Το χατζάτο…οι χατζήδες και οι χατζίνες στον Αη Τάφο το 1910
Ο Κύπριος φωτογράφος και εκδότης δελταρίων Θεόφιλος Τουφεξής (γνωστός σαν Φούλλης) έκδωσε ένα σπανιότατο αναμνηστικό φωτογραφικό δελτάριο που απεικονίζει την εκδρομή των επίδοξων Κυπρίων προσκυνητών (οι Χατζήδες και οι Χατζίνες) στον Αγιο Τάφο στα Ιεροσόλυμα το 1910.
Ο όρος Χατζής, αραβικά Χάτζι, απαντάται εθιμικά ως προσωνύμιο μουσουλμάνων και χριστιανών, σημαίνοντας το προσκύνημα που έχει κάνει αυτός που το φέρει, στον ιερό τόπο της θρησκείας του. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό «χατζ» (“hajj”)που σημαίνει «στέκομαι μπροστά σε μια θεότητα σε ιερό μέρος» ή «ταξίδι σε ένα ιερό μέρος». Πολλά ονόματα έχουν το πρώτο συνθετικό τη λέξη Χατζή ή είναι εξ’ολοκλήρου Χατζής.
Ως προσωνύμιο τίθεται (κατά έθιμο) προ του ονόματος του κάθε Ορθόδοξου Χριστιανού που επισκέπτεται τους Αγίους Τόπους και που βαπτίζεται στον Ιορδάνη ποταμό. Η αποδοχή του προσωνυμίου «Χατζής» δεν είναι υποχρεωτική. Αποτελεί όμως νόμιμο λόγο (εθιμικού δικαίου) αλλαγής του επιθέτου των απογόνων του προσκυνητή. Έχουν δε σημειωθεί πολλές τέτοιες αντικαταστάσεις επιθέτων. Π.χ. ένας χριστιανός που ονομάζεται Ανδρέας επισκέπτεται τους Αγίους Τόπους και όταν επιστρέφει προσφωνείται Χατζηανδρέας. Τα παιδιά του, που ενδεχομένως έφεραν το επίθετο Ανδρέου, μπορούν να το αντικαταστήσουν με το Χατζηανδρέου. Σήμερα το έθιμο αυτό τείνει να σβήσει αλλά ήταν αρκετά διαδεδομένο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Πληροφορίες για το δύσκολο ταξίδι του Χατζάτου μας παραθέτει η Αγνή Μιχαηλίδου στα βιβλία της για το Παλιό Βαρώσι και την Λάρνακα την παλιά Σκάλα. Γράφει η Αγνή Μιχαηλίδη.
Λίγο πριν από το Πάσχα έφθαναν στην προκυμαία (της Λάρνακας) οι επίδοξοι προσκυνητές, που θα ταξίδευαν στα Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο του Χριστού. Χωρικοί από την Πιτσιλιά, ντυμένοι με την παραδοσιακή βράκα και τα χαρακτηριστικά πλουμιστά ζιμπούνια, κρατώντας στο χέρι καλάθια από λυγαριά, που ησαν και οι μόνες αποσκευές τους. Παφίτες με το γνωστό μαύρο μαντήλι στο κεφάλι μαζί με τις γυναίκες τους, που φορούσαν τις πολύχρωμες υφαντές ποδιές της Φύτης με τους χρωματιστούς μπόγους στο χέρι. Μαραθεύτες με τις χοντρές ποδίνες και τα Πεδουλιώτικα κιλίμια στον ώμο. Καρπασίτες και Καρπασίτισσες με τις σαγιές και τα κεντημένα βρακιά κι εάν σωρό άλλοι από διάφορα χωριά, καθένας με την τοπική του ενδυμασία. Ανάμεσα σε αυτούς τριγύριζαν ήσυχοι και σοβαροί οι πολίτες από το Βαρώσι, τη Λεμεσό, τη Λευκωσία και το υπόλοιπο νησί.
Στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας τα εισιτήρια του βαποριού ήταν για τους λαϊκούς προσκυνητές 2 λίρες και για τους κληρικούς μία λίρα. Διευκρινιζόταν όμως ότι αυτό το ποσό κάλυπτε, εκτός από την πληρωμή του βαποριού, και τα αχθοφορικά, τα λεμβουχικά, τα σιδηροδρομικά από την Γιάφα μέχρι την Ιερουσαλήμ, το εισιτήριο για την επιστροφή και την υπόσχεση του πράκτορα στην εφημερίδα «οτι θα μείνωσι καθ’ ολα ευχαριστημένοι».
Συνήθως οι προσκυνητές έφθαναν στη Σκάλα 1-2 μέρες πριν την ωρισμένη για αναχώρηση μέρα. Γέμιζαν τα χάνια, τα ξενοδοχεία και τα φιλικά σπίτια. Μεγάλος συνωστισμός γινόταν εξω από το τελωνείο την ημέρα που ο ντελλάλης διαλαλούσε οτι ήλθε η ώρα για αναχώρηση. Οι ταξιδιώτες έφθαναν στο λιμάνι μετά την βροντερή επίκληση του ντελλάλη πάντα με καθυστέρηση, μέχρι να αποχαιρετίσουν τους φίλους και συγγενείς. Με συνοδό τον Κώστα, το γιό της Παλεττούς, το γνωστό τροφοδότη, ανέβαιναν στο βαπόρι, κάνοντας το σταυρό τους και ψιθυρίζοντας ευχές, για να έχουν καλό ταξίδι και ολοι διακατέχονταν από το δέος του χωρισμού και της επανόδου. Ενας συντάκτης τοπικής εφημερίδας της εποχής ευχήθηκε με σοβαρότητα στην κυρία Ελένη Κύζα που αναχωρούσε με τη θυγατέρα της στα Ιεροσόλυμα, “εύπλουν και αισίαν εις την πατρίδα επάνοδον”.!
