Φρικτό φονικό θαμμένο στην Άχνα
Στις φωτογραφίες, αριστερά ο 16χρονος τότε Γιάννης, δεξιά ο πατέρας του Στάθης Θεοδώρου και πάνω η Λουκία |
Στις 24 Αυγούστου 1974, μετά την κατάληψη της Καλοψίδας από τους Τούρκους εισβολείς και λίγες μέρες πριν την κατάληψη και της Άχνας, έξι παιδιά και η έγκυος μάνα τους βίωσαν με τον πιο απαίσιο τρόπο τις σκληρές συνέπειες της εισβολής.
Εκείνη τη μέρα, ο πατέρας επτά παιδιών Στάθης Θεοδώρου μαζί με τον γιο του Γιάννη, 16χρονο φοιτητή της Γεωπονικής Σχολής Μόρφου, αποφάσισαν να μεταβούν από την ελεύθερη ακόμα Άχνα, στην Καλοψίδα, με την ελπίδα να καταφέρουν να πάρουν λίγα ρούχα και πράγματα από το σπίτι τους αλλά και να δουν τα ζώα τους στη μάντρα. Η πολυμελής οικογένεια τις τελευταίες μέρες διέμενε σε φιλικό σπίτι στην Άχνα, καθώς στην Καλοψίδα είχαν μπει τα τουρκικά στρατεύματα. Ήδη οι Αχνιώτες διαισθάνονταν πως κινδύνευε και το δικό τους χωριό από κατάληψη, στο οποίο είχαν καταφύγει χιλιάδες πρόσφυγες από γειτονικά χωριά και άλλες περιοχές.
Υπό αυτά τα δεδομένα, ο Στάθης Θεοδώρου και ο γιος του Γιάννης, άφησαν πίσω στην Άχνα έξι παιδιά και την έγκυο σύζυγο Λουκία που θα γεννούσε το όγδοο παιδί της οικογένειας και με το φορτηγό μπήκαν στην Καλοψίδα… Τότε, το προτελευταίο στη σειρά παιδί της οικογένειας, ο Λάμπρος, ήταν τεσσάρων χρονών. Μας αφηγήθηκε από αυτά που άκουγε από την αποθανούσα μητέρα του και τα μεγαλύτερα σε ηλικία αδέλφια, τα γεγονότα που ακολούθησαν.
Το φορτηγό που οδηγούσε ο 36χρονος πατέρας με συνεπιβάτη τον 16χρονο γιο του, έφτασε στην Καλοψίδα και ακολουθώντας το δρόμο του δημοτικού σχολείου, κατευθύνθηκε για το σπίτι της οικογένειας. Είχαν μείνει μόλις 200 μέτρα, για να φτάσουν στον προορισμό τους. Αλλά, δυστυχώς, αυτό δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί. Όπως έμαθε η οικογένεια τα τελευταία χρόνια, στην Καλοψίδα παραμόνευε ο περιβόητος στην ελεύθερη Αμμόχωστο, Τ/κ κρυφός αξιωματικός του τουρκικού στρατού και «μισταρκός» του Νικολού από την Άχνα, Αλκάν από τα Κούκλια. Μαζί του φέρονταν να ήταν και κάποιοι άλλοι Τ/κ από τ/κ χωριά της περιοχής και μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες πάντα της οικογένειας, κάποιοι ήταν γνωστοί του Στάθη Θεοδώρου, καθώς εκτός από γεωργός και βοσκός, ο Θεοδώρου είχε και λεωφορείο που εκτελούσε τη γραμμή Αμμοχώστου- Καλοψίδας.
Ο Αλκάν, ο «παραγιός» του Νικολού από την Άχνα, λίγες βδομάδες μετά τις 24 Αυγούστου 1974, διέπραξε στην Άχνα άλλο ένα ειδεχθές έγκλημα, εκτελώντας εν ψυχρώ τον μέχρι τότε μάστρο του και τη συμβία του. Εκείνη τη μέρα, όμως, ο φανερωθείς κατά την εισβολή ως λοχαγός του τουρκικού στρατού και συμμορίτης της ΤΜΤ Αλκάν, έβαψε τα χέρια του με το αίμα ενός 36χρονου πατέρα επτά ανήλικων παιδιών και του 16χρονου γιου του, αφήνοντας τη σύζυγό του Λουκία, χήρα στα 34 της χρόνια με έξι παιδιά και ένα έβδομο που γεννήθηκε ένα ακριβώς μήνα μετά το στυγερό έγκλημα στην προσφυγιά.
