΛΗΘΥΝΘΗΣΕΤΑΙ. Ψαλμός 91,13»

  Αυτή η επιγραφή αντικατεστάθη αργότερα με την φράση του Πατριάρχου Ιακώβ:

«ως φοβερός ο τόπος ούτος!

Ουκ έστι τούτο,

Αλλ’ οίκος Θεού

Και αύτη η πύλη του ουρανού»

                          Γέννεσις 28,17 

 

 

Το μόνο σημαντικό, από καλλιτεχνικής άποψης καλοπισμού του ναού, ήταν το μαρμάρινο εικονοστάσι του μαρμαρογλύπτου Ιωάννου Χαλεπά, 1872, και η εξαίρετη αγιογράφηση και διακόσμηση του με εργασία του αξιόλογου Καλύμνιου ζωγράφου Σακελλάριου Μαγκλή.

   Εις το προς βορρά τμήμα του περιβόλου υπήρχε διώροφο και ευρύχωρο οικοδόμημα που χρησιμοποιήτο για τις συνεδριάσεις της κοινότητος, την στέγαση των γραφείων της Δημογεροντίας και των άλλων κοινοτικών ιδρυμάτων και υπηρεσιών καθώς και ξενώνας παραμονής του Αρχιερέως κατά τις επισκέψεις του στην πόλη, γι αυτό και το κτήριο ονομάζετο Μητρόπολη. Στο οικοδόμημα αυτό είχε κτιστεί και κωδωνοστάσιο, απομίμηση σε μικρογραφία του πολύ-όροφου κωδωνοστασίου της εκκλησίας της Αγίας Φωτεινής της Σμύρνης, με ρολόι που κτυπούσε τις ώρες της ημέρας. Αυτό το οικοδόμημα έπεσε και καταστράφηκε στους σεισμούς του 1883.»

 

Κωνσταντίνος Α. Βλάμος Οικονόμου

Από το βιβλίο του «Τα Αλάτσατα της Ιωνικής ή Ερυθραίας Χερσονήσου 1640-1914 [Θεσσαλονίκη 1946] 

 

Κατά την μακριά περίοδο  της επικυριαρχίας των Οθωμανών στην Ελλάδα, αλλά και στο χώρο της Μικράς Ασίας, ο Kλήρος  ήταν η κυρίως διοικητική δικλείδα  και ο συνδετικός κρίκος μεταξύ  του κατακτητή  και του απανταχού Ελληνικού στοιχείου. Και τούτο γιατί ο Kλήρος ήταν μια συγκροτημένη  και ιεραρχημένη  αυστηρά πνευματική, θρησκευτική  αλλά και πολιτισμική οντότητα. Κάθε πράξη, διοικητική  ή και πολιτισμική ακόμη, που χαρακτήριζε τις σχέσεις του κυρίαρχου Σουλτάνου από τη Μεγάλη Πύλη και του υπόδουλου  τότε Έθνους,  εκπορευόταν από τη συμπαγή διοικητική  μηχανή της Ελληνικής Ορθόδοξης εκκλησίας, το Πατριαρχείο, προς τα ανώτερα, μεσαία και κατώτερα στελέχη της. Ήταν μάλιστα φυσικό αυτή η διοικητική διάταξη της εκκλησίας, πέρα από την θρησκευτική αναγνώριση του κλήρου σαν τον μόνο εκπρόσωπο του εκκλησιαστικού δόγματος, να  αναγνωρίζεται από ολόκληρο το λαϊκό στοιχείο στο χώρο της Ελλάδας και σε αυτόν της Μικράς Ασίας.

Στις αρχές του19ου αιώνα και μετά από την ήττα του Σουλτάνου στις Ρωσοτουρκικές διενέξεις  στη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, ιδρύεται το Ελληνικό ανεξάρτητο κράτος και παρέχονται τα πρώτα προνόμια στους Έλληνες της Μικρας Ασίας, βοηθούντος και του Νικολάου του Α΄ Τσάρου της Ρωσίας, που με πρόσχημα την χριστιανική πίστη μεγάλου μέρους από τους υπηκόους του Σουλτάνου, προσπαθεί να ελέγξει την αποδυνάμωση του και τον σταδιακό διαμελισμό της πάλι ποτέ ισχυρής  Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι με διάφορες συνθήκες που συνομολογήθηκαν, στο Ιάσιο το 1792, στην Ανδριανούπολη το 1829, επιβάλλονται όροι που αφορούν το χριστιανικό στοιχείο και τον Ορθόδοξο Κλήρο που δραστηριοποιείται μέσα στην ίδια την αυτοκρατορία η οποία σταδιακά έχανε τα εδάφη της, αλλά και τα οικονομικά και εμπορικά της στηρίγματα στη λεκάνη της Μεσογείου υπέρ των άλλων Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.

Είναι ακριβώς αυτή την περίοδο, τα μέσα του 19ου αιώνα, που οι πόλεις της Μικράς Ασίας, με το ελληνικό στοιχείο σε πλήρη εμπορική και οικονομική δραστηριότητα, αρπάζουν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν αυτή τη θρησκευτική προστασία που τους παρέχουν οι συνθήκες και που είναι μάλλον επιφανειακή αφού για οικονομικούς, και μόνο αυτούς τους  λόγους, επιβάλλονται προνόμια υπέρ των χριστιανικών κοινοτήτων στη κάθε μια από τις πόλεις της Ανατολής. Το γεγονός αυτό χαιρετίστηκε από το χριστιανικό πληθυσμό  με την πρέπουσα θρησκευτική ανάταση, με ανοικοδόμηση λαμπρών εκκλησιών στις περισσότερες πόλεις της Μικράς Ασίας εκεί που δέσποζε και κυριαρχούσε οικονομικά και πολιτισμικά το ελληνικό στοιχείο. Ακολούθησε επίσης μια αλματώδη αύξηση της εμπορικής δραστηριότητας στο χώρο αυτό, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη κυριαρχία στον μικρασιατικό χώρο, κυρίως μάλιστα στα Δυτικά Παράλια, στην οικονομία κάθε μιας από τις πόλεις ξεχωριστά αφού η επαφή μεταξύ τους, ιδιαίτερα των μικρότερων από αυτές, ήταν εφικτή μόνο κάτω από ορισμένες συνθήκες όσον αφορά τη σχέση της κάθε πόλης με την Κεντρική Διοίκηση και τη θέση που ο Κλήρος είχε στην εκκλησιαστική Ιεραρχία της εποχής εκείνης.