Στο κατάστρωμα οι προσκυνητές περίμεναν μ’ ανυπομονησία να φθάση το σκάφος στον προορισμό του. Οι Πίτσιλλοι, οι Μαραθεύτες κι οι περισσότεροι ακόμα από τους Λευκωσιάτες καθώς και άλλοι από μεσόγεια και ορεινά χωριά δεν είχαν δεί ποτέ προηγουμένως θάλασσα. Αν κατά την ημέρα της αναχωρήσεως η θάλασσα ήταν τρικυμισμένη, ο φόβος κατελάμβανε όλους και πολλοί ήταν εκείνοι που παρακαλούσαν να μην ξεκινούσε ποτέ το πλοίο. Το καράβι κι αργότερα τα ατμοκίνητα πλοία ήταν ενας άλλος λόγος μεγάλου φόβου. Δεν ήταν εύκολο για ένα στεργιανό, που συνήθισε να πατά γερά στην γή του, να αφεθή να τον κουβαλήση ένα πλεούμενο, που Κύριος οίδε, αν θα μπορούσε να τα βγάλη πέρα με τούτο το ατέλειωτο νερό και να τους ακουμπήσει στην ξηρά.
Όταν οι προσκυνητές έφθαναν στην Παλαιστίνη, πήγαιναν αμέσως να προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους, να κάνουν το τάξιμο τους και να κλάψουν στον τόπο του μαρτυρίου. Αναγάλλιαζαν την ημέρα του Πάσχα, καθώς ο Πατριάρχης εμφανιζόταν θριαμβευτικά εξω από το Αγιο Κουβούκλιο μένα τρικέρι στο κάθε χέρι με το Αγιο Φώς. Κι αφού έκαναν το τελευταίο τους καθήκον, το βάφτισμα στα νερά του Ιορδάνη ποταμού, γύριζαν πίσω κουβαλώντας μαζί τους τα συγχωροχάρτια και τα βαφτισμένα στον Ιορδάνη σάβανα τους και έχοντας επί πλέον τον σεβαστό τίτλο του Χατζή.
Με την επιστροφή όμως των προσκυνητών την εβδομάδα της Διακαινησίμου το προσκύνημα δεν τέλειωνε. Γιατί άγραφος νόμος επέβαλλε στον καλό προσκυνητή να κάνη άλλα δύο συμπληρωματικά προσκυνήματα, για να φέρη πιο επάξια τον τίτλο του Χατζή. Έπρεπε να κάνη ένα προσκύνημα στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου και άλλο στο μοναστήρι του Κύκκου, για να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας, που κατά την παράδοση ζωγράφισε ο ευαγγελιστής Λουκάς. Όταν τελείωναν και αυτά, μπορούσαν πια οι προσκυνητές να ξεκουραστούν και άνετα να αρχίσουν να διηγούνται στους επισκέπτες τους τα όσα απίθανα είχαν να πούν για τους Αγίους Τόπους και το ποθητό ταξίδι.
Μονή Κύκκου (δελτάριο Φώσκολου 1903)
Δώριζαν δε σε κάθε επισκέπτη ένα μικρό ενθύμιο, αγορασμένο από τα Ιεροσόλυμα, τα λεγόμενα «αιταφίτικα», και κέρδιζαν πάντα μεγάλο σεβασμό, ίσως και μια θέση εκκλησιαστικού επιτρόπου στην ενορία τους.(να σημειωθεί ότι το 1899 στον Αγιο Μέμνωνα ο κατάλογος των περβολάρηδων και προχούντων συμπεριλάμβανε 15 χατζήδες). Αυτά τα δώρα ήσαν μικροί σιντεφένιοι σταυροί, κομπολόγια και ένα είδος άσπρα σαπούνια πλουμιστά με την βούλα του Αγίου Τάφου, που τάλεγαν «μουσκοσάπουνα». Είχαν στην αρχή ένα όμορφο άρωμα, που με τον καιρό χανόταν, και τότε αναδινόταν από άυτά μια μυρουδιά κλεισούρας!.
Οσο για την γυναίκα, τη Χατζίνα, κι αυτή είχε το μερτικό της στο σεβασμό των γύρων της. Ζητούσαν πάντα την συμβουλή της για σοβαρά ζητήματα κι οι γυναίκες της προσηκώνονταν και της παραχωρούσαν σκάμνο στην εκκλησία. Στην δεκαετία του 60, η θεία Ελένη Δημητριάδου (κόρη του προπάππου Χατζιηγιώρκου Μυλωνά) μετέβη στον Αη Τάφο και ήταν γνωστή από όλους σαν Χατζίνα.
Πηγή: Αμμόχωστος Βασιλεύουσα