Όπως έγραφε ο Σενέρ, «κάποιες καρδιές τις έζωσε μια ηττοπάθεια, μια βαριεστημάρα και μια αγανάκτηση. Ούτε εσένα καταλαβαίνουν αγαπητέ μου φίλε Άριστε. Ούτε εμένα».

Ας μην μας καταλαβαίνουν, δεν είναι πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι προχώρησαν πιο πέρα. Μας θεωρούν επικίνδυνους. Διότι η επιθυμία τους είναι να μας ζώσει όλους η ηττοπάθεια, να μην υπάρχει κανείς να τους χαλάει τα σχέδια. Σου λένε, ποιος είναι αυτός που μιλά ακόμα για κατοχή και ελευθερία; Κανένας γραφικός θα είναι. Κανένας μουρλός. Δεν είναι σοβαρός σαν και του λόγου τους, αν είναι σοβαρός γιατί να μην θέλει να τα έχει κι αυτός καλά με τον δικτάτορα εισβολέα; Για σένα τα λένε, Σενέρ. Που ρισκάρεις το κεφάλι σου στα κατεχόμενα. Για μένα, λένε άλλα. Εθνικιστής, τουρκοφάγος, απορριπτικός… Τέτοια. Κι άντε τώρα να εξηγείς ότι δεν είσαι ελέφαντας και ότι απλώς θέλεις ελευθερία, ειρήνη, δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα. Όχι για τον εαυτό μου, για όλους μας.

Τέλος πάντων, άλλη ώρα αυτά. Πάμε στα βασικά. Γράφεις:

«Δεν ήρθες εδώ και 49 χρόνια, όμως έλα αν θες μια μέρα. Να σε πάρω στην Κερύνεια. Να σε πάρω στην Καρπασία. Ούτε εσύ θα τις καταλάβεις. Ούτε αυτές θα σε καταλάβουν. Έλα αν αντέχεις να κοιτάξεις τη θάλασσα από τα αιχμάλωτα βουνά. Έλα αν μπορείς να βλέπεις τα εντελώς άδεια και γκρεμισμένα ξενοδοχεία που αραδιάστηκαν κατά μήκος της μοναδικής παραλίας. Νομίζουν πως δεν θέλεις ειρήνη, επειδή δεν ήρθες ποτέ. Νομίζουν πως δεν νοστάλγησες το άλλο μισό της πατρίδας σου. Όμως, εγώ ξέρω ότι δεν ήρθες επειδή την αγαπάς πολύ. Πονάει η καρδιά σου να μπαίνεις και να κάθεσαι σαν φιλοξενούμενος στο σπίτι σου στο οποίο κάθεται κάποιος άλλος. Αν κόψεις ένα πορτοκάλι από το περβόλι σου στη Μόρφου, θα θεωρηθείς κλέφτης. Δεν μπορεί να σε παρηγορήσει ακόμα και η στοργή στο καφενείο της Καρπασίας κάποιων που δεν νιώθουν καθόλου μίσος και εχθρότητα στην καρδιά τους».

Πολύ παραστατικά τα περιγράφει ο Σενέρ! Ναι, πονάει η καρδιά μου. Δεν λέω ότι πονάει περισσότερο από όσο τους άλλους. Μπορεί να είμαι πιο αδύναμος και να μην αντέχω όσο αντέχουν αυτοί. Να σου πω την αλήθεια, όμως; Πιστεύω πως τους περισσότερους δεν τους λέει τίποτα η καρδιά τους. Τίποτα απολύτως. «Διότι τα αδέλφια μας παρέκκλιναν σε λάθος δρόμο», όπως ακριβώς το λες. «Δεν μπορούν να αποκαλέσουν κατοχή την κατοχή. Δεν μπορούν να αποκαλέσουν εισβολή την εισβολή. Κατέφυγαν στο πνεύμα του ενδοτισμού αποκαλώντας το πνεύμα ειρήνης. (…) Να γίνουμε οικολόγοι. Να γίνουμε ζωόφιλοι. Να γίνουμε αντίπαλοι της βίας κατά των γυναικών. Όμως, να μην γίνουμε ποτέ αγωνιστές κατά της κατοχής».

Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα, Σενέρ. Ότι δεν είναι μόνο ότι πονάει η καρδιά μου. Είναι και που δεν θέλω να συμμετέχω σε αυτή την παραφροσύνη. Κι αν νομίζουν πως δεν θέλουμε ειρήνη, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για το λίγο μυαλό τους.

Σου το είπα και παλιά, που το μιλήσαμε. Με ρώτησε κάποτε ο Σενέρ αν θα πάω στα κατεχόμενα και του απάντησα: «Αν χρειαστείς τη βοήθεια μου για οτιδήποτε και η παρουσία μου θα βοηθήσει θα έρθω, αλλά δεν έρχομαι για τουρισμό». Αυτό. Διότι, θα ήταν ως να μην πιστεύω όσα γράφω κάθε μέρα. Πως αυτό που συμβαίνει με τις «τουριστικές επισκέψεις» ή και με τις εμπορικές, και όχι φυσικά με την ανάγκη ενός πρόσφυγα να επιστρέψει έστω και προς στιγμή στις ρίζες του, είναι το πιο αποτελεσματικό μέσω της Άγκυρας για να κλείσει το Κυπριακό με τον εξωραϊσμό της κατοχής. Το Κυπριακό θα λυθεί όταν οι Ελληνοκύπριοι αποδεχθούν τις πραγματικότητες. Δηλαδή, τα τετελεσμένα της κατοχής. Το είπε σε ανύποπτο χρόνο ο Ραούφ Ντενκτάς. Και σήμερα το βλέπουμε να συμβαίνει στην πράξη.

Αυτό είναι ο καλλωπισμός της κατοχής. Η συνήθεια της. Η αποδοχή της από τη μάζα, από τον λαό, από την κοινωνία των πολιτών. Διότι οι πολιτικοί, όπως και πολλοί του λεγόμενου πνευματικού κόσμου, το έχουν κάνει από χρόνια. Αν συμμετέχω, λοιπόν, κι εγώ σε αυτό με ποια μούτρα να λέω ότι θέλω να φύγει η Τουρκία από την πατρίδα μου; Αφού απολαμβάνω την παρουσία της! Στα ξενοδοχεία, στα καζίνο, στα βενζινάδικα, στα σουβλατζίδικα. Καλά περνάμε, γιατί να μιλάμε για κατοχή;

Φιλελεύθερος