Πάνω στα ιστορικά και οικονομικά αυτά δεδομένα αρχίζει το 1830 η οικοδόμηση της εκκλησίας της Παναγίας των Εισοδίων στα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας. Από τις προηγούμενες μαρτυρίες γίνεται γνωστό πόσο ενθουσιασμένοι είναι οι έλληνες της πόλης αυτής και με τι υψηλό θρησκευτικό φρόνημα δημιουργούν όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να κτιστεί μια μεγάλη, και άξια της οικονομικής θέσης της ίδιας της πόλης, εκκλησία.  Γεγονός που επιβεβαιώνει και την ποιότητα του χριστιανικού στοιχείου της πόλης, αλλά και την εμπορική και οικονομική της άνθηση την περίοδο αυτή, στα μέσα του 18ου αιώνα.

«Όταν ξεκινούσα  από το Αρβανίτικο για να πάω στην εκκλησιά, μικρό παιδί τότες πριν το Δεκατέσσερα, όλοι πηγαίναμε στην εκκλησιά τις Κυριακάδες γιατί αυτό ήτανε το κυριότερο πράγμα για τον χριστιανισμό της Μικράς Ασίας, εκατέβαινα από του Εξαδάκτυλου το μαγαζί, το μπακάλικο του Τσιχλάκη, έπιανα του Μονιού το σπίτι, μετά του Αμάνι το σπίτι, έπαιρνα τη στροφή και ήμπαινα από την πάνω πόρτα της Παναγίας.

    Για να κατέβεις κάτω στα βολάκια είχε έξη σκαλιά και άλλα τρία ακόμα για να κατέβεις στην αυλή. Η εκκλησιά είχε μια σειρά κολώνες με μια πεζούλα και από πάνω το τόξο της είχε ένα μεγάλο χρυσό δικέφαλο αετό που κράταγε στα πόδια του τον κόσμο, μια μπάλα. Στο πλάι ήτανε μια σκάλα που ανέβαινες στα γυναικεία. Εκεί είχε καφάσια και δεν έβλεπες καθόλου γυναίκες μόνο τα κεριά που είχανε ανάψει. ΄Hτανε μεγάλη εκκλησιά η Παναγία μας, με δυο ψάλτες. Ο Κουτσός ο ένας ο ψάλτης που ήτανε παράλυτα τα πόδια του και ο άλλος ο Ξυλάς. Αυτός είχε μόνο ένα ποδάρι και περπάταγε με δεκανίκια. Καντηλανάφτες ήτανε ο Σταματούρας και ο Μακρυγιάννης.

Από το βορρά ήτανε μια πόρτα που πήγαινε πάνω στη Μητρόπολη. Δίπλα ήτανε το καμπαναριό της εκκλησίας, σιδερένιο. Όταν φύσαγε ο βοριάς  εκείνο έγερνε κατά το νοτιά και άμα φύσαγε νοτιάς εκείνο πάλι έγερνε κατά το βοριά. Από φόβο μην πέσει πήρανε την απόφαση να το κάμουνε ξύλινο μέχρι να μπορέσουνε να φτιάξουνε ένα πέτρινο. Πιάσανε λοιπόν,  και χαλάσανε το σιδερένιο καμπαναριό, ποιος το είχε κάμει κανείς δεν ήξερε!

Κάμανε το ξύλινο και πηγαίναμε εμείς τα παιδιά και κτυπούσαμε τις καμπάνες. Τέσσερεις καμπάνες ήτανε. Μετά έπιασε ο Κουμούτσος, ήτανε ο αρχιτέκτονας του Αλατσάτου αυτός, και έφτιαξε το καμπαναριό πέτρινο. Από κάτω από τις καμπάνες βάλανε ένα μεγάλο ρολόι και κτύπαγε τις ώρες. Η μεγάλη πόρτα της εκκλησιάς, έξω, στον αυλόγυρο ήταν από το ηλιοβασίλεμα, τη Δύση, και η άλλη από το Νοτιά, εκεί που ήτανε το γεφυράκι και απέναντι ήτανε το σπίτι του Παπαλουκά που ήτανε και ο μόνος συντηρητής της εκκλησίας. Η μεγάλη πόρτα ήτανε θολωτή με ένα πλατύσκαλο και κατέβαινες έξη σκαλιά. Μετά έπαιρνες το διάδρομο για να πας στο πηγάδι και απέναντι ήτανε το σχολείο.

   Όλα τα εικονίσματα του τέμπλου τάχε κάμει ο Χαλεπάς, έχει και την υπογραφή του. Τάχενε κάμει κτυπητά με καλέμι και όχι ζωγραφιστά, το ίδιο όπως το τεμπλο του Οσίου Χριστόδουλου, όλο μάρμαρο».

    

Αφήγηση: Κελεσής Ιωάννης

Γεννηθείς στα Αλάτσατα το 1900

 

Η οικογένεια Χαλεπά είναι ιστορικά δεμένη με κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα στην πόλη των Αλατσάτων. Ο πλούτος και η οικονομική άνθηση της πόλης εκδηλώνεται, όπως και σε πολλές άλλες πόλεις της Μικρας Ασίας, στην οικοδόμηση και διακόσμηση των εκκλησιών τους. Τρεις εκκλησιές κτίστηκαν στα Αλάτσατα για να καλύψουν τις θρησκευτικές ανάγκες της πόλης με βάση βέβαια τη χωροταξική τους διάταξη.

Το Πάνω Χωριό με την Αγία Τριάδα, το Μεσαίο Χωριό με την Παναγία και το Κάτω Χωριό με τον Άγιο Κωνσταντίνο. Κάθε εκκλησία, σαν τόπος λατρείας, αλλά και σαν κτίσμα, αντανακλά την οικονομική κατάσταση κάθε επί μέρους τμήματος της πόλης. Η εκκλησία της Παναγίας είναι η πρώτη που κτίζεται για να ενώσει τα δυο πρώτα τμήματα της πόλης, το Πάνω και το Κάτω χωριό. Η ίδια η εκκλησία, με το δικό της χώρο που δημιουργεί και από τον οποίο περιβάλλεται, ορίζει αργότερα και το τρίτο τμήμα της πόλης, το Μεσαίο χωριό. Έτσι ολόκληρη η πόλη ενώνεται σταδιακά κατά μάκρος με κατεύθυνση από βορά προς νότο.

Και στις τρείς εκκλησιές εργάστηκαν οι Χαλεπάδες. Όχι άδικα λοιπόν, οι Αλατσατιανοί υποστηρίζουν την καταγωγή τους από την Μικρά Ασία και μάλιστα από τα Αλάτσατα. Ο Ιωάννης Χαλεπάς, πατέρας του Νικόλα Χαλεπά, του Γιαννούλη Χαλεπά και του Πραξιτέλη Χαλεπά ήταν ο πρώτος μάστορας που δούλεψε στις μαρμάρινες κατασκευές του τέμπλου της Παναγίας των Εισοδίων. Ο ίδιος υπογράφει  πάνω στο μαρμάρινο τέμπλο της Παναγίας, αριστερά, χαμηλά της Ωραίας Πύλης ότι η εργασία αυτή έγινε το 1974. Μια άλλη πληροφορία έχουμε από την μονογραφία του Στρατή Δούκα, «Γιαννούλης Χαλεπάς», για την προσωπική επίβλεψη και εργασία του μαρμάρινου τέμπλου της Αγίας Τριάδας από τον Νικόλα Χαλεπά, το 1878. Την ίδια εποχή αναφέρεται πως ο Ιωάννης Χαλεπάς εργάζεται στο τέμπλο της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας στα Πάμφυλα της Μυτιλήνης. Την ίδια εποχή αναφέρεται επίσης και η παρουσία του Γιαννούλη Χαλεπά στα Αλάτσατα. Από αυτό και μόνο το γεγονός υπήρχε χρόνια τώρα η εντύπωση   πως το τέμπλο της Παναγίας, αλλά και αυτό της Αγίας Τριάδας καθώς και δυο μαρμάρινα μανουάλια, δυο κατάλευκα περιστέρια με ανοικτά τα φτερά τους, ήταν εργασίες του Γιαννούλη Χαλεπά. Όμως, όπως μας ιστορεί ο Στρατής Δούκας στο βιβλίου του για τους Χαλεπάδες, την περίοδο των εργασιών στην Παναγία ο Γιαννούλης Χαλεπάς  ήταν με υποτροφία σπουδαστής στη Βασιλική Ακαδημία των Καλών Τεχνών του Μονάχου. Την υποτροφία την πήρε από το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας της Τήνου. Το 1878 που έχουν αρχίσει οι εργασίες στο τέμπλο της Αγίας Τριάδας  ο Γιαννούλης Χαλεπάς παρουσιάζει τα πρώτα σημάδια της βασανιστικής του αρρώστιας. Τότε είναι που ο γιατρός του, με σύμφωνη γνώμη και του πατέρα του, τον στέλνει στα Λίτζια,  για μερικά θερμά μπάνια και για να συναναστραφεί με τον καλό κόσμο αυτής της λουτρόπολης  που ήταν ξακουστή στα πέρατα του κόσμου για την θεραπευτική ιδιότητα των νερών της που ανάβλυζαν σε μια μέση θερμοκρασία των 45ο περίπου. Ο Νικόλας Χαλεπάς, εργαζόμενος τότε στην εκκλησία της  Αγίας Τριάδας, επέστρεφε κάθε βράδυ στα Λίτζια για να προσέχει τον αδελφό του τον Γιαννούλη. Η απόσταση Λιτζια – Αλατσατα είναι μισή ώρα με τα πόδια. Όμως, μετά από μια απόπειρα που κάνει ο Γιαννούλης να πέσει από το παράθυρο του δωματίου που μένει ο Νικόλας στα Αλάτσατα (εδώ θα πρέπει να σημειώσω πως η περιγραφή του δωματίου που κάνει ο Στρατής Δούκας στο βιβλίο του ταιριάζει περισσότερο με τον ξενώνα της Μητρόπολης, δίπλα στον αυλόγυρο της εκκλησίας της Παναγίας), αποφασίζεται από την οικογένεια να τον στείλουν με καϊκι από τα Αλάτσατα στη Σμύρνη για να τον κοιτάξει ένας γιατρός. Την ίδια χρονιά φεύγει για την Ιταλία. Τον επόμενο χρόνο μένει για λίγο στην Αθήνα και μετά πηγαίνει στην Τήνο, στο μοναστήρι της Κατωπολιανής. Το 1888  ο άμοιρος Γιαννούλης Χαλεπάς βρίσκεται κλεισμένος στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας.

Πέρα όμως από μαρμάρινες εργασίες στα τέμπλο της Παναγίας, της Αγίας Τριάδας και τις εργασίες στην εκκλησία  του Αγίου Κωνσταντίνου, ο Ιωάννης Χαλεπάς φέρεται και ο κατασκευαστής μιας μαρμάρινης προτομής του Χατζηγιάννη Μπιτζέ. Στο προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας, και προς τη βόρεια πλευρά του, υπήρχε οβελίσκος  μαρμάρινος  με την προτομή του ανάγλυφη σε μικρό στρογγυλό πλαίσιο. Επίσης στο προαύλιο της Αγίας Τριάδας ήταν το μνημείο του εμψυχωτή της οικοδόμησής αυτής  της εκκλησίας του, Αντωνίου Γ. Βλάμου (1890). Ήταν θολοσκέπαστος τάφος δίπλα στο ιερό της.

Ο Ιωάννης Χαλεπάς πρώτος στη σειρά των μαστόρων μαρμάρου πέθανε το 1901 στα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας ενώ θεμελιωνόταν η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου στο Κάτω Χωριό  της πόλης όπου έμενε μαζί με τον μικρότερο γιο του, τον Πραξιτέλη Χαλεπά. Υπάρχει μάλιστα και μια διάσταση απόψεων ως προς την καταγωγή της Οικογένειας Χαλεπά. Πιθανή είναι η καταγωγή της οικογένειας  από την Εύβοια, τόπος προελεύσεως πολλών οικογενειών των Αλατσάτων, αλλά κατά μια άλλη εκδοχή οι Χαλεπάδες ίσως να κατάγονται από τη Μικρά Ασία, από την περιοχή της Αιολίας, όπως δήλωσε στον Στρατή Δούκα ο γιος του Νικόλα  Χαλεπά. Από τα επίσημα αρχεία του Δήμου Πανόρμου είναι γνωστό ότι ο Ιωάννης Χαλεπάς γεννήθηκε στις 10 Μαρτίου του 1834 στο χωριό Πύργος  της Τήνου. Η γυναίκα του Ειρήνη ήταν το γένος Λαμπαδίτη. Ένας Λαμπαδίτης  είχε αναλάβει να συνεχίσει τις εργασίες οικοδόμησης της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας όταν πέθανε ο αρχιτέκτονας Εμμ. Καλονάρης από τη Σμύρνη που είχε την εργολαβία του έργου. Ο Εμμ. Καλονάρης ήταν και ο αρχιτέκτονας της εκκλησίας της Παναγίας των Εισόδων.

