Weather Icon
Απόψεις , Ιστορία 1 Αυγούστου 2022

Η επιθετική αναβίωση της Ρωμιοσύνης – το μόνο ιδεολογικό όπλο για την αναβίωση του Ελληνισμού

Η επιθετική αναβίωση της Ρωμιοσύνης – το μόνο ιδεολογικό όπλο για την αναβίωση του Ελληνισμού

Η ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ – ΤΟ ΜΟΝΟ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΠΛΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Αιμίλιος Ιωάννου Ζησούλης

Λάρισα, 10/7/2022

 

Το παρόν άρθρο συντάσσεται εν μέσω μιας εθνικά κρίσιμης κατάστασης, η οποία αν και έλαβε τη σημερινή απειλητική ένταση τα τελευταία δύο χρόνια, ξεκίνησε να διαμορφώνεται αργά και σταθερά από την Τουρκία, άμεσα μετά τη θλιβερή λήξη της μικρασιατικής εκστρατείας με εξάρσεις και υφέσεις. Δύναται δε να αποτελέσει, σύμφωνα με εκτιμήσεις γεωπολιτικών αναλυτών, μία από τις ιστορικές στιγμές κρίσης του Ελληνισμού, αντίστοιχη με πολλές προηγηθείσες, ικανή να οδηγήσει σε ένδοξες και ευημερούσες εποχές παγίωσης και επέκτασης της κυριαρχίας του (Σαλαμίνα 480 π.Χ, Ισσός 331 π.Χ., Νινευή 627, Κωνσταντινούπολη 718, Κλειδί 1014, Πελαγονία 1259, Δερβενάκια 1822, Σαραντάπορο 1912, Κιλκίς 1913, Γράμμος 1949 κ.α.) ή σε σκοτεινές εποχές συρρίκνωσης ή υποδούλωσης του Ελληνισμού (Πύδνα 168 π.Χ., Ιερουσαλήμ 638, Ματζικέρτ 1071, Μυριοκέφαλο 1176, Κωνσταντινούπολη 1204 και 1453, Σαγγάριος 1921, Κύπρος 1974, Ίμια 1996). Αν και η έκβαση μιας πολεμικής αναμέτρησης κρίνεται από παράγοντες όπως η στρατιωτική ισχύς, η πληροφόρηση, η πρωτοβουλία κινήσεων, και οι διεθνείς συμμαχίες, το τελικό αποτέλεσμα κρίνεται από τα αιτήματα της διαπραγμάτευσης των νικητών τα οποία καθορίζονται τόσο από την νεοδημιουργηθείσα ισορροπία δυνάμεων και τη διεθνή υποστήριξη, όσο και από τις διεκδικήσεις των νικητών, οι οποίες θα πρέπει να αποτελούν αιτήματα σαφώς διακηρυγμένα για μακρό χρονικό διάστημα και εμπεδωμένα από τη διεθνή κοινότητα.

Ο γράφων του κειμένου δεν έχει επαγγελματική σχέση με τις ένοπλες δυνάμεις και ως εκ τούτου δεν έχει ως στόχο να περιγράψει τα μέσα τα οποία θα μας εξασφαλίσουν τη βέλτιστη έκβαση στο πεδίο των επιχειρήσεων. Αντιθέτως, στόχος είναι να αναδειχθεί η ένδεια εθνικών στόχων και διεκδικήσεων των ελληνικών κυβερνήσεων και του Ελληνισμού εν συνόλω, αφού η διαπίστωση αυτών δεν αποτελεί ‘’προνόμιο’’ των ειδικών, αλλά εάν υπήρχαν, θα έπρεπε να αποτελούν καταφανείς πεποιθήσεις, σαφώς εκφρασμένες, αρχικά σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας και στη συνέχεια διεθνώς εξαγώγιμες. Προκειμένου μια κυβέρνηση να εγείρει εθνικούς στόχους που θα περιλαμβάνουν εδαφικές διεκδικήσεις, θα πρέπει αυτοί να έχουν γίνει αντιληπτοί διεθνώς και να στηρίζονται από τον Ελληνικό λαό, αφότου πρώτα έχουν καλλιεργηθεί συστηματικά στις συνειδήσεις του σε βάθος τουλάχιστον μιας γενιάς, κυρίως μέσω της παιδείας. Ανέκαθεν, ως καρδιά του Ελληνισμού εδαφικά, θεωρούνταν ο χώρος πέριξ του Αιγαίου Πελάγους, συμπεριλαμβανομένου του σύγχρονου βαλκανικού ελλαδικού χώρου αλλά και της Μικράς Ασίας με ακμαίους ελληνικούς πληθυσμούς να εκτείνονται σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου μέχρι και τη Μέση Ανατολή. Προκειμένου ο Ελληνισμός να μπορέσει να υπερβεί την καταδίκη της ‘’μικράς πλην εντίμου Ελλάδος’’ που ακολούθησε το ναυάγιο της Μεγάλης Ιδέας θα πρέπει να υπερβεί μια πολύ ισχυρή ιδεολογική τροχοπέδη που τεχνηέντως κληρονόμησε το σύγχρονο ελληνικό κράτος από τη δημιουργία του: αυτήν της προσπάθειας απευθείας πολιτισμικής και θεσμικής ταύτισης και συνέχειας της Ελληνικής δημοκρατίας με τη δημοκρατία της Αθήνας του 5ου π.Χ. αιώνα και το πνεύμα της κλασσικής αρχαιότητας με ταυτόχρονη να αγνόηση και να υποβάθμιση μίας ένδοξης ιστορίας χιλίων ετών. Κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια αυτής, το ελληνικό έθνος έφερε τα πρωτεία της ανθρωπότητας, όχι μόνο πολιτιστικά αλλά και από άποψη στρατιωτικής ισχύος, υπό του μανδύα του Ρωμιού και αποτελεί μια ιστορία που δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται υποτιμητικά ή ενοχικά, αλλά θα έπρεπε να ενσωματώνεται στο κυρίαρχο ‘’εθνικό αφήγημα’’.

Πολλοί αναγνώστες θα αναρωτηθούν με τον παραπάνω ισχυρισμό γιατί θα έπρεπε ως φιλειρηνικός λαός να εγείρουμε εθνικές διεκδικήσεις επί της Μικράς Ασίας, όντας εδαφικά αρκετά πλουσιότεροι γεωπολιτικών υπερδυνάμεων όπως π.χ. του Ισραήλ και στην περίπτωση που το κάνουμε, γιατί το αυτοκρατορικό παρελθόν να χρησιμοποιείται ως de jure αιτιολόγηση των κυριαρχικών αυτών δικαιωμάτων. Η απάντηση στην πρώτη ερώτηση είναι γιατί δεν μας δίδεται άλλη επιλογή. Κατά τον Carl von Clausewitz ‘’η μετάβαση από την άμυνα στην επίθεση πρέπει να αποτελεί συστατικό στοιχείο της άμυνας ώστε ο αμυνόμενος να συγκεντρώνεται στο θετικό σκοπό. Χωρίς θετικό σκοπό, η όλη πολεμική προσπάθεια γίνεται παράλογη.’’ Για να γίνει πιο αντιληπτό επί της συγκεκριμένης περίπτωσης, αρκεί να αναλογιστούμε ότι σήμερα, άνευ ελληνικών διεκδικήσεων τα δυο πιθανά σενάρια έκβασης ενός ελληνοτουρκικού πολέμου διαφαίνονται αμφότερα με επαχθείς για τον ελληνισμό συνέπειες: στην χείριστη περίπτωση η Ελλάδα θα πληρώσει βαρύ φόρο αίματος, θα υποστεί βαρύ οικονομικό πλήγμα και θα απωλέσει τουλάχιστον το μισό ανατολικό Αιγαίο, ενώ στη βέλτιστη περίπτωση θα περιοριστούμε μόνο σε απώλειες ανθρώπινων ζωών και οικονομική ζημία διατηρώντας την εδαφική μας ακεραιότητα. Η παραπάνω διαπίστωση ενισχύει τις τουρκικές διεκδικήσεις σε ασύδοτο βαθμό και καταβαραθρώνει το ηθικό του μαχόμενου Έλληνα σε περίπτωση εμπλοκής. Αναλογιστείτε την νοητική κατάσταση ενός καλοζωισμένου νεαρού της ηπειρωτικής Ελλάδας ο οποίος ρισκάρει τη ζωή του αποκλειστικά για να ανακόψει την προέλαση ενός λαού 80 εκατομμυρίων στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και πως αυτήν ανατρέπεται όταν σκεφτεί πως χάρη στις πράξεις του θα κάνει την επόμενη Ανάσταση στην Αγιά Σοφιά μετά από ταξίδι από την παραθαλάσσια κατοικία του στη Σμύρνη όπως οι πρόγονοι του για τόσους αιώνες. Στην δεύτερη ερώτηση, γιατί δηλαδή θα πρέπει να αναδεικνύουμε την ελληνικότητα της Μικράς Ασίας κατά τον 11ο για παράδειγμα αιώνα και όχι μόνο κατά την αρχαιότητα η απάντηση βρίσκεται πάλι στο ότι μας είναι επιβεβλημένο ως μέσο ιδεολογικής άμυνας απέναντι στους τουρκικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι επιδιώκουν να επενδύσουν με μεσαιωνική ‘’ιστορία’’ το αφήγημά τους για τη ‘’γαλάζια πατρίδα’’. Στη συνέχεια, παρατίθεται το νέο έμβλημα του τουρκικού ναυτικού το οποίο προσπαθεί να θέσει εαυτόν κυρίαρχο της ανατολικής μεσογείου από το 1081. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ανιστόρητος για πολλούς λόγους μεταξύ των οποίων είναι α) η παντελής απουσία οποιασδήποτε σχέσης με τη θάλασσα των Τουρκομάνων νομάδων της κεντρικής Ασίας κατά το έτος εγκατάστασης τους στη Μικρά Ασία (10 χρόνια μετά τη μάχη του Ματζικέρτ), β) η ταχεία εκδίωξη τους από κάθε παραλιακή περιοχή της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής με την Α’ Σταυροφορία (1096-1099) και τη βυζαντινή αντεπίθεση του 1118 γ) η παντελής έλλειψη βιολογικής και θεσμικής συνέχειας του αρχικού αυτού κράτους των Σελτζούκων με τους σημερινούς αυτοπροσδιοριζόμενους ως Τούρκους.

Μια σταδιακή δημιουργία εθνικών διεκδικήσεων θα πρέπει να βασίζεται σε αντίστοιχα εκπαιδευτικά θεμέλια προς διαμόρφωση κοινής συνείδησης των νέων γενεών, στην οποία προάρχουσα θέση θα κατέχουν πλην των πνευματικών επιτευγμάτων της κλασσικής αρχαιότητας και του ηρωισμού της επανάστασης του 1821, η μεγαλοσύνη της ελληνικής Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να γίνουν αντιληπτοί οι λόγοι για τους οποίους η ΄΄μεσαιωνική’’(άστοχος όρος για την ελληνική πραγματικότητα) ελληνική ιστορία δεν κατέχει τη θέση που της αρμόζει στην ελληνική παιδεία, στο ελληνικό κράτος, στα σύμβολα και την καθημερινότητα.

Στην προσπάθεια αυτήν δεν γίνεται να μην αντλήσουμε απαντήσεις από τα λεγόμενα της βυζαντινολόγου κας Αρβελέρ η οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται σε μία συμπλεγματική στάση του Νεοέλληνα απέναντι στο αυτοκρατορικό μεγαλείο: «Είμαστε οι μόνοι που δεν ελευθερώσαμε την κοιτίδα του γένους, την Κωνσταντινούπολη, και κάναμε πρωτεύουσα ένα λασποχώρι, όπως ήταν το 1830 η Αθήνα, ένα λασποχώρι με μερικές χιλιάδες σπίτια, από τα οποία πάρα πολλά ήταν χωρίς στέγη. Για να μην πούμε ότι η Αθήνα ήταν τότε αλβανοκρατούμενη, πράγμα που δεν έχει καμία σημασία, αλλά το λέω επίτηδες για τους εθνικίζοντες. Το ότι από μια ελληνόφωνη αυτοκρατορία φτάσαμε ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς σε ένα πολιτικό μόρφωμα, το ελληνικό κράτος, το οποίο είναι “δευτερεύον”, για να μην πω τίποτε χειρότερο, αυτό δημιουργεί ένα είδος συμπλέγματος». Ο παραπάνω ισχυρισμός διαπιστώνεται δυστυχώς και βιωματικά στον γράφοντα: δεν είναι λίγες οι φορές που στην αναζήτηση μου για ένα ιστορικό ντοκυμαντέρ ή ανάγνωσμα απορρίπτω τα σχετιζόμενα με τις ένδοξες στιγμές της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ως αποτέλεσμα αντιπαραβολής με τη σύγχρονη πραγματικότητα που προκαλεί νοσταλγία και θλίψη.

Ένας δεύτερος λόγος της συμπλεγματικής αντιμετώπισης του Νεοέλληνα απέναντι στη βυζαντινή ιστορία είναι η αντιμετώπιση της ως μη αμιγώς ελληνικής ιστορίας ως αποτέλεσμα εκμετάλλευσης από επιτήδειους ανθέλληνες του εσωτερικού και εξωτερικού της επίσημης ονομασίας του κράτους ως Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Είναι γεγονός, ότι η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αν και από τις απαρχές της κατοικούνταν κατά την πλειονότητα της από Έλληνες είχε αρχικά ως επίσημη γλώσσα του κράτους τα λατινικά και κυβερνούνταν από Ρωμαίους (Λατίνους). Ήδη από την εποχή του Ιουστινιανού όμως, το ρωμαϊκό δίκαιο άρχισε πλέον να γράφεται στα ελληνικά και εντός μισού αιώνα, την εποχή του Ηρακλείου η ελληνική αποτελούσε την επίσημη γλώσσα του κράτους με τα λατινικά να εκλείπουν πλέον από την καθημερινότητα των υπηκόων. Από τον 9ο αιώνα (δυναστεία Μακεδόνων) και έπειτα η αυτοκρατορία διοικείται αποκλειστικά από Έλληνες ενώ από την ίδια εποχή με τη στέψη του Καρλομάγνου ως αυτοκράτορα, οι δυτικοί αποκαλούν κατά αποκλειστικότητα τους Ρωμαίους υπηκόους Έλληνες και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ελληνική. Όσον αφορά δε στους υπήκοους της Αυτοκρατορίας, παρά τον αυτοπροσδιορισμό τους για μεγάλο μέρος της ιστορίας τους ως Ρωμιοί/Ρωμαίοι, όρος που ταυτίστηκε με τον ελληνόφωνο υπήκοο μετά τον ασπασμό της νέας θρησκείας η κα Αρβελέρ μας αναφέρει: ‘’το Βυζάντιο είναι η ελληνική γλώσσα και η ορθοδοξία, δηλαδή τα δύο βασικά συστατικά της ελληνοσύνης. Βέβαια το Βυζάντιο ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία, αλλά ήταν μια αυτοκρατορία ελληνόφωνη. Το ότι το Βυζάντιο ήταν ελληνόφωνο έσωσε όλον τον ελληνικό πολιτισμό. Οταν ο μεγάλος γάλλος ιστορικός Φερνάν Μπροντέλ έγραφε ότι δεν υπάρχουν Γάλλοι, υπάρχουν μόνο γαλλόφωνοι, και όποιος μιλάει γαλλικά είναι Γάλλος εννοούσε ότι η γλώσσα είναι η σύμπτυξη όλου του πολιτισμού και όλης της παράδοσης. Και το Βυζάντιο είναι ελληνόφωνο από τον 7ο αιώνα»

Ένας επιπρόσθετος λόγος παραγκωνισμού της βυζαντινής ιστορίας είναι η αντιπαράθεση του μοναρχικού διοικητικού του συστήματος σε σχέση με την αθηναϊκή δημοκρατία. Πριν κάποιος αντιπαραβάλλει την βυζαντινή μοναρχία με την αθηναϊκή δημοκρατία θα πρέπει να αντιληφθεί τη διαφορά μεγεθών και αναγκών της εκάστοτε δομής, όπως και το χρονικό πλαίσιο. Εμπειρική μάλιστα διαπίστωση του γράφοντος αποτελεί το γεγονός ότι οι στηλιτεύοντες του πολιτικού συστήματος της βυζαντινής αυτοκρατορίας αποτελούν συνήθως οπαδούς του στυγνότερου ολοκληρωτισμού που γνώρισε η ανθρωπότητα κατά τον 20ο αιώνα. Στην ανωτέρω λοιπόν περίπτωση, πριν ο ΄΄ζηλωτής΄΄των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δυστυχώς συχνά εκπαιδευτικός, σπεύσει να καταγγείλει τη βαρβαρότητα του Ιουστινιανού στη στάση του Νίκα, ας αναλογιστεί τα εκατομμύρια των θυμάτων του Στάλιν, του Μάο, των ερυθρών Χμερ και όλων των κομμουνιστικών καθεστώτων παγκοσμίως στη σύγχρονη εποχή.

Για πάρα πολλούς αιώνες στο θυμικό του μέσου Έλληνα ο βασιλιάς λάμβανε μια σχεδόν μεταφυσική μορφή λατρείας, αντίληψη που δεν υπήρχε στον κατακερματισμένο δυτικό κόσμο, του οποίου οι υπήκοοι ζούσαν στο σκοταδιστικό μεσαίωνα και ορκίζονταν πίστη σε τοπικούς ηγέτες χωρίς καμία νομική κατοχύρωση της εξουσίας τους, απογόνους Γότθων, Βανδάλων και λοιπών βαρβάρων εισβολέων του 5ου αιώνα. Κατά την διαχρονική ελληνική αντίληψη ο βασιλιάς ήταν ο ηγέτης με τη μεγαλύτερη -αν όχι πάντα στρατιωτική- σίγουρα νομική ισχύ και κληρονομική κατοχύρωση του κόσμου, διάδοχος των πλέον ένδοξων τίτλων του Αυτοκράτορα των Ρωμαίων, του Αυγούστου και του πιστού εν Χριστώ βασιλέα, καθιστώντας τους υπηκόους του κοινωνούς της δόξας του προστάτη του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και του χριστιανισμού.

Η μεταφυσική σχέση του Έλληνα με την έννοια της ελευθερίας είναι μεν υπαρκτή από τις απαρχές του Γένους, δεν υφίσταται όμως κάτι αντίστοιχο και με την έννοια της δημοκρατίας, η οποία υπήρξε για έναν μόνο αιώνα για έναν πολύ μικρό πληθυσμό Ελλήνων. Η άμεση συσχέτιση της ελευθερίας με τη δημοκρατία αποτελεί δημιούργημα του νεοελληνικού κράτους, κατά αντιγραφή της συγχρόνως ιδρυθείσας αμερικανικής δημοκρατίας, της οποίας βέβαια αυτήν η συσχέτιση αποτελεί όντως πολιτιστικό αντιδάνειο της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, στο θυμικό του μέσου Έλληνα, ο βασιλιάς ήταν ο εγγυητής της ελευθερίας, τόσο για τη συσχέτιση του με τους ανωτέρω περιγραφέντες τίτλους, όσο και για την πρακτική και βιωματική αντίληψη του έργου του έναντι της διαχρονικής απειλής υποδούλωσης υπό της ανατολικής βαρβαρότητας. Η ταύτιση αυτή του βασιλιά με τον εγγυητή του ελεύθερου και του πολιτισμένου κόσμου δεν αποτελεί ιδέα εισαχθείσα στους Έλληνες από τους Ρωμαίους, όπως πολλοί θα θεωρήσουν, αλλά καθαρά ελληνική αντίληψη που ρίζωσε στη συνείδηση των Ελλήνων από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του στις τρεις ηπείρους.

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων από τα ανωτέρω αναγραφόμενα, ο συντάκτης του άρθρου θεωρεί τη δημοκρατία το ανώτερο και μόνο αρμοστό πολίτευμα σε ένα σύγχρονο κράτος που προοδεύει και η ιστορική περιγραφή της σχέσης των Ρωμιών με τον Βασιλιά γίνεται προς ανάδειξη των ψυχογραφικών χαρακτηριστικών των πρώτων και τη ρήξη της σχέσης αυτών με μια βασιλεία (βασιλευόμενη δημοκρατία) που ουδεμία σχέση έφερε με το ρωμαϊκό στέμμα.

Η νεοελληνική ρήξη της σχέσης του λαού με τον βασιλιά αποτελεί συστηματικά μεθοδευμένο αποτέλεσμα δράσης εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων από την εποχή της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους μέχρι σήμερα.

Την εποχή της επανάστασης ξαφνικά και μεθοδευμένα όπως αναφέρει η κα Αρβελέρ «ξεχάσαμε ότι η αρχαιότητα δεν είναι ελληνική, αλλά ελληνορωμαϊκή. Σβήσαμε τη ρωμιοσύνη και γίναμε Έλληνες.» Συνήθως, την ξαφνική αυτή μεταστροφή και μετονομασία των Ρωμιών σε Έλληνες την αποδίδουμε στο «μάρκετινγκ» των ιθυνόντων της επανάστασης που στόχευε στις συνειδήσεις των υπό του διαφωτισμού ευσυγκίνητων στην Αθηναϊκή δημοκρατία δυτικοευρωπαίων, εγχείρημα το οποίο απεδείχθη επιτυχές. Αντιθέτως, η απόπειρα σύνδεσης της επανάστασης με την παλινόρθωση της Ρωμιοσύνης, κάτι το οποίο θα συνέβαινε πολύ πιο αβίαστα στη συνείδηση του μέσου Έλληνα της εποχής, πιθανότερα να οδηγούνταν σε αποτυχία όπως οι προηγούμενες συνεχείς και αδίκως λιγότερο γνωστές επαναστάσεις, καθώς ακόμα κι αν γνώριζε την έκταση αυτής του 1821 δεν θα λάμβανε τη στρατιωτική υποστήριξη των δυτικών έναντι της εκστρατείας του Ιμπραήμ. Και αυτό, γιατί η παλινόρθωση του κράτους των Ρωμαίων θα σήμαινε εξ ορισμού τη δημιουργία ενός κράτους με βασική του επιδίωξη την ανακατάληψη της Πόλης ως πολιτιστικής πρωτεύουσας και λίκνου της Ρωμιοσύνης και του Ελληνισμού, όπως και της Μικράς Ασίας αλλά και του μεγαλύτερου μέρους των εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας και άλλων εδαφών της Μεσογείου. Η παλινόρθωση της Αυτοκρατορίας που επισκιάζει κάθε δυτικό ηγεμόνα αν και φαντάζει εκ των υστέρων ουτοπική δεν μπορούσε να αγνοηθεί ως απειλή από τις κυβερνήσεις κρατών με σχεδιασμό εξωτερικής πολιτικής σε βάθος αιώνων, οι οποίες γνώρισαν τη μαχητική δεινότητα και το φρόνημα των Ρωμιών επαναστατών. Συνεπώς, έπρεπε να δημιουργηθεί ένα κράτος, του οποίου οι επιδιώξεις για εδαφική επέκταση να περιορίζονται από την συνειδησιακή στενή του σύνδεση με την αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου αιώνα π.Χ. και όχι με τις εποχές που ο ελληνισμός κυριαρχούσε διοικητικά και στρατιωτικά στον κόσμο, όπως επί Μεγάλου Αλεξάνδρου ή Βασιλείου Β’ του Μακεδόνα. Η συνειδησιακή συνέχιση της έννοιας του Ρωμιού υπηκόου, ή οποία βάναυσα ερράγη στο νεοελληνικό κράτος αποτυπώνεται από τα λεγόμενα του γέροντα του Μοριά στον Βρετανό στρατηγό Χάμιλτον: «Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμία συνθήκη δεν έκαμε· η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούριά του ήτον πάντοτε ανυπότακτα…»(Μάνη, Σούλι)

Την νέα κατεύθυνση του κράτους των Ρωμιών φρόντισε να την επικυρώσει η Δύση με την ενθρόνιση ξένου βασιλιά, γνώστη και λάτρη της κλασικής αρχαιότητας, ο οποίος βιολογικά και συνειδησιακά δεν έφερε τους τίτλους του Αυγούστου και του πιστού εν Χριστώ βασιλέα των Ρωμαίων. Αξίζει να σημειωθεί πως σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, η ανεύρεση Έλληνα που να φέρει de jure τους ανωτέρω τίτλους δεν ήταν θεωρητικά δύσκολη παρά τις πρακτικές δυσκολίες που θα δημιουργούσε ένα τέτοιο εγχείρημα δεδομένων των τοπικών ανταγωνισμών. Αν και τα ίχνη των απογόνων της δυναστείας των Παλαιολόγων χάνονται σε διαφορά σημεία του πλανήτη τον 18ο αιώνα, οι απόγονοι της κατά πολύ μακροβιότερης δυναστείας των Κομνηνών διατηρούσαν (και διατηρούν) γενεαλογικό αρχείο στην αδούλωτη Μάνη, όπου κατέφυγε ο Νικηφόρος Κομνηνός μετά την εκτέλεση του πατέρα του Δαυίδ Κομνηνού και τελευταίου βασιλιά της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας από τον Μωάμεθ Β’ το 1461.

Η νέα αυτή ιδεολογική κατεύθυνση του ελληνικού κράτους απεμπόλησης του δικαιώματος ηγεμονίας επί της ανατολικής Μεσογείου αποδεικνύεται και από την μη υιοθέτηση του αυτοκρατορικού συμβόλου του δικέφαλου αετού στην ελληνική σημαία, την μη επιλογή του αυτοκρατορικού πορφυρού χρώματος σε αυτήν και από την παρανοϊκή και ανιστόρητη πρόσφατη αλλαγή της σημαίας που έφερε αποκλειστικά έναν σταυρό όπως πολλά βυζαντινά λάβαρα σε μια σημαία με ρίγες κατά τα πρότυπα της αμερικανικής σημαίας.

Όλα αυτά ωστόσο δεν κατέστησαν αρκετά ώστε να εκδιώξουν κατά τον 19ο αιώνα το αυτοκρατορικό μεγαλείο από την ιστορική μνήμη του Έλληνα και τη συνείδηση του, το οποίο παρέμεινε ζωντανό μέχρι το 1922 με την Μεγάλη Ιδέα, έναντι της οποίας απεδείχθη η αποστροφή (και) της Δύσης στο ενδεχόμενο αναβίωσης μιας μεγάλης Ελλάδας. Η ταφόπλακα όμως της Μεγάλης Ιδέας δεν ετέθη αιφνιδίως στον Σαγγάριο ποταμό αλλά σε βάθος χρόνου δια της νεοελληνικής παιδείας και ιδίως της μεταπολιτευτικής. Γενιές Ελλήνων κατηχήθηκαν και εξακολουθούν να κατηχούνται από ανθέλληνες εκπαιδευτικούς, οπαδούς του διεθνισμού και του μαρξισμού με ελλιπή και στρεβλή γνώση της ιστορίας και έλαβαν διδάγματα που αποτελούν στην καλύτερη περίπτωση επιφανειακές και επιπόλαιες αναγνώσεις της ιστορίας και σε πολλές περιπτώσεις αντεθνικά ψεύδη. Παραδείγματα αποτελούν τα διδάγματα ότι η Μικρασιατική καταστροφή ήταν αποτέλεσμα του «εθνικισμού» (υπό του οποίου περιλαμβάνουν κάθε έννοια φιλοπατρίας), ότι το Βυζάντιο δεν ήταν ελληνικό κράτος όταν όλοι οι δυτικοευρωπαίοι αποκαλούσαν τους βυζαντινούς Έλληνες και όχι Ρωμαίους (τόσο λόγω της βιολογικής πραγματικότητας όσο και λόγο του φθόνου έναντι του ρωμαϊκού τίτλου), ότι οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν ήταν Έλληνες (κάτι ιστορικά ορθό μόνο για τους 3-4 πρώτους από τους 10 αιώνες ύπαρξης του κράτους) ή το εξωφρενικό ότι ο Μέγας Αλέξανδρος αποτελούσε έναν σφαγέα των λαών που έκανε μια παράλογα εκτεταμένη εκστρατεία (ενώ η επέκταση στα βάθη της Ανατολής ήταν αναγκαία για την πλήρη θεσμική και πολιτιστική κατάλυση της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και κατ’ επέκταση προϋπόθεση για τη διάσωση του ελληνικού πολιτισμού από την προαιώνια αυτήν απειλή).

Τα αποτελέσματα του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού συστήματος αποτυπώνονται σήμερα με την προπαρασκευή της νέας επίθεσης των Τούρκων έναντι του ελληνισμού. Από πότε οι Ελληνοτουρκικές διάφορες εντοπίζονται στην κυριότητα των νήσων του Αιγαίου και όχι στην κυριότητα της Μικράς Ασίας; Με ποιον τρόπο θα μπορούσε άλλωστε η Ελλάδα να αμφισβητεί την κυριότητα της πολιτιστικά ελληνικής από τον 11ο πΧ αιώνα έως το 1922 Μικράς Ασίας, από τη στιγμή που μεθοδικά σε βάθος γενεών απεμπόλησε τα de jure δικαιώματα επί αυτής; Χωρίς αυτά, δεν μπορούν να υφίστανται νομικές διεκδικήσεις βασιζόμενες στο διεθνές δίκαιο και χωρίς τις διεκδικήσεις δεν θα μπορούσε να είναι θετικός ο απολογισμός ακόμα και μιας νικηφόρου πολεμικής αναμέτρησης.

Αναγκαία κρίνεται λοιπόν για την επιβίωση του Γένους, η αναδιαμόρφωση των εθνικών στόχων και των συνειδήσεων δια της παιδείας στην οποία θα διδάσκεται με έμφαση η ελληνικότητα της βυζαντινής αυτοκρατορίας και οι νέοι θα διακατέχονται από υπερηφάνεια για τους Ρωμιούς προγόνους τους και νοσταλγία για τις πατρίδες αυτών. . Η προγονολατρεία συνηθίζεται να παρουσιάζεται ως εμπόδιο στην πρόοδο ενός λαού, αλλά η απουσία γνώσης και προς τα έξωθεν διακήρυξης της ιστορίας οδηγεί de facto στην έγερση αξιώσεων από ανταγωνιστικούς λαούς και σταδιακά στην απώλεια εθνικής κυριαρχίας. Η αποκλειστικά αμυντική στρατηγική απέναντι σε έναν επιθετικό αντίπαλο είναι προδιαγεγραμμένο ότι επιφέρει τελικά υποχωρήσεις, η δε μεταστροφή του ηθικού και η δημιουργία πνεύματος διεκδίκησης της κοιτίδας του ελληνισμού Μικράς Ασίας χρειάζεται χρόνο και συστηματοποιημένη προσπάθεια για να εμπεδωθεί. Δεν θα υπήρχε άλλωστε μεγαλύτερη δικαίωση προς τους ήρωες δημιουργούς του Νεοελληνικού κράτους που μεγάλωσαν με τον θρύλο του μαρμαρωμένου βασιλιά από την παλινόρθωση της Ρωμιοσύνης και μεγαλύτερο δώρο προς τους απογόνους από την μακραίωνη πάταξη της Τουρκικής απειλής και τη δυνατότητα για δημιουργία στα δικαιωματικά ελληνικά εδάφη. Για όσους θεωρούν ότι η ανάκτηση της Κύπρου μετά από 48 χρόνια και της Μικράς Ασίας μετά από 5 αιώνες τουρκικής κατοχής είναι πλέον μη ρεαλιστικοί εθνικοί στόχοι λόγω του χρόνου που έχει παρέλθει ας λάβουν ως παράδειγμα την διαχρονική εθνική στρατηγική της βυζαντινής αυτοκρατορίας που διεκπεραίωσε την απελευθέρωση της Κρήτης μετά από ενάμιση αιώνα αραβικής κατοχής επί Νικηφόρου Φωκά, και της βαλκανικής χερσονήσου νοτίως του Δούναβη μετά από τέσσερις αιώνες βουλγαρικής κατοχής επί Βασιλείου Β’. Πόσο μάλιστα μπορούμε να διδαχθούμε από την αναβίωση του κράτους του Ισραήλ μετά από δυόμισι χιλιετίες ανυπαρξίας. Ας διδάξουμε λοιπόν στους νέους μας το σύνθημα που θα πρέπει να αποτελέσει τη νέα κινητήριο δύναμη του έθνους ότι δηλαδή:

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ.

Η ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΖΕΙ!

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube