Οι επιλογές του Ερντογάν εναντίον του Μπάιντεν
Πολλά κυβερνητικά στελέχη και μέσα ενημέρωσης υπό αυστηρό έλεγχο του Ερντογάν περίμεναν το κάλεσμα για να ικανοποιηθεί ο Τούρκος Πρόεδρος και για να το χρησιμοποιήσουν με τρόπο που να ταπεινώσει τους εγχώριους επικριτές του.
Στο άλλο άκρο του τουρκικού πολιτικού φάσματος, η μακρά αναμονή του τηλεφωνήματος που δεν ερχόταν, είχε γίνει πηγή κοροϊδίας.
Και στις 23 Απριλίου, η κλήση ήρθε τελικά. Αλλά δεν ήρθε με τον τρόπο που ο Ερντογάν επιθυμούσε ή μρ τρόπο που θα μπορούσαν να χρηχσιμοποιήσουν τα προεδρικά τρολ.
Ο Μπάιντεν κάλεσε τον Τούρκο ομόλογό του κυρίως να τον ενημερώσει για την ιστορική δήλωση που θα έκανε την επόμενη μέρα, ότι θα προφέρει τη λέξη «Γενοκτονία» για τα γεγονότα του 1915 στα οποία εξοντώθηκαν οι Αρμένιοι στη Μικρά Ασία.
Δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη αυτό που ενημέρωσε ο Μπάιντεν τον Ερντογάν. Οι κορυφαίες αμερικανικές εφημερίδες όπως οι The New York Times και η Wall Street Journal ανέφεραν ότι ο Μπάιντεν θα αναγνώριζε τις φρικαλεότητες του 1915 ως γενοκτονία των Αρμενίων μια μέρα πριν από την τηλεφωνική κλήση. «Η δήλωση αναγνώρισης θα σήμαινε ότι η δέσμευση των [ΗΠΑ] για τα ανθρώπινα δικαιώματα υπερτερεί του κινδύνου περαιτέρω επιδείνωσης των σχέσεων και της συμμαχίας των ΗΠΑ με την Τουρκία», έγραψαν οι The New York Times .
Τα προηγούμενα 40 χρόνια, σχεδόν όλοι οι πρόεδροι των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του Μπαράκ Ομπάμα, είχαν υποσχεθεί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής τους εκστρατείας να αναγνωρίσουν τη λέξη Γενοκτονία, μόνο που όλοι τους υπαναχώρησαν όταν εκλέχτηκαν. Κάθε χρόνο, στις 24 Απριλίου, την επέτειο της γενοκτονίας των Αρμενίων του 1915, όλοι οι Πρόεδροι των ΗΠΑ έκαναν αποδυναμωμένες δηλώσεις για το θέμα. Ο Ομπάμα, για παράδειγμα, χρησιμοποίησε το “Meds Yeghern”, μια αρμενική λέξη για τη γενοκτονία, αντί να αναγνωρίζει τη γενοκτονία των Αρμενίων.
Ο Μπάιντεν χρησιμοποίησε και τους δύο όρους – γενοκτονία των Αρμενίων και Meds Yeghern – σε μια προσεκτικά σχεδιασμένη δήλωση που απέφυγε να κατηγορήσει τη Δημοκρατία της Τουρκίας για τη γενοκτονία, τονίζοντας ότι τα γεγονότα έλαβαν χώρα την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
«Ξεκινώντας στις 24 Απριλίου 1915, με τη σύλληψη Αρμενίων διανοουμένων και ηγετών της κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη από οθωμανικές αρχές, ενάμισι εκατομμύριο Αρμένιοι απελάθηκαν, σφαγιάστηκαν ή υποχρεώθηκαν σε πορείες μέχρι θανάτου τους σε μια εκστρατεία εξόντωσης», είπε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζ. Μπάιντεν .
Σε αντίθεση με τους προκατόχους του, ο Μπάιντεν επέδειξε συνέπεια στις υποσχέσεις της εκστρατείας του και ανέβασε πολύ ψηλά τον εαυτό του σε ηθικό επίπεδο, στην ιεράρχηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των καθολικών ανθρώπινων αξιών. Αυτή η υπόσχεση που είχε δοθεί κατά την προεδρική εκστρατεία για την εξωτερική πολιτική, άλλαξε επίσης τις στρατηγικές προοπτικές των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας.
Μια εβδομάδα πριν από την επίσημη αναγνώριση των ΗΠΑ για τη γενοκτονία των Αρμενίων, ο Μπάιντεν ανακοίνωσε την πλήρη αποχώρηση από το Αφγανιστάν, το οποίο ερμηνεύτηκε ευρέως ως το τέλος της υπερβολικής επέκτασης των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας. Αυτό, εγγενώς, σημαίνει ότι η Τουρκία έχασε τη γεωστρατηγική σημασία που είχε για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το Πεντάγωνο ήταν ο κύριος αμερικανικός οργανισμός που μπλόκαρε επί χρόνια την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων, επικαλούμενο την αμυντική συνεργασία Τουρκίας-ΗΠΑ. Η ραχοκοκαλιά της συμμαχίας ΗΠΑ-Τουρκίας ήταν στον τομέα της ασφάλειας και της στρατιωτικής συνεργασίας, και αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αποδυνάμωση των δηλώσεών τους των προηγούμενων προέδρων των ΗΠΑ κάθε 24 Απριλίου.
Όμως αυτό έλαβε τέλος. Μια ημέρα πριν από τη δήλωση του Μπάιντεν, οι Ηνωμένες Πολιτείες απομάκρυναν την Τουρκία από το πρόγραμμα παραγωγής τωβ F-35 επίσημα, σηματοδοτώντας τη λήξη ίσως του πιο φιλόδοξου και στρατηγικού στρατιωτικού σχεδίου μεταξύ των δύο συμμάχων.
Αυτό είναι ένα εντελώς απροσδόκητο αποτέλεσμα μετά την απόκτηση των ρωσικών συστημάτων πυραύλων S-400 από την Τουρκία. Η αμερικανική πλευρά προειδοποίησε πολλές φορές την Άγκυρα να αποχωρήσει από τη συμφωνία. Ο Τούρκος πρόεδρος δεν έκανε ένα βήμα πίσω και φάνηκε να έχει αυτοπεποίθηση και να βασίζεται στο ταλέντο του να εξισορροπεί, με άλλα λόγια, να παίζει με τις μεγάλες δυνάμεις και να τις στρέφει τη μια εναντίον της άλλης, εξασαφλίζοντας στον εαυτό του ατιμωρησία.
Η αυτοπεποίθησή του προήλθε επίσης από τη μακροχρόνια πεποίθηση της απαραίτητης γεωστρατηγικής αξίας της Τουρκίας. Μία από τις πιο εντυπωσιακές πτυχές της αναγνώρισης του Μπάιντεν είναι ότι έχει τερματιστεί και αυτό. Προφανώς, η γεωστρατηγική αξία της Τουρκίας δεν είναι τόσο απαραίτητη, τουλάχοστον όσο πίστευανοι πολιτικοί της και έκαναν τον υπόλοιπο κόσμο να το πιστεύει.
Η αναγνώριση της γενοκτονίας από τις ΗΠΑ έδειξε επίσηςσε ολόκληρο τον κόσμο ότι η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μόνο κατ’ όνομα σύμμαχοι. Η φύση της συμμαχίας τους μετατράπηκε σε σχέση συναλλαγών, όπως αυτή που έχειη Ευρωπαϊκή Ένωση με την Τουρκία.
Η σύντομη ανακοίνωση της τουρκικής προεδρίας μετά την τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ Μπάιντεν και Ερντογάν ανέφερε ότι «Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν για τη σημασία της μεταξύ τους συνεργασίας, για την ενίσχυση της συνεργασίας με βάση σχέσεις αμοιβαίου ενδιαφέροντος και τη στρατηγική φύση των διμερών σχέσεων».
Επίσης, η ανακοίνωση ανέφερε ότι «Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να συναντηθούν στο περιθώριο της συνόδου κορυφής των ΝΑΤΟ τον Ιούνιο».
Ο Ερντογάν, παρότι ήξερε ότι ο Μπάιντεν θα προφέρει τη λέξη Γενοκτονία – μια μακροχρόνια κόκκινη γραμμή για την Τουρκία – δεσμεύτηκε να «συνεργαστεί» και «συμφώνησε να συναντηθεί» με τον Μπάιντεν τον Ιούνιο.
Πράγματι, η τρέχουσα κατάσταση δείχνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται την Τουρκία πολύ λιγότερο από ό,τι η Τουρκία χρειάζεται τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Τούρκοι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων έκαναν τον εαυτό τους, το τουρκικό κοινό και τους αμερικανούς ομολόγους τους πιστεύουν το αντίθετο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το χρονοδιάγραμμα της απόφασης του Μπάιντεν υπογράμμισε επίσης την αδυναμία της Τουρκίας. Ήρθε σε μια εποχή που η οικονομική κρίση στην Τουρκία επιδεινώνεται και η Τουρκία δεν έχει άλλη επιλογή από το να προσελκύσει ξένους επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αρκετά καλές για να αξιοποιήσουν την Ουάσινγκτον. Είναι ενδιαφέρον ότι οι σχέσεις με τη Ρωσία είναι επίσης εύθραυστες λόγω της γεωπολιτικής του Εύξεινου Πόντου, όπου η Τουρκία φαινόταν να στέκεται στο πλευρό της Ουκρανίας.
Η Τουρκία δεν είναι σε θέση να απειλήσει να διακόψει τις σχέσεις με την Ουάσινγκτον και να εγκαταλείψει το δυτικό σύστημα ασφαλείας και η Άγκυρα δεν μπορεί να επιβάλει κυρώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Μπάιντεν, με τη σειρά του, αντιμετωπίζει μόνο ένα μικρό πολιτικό κόστός από την επιλογή του να αναγνωρίσει την γενοκτονία των Αρμενίων, και προφανώς, γνωρίζει αυτό το γεγονός.
Η Τουρκία, στην παρούσα της κατάσταση, δεν έχει πολλά αποτελεσματικά μέσα ή χαρτιά για να παίξει εναντίον του Μπάιντεν. Το χειρότερο από όλα είναι ότι η Ουάσιγκτον έχει συνειδητοποιήσει αυτό το γεγονός. Αυτή η εκτίμηση διευκόλυνε τον Μπάιντεν να λάβει την απόφαση. Η κίνηση των ΗΠΑ σχετικά με τη λέξη Γενοκτονία μπορεί να θεωρηθεί ως η επιτυχία μιας εξωτερικής πολιτικής που βασίζεται σε αρχές χωρίς να χάσει εντελώς τις επιταγές της realpolitik.
Πηγή: al-monitor.com