* «Ο κόσμος τότες εκεί δεν ήτανε και πολύ εξελιγμένος. Όλοι δουλεύγανε και μετά να κάμουνε τις Απόκριες, τη Λαμπρή και τα Χριστούγεννα, αναμεταξύ τους οι οικογένειες, η μια με την άλλη, στο κάθε ένα σπίτι κάθε φορά. Τη μια να πάμε στου Ασπρόμουγκου, την άλλη στου Αρβανίτη και κατόπιν στου Μπαράκου και στους άλλους. Ο κόσμος ήτανε χωρίς έχθρητα. Και ήθελα να παίζουνε το ντουμπελέκι όλες τις μεγάλες γιορτάδες.

   Στο πανηγύρι της Παναγίας έπρεπε να ασπρίσουμε τα σπίτια μας, τις σκάλες μας, τις πεζούλες μας, να ετοιμάσουμε τα γλυκά μας, κουραμπιέδες, να κάνομε τους λουκουμάδες και αφού ήτανε της Παναγίας να νηστέψουμε όλες τις μέρες. Ήθελα να φάμε λακέρδες, και να τις έβλεπες που κρεμούσανε έξω από τα μπακάλικα από την ουρά με ένα λεμόνι στο στόμα. Και έπειτα ήθελα ναρθούνε από όλα τα γύρω μέρη στο πανηγύρι, στη χάρη της. Ερχόντουσαν από το Ρείς-Ντερέ, από το Λιθρί, την Κάτω Παναγιά, την Αγία Παρασκευή(το Κιόστε) και τον Τσεσμέ. Και όλες οικογένειες να έχουμε τους ξένους να τους περιποιηθούμε εκείνες τις μέρες. Όλα τα σπίτια ήταν ανοιχτά. Μετά τη λειτουργία ο καθένας πήγαινε με τους καλεσμένους του στο σπίτι του. Εμάς ερχόντουσαν πάντα από το Κιόστε, ένας Βεργής. Αυτός είχε μεγάλο μπακάλικο στον Τσεσμέ και κάνανε αλισβερίσι με τον πατέρα μου που ήτανε τυράς. Είχαμε στο Λιθρί ένα κουμπάρο και σαν ηρχούντανε αυτός ο Βεργής μας έστελνε ψάρι για το τραπέζι και το γλέντι. Ο Δεσπότης του Τσεσμέ ηρχούντανε μια φορά στο πανηγύρι μας και μια φορά έκανε τη Λαμπρή

στον Άγιο Χαράλαμπο του Τσεσμέ. Τα τραταρίσματα στα σπίτια ήτανε λουκουμάδες, κουραμπιέδες και μπόλικο ρακί, όσο ήθελες, μα και κρασί όσο ήθελες. Τα σπίτια ήτανε όλα γεμάτα. Και μαζί με όλα αυτά το τουμπελέκι. Δυο και τρείς μέρες βροντούσε το τουμπελέκι στα σπίτια και στα μαγαζιά και το τραγούδι έδινε κι έπαιρνε με τις ώρες.

   Αρτοκλασίες δεν κάναμε. Όποιος ήθελε έκανε ένα τάμα, χρυσά. Σαν μαζέψαμε μια φορά χρυσά τα λιώσαμε και φτιάξαμε ένα πολυέλαιο. Κάναμε και δωρεές, κτήματα και λεφτά του τα γράφανε στην εκκλησία. Οι γυναίκες κεντούσανε τα πανιά και τις κουρτίνες για την εκκλησία, τις εικόνες και το γυναικωνίτη. Τα στασίδια της Παναγίας τα αγοράζανε οι ντόπιοι και ήτανε όλα κληρονομικά στην κάθε οικογένεια. Τα μανουάλια για τα κεριά ήτανε μπρούτζινα. Οι παπάδες μας ήτανε οι περισσότεροι του Δημοτικού και τους πρότεινε το χωριό μας. Την ημέρα των Τριών Ιεραρχών τα τροπάριά τους τα ψέλνανε τα αγόρια του σχολείου και τα κορίτσια ψέλνανε τη γιορτή του Ευαγγελισμού.

    Μια χρονιά ήρθενε από τα Βουρλά μια οικογένεια με ένα κοριτσάκι που δε μιλούσε. Το φέρανε στο πανηγύρι της Παναγίας μας, εγώ τότες ήμουνα κοπελίτσα, με τον  καημό που δεν ημίλιενε ολόκληρο κορίτσι. Την ώρα που ημοίραζε ο παπά της το Αντίδωρο, εκείνο είπε έξαφνα: Παπά μου, δώσε μου κι εμένα. Ε, τότες κτυπήσανε τις καμπάνες και κάμανε λειτουργία για το θαύμα στη Χάρη της που ημίλησε το κοριτσάκι.»

 

Αφήγηση: Δέσποινα Μανωλάκη

 Γεννηθείσα στα Αλάτστα το 1897

 

Μετά την οικοδόμηση της εκκλησίας της Παναγίας η θρησκευτική αλλά και πολιτισμική δραστηριότητα των Αλατσατιανών έχει επίκεντρο το κτίσμα τούτο. Η λαογραφία και η εσωτερική έκφραση του κάθε ενός, εκδηλώνεται στη σχέση της πόλης με την εκκλησία της, τους ιερείς και το λαϊκό της στοιχείο. ΄Oλα αυτά μέσα από το αυστηρά τηρούμενο εορτολόγιο και τα έθιμα της εποχής που δεν διαφέρουν σε τίποτα από αυτά των απανταχού Ελλήνων. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως ο μεγαλοπρεπής αυτός ναός είναι ο πυρήνας συγκέντρωσης αφιερωμάτων σε χρυσό,  κτήματα και ζώα από τους κατοίκους  της πόλης στις επετείους και στις εορτές και μέσα από τις συνθήκες που δημιουργούσαν η καθημερινή πρακτική  και η σχέση της κοινότητας με την Εξουσία. Λειτουργεί με άλλα λόγια σαν ένα ευαγές ίδρυμα με μεγάλους οικονομικούς πόρους και πρόγραμμα που θα το ζήλευε οποιαδήποτε πόλη της Νεότερης Ελλάδας. Η εκκλησία-ίδρυμα συντηρεί τα σχολεία και πληρώνει τους δασκάλους που τα λειτουργού και διδάσκουν σε αυτά και που έρχονται με έξοδα του ταμείου της Εκκλησίας από τη Σμύρνη.

Δύο Νηπιαγωγεία, δύο Δημοτικά, ένα Αρρένων και ένα Θηλαίων, είναι τα σχολεία που χρηματοδοτεί το οικονομικό πρόγραμμα της εκκλησίας μέχρι που  η οικονομική ανάπτυξη της πόλης, με βάση το εμπόριο της σταφίδας, εξασφαλίσει τα έσοδα από τη φορολογία των εξαγωγών και επιτρέψει έτσι στην κοινότητα να περάσει τα οικονομικά των σχολείων στον προϋπολογισμό της. Μαζί με την Εκκλησία και ο Πολιτιστικός Σύλλογος  μετέχει στη συγκέντρωση πόρων για να εξασφαλιστούν τα χρήματα που απαιτούσε το δυναμικό πρόγραμμα πολιτισμικής δράσης με τα Νυκτερινό Σχολείο, τη Βιβλιοθήκη, το Θέατρο και μια πολύς σοβαρή προσπάθεια λαϊκής επιμόρφωσης των περισσοτέρων κατοίκων της πόλης των Αλατσάτων.

 

Το πανηγύρι της Παναγίας στις 21 Νοεμβρίου, αρχή του χειμώνα, εποχή που οι αγρότες έχουν ένα μικρό διάλλειμα στην καθημερινή απασχόλησή τους, αφού αρχίζουν οι βροχές και η εργασία στο χωράφι είναι δύσκολη, είναι το μεγάλο γεγονός όχι μόνο της πόλης αλλά και ολόκληρης της περιοχής της Ερυθραίας. Είναι μια θρησκευτική, αλλά και κοινωνική εκδήλωση που δίνει την ευκαιρία στους ντόπιους να έλθουν σε επαφή με ένα μεγάλο κομμάτι από τον πληθυσμό αυτής της περιοχής. Μέσα μάλιστα, από τις εκδηλώσεις του πανηγυριού εκφράζονται τα μύρια λαϊκά αισθήματα των κατοίκων δημιουργώντας θρύλους, παράδοση, το λαϊκό τραγούδι, και μαζί με όλα αυτά την ίδια την ιστορία του τόπου.

Όμως και στα καθημερινά γεγονότα το όνομα της Παναγίας μπαίνει για να βοηθήσει στην εκπλήρωση των πόθων και των επιθυμιών. Στο πανηγυριώτικο τραγούδι, αλλά και στο ερωτικό, η Παναγιά καλείται να προσφέρει τη Χάρη της και τη Δύναμή της. Οι συμφορές, μα και όλα τα καλά, έχουν σαν πρόσωπο αρωγής την Παναγία. Έτσι η εκκλησία σαν κτίσμα αλλά και σαν πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο υψώνει και ενισχύει τη θρησκευτικότητα και το πνεύμα, και σε προέκταση τη λαϊκή κουλτούρα της πόλης Κέντρο.

Μερικά από τα δίστιχα που παραθέτω  πιο κάτω δείχνουν το πώς οι καθημερινές ανάγκες  μαζί με τα ιστορικά γεγονότα συνδέονται με το όνομα της Παναγίας, στην επίκληση της Χάρης Της για την πραγματοποίηση πόθων διαφορετικής επιθυμίας και έκφρασης. Έτσι η θρησκευτικότητα του λαϊκού στοιχείου της πόλης μετουσιώνεται σε πνευματική και καλλιτεχνική έκφραση μέσα από το θρησκευτικό σύμβολο που παίρνει κάθε φορά την απαιτούμενη μορφή και δύναμη. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται βέβαια, σε όλες της Ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας όπου έχουν ένα γνήσιο Ελληνικό στοιχείο που δραστηριοποιείται σε διάφορους τομείς της παραγωγής και του εμπορίου, αλλά και σε πολλές άλλες μορφές πνευματικής καλλιέργειας.

Τα Αλάτσατα  είχαν τρεις μεγάλες εκκλησίες όμως, καμιά από τις άλλες δυο δεν μπήκε  τόσο βαθιά μέσα στην λαϊκή έκφραση όσο αυτή της Παναγίας των Εισοδίων. Και αυτό δικαιολογείται από το ότι ήταν η πρώτη που οικοδομήθηκε και  η πιο παλιά. Επίσης από το ότι οι δύο άλλες εκκλησίες, της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Κωνσταντίνου, ήταν περισσότερο ενοριακές κτισμένες στα δύο αντίστοιχα άκρα της πόλης ενώ η εκκλησία της Παναγίας  είχε αγκαλιαστεί, από την αρχή της οικοδόμησής της, και από τα τρία «χωριά» της πόλης, λόγω της θέσης της στο κέντρο.

    «Εμείς ήμασταν από τη Χιό, Αφεντάκης ήταν ο προπάππος μου και τον λέγανε «Κλειδά», γιατί έφτιαχνε κλειδιά και πιστόλες και διόρθωνε τουφέκια. Τα κάγκελα της Εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου που είχανε χυτά πρόσωπα επάνω, τάχενε καμωμένα στο εργαστήριο του. Αυτός έφτιαξε και το ρολόι της Παναγιάς άμα χαλούσε. Εμείς περνούσαμε μέσα από την Παναγιά  για να πάμε στο σχολείο. Είχαμε λοιπόν, κλειδιά θηλυκά που μας τα ήφτιαχνε ο μαστρο-Δημήτρης, με μια μπροκάρα ανάποδα τόση δα, με ένα σπάγκο δεμένα. Βάζαμε σπιρτοκέφαλα και ίσκιες, τα κρατάγαμε από το σπάγκο, και τα κτυπάγαμε πάνω στα μαρμάρινα σκαλοπάτια της εκκλησιάς. Μπαμ, μπουμ! Τα κάναμε ολόμαυρα.