Με κάποιες πληροφορίες από τα Ηνωμένα Έθνη τότε, αλλά και κάποιες μαρτυρίες που έφτασαν με το σταγονόμετρο στην οικογένεια, εκείνο το πρωινό του πιο μαύρου Σαββάτου στη ζωή της οικογένειας, ο Αλκάν και η ένοπλη συμμορία του, ανέκοψαν το φορτηγό και αποβίβασαν οδηγό και συνεπιβάτη. Ο 16χρονος φοιτητής της Γεωπονικής Σχολής Μόρφου Ιωάννης Στάθη Θεοδώρου, δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τους ένοπλους του Αλκάν και μάλλον δεν πρόλαβε και δεν μπόρεσε να προβάλει καμιά αντίσταση. Αντίθετα, οι από διάφορες κατευθύνσεις πυροβολισμοί που δέχθηκε ο πατέρας και οι μαχαιριές, κάποιες πισώπλατα, παραπέμπουν σε κάποιας μορφής αντίσταση που προσπάθησε να προτάξει ο 36χρονος οικογενειάρχης.
Η Λουκία Στάθη Θεοδώρου και τα μεγαλύτερα τότε παιδιά της δεν πρόλαβαν ούτε και να κλάψουν θα μπορούσε να πει κάποιος στο μνήμα του πατέρα και συζύγου, αλλά και του γιου και αδελφού.
Τρεις- τέσσερις μέρες μετά την κηδεία, οι Τούρκοι κατέλαβαν την Άχνα και οι κάτοικοι καθώς και όλοι οι πρόσφυγες που κατέφυγαν στο χωριό, βρήκαν νέο καταφύγιο στο σημερινό Δασάκι της Άχνας.
Για 30 χρόνια τουλάχιστον μετά τη δολοφονία του συζύγου και του γιου της, βεβαιώνουν τα παιδιά της και οι Αχνιώτες, το πρόσωπό της ήταν αγέλαστο και τα μάτια της πάντα ολοκόκκινα, αφού κάθε βράδυ έκλαιγε ώρες πολλές. «Μια ηρωίδα ήταν»… επέμεναν να γράψουμε οι θαμώνες στο καφενείο του Δάσους Άχνας. «Γιατί δούλεψε σκληρά, μέρα και νύχτα, στο μεροκάματο και το σπίτι της για να μεγαλώσει επτά ορφανά, με σωστή ανατροφή και αξιοπρέπεια». Ήταν μια γυναίκα, η Λουκία Στάθη Θεοδώρου, που ούτε στα παιδιά της δεν μιλούσε για τις 24 Αυγούστου 1974. Φύλαξε όλο τον πόνο και το δάκρυ για τον δικό της εαυτό και δούλεψε για 30 σχεδόν χρόνια μεροκάματα και μεροκάματα όπου της έδιναν δουλειά για να σταθεί στα παιδιά της. Τα επτά ορφανά που έχασαν κύρη και αδελφό την ίδια μέρα…
Το κατεχόμενο κοιμητήριο Άχνας, στο οποίο είναι θαμμένοι πατέρας και γιος. |
Με τονΛάμπρο η προσφυγιά μάς έριξε στον ίδιο συνοικισμό και μας έκανε φίλους από τα τέσσερα χρόνια. Μικρός ρωτούσα τον κύρη μου «γιατί ο Λαμπρής δεν είχε παπά» και μου έλεγε, «τον σκότωσαν οι Τούρκοι». Γι’ αυτό ο Λάμπρος δούλευε από μωρό στομεροκάματογια να βοηθά τη μάνα του και δεν είχε χρόνο για ππιριλλιά και τα άλλα που κάναμε οι υπόλοιποι της ηλικίας του, που είχαμε πατέρα. Μιλήσαμε για την ιστορία που σημάδεψετη ζωή του από την κούνια, με την ελπίδα να φτάσει ένα μήνυμα προς πονόψυχους ανθρώπους. Τα παιδιά του Στάθη Θεοδώρου από την Καλοψίδα παρακαλούν τους αρμόδιους να βοηθήσουν ώστε να πραγματοποιηθεί εκταφή των λειψάνων του πατέρα και του αδελφού τους από το κοιμητήριο της Άχνας ώστε να ταφούν μαζί με τα λείψανα της μητέρας τους στο Δασάκι της Άχνας. Εις μνήμηντης άγνωστης ηρωίδας μητέρας τους, Λουκίας…