του Σπύρου Δημητρέλη
Ο πρωθυπουργός είπε πολύ ενθαρρυντικά πράγματα από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών. Το σημαντικότερο από αυτά είναι ότι έχει διαβάσει πολιτική ιστορία της Ελλάδας και γνωρίζει ότι, συνήθως, οι δεύτερες θητείες μιας κυβέρνησης είναι θητείες εφησυχασμού και αδράνειας και ότι με τη δική του κυβέρνηση αυτό δεν θα γίνει. “Δεν έχω καμία πρόθεση να ακολουθήσω τον ίδιο δρόμο. Δεν είναι αυτή η εντολή του λαού που έλαβα στις εκλογές του Ιουνίου. Σκοπεύω να τιμήσω στο ακέραιο την εμπιστοσύνη των πολιτών και να υλοποιήσω τις μεγάλες αλλαγές για τις οποίες δεσμευτήκαμε και αυτό θα κάνω…”, είπε χαρακτηριστικά.
Με τα έως τώρα πεπραγμένα της δεύτερης κυβερνητικής θητείας οι προσδοκίες για πραγματικές μεταρρυθμίσεις που θα ξεκολλήσουν το κάρο της Ελλάδας από τον ρυθμό του αραμπά και θα τον βάλουν σε πραγματική ταχεία ανάπτυξη, δεν περισσεύουν. Ωστόσο, ακόμη και αν ξεκινήσουν τώρα οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις, τότε υπάρχει χρόνος να αποφύγουμε τα χειρότερα.
Η κουβέντα για ανάγκη πραγματικών μεταρρυθμίσεων γίνεται ακόμη πιο έντονη και αναγκαία αν αναγνώσει κάποιος τα επίσημα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας, της γνωστής Eurostat, για την κατάταξη των χωρών με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα προσαρμοσμένου σε μονάδες αγοραστικής δύναμης.
Δηλαδή το πραγματικό μέσο εισοδηματικό επίπεδο των χωρών της ΕΕ, αφού έχουν ληφθεί υπόψη οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών σε κάθε χώρα.
Η ανάγνωση των στοιχείων δεν μπορεί παρά να προκαλέσει στον Έλληνα μια απογοήτευση έως και θλίψη. Αλλά είναι και μια απόδειξη για όλα όσα έχουν γίνει λάθος σε αυτήν τη χώρα τον τελευταίο τουλάχιστον μισό αιώνα, τα οποία έχουν καταδικάσει τη χώρα σε ανάπτυξη με ρυθμό χελώνας όταν άλλοι τρέχουν με Ferrari.
Σε αυτήν την κατάταξη, λοιπόν, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση από το τέλος, ξεπερνώντας οριακά τη Σλοβακία και έχοντας μια σχετική διαφορά από τη Βουλγαρία. Καθαρά σε καλύτερη θέση από την Ελλάδα βρίσκεται το σύνολο των πρώην κομμουνιστικών χωρών της Ευρώπης, όπως Ρουμανία, Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία, Εσθονία, Λεττονία κ.ά.
Με άλλα λόγια ο μέσος εργαζόμενος στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ευρώπης, αν ληφθεί υπόψη το μέσο εισόδημα και οι τιμές του καταναλωτή, περνά καλύτερα από τον μέσο Έλληνα! Αν αναλογιστεί κανείς πού βρίσκονταν αυτές οι χώρες το 1989 με την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ και πού βρίσκονται σήμερα, τότε καταλαβαίνει ότι κάτι πολύ σωστό κάνουν αυτές και κάτι πολύ λάθος κάνουμε εμείς. Τα στοιχεία, μάλλον, επιβεβαιώνουν και όσους υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα είναι το τελευταίο κομμουνιστικό κράτος της Ευρώπης. Εκεί παραπέμπουν και τα στοιχεία της Eurostat για το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος που ξοδεύουμε για να συντηρήσουμε το ελληνικό κράτος, στο οποίο βεβαίως περιλαμβάνονται εκτός από τους μισθούς και οι συντάξεις. Ξοδεύουμε, με βάση τα στοιχεία του 2019, δηλαδή πριν την πανδημία που τα ποσοστά αυξήθηκαν, το 48,1% του ΑΕΠ μας για το κράτος με μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 46,6% του ΑΕΠ. Δηλαδή αν και είμαστε στην 25η θέση στoυς 27 στην ΕΕ όσον αφορά στο κατά κεφαλήν εισόδημα (πιο φτωχοί από εμάς, όπως είπαμε, είναι μόνο οι Βούλγαροι και οι Σλοβάκοι) είμαστε εξαιρετικά γαλαντόμοι στις κρατικές δαπάνες. Είμαστε στην 9η θέση από τις 27 στο ύψος των κρατικών δαπανών. Για την ιστορία στη Ρουμανία ξοδεύουν το 36,8%, στην Πολωνία το 41,9% του ΑΕΠ τους για το κράτος. Υπάρχει βέβαια ο μόνιμος αντίλογος για τις αμυντικές δαπάνες. Είναι εν μέρει αλήθεια. Η Ελλάδα ξοδεύει το 2% του εθνικού της εισοδήματος για την άμυνα, όταν ο μέσος όρος στις 27 χώρες της ΕΕ είναι 1,2%. Στη Ρουμανία και την Πολωνία τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα. Οι Ρουμάνοι ξοδεύουν για την άμυνά τους το 1,7% και οι Πολωνοί το 1,6%.
Για τη συνέχεια Capital