     Λέγαμε και τραγούδια στα πανηγύρια για τη Χάρη Της.

                                                                             

Ω! Παναγιά Αλατσατιανή

θέλω να σε ρωτήσω

ετούτους τους Ματζούρηδες

πως δεν τους στέλνεις πίσω!

 

ΣΗΜ: Μαζτούρηδες ήταν οι στρατιώτες και οι άτακτοι που έδιωξαν τον ελληνικό πληθυσμό από τα Αλάτσατα στον Πρώτο Διωγμό του 1914.

 

Πάνω χωριό, Κάτω χωριό

δε βρήκα ν’αγαπήσω

κι ανάμεσα στην Παναγιά

το αίμα μου θα χύσω.

 

Ω! Παναγιά Αλατσατιανή

με τα πολλά καντήλια

φύλαγε την αγάπη μου

να σου τα κάμω χίλια.

Μαρία λεν την Παναγιά

Μαρία λεν και σένα,

αν αρνηθώ την Παναγιά

θε να’ρνηθώ και σένα.

 

    Τάζω σου Παναγία μου

τάζω σου Πανωχωριανή μου,

λαμπάδα σαν το μπόι σου

να φέρω στη γιορτή σου.

 

Καρακαμπανάρα μου Ρεϊςντεριανή

Θα την καταπονέσεις την Αλατσατιανή!

 

ΣΗΜ: Το δίστιχο αυτό έχει σχέση με τον ανταγωνισμό της κοινότητας του Ρεϊςντερέ κοντά στα Αλάτσατα.

 

Κλειδάς Γεώργιος

γεννηθείς στα Αλάτσατα το 1902.

 

 

*  « Το Πάσχα γινότανε μεγάλο κακό στον αυλόγυρο της εκκλησιάς. Φτιάχναμε τις μπόμπες, με μπαρούτι και χαρτί και τις κτυπούσαμε πάνω στα βολάκια της αυλής. Από τις πολλές μπόμπες και τα χαρτιά σκεπαζούντανε όλος ο αυλόγυρος της Παναγίας και δεν μπορούσες να δεις τις πέτρες. Ύστερα στη μεσημεριανή Ανάσταση ήθελα να ρθούνε  με τους τσιφτέδες και τα ντουφέκια και να καθίσουνε στις άκρες του ψηλού τοίχου ένα γύρω και μπαμ και μπουμ, και δόστου τουφεκίδι όλη τη μέρα.Δε θα ξεχάσω που ο πατέρας μου είχε ένα Μαρτίν και σαν γυρίζαμε το βράδυ από την εκκλησιά, μετά την Ανάσταση, το Μεγάλο Σάββατο,   ήθελα να ανοίξει το βορινό παραθυρο που κοίταζε στου Πέντε Μύλους, ακουμπούσε το τουφέκι στο παράθυρο, και έριχνε τρεις τουφεκιές, τρεις φορές το «Χριστός Ανέστη».

  Όλοι μικροί και μεγάλοι έπρεπε να πάμε στην εκκλησιά και όποιος δεν πήγαινε του βγάζανε ένα τραγούδι:

 

Ο Γιώργης ο Γαλατιανός

δεν άκουσε «Ανέστη»

τον κάτσανε στο γάιδαρο

και πούλαγε ασβέστη.

 

Θυμάμαι που τη Λαμπρή, τον Επιτάφιο τον στολίζανε οι κοπέλες τη Μεγάλη Παρασκευή και οι ψαλτάδες ψέλνανε τα εγκώμια. Ερχότανε και τούρκικη φρουρά μέσα στην εκκλησία και έδινε τιμές.»

 

Γεώργιος Γαλατιανός

Γεννηθείς στα Αλάτσατα το 1901

 

 

* «Το Πάσχα, ο Γιάννης ο Μπαράκος, είχε ένα μπακαλικάκι εκεί στο Αρβανίτικο, πήγε με ένα Σουλτάδο στην Ανάσταση, Μεγάλο Σάββατο, αποβραδίς, στην Παναγιά .Φαίνεται όμως πως τόχενε γεμίσει με πολύ μπαρούτι και πανιά. Έτσι σαν ακούστηκε το «Χριστός Ανέστει», βράδυ, ώρα Δώδεκα, έβαλε αυτός καψούλι και τράβηξε μια τουφεκιά στο αέρα, μπαμ! Το Σουλτάδο όμως, ήτανε στουμπωμένο και έσκασε στα χέρια του. Έσπασε όπως το κράτιενε και του πήρε και το χέρι.»

.

Γιάννης Κελεσής

Γεννηθείς στα Αλάτσατα το 1900

 

    «Μια χρονιά, θάτανε πριν το 1900, ηκλέψανε την Παναγιά. Δεν πήρανε τις εικόνες βέβαια, αλλά όλα τα χρυσά και τα ασημικά Της. Κάποιος έμεινε μέσα, και τη νύχτα άνοιξε μια πόρτα, και μπήκε όλη η παρέα του. Μαζέψανε όλα τα χρυσαφικά Της, όλα τα τάματά Της, τα Δισκοπότηρα και τα Ευαγγέλιά Της. Το πρωί  που είδε το κακό ο καντηλανάφτης έπιασε και κτύπαγε τις  καμπάνες και ξεσηκώθηκε όλο το χωριό μας. Ήτανε μια βέβηλη πράξη. Πολλοί είπανε πως τάχανε προετοιμάσει όλα, και τον τρόπο που θα βγάζανε τα κλεμμένα έξω από την Πατρίδα. Τα βάλανε,  λέει, σε κοφίνια με σταφύλια που φεύγανε εκείνες τις μέρες για έξω. Εκεί στον πάτο στα κοφίνια κρύψανε τα χρυσαφικά της Παναγίας και τα στείλανε στη Ρωσία, μπορεί και στην Ελλάδα, κανείς δεν ξέρει ακόμα να πει. Μια φορά όμως, αρρωστησένε ένας από την εταιρία που έβγαζε έξω σταφύλια, στη Ρωσία, ένας από τους Τρούληδες, κι έπιασε και γαύγιζε σα σκύλος, ξαπλωμένος όπως ήτανε στο κρεβάτι του. Και τότε πολλοί είπανε πως τον τιμώρησε η Παναγία για το κακό που της έκαμε! Αν είναι έτσι. Ποιος το ξέρει, έτσι τα  λέγανε όσοι καμώνονταν  πως ξέρανε!

        Σα γυρίσαμε, στον Πρώτο Διωγμό, το τέμπλο της Παναγίας δεν τόχανε πειράξει, μόνο που τόχανε σκεπάσει με σανίδια καρφωμένα και ήτανε κλειστό. Πιάσαμε τότες εμείς και βγάλαμε τα σανίδια και το αποκαταστήσαμε. Θα ’τανε το 1919, μερικές εικόνες όμως, ήτανε παρμένες.»    

 

Δέσποινα Μανωλάκη

Γεννηθείσα στα Αλάτσατα το 1987.

 

Με το Διωγμό του 1914 ολόκληρη  η πόλη εγκαταλείπεται στην τύχη της και μαζί με αυτήν και η εκκλησία της Παναγίας. Όμως, δε θα υποστεί σοβαρές ζημιές ή  καταστροφές εκτός από το ότι ένας μικρός αριθμός φορητών εικόνων που χάθηκαν.  Το τέμπλο της Παναγίας σκεπάστηκε με ένα παραβάν και ο χώρος της χρησιμοποιήθηκε για διάφορους σκοπούς, κυρίως σαν αποθήκη. Έτσι, με την επιστροφή των κατοίκων της πόλης, το 1919, αποκαταστάθηκαν γρήγορα οι όποιες ζημιές, και όταν επέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, η εκκλησία  ξαναλειτουργήθηκε με ευλάβεια και αγαλλίαση. Εκτός από τις ζημιές στους σεισμούς του 1881 και 1883, τότε που έπεσε και το καμπαναριό της, δεν αναφέρονται ιστορικά άλλες όσον αφορά το ίδιο το κτίσμα της εκκλησίας.

Όμως, όταν η πόλη είχε αποκτήσει πάλι τον κανονικό της ρυθμό και η ίδια η ζωή τον σκοπό της, άρχισαν οι διεργασίες για τη φοβερή χρονιά του εικοσιδυό. Τη χαρά της λύτρωσης που έφερε ο ερχομός στη Μικρά Ασία του Ελληνικού Στρατού, γρήγορα σκέπασε η λύπη και η αγωνία για τον ξεριζωμό. Πάλι η εκκλησία έμεινε μόνη της. Αλλά αυτή τη φορά κάθε γωνιά της, μέσα και έξω, είχε να διηγηθεί μια φρικιαστική και απάνθρωπη ιστορία από τα φρικτά γεγονότα που ξετυλίχτηκαν τις τελευταίες μέρες, πριν όλο αυτό το λατρευτικό πλήθος σκορπίσει σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Η ιστορία δύσκολα μπόρεσε ποτέ να περιγράψει τον τρόπο που διώχτηκαν  οι χριστιανοί από εκεί. Με τι πόνους και δάκρυα γύρισαν την πλάτη τους στον τόπο που τόσο είχαν παλέψει να τον κάνουν όμορφο,  τόπο πλούτου, χαράς και ευτυχίας για όλους πλούσιους και φτωχούς, αφεντάδες και υποστατικούς, ντόπιους και ξενομπάτες.

* «Ένα δυο μέρες μετά τις αρπαγές και τις λεηλασίες βγάλανε μια διαταγή να πάνε όλοι στην εκκλησία της Παναγίας. Σαν μαζεύτηκε ο κόσμος, όσοι βέβαια δεν προλάβανε να φύγουνε, γέροι, γυναίκες, παιδιά και κοπέλες, από αυτές όσες ακόμα στεκόντουσαν στα πόδια τους μετά από τόσα μαρτύρια που τους κάμανε, μπαίνανε μέσα οι στρατιώτες και παίρνανε πάλι γυναίκες και κορίτσια έξω στα χαλάσματα του χωριού. Πολλά κορίτσια απελπισμένα τρέξανε στο πηγάδι που είναι στον περίβολο της εκκλησίας. Τί να κάμουνε τα άμοιρα! Πέφτανε μέσα στο πηγάδι για να γλυτώσουν. Έπεσε μια, πέσανε δυο, τρείς, πέντε, δέκα, γιόμισε το πηγάδι. Όμως πέφτανε ακόμα, μέχρι που δεν πνιγόντουσαν πια, γιατί τα κορμιά είχανε φτάσει μέχρι πάνω και δεν είχε πια νερό για να πνίξει!  Τότες τρέξανε οι πιο μεγάλοι, δεν είχε νέους βλέπεις γιατί τους είχαν πάρει όλους έξω από το χωριό, ρίξανε σκοινιά και τραβούσανε τις ζωντανές κοπέλες έξω από το στεγνό πια πηγάδι. Πολλοί χωριανοί μας παρακούσανε  τη διαταγή του τούρκου και δεν πήγανε στην εκκλησία. Αυτοί οι λίγοι τραβήξανε κατά το Μπεντήρι, στα παραθαλάσσια, και από εκεί ήρθανε καϊκια από τη Χιό και τους πήρανε. Έτσι σωθήκανε! Ήτανε όμως γδυμνοί, ξυπόλυτο  και νηστικοί κάμποσες μέρες. Όσοι πήγανε στην εκκλησιά χαθήκανε!»

 

Γεώργιος Γαλατιανός

Γεννηθείς στα Αλάτσατα το 1901

 

«Χριστέ μου από το Ζίγκουϊ

Σταυρέ μου απ’το Σεούτι

Και Παναγιά Αλατσατιανή

Τι μέρα είναι τούτη!

 

Ω! Παναγιά Αλατσατιανή

Και συ Αγιά Τριάδα

Και Αϊ Γιώργη του Μποτζά

Δεν κάνετε ένα θαύμα!

Για να τα διώξτε τα τουρκιά

Μας ντύσανε στα μαύρα!

 

Κλαίνε οι μανάδες τσι άντρες τους

Κλαίνε τα ορφανά τους

Κι απ’την απελπισία τους

Πηγαίνουνε στην Πλάκα.

 

Στην Πλάκα που πηγαίνουνε

Πάνε για να πνιγούνε

Γιατί δεν το αντέχουνε

Τέτοια να ξαναδούνε.»

 

Δημήτρης Μαστρακούλης

Γεννηθείς στα Αλάτσατα το 1909

ΣΗΜ: Τούτο είναι ένα πονεμένο τραγούδι και την Καταστροφή και τον παντοτινό διωγμό του 1922.

ΣΗΜ: 14 του Σεπτέμβρη η μέρα του διωγμού στα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας.

 

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ  ΣΤΟΙΧΕΙΑ

H εκκλησία των Εισοδίων της Παναγίας είναι τρίκλιτος, ρυθμός βασιλικής, ορθογώνιος, με νάρθηκα   χωρίς τρούλο. Ο νάρθηκας καταλαμβάνει όλο το μήκος της πρόσοψης, και στα τρία κλίτη, και έχει πέντε εισόδους  προς τον κυρίως ναό με τόξα. Τρείς για το κεντρικό κλίτος και από μία για τα δύο πλάγια. Έχει επίσης, δυο σειρές κίονες, μονόλιθους, που χωρίζουν τον

κυρίως ναό σε τρία κλίτη και σε όλο το μήκος τους, συμπεριλαμβανομένου και του νάρθηκα με το υπερώον όπου και ο γυναικωνίτης. Και οι δώδεκα κίονες, ανά έξη καταλήγουν σε τραπεζοειδείς διακοσμήσεις.

Αντίθετα με την εξωτερική λιτή γραμμή του κτίσματος, με κύριο χαρακτηριστικό την σκεπή με τα κεραμίδια  και την κυριαρχία της ευθείας γραμμής, το εσωτερικό  του ναού χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολλών τόξων, στις συνδέσεις που στηρίζουν την οροφή αλλά και στην τοιχοποιία, αλλά και όπου αλλού είναι δυνατή  η χρήση της καμπύλης γραμμής σε όλο το μήκος και το πλάτος του εσωτερικού χώρου. Με αυτόν τον τρόπον το εσωτερικό κτίσμα αποκτά ένα ανάλαφρο αισθητικό ύψος και φωτίζεται άπλετα από τρείς σειρές παραθύρων. Μια σειρά στο ισόγειο, μια άλλη σε όλο τον περίγυρο του γυναικωνίτη και μια άλλη σειρά σε δυο παράλληλες διατάξεις κάτω ακριβώς από τη στέγη της εκκλησίας.

Διακόσμησης ιδιαιτέρου κάλους και τέχνης είναι το τέμπλο της εκκλησίας, έργο του Ιωάννη Χαλεπά το 1874. Έχει σμιλευτεί σε μάρμαρο άσπρο και έχει τρείς σειρές θέσεων για τα εικονίσματα της εκκλησίας. Τέσσερεις θέσεις από την κάθε πλευρά της Ωραίας Πύλης για μεγάλες εικόνες, μια σειρά πάνω ακριβώς από την Ωραία Πύλη για τις εικόνες του Εορτολογίου και μια Τρίτη σειρά αμέσως πάνω από αυτές. Οι παραστάσεις των εικόνων διακρίνονται κάπως αχνά στις δυο πάνω σειρές γιατί είναι σμιλευμένες στο μάρμαρο του ίδιου του τέμπλου.

Ένα αναρίθμητο πλήθος μικρών και μεγάλων παραστάσεων διακοσμεί το σύνολο του τέμπλου. Διακρίνει κανείς όλο τον φυσικό πλούτο της περιοχής άνθη, φύλλα, βλαστούς και ελικοειδείς παραστάσεις. Όλα αυτά μαζί με μαιάνδρους, ακτίνες του ήλιου και κλαδιά ελιάς. Δεν λείπουν βέβαια, και τα εκκλησιαστικά σύμβολα καθώς και τα ανθοστόλιστα κιονόκρανα. Πάνω από τις εικόνες της πρώτης σειράς είναι αναδιπλωμένα κομμάτια «υφάσματος»  κατασκευασμένα από άσπρο μάρμαρο με περίσσια μαστοριά και λεπτότητα. Η καλλιτεχνική αυτή παράσταση του τέμπλου καλύπτει και τα τρία κλίτη της εκκλησίας και καταλήγει σε κωνικές κορυφές   όπου εκεί ήταν στηριγμένος μαρμάρινος σταυρός.

Στον εξωτερικό χώρο η καλλιτεχνική έκφραση του αρχιτέκτονα βρίσκει διέξοδο στην κατασκευή του δαπέδου της αυτής της εκκλησίας  αφού πουθενά αλλού δεν επιτρεπόταν να εμφανιστεί η διαφορά της πολιτισμικής μα και της θρησκευτικής καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας των μειονοτήτων  στο χώρο την εποχή εκείνη. Έτσι τα «βολάκια», τα σχήματα και οι συνθέσεις, δίνουν την δυνατότητα στο καλλιτέχνη να περάσει τη λεπτή αισθητική της σύνθεσης και της ταυτότητας με τα πιο λαϊκά υλικά. Ροζέτες και πεντάλφα, βυζαντινοί αετοί με στέμμα, τρίγωνα, ρόμβοι, ήλιοι, καμπύλες και ευθείες αρμονικά δεμένες γεμίζουν τα τεράστια κομμάτια σε όλο το μήκος και το πλάτος του αυλόγυρου.

Σήμερα ο αυλόγυρος είναι η αγορά της πόλης, μια αγορά με θαυμάσια λαχανικά και φρέσκα φρούτα της ίδιας της γης που οι πρόγονοί μας άφησαν πριν από χρόνια με πίκρα και πόνο για το χαμό της.  Η εκκλησία λειτουργεί σαν θρησκευτικό χώρος άλλης θρησκείας και είναι το τζαμί της πόλης. Όμως, και σήμερα  ο χώρος υποβάλει  το ίδιο όλους, ανεξάρτητα  από το την πίστη τους. Όλοι εκεί γνωρίζουν την αξία του κτίσματος, την ιστορία του, και τους θρύλους που περιβάλουν την εκκλησία της Παναγίας. Αυτή η εργασία μου ελπίζω να βοηθήσει στη σωστή καταγραφή αυτού του μνημείου της ελληνικής Ανατολής.

ΝΕΩΤΕΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Με την τουριστική ανάπτυξη των Αλατσάτων η εκκλησία της Μεσιανής Παναγιάς ανακαινίστηκε και αποκαλύφθηκε η αγιογράφηση του τέμπλου καθώς και το εξωτερικό του κτηρίου στο σύνολό του. Στις 29 Μαϊου του 2011, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος  επισκέφθηκε  την εκκλησία και λειτούργησε στον πανηγυρικό εσπερινό.

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube