Bεύη (Μπάνιτσα) Φλώρινας: Η Ιστορία του γενναίου Οπλαρχηγού του Μακεδονικού Αγώνος Καπετάν Σταύρου Δάφου Κωτσόπουλου
Περιοδική Έκδοσις Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Φλωρίνης “ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ”
Τεύχος 9ο, Φλώρινα 1958
Ό Kαπετάν Σταύρος Δάφου Κωτσόπουλος |
Προσενεγκών τας υπηρεσίας του εις την Πατρίδα ολίγον πρό του 1905 και μέχρι του θανάτου του εις όλους τους εθνικούς αγωνας όπως εκτίθεται εις την παρούσαν ίστορίαν της έθνικης του δράσεως.
Ό Καπεταν Σταύρος ήτο μετρίου αναστήματος, μελαχρινός με μάτια κάστανα και βλέμμα ζωηρόν και διαπεραστικόν, πλούσια μαύρα φρύδια και πυκνά κατάµαυρα μαλλιά, τα οποία διετηρήθησαν μέχρι του θανάτου του, ολόλευκα βεβαίως κατά την γεροντικήν του ήλικίαν, με µύτην έλληνικης κατατομής, και εν γένει πρόσωπον με αρρενωπήν εμφάνισιν.
Ευσταλής, εύθυτενης ως κυπάρισσος, με καλοδεμένον σώµα, ισχυρόν και νευρώδες, και βάδισμα υπερήφανον.
Ητο ευθύς και ειλικρινής τον χαρακτήρα και παροιμιώδης εις την καθαριότητα και την τάξιν, σοβαρός και, αξιοπρεπής και με επιβλητικην εμφάνισιν.
Η οικογένεια του μακεδονομάχου Σταύρου Κωτσόπουλου από τη Βεύη Φλώρινας. |
Καπετάν Σταύρος Κωτσόπουλος |
Ανεβαίνει εις τας ‘Αθήνας και καλεί την οίκογένειάν του, η όποια και μεταβαίνει εις ‘Αθήνας, δια να έργάζηται έλεύθερος πλέον δια την έθνικήν ιδέαν, έφ’ όσον η αίκογένειά του θα ήταν έξησφαλισμένη.
Έγκαταλείψας την οίκογένειάν του εις τας ‘Αθήνας επανήλθε κατά μήνα Αύγουστον του 1909 εις Μακεδονίαν και κατέφυγεν εις το Βίτσι συνοδευόμενος άπό 6 παλληκάρια έκ Κρήτης.
Είς την πατρίδα του Βεύην δεν δύναται να πατήση την ημέραν. Εκεί εύρίσκονται οι άσπονδότεροι έχθροί του. ‘Αποφασίζει να έξοντώση τον Στάτε Στόγιανν Τάσεφ και τον Βοεβόδαν Ριστό Πέο Γιόφτσεφ.
Toν πρώτον, Στάτε Στ. Τάσεφ, δια το ποιόν και την δράσιν του οποίου ωμιλήσαμεν έκτενώς εις την ιστορίαν του Μακεδονομάχου Γκόνου, τον έφόνευσεν ο Γκόνος εντός της Βεύης τον Μάϊον του 1911 με τον φίλον του Σταύρον Γ. Κωτσόπουλον.
Τον δέ περιβόηταν βοεβόδαν Ρίστο (Χρήστο) Πέο Γιόφτσεφ, παλαιόν κομιτατζήν προ έπταετίας και πλέον με σωρείαν έγκλημάτων κατά του ελληνικού στοιχείου, δια τον οποίον γίνεται λόγος εις τα γεγονότα του 1910, τον έφόνευσαν εις την θέσιν Ντελούπι, πλησίον του λιγνιτωρυχείου Βεύης, ο Δημήτριος Α. Κωτσόπουλος και ‘Αντώνιος Παυλίδης, τους όποιους έστειλεν ο Καπετάν Σταύρος άπό την Ομάδα του πού ήτο εκεί πλησίον τον Iούνιον του 1910.
Μετ’ όλίγας ημέρας καταφθάνει εις Αετόν, όστις κείται δυτικώς του ‘Αμυνταίου άπέχων δύο και πλέον ώρας, όπου συνεπλάκη με συμμορίαν κομιτατζήδων, τους όποιους έτρεψεν εις φυγήν και κατώρθωσεν να συλλάβη αιχμάλωτον ένα τούρκον, όστις συνέττραττε με τους βουλγάρους και τον έξετέλεσε.
Ανέρχεται και πάλιν εις το Βίτσι.
Εκεί ευρίσκει έναν βοσκόν από την Βεύην και τον ερωτά να μάθη που είναι ο Ηλο Κοτόρκην, διότι είχε μάθει ότι κάπου εκεί έσυχναζε. Ο βοσκός του είπεν ότι συχνάζει εις το Ντελούπι, Βεύης. Και πράγματι εκεί ήταν.
Ο Καπετάν Σταύρος κατεβαίνει από το Βίτσι με τα παλληκάρια του. Οταν έπλησίασεν εις την θέσιν «Ντελούπι» συνέλαβε δύο σκοπούς, τους οποίους είχεν έγκαταστήσει ο βοεβόδας Ηλο Κοτόρκην, τον Ντίνε Νίτσωφ και Τζόλε Λιουμάνην, οι οποίοι έπρόφθασαν να δώσουν το σύνθημα εις τον βοεβόδαν Κοτόρκην.Ο βοεβόδας πυροβολών τρέπεται εις φυγήν με τους συντρόφους του, έγκαταλείπων κάπες και φυσέκια και κατέφυγε πρός σωτηρίαν του εις Βεύην. ο Καπετάν Σταύρος έμαθε απ’ αυτούς ότι τους είχε ορίσει ο Κοτόρκην να παρακολουθούν τας κινήσεις του και να του αναφέρουν σχετικώς.
Επειδή προ 10 ήμερων ο άρχιβοεβόδας Τζόλε Γκέργκεφ και ο βοεβόδας Ήλο Κοτόρκην με τας συμμορίας των είχον εισβάλει εις τις Πέτρες πρός την οικογένειαν τών αδελφών Μάνου Χατζηκωνσταντίνου και έφόνευσαν τον Δημήτριον Χατζηκωνσταντίνου και έθεσαν πυρ εις την οικίαν του, ο Καπετάν Σταύρος εκδικούμενος τον θάνατον του Δημητριού Μάνου Χατζηκωνσταντίίνου σφάζει τους συλληφθέντας ως άνω Ντίνε Νίτσωφ και Τζόλε Λιουμάνην, κόβει τ’ αυτιά τους και τα στέλλει εις την οικογένειαν του εθνομάρτυρος Δημητρίου Μάνου.
Έν συνεχεία ο Καπετάν Σταύρος πληροφορείται ότι τουρκαλβανικόν χωρίον Κολχική (τέως Πλεσέβιτσαν) ύπέθαλπε τον βοεβόδα Τζόλε Γκέργκεφ από την Βεύην.
Πλησιάζει με τα παλληκάρια του έξω από το χωριό, όπου ήσαν περί τους 10 τούρκοι συγκεντρωμένοι και τους έρωτά:
«Δέν μου λέτε ρέ πατριώτες, τί καλά είδατε από το Τζόλε πού τόσον τον υποστηρίζετε;»
Οί τουρκοι θρασείς όπως ήσαν τότε, τον ήπείλησαν και του έζήτησαν και ρέστα.
Τον ήπείλησαν δε ότι, άν δεν φύγουν, θα τους πιάσουν, θα τους δέσουν και θα τους παραδώσουν εις τον Τζόλε. Οί τουρκοι όμιλουντες έτσι ήσαν οπλισμένοι, και εντός ολίγων στιγμών οι ίδικοί μας συνεπλάκησαν με αυτούς, με άποτέλεσμα νά σκοτωθούν δύο τουρκαλβανοί από τον Καπετάν Σταύρον.
‘Από την Κολχικήν πηγαίνει εις την Τριανταφυλλιάν (τέως Λάγενην) κατ’ ευθείαν εις τον σπίτι του Έλληνος Ίερέως Παπαδάφου.
Μαθαίνει απ’ αυτόν ότι ο βοεβόδας Λιόντεφ από το Νεοχωράκι είχεν απειλήσει τους χωρικούς ότι θα τους κόψη τα χέρια και θα τους βγάλη τα μάτια εάν τολμήσουν να πατήσουν εις την ελληνικήν Εκκλησίαν.
Οι ‘Έλληνες όμως με την έμφάνισιν του Καπετάν Σταύρου έλαβον θάρρος και μερικοί απ’ αυτούς ήθέλησαν να ταχθούν εις το σώμα του Καπετάνιου.
Κατά το έτος 1910 – 1911 παρετηρείτο μεγάλη κομιτατζηδική δράσις εις το Μορίχοβον.
Ό ιερεύς Παπαπέτρος Παπαναστασίου από την Κέλλην, ένας υψηλός και ρασοφορεμένος Καπετάνιος με τον σταυρόν της ελευθερίας στο χέρι γράφει εις τον Καπετάν Σταύρον να πάη εις την Κέλλην, δια να συνεννοηθούν πώς θα μπορέσουν να απαλλάξουν το Μορίχοβο από τους απαίσιους Κομιτατζήδες, πού μόνον την φυγήν και την άνανδρον δολοφονίαν έγνώριζον έως τώρα.
Έσπευσε λοιπόν ο Καπετάν Σταύρος είς την Κέλλην με 6 παλληκάρια και απ’ εκεί μαζύ με τον Παπαπέτρον μετέβησαν εις Μορίχοβον, όπου η εμφάνισίς των ενεθάρρυνε τους Ελληνας.
Ό Καπετάν Σταύρος συνέχισε την έθνικήν του δράσιν εις την περιφέρειαν Φλωρίνης.
Τον Αύγουστον του 1912 κατήλθεν εις ‘Αθήνας, όπου παρέμεινε μέχρι της 28ης Σεπτεμβρίου, κατά την όποιαν έλαβε το ύπ’ άριθ. 67) 28-9-1 912 φύλλον πορείας του Προέδρου της Επιτροπής Εξοπλισμού μετά τών ‘Οπλαρχηγών Γ. Σούλιου και Γρούντα επικεφαλής 37 οπλιτών και ανεχώρησαν.
Οταν έφθασαν εις την Καλαμπάκαν, παρουσιάσθησαν εις τον ‘Αστυνόμον παρά του όποιου έλαβον οδηγίας πού θα συναντήσωσι τον έν Μακεδονία ‘Αρχηγόν αντάρτικών σωμάτων στρατηγόν I. Κατεχάκην δια να ταχθώσιν υπό τας διαταγάς του.
Τούτο και έπραξαν, ο δέ στρατηγός Κατεχάκης άνέθεσεν εις αυτούς την καταδίωξιν του Μπεκήρ ‘Αγά, ‘Αξιωματικού της Τουρκικής χωροφυλακής εις την περιφέρειαν Γρεβενών.
Ό Καπετάν Σταύρος δια την υπηρεσίαν του εις τον Μακεδονικόν Αγώνα κατέχει τα εξής επίσημα έγγραφα:
1) Το υπό ημερομηνίαν 10-2-1939 δίπλωμα απονομής αναμνηστικού μεταλλίου Μακεδονικού ‘Αγώνος και εγγραφής του εις την Επετηρίδα των Μακεδονομάχων 1903-1909 εις την κατηγορίαν των ‘Ομαδαρχών υπ΄ αυξ, άριθ. Πίνακος 83 δια τας έξαιρετικάς υπηρεσίας του εις τον Άγώνα
2) Τό υπό ημερομηνίαν 1.4.1925 πιστοποιητικόν του Αρχηγού κατά τον Μακεδονικόν Αγώνα Γ. Δικονίμου Μακρή δια την δράσιν του.
Εθελούσια κατάταξις του Καπετάν Σταύρου εις τον Ιερόν Λόχον Βεύης.
Συμπλοκή με την συμμορίαν του βοεβόδα Τσακαλάρωφ
Κατά το θέρος του 1913 έκηρύχθη υπό της ‘Ελλάδος και της Σερβίας πόλεμος ενάντιον της Βουλγαρίας, διότι αυτή έδημιούργει επεισόδια και έπεδίωκε να καταλάβη όλα τα εδάφη της Μακεδονίας, τα όποια είχεν απελευθερώσει η Έλλάς και η Σερβία από τους Τούρκους κατά τον πόλεμον του 1912.
Ή Βουλγαρία άπεστειλε τότε μίαν συμμορίαν με δύναμιν 80 κομιτατζήδων υπό τον περιβόητον άρχιβοεβόδαν Τσακαλάρωφ δια να έξεγείρη τους πληθυσμούς τών Κορεστίων, Καστορίας, εις έπανάστασιν και δημιουργήση ταραχάς και αντιπερισπασμόν, ώστε να άποσπασθή στρατός εκ του μετώπου προς καταστολήν της έξεγέρσεως και έξασθενίση η δύναμις αυτού.
Πρός άντιμετώπισιν τότε πάσης επικινδύνου καταστάσεως ώργανώθησαν Ιεροί Λόχοι εις τας πόλεις και τα χωρία.
Ιδρύθη τότε Ιερός Λόχος και εν Βεύη υπό τον έκ Θεσσαλίας Άνθυπολοχαγόν Κ. Βάρφην.
Οταν ο Τσακαλάρωφ μετά την συμπλοκήν με τους Φαρμακαίους εις Καϊμακτσαλάν είχε σταματήσει εις την χαράδραν, η ποία καταλήγει εις την γέφυραν της σιδηροδρομικης γραμμής, η οποία είναι παρά την διασταύρωσιν της δια της Βεύης διερχομένης οδού με την σιδηροδρομικήν γραμμήν πρός το Κλειδί, ο Ιερός Λόχος είχε διαιρεθή εις τρία τμήματα έκ στρατιωτών και ιερολοχιτών και είχε καταλάβει τρεις επικαίρους θέσεις.
Το πρώτον τμήμα ετέλει υπό τας διαταγάς του Ανθυπολοχαγού Κ. Βάρψη με δύναμην 20 άνδρών, το δεύτερον υπό τον Γκόνον Χολέρην με δύναμιν 15 άνδρών και τό τρίτον υπό τον Καπετάν Σταύρον με δύναμιν 5 άνδρών.
Έπηκολούθησε τότε συμπλοκή καθ’ ήν έφονευθη εις στρατιώτης της Όμάδος του Γκόνου, ο Γκόνος έφόνευσε τον υπασπιστήν του Τσακαλάρωφ, επλήγωσε τον ίππον του, έπλήγωσε σοβαρώς τον Τσακαλάρωφ και άλλους Κομιτατζήδες.
Έτραυματίσθη όμως και αυτός υπό του Τσακαλάρωφ και έλαβε και τρία άλλα τραύματα υπό κομιτατζή και έξέπνευσε την έπομένην της συμπλοκής.
Τά της παρατάξεως και συμπλοκής εκτίθενται λεπτομερώς εις την Ιστορίαν του Μακεδονομάχου Γκόνου.
Τον τραυματισμόν του Τσακαλάρωφ έπηκολούθησε η διάλυσις της συμμορίας του. Ο ίδιος με λίγους κομιτατζήδες, περί τους δώδεκα, είσελθών εις το δάσος Φλαμπούρου, κατεδιώχθη υπό του Ιερού Λόχου αυτού και έφονευθη εις μίαν χαράδραν εις το βουνόν Νοτίως της Ανω Ύδρούσης. Έφονευθη δέ υπ΄ αυτού έκ του Ιερού Λόχου Φλαμπούρου ο Ιωάννης Σκανδάλης και έτραυματίσθη ο Δ. Πινόπουλος.
Οι συμμορΐται της υπολοίπου δυνάμεως έτράπησαν πρός διαφόρους κατευθύνσεις.
Ό Καπετάν Σταύρος μετά την ως άνω συμπλοκήν με τους Ίερολοχίτας της Όμάδος του μετέβη εις τον βάλτον του Πεδινού, ο όποιος απέχει περί τας τρεις ώρας από το Άμύνταιον. Πλησίον του Λιμνοχωρίου ευρίσκει 4 κομιτατζήδες, λείψανα του σώματος του Τσακαλάρωφ, τους οποίους συνέλαβε και παρέδωσεν εις τας έλληνικάς και στρατιωτικάς άρχάς.
Διά την υπηρεσίαν του εις τον Ίερόν Λόχον Βεύης έλαβε το ύπ΄ άριθ. 787 έγγραφον έπαίνου της Α.Β.Υ. του Πρίγκηπος Νικολάου, ‘Αρχηγού του Αρχηγείου Στρατού Κατοχής.
Επίσης έχει το υπό την ημερομηνίαν 25.4.1913 έγγραφον του Νομαρχοΰντος Φλωρίνης περί διορισμού του ως πολιτοφύλακος της ιδιαιτέρας του πατρίδος Βευης, και το ύπ΄ άριθμ. 2857)9.9.1913 συγχαρητήριον έγγραφον του Στρατιωτικού Διοικητοΰ Δυτ. Μακεδονίας, Ν. Ζαγοραίου, Ταγματάρχου Μηχανικού.
Έν συνεχεία ο Καπετάν Σταύρος έλαβε μέρος και εις τον Ήπειρωτικόν Αγώνα, ως έμφαίνεται εις την υπό ημερομηνίαν 18 Οκτωβρίου 1914 Ευχαριστήριον Εγκύκλιον του τότε ’Αρχηγού Κορυτσάς Γεωργίου Τσόντου Βάρδα, την οποίαν άπηύθυνε με τον τίτλον «Αυτόνομος ‘Ήπειρος – Προς τους κατοίκους Επαρχίας Γρεβενών, Σιατίστης καί Φλωρίνης» και την οποίαν ιδιαιτέρως απέστειλεν εις τον Καπετάν Σταύρον.
Κατά το έτος 1922 μία δεκαμελής ληστρική συμμορία Τούρκων υπό την αρχηγίαν του Καρά ‘Αλή έλυμαίνετο την περιφέρειαν Πτολεμαΐδος και είχε καταστή άληθινή μάστιγξ με τας ληστρικός πράξεις της. Ήθελε να παραστήση την Ελλάδα ως άνίκανον να έπιβάλη την τάξιν και να έξασφαλίση την άσφάλειαν των πολιτών κατά την εποχήν έκείνην κατά την όποίαν διεξήγετο ο πόλεμος αυτής εις την Μ. Ασίαν εναντίον των Τούρκων.
Και πρός τούτοις, εις έκ των σκοπών αυτής ήτο να άπασχολή έστω και μικράς στρατιωτικάς δυνάμεις πρός δίωξίν της, αι οποίαι θα ήτο δυνατόν να διατεθούν εις στρατιωτικάς επιχειρήσεις.
Ή ληστρική αυτή Όμάς περιεφέρετο εις τα βουνά, ένήδρευε εις τα σταυροδρόμια, έλήστευεν, έφόνευεν, έκαιε και έσκόρπιζε παντού τον πανικόν.
Εις την καταδίωξιν του Καρά ‘Αλή διετέθησαν αρκετά στρατιωτικά αποσπάσματα , αλλά το οικτρόν του τούρκου τέλος έπήλθε άμα ως έζητήθη η συνδρομή του Καπετάν Σταύρου.
Ό Καπετάν Σταύρος με τον Καπετάν Δημήτριον Μίζαν και Καπετάν Αλέξανδρον Γεωργιάδην, άμφοτέρους Μακεδονομάχους και λαμπρά παλληκάρια έκ Κλεισούρας, έμαθον ότι τα λημέρια της ως άνω ληστρικής συμμορίας τα γνωρίζουν οί τούρκοι των Κοτσάνων και του Κελεμέ, χωρίων τουρκικών εις την νοτιοανατολικήν όχθην της λίμνης Όστρόβου. Κατορθώνουν λοιπόν να μάθουν από τους τουρκους τα λημέρια του Καρά Αλή κατόπιν πολύμηνων και συστηματικών ενεργειών από της 15ης Φεβρουάριου 1922 μέχρι της 21ης Αύγουστου 1922, οπότε έξόντωσαν κατόπιν σκληράς μάχης εις τα υψώματα του χωρίου Κελεμέ την συμμορίαν, από την όποίαν 9 έφονεύθησαν μεταξύ των οποίων και ο ‘Αρχηγός της Καρά ‘Αλής και εις συνελήφθη αιχμάλωτος.
Διά την ως άνω υπηρεσίαν του έλαβε το υπό ήμερομηνίαν 15-2-1922 έγγραφον της Άνωτέρας Διοικήσεως Χωροφυλακής Μακεδονίας.
Κατά το βορειοηπειρωτικόν έπος του ήρωϊκού στρατού μας, το 1940, μη δυνάμενος να παραμένη άπλούς θεατής του υπέρ πάντων άγώνος, έζητησε να καταταγή εθελοντής. Αι άρχαί όμως, αφού τον ηυχαρίστησαν δια την προθυμίαν του και τον συνεχάρησαν δια τα φλογερά πατριωτικά αίοθήματά του, είπον εις αυτόν ότι δεν ευσταθεί εις τόσον μεγάλην ηλικίαν να πολεμήση ο ίδιος, και ότι είναι άρκετή η πολεμική δράσις των δύο ένηλίκων παιδιών! του Ίωάννου και Δη μητριού, τα όποία ευρίσκονται εις το μέτωπον.
Κατά την εισβολήν τών Γερμανών τον ‘Απρίλιον του 1941, φοβούμενος μήπως έπακολουθήση βουλγαρική κατοχή, οπότε θα ήτο βεβαία η εξόντωσις ολοκλήρου της οϊκογενείας του, έγκατέλειψε το σπίτι και ακολουθών τον συμπτυσσόμενον στρατόν, κατήλθεν οίκογενειακώς εις τας ‘Αθήνας.
Προσεπάθησεν εκεί να διαφύγη εις την Μέσην ‘Ανατολήν και να ένταχθή εις τον έλεύθερον έλληνικόν στρατόν, αλλά δεν έπρόφθασε.
Τον ‘Ιούλιον του 1941, αφού έπληροφορήθη ότι δεν είσήλθε Βουλγαρικός στρατός εις τον Νομόν Φλωρίνης, όπως είσήλθεν εις Α. Μακεδονίαν, έπέστρεψεν οίκογενειακώς εις το Άμύνταιον.
Άπεφάσισε να καταταγή εις αυτάς δια να άγωνισθή δια την άπελευθέρωσιν της Πατρίδος.
Οταν όμως άντελήφθη ότι αυταί αγωνίζονται υπέρ της επικρατήσεως του κομμουνισμού, άνέκρουσε πρύμναν και έλαβε σταθεράν στάσιν έναντίον των.
Μετά φρίκης άλλωστε έβλεπε την έξόντωσιν τών έθνικοφρόνων και τών συμπολεμιστών του Μακεδονομάχων, όπως του Καπετάν Στέφου, του Καπετάν Κούνδουρα κ.λ.π.
Μετά την άπαχώρησιν τών Γερμανών το 1944 συνελήφθησαν υπό τών Έαμοκομμουνιστών τα τέκνα του Ιωάννης και Ελένη, ο γαμβρός του ‘Εμμανουήλ Δαμουλάκης και κατόπιν και αυτός ο ίδιος.
Μετά την συνθήκην της Βάρκιζας και μόλις ήλθεν ο στρατός εις το Άμύνταιον, έτέθη εις την διάθεσίν του πρός άποκατάστασιν της τάξεως.
Έζήτησε να του έπιτραπή να όπλισθή ώς εθελοντής, άλλ΄ έλαβε την άπάντησιν ότι είναι άρκετή η δύναμις του στρατού και της Χωροφυλακής πρός επιβολήν του κράτους του νόμου.
Όταν όμως η κομμουνιστική πανώλη έπανήρχισε την όργάνωσιν και δράσιν της, με επίμονον παράκλησιν έπεισε τας άρχάς και έξωπλίσθη και έπρωτοστάτησε εις την ΐδρυσιν τών Μονάδων Άσφαλείας Υπαίθρου (Μ.Α.Υ.) και ήτο όλος χαρά και υπερηφάνεια, διότι περιεβλήθη και πάλιν την τιμημένην στρατιωτικήν στολήν και συνεκρότησεν με πολλούς άλλους τά Μ.Α.Υ. Αμυνταίου.
Εις την Όμάδα του συνυπηρέτουν και οί έκ Κλεισούρας καταφυγόντες εις Άμύνταιον πατριώται Γεώργιος Παπαντουλας, Πέτρος Στασινόπουλος η Μίζας και ο υιός του Τάκης, Θεόδωρος Λιγανάρης, Πέτρος Νότας, Κώστας Κάτσιος, Γεώργ. Μάρκος, Άχιλλευς Λούπας, Κώστας Κάλας, Σίμος Γιαννι κώστας, Άργύριος Μπαντσούλης και Βασίλειος Βούκας.
Ελαβε μέρος εις ολας τας έπιχειρήσεις του Στρατού κατά τών διαβόλων του κομμουνιστοσυμμοριτισμού. Εις μίαν επιχείρησην του 571 Τάγματος Αμυνταίου κατά τών συμμοριτών εις το χωρίον Μπόβουνο την 25ην Ιουλίου 1947, έπολέμησε και η Όμάς του, ήτις συνετέλεσεν εις την αποφυγήν σοβαρών απωλειών του στρατού από τους ενεδρεύοντας πολυαρίθμους συμμορίτας.
Εις την σοβαράν ταύτην έπιχείρησιν έφονεύθη γενναίως μαχόμενος ο συμπολεμιστής του Γεώργιος Παπαντούλας εις την θέσιν «Μπρόμορ» ώς και ο εθελοντής στρατιώτης Μιχαήλ Γ. Κωνσταντινίδης από τον Ροδώνα.
Κατά την αυτήν ώς άνω ημέραν μεγάλη δύναμις συμμοριτών μετά λύσσης έπετέθη και έπληττε το Άμύνταιον και επειδή δεν υπήρχε στρατιωτική δύναμις έκτος ολίγων γραφέων, στρατιωτών και ολίγων άνδρών της Χωροφυλακής, διότι απουσίαζεν εις επιχείρησες οί κομμουνισταί κατόρθωσαν να εισβάλουν εις την πόλιν και να αρχίσουν κατά την γνωστήν τακτικήν των το θεοκατάρατον έργον της σφαγής, απαγωγής, λεηλασίας, πυρπολήσεων, έρημώσεως και άφανισμου.
Μία μεγάλη όμάς συμμοριτών περιεκύκλωσε το σπίτι του Καπετάν Σταύρου κραυγάζουσα έν χορώ: «Παραδοθήτε μοναρχοφασίσται Κωτσοπουλαίοι».
Όλόκληρον σχεδόν την νύκτα οί κομμουνισται έβαλαν με παντοειδή πυρά κατά της οικίας, η οποία όμως ήτο απόρθητος και δεν παρέδιδε τα κλειδιά όπως αυτοί έπίστευον.
Έδώ δεν ήτο άπλώς ένα σπίτι, ένα τυχαίον σπίτι, αλλά σπίτι Καπετάνιου, όπλοστάσιον, προπύργιον άληθινόν.
Η ήρωΐς σύζυγος του Καπετάνιου, Μαρία, τα ήρωικά παιδιά του, Ιωάννης, Κωνσταντίνος, Νίκη και Ελένη αντάξια του πατριωτικού αναστήματος του πατρός των με την έλληνικήν γενναιοψυχίαν των άπέκρουσν την μίαν μετά την άλλην τας λυσσαλέας επιθέσεις των κομμουνιστών νικηφόρως.
Τό μεγαλύτερο παιδί του, ο Γιάννης που ήτο και αυτός εθελοντής Μ.Α.Υ. όταν εφυγε από το σπίτι δια το φυλάκιον, άντελήφθη την έπίθεσιν τών συμμοριτών, οι οποίοι έπλησίαζαν πρός το σπίτι και ήκουσε την κραυγήν των «παραδοθήτε Κωτσοπουλαίοι».
Έπέστρεψεν άμέσως δια να συμπολεμή με την έθνικήν οικογένειαν και σώση την κατάστασιν.
Αλλά περί ώραν 1ην του μεσονυκτίου, τραύματίζεται βαρέως εις το άριστερόν πόδι και καταπίπτει αίμόφυρτος εις την αυλήν του σπιτιού του.
Ή κατάστασις ήτο κρίσιμος, διότι δεν έπρεπε να σιγήση έστω και ένα όπλον δια να εξασθένηση η άμυνα και άντιληφθουν άδυναμίαν οι έπιτιθέμενοι.
Ή απέραντος, αυλή του σπιτιού είχε μεταβληθή εις θέατρον πολέμου. Από την μίαν άκρη έως την άλλην τα παιδιά έτρεχον και έβαλλον από διάφορα ώς επίκαιρα σημεία δια να νομίζουν οί επιτιθέμενοι ότι οι άμυνόμενοι είναι πολλοί και δια να μη τολμήσουν δια κλιμάκων να πηδήσουν εντός αυτής.
Ή γενναία μήτηρ του και οί άλλοι αδελφοί του με άμείωτον το ήθικόν και ψυχραιμίαν, έπέδεσαν προχείρως το τραύμα του και συνέχισαν την σθεναράν άντίστασιν, προ της οποίας έλύγισαν οί κομμουνισταί και δεν κατόρθωσαν να κυριεύσουν το σπίτι του Καπετάν Σταύρου, το οποίον παρέμεινεν «άπόρθητον έλληνικόν προπύργιον και φρουριον» με την επ’ αύτου υπερηφάνως κυματίζουσαν κυανόλευκον σημαίαν μας.
Αλλά και όχι μόνον τούτο, προσέφερεν ακόμη σπουδαίαν συμβολήν με τους συνεχείς πυροβολισμούς εις την άμυνομένην Χωρρφυλακήν Αμυνταίου εις τα εκεί πλησίον γραφεία της.
Οί συμμορίται δεν κατόρθωσαν έν τέλει να εξουδετερώσουν την άμυναν της Χωροφυλακής και να γίνουν κύριοι της καταστάσεως.
Ό Καπετάν Σταύρος αυτήν την βραδυάν, έλειπε δυστυχώς διότι ήτο εις άλλας επιχειρήσεις.
Οί κομμουνισταί έπετέθησαν διότι έγνώριζον ότι άπουσίαζεν ο στρατός και τα Μ.Α.Υ. εις επιχειρήσεις.
Έπιτέλους έρόδισεν η αυγή και οι συμμορίται κατησχυμένοι απεχώρησαν, άφήνοντες όπίσω των τα αθώα και άοπλα θύματά των, την έρήμωσιν και την απανθρωπιάν των.
Τό σπίτι του Καπετάνιου και το κτίριον της Χωροφυλακής έστάθησσν άπόρθητα φρούρια η κατ’ αυτούς «άπαρτα κάστρα».
Τό Ύπουργείον Δημοσίας Τάξεως, λαβόν γνώσιν των ανωτέρω, άπένειμεν εις τα δύο ηρωικά παιδιά του Καπετάν Σταύρου, Ίωάννην και Κων/τίνον, όστις ήτα και “Αρχηγός Προσκόπων, ευαρέσκειαν και χρηματικήν άμοιβήν 500.000 δρχ. εις έκαστον.
Τον τραυματισθέντα υιόν του, οπλίτην Μ.Α.Υ. Ίωάννην Κωτσόπουλον, αί στρατιωτικοί άρχαί μετέφερον αεροπορικώς εις το Νοσοκομείον Ρίμινι, ‘Αθηνών, όπου παρέμεινεν νοσηλευόμενος επί 7 μήνας και ήδη τυγχάνει άνάπηρος συνταξιούχος.
Αί ταλαιπωρίαι και κακουχίαι του γηραιού Μακεδονομάχου Καπετάν Σταύρου ήτο φυσικόν να υποσκάψουν την υγείαν του και τον χαλύβδινον οργανισμόν του και να επιταχύνουν τα βήματά του πρός το μοιραίον.
Τον έκάλουν πλέον αί ψυχαί τών προαπελθόντων του προσκαίρου τούτου κόσμου συναδέλφων του Μακεδονομάχων πλησίον του.
Ήσθένησε και αφού δεν έτελεσφόρησαν οι στοργικαί περιποιήσεις τών προσφιλών οικείων του και τών θεραπόντων της ιατρικής επιστήμης, παρέδωσε το πνεύμα εις τον ‘Ύψιστόν την 17ην Νοεμβρίου 1948, εις ήλικίαν 70 ετών, φέρων την στρατιωτικήν στολήν και κρατών το όπλον εις το χέρι του, αφού αφιέρωσε ολόκληρον την ζωήν του εις τους αγώνας δια το μεγαλείον της Πατρίδος.
Ή κηδεία του έγένετο πάνδημος και επιβλητική μετά της στρατιωτικής μουσικής.
Παρέστησαν είς αυτήν ο κ. Δήμαρχος και το Δημοτικόν Συμβούλιον Αμυνταίου και άπασαι αί πολιτικαί και στρατιωτικάι άρχαί και ’Οργανώσεις.
Έξεφωνήθησαν λόγοι πρός εξαρσιν της πολλαπλής εθνικής δράσεώς του, κατετέθησαν πολλοί στέφανοι και έξεφράσθησσν τα συλλυπητήρια πρός την έθνικήν οικογένειαν του.
Τοιαυτή υπήρξεν η σταδιοδρομία του γενναίου ‘Οπλαρχηγού Καπετάν Σταύρου Κωτσοπούλου, δια την οποίον θα αναγραφή το ονομά του εις την Ιστορίαν του Μακεδονικού Άγώνος.
Ο Ύψιστός άς άναπαύη την ψυχήν του εις το Πάνθεον τών ενδόξων Μακεδονομάχων.