Weather Icon
Γενικά θέματα 12 Ιουλίου 2009

Το γκρέμισμα της κληρονομιάς του Βενιζέλου


-Ενας από τους ενδιαφέροντες «διαλόγους» στη νεότερη ελληνική ιστορία αφορά τη διαφωνία του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιωάννη Μεταξά το 1915 (για την επιχείρηση των Δαρδανελίων και την έξοδο της Ελλάδας στον Μεγάλο Πόλεμο), στην οποία ενεπλάκη και το ζήτημα της Μικράς Ασίας.
-Το ανάστημα των μεγάλων μετριέται στη σκιά τους, όπου ποικιλόμορφοι αρνητές της δόξας τους βυσσοδομούν και προσπαθούν να αναδειχθούν ικανοποιώντας το ηροστράτειο σύμπλεγμά τους. Ενα τέτοιο μέτρημα αναδεικνύει τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο μέγεθος που πραγματικά του ανήκει: στον μεγαλύτερο έλληνα πολιτικό της νεότερης Ελλάδας, μια θέση που καμία στημένη εκλογή δεν μπορεί να του στερήσει.
– Τι άφηνε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στους διαδόχους του όταν, μετά την εκλογική ήττα, τον Νοέμβριο του 1920, έφευγε από την Ελλάδα; Πρώτα απ΄ όλα ισχυρούς συμμαχικούς δεσμούς με απόρροια τη Συνθήκη των Σεβρών, που είχε υπογραφεί απ΄ όλους τους συμμάχους και, εκτός από τα κέρδη που εξασφάλιζε στην Ελλάδα, εξισορροπούσε τις διεθνείς αντιθέσεις στην εγγύς Ανατολή.

Οι διαφωνίες Βενιζέλου – Μεταξά
Ενας από τους ενδιαφέροντες «διαλόγους» στη νεότερη ελληνική ιστορία αφορά τη διαφωνία του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιωάννη Μεταξά το 1915 (για την επιχείρηση των Δαρδανελίων και την έξοδο της Ελλάδας στον Μεγάλο Πόλεμο), στην οποία ενεπλάκη και το ζήτημα της Μικράς Ασίας. Οι θέσεις του Βενιζέλου ενσωματώθηκαν στα τρία υπομνήματά του προς τον βασιλιά· του Μεταξά, στα δύο υπομνήματά του τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1915. Τα έγγραφα αυτά αναδεικνύουν την υψηλής ποιότητας ανάλυση και των δύο ανδρών, στις θέσεις των οποίων όμως ενσωματώνονταν διαφορετικές οπτικές. Ο Μεταξάς προέβαλε ένα επιχείρημα το οποίο, έστω και συνδεδεμένο με την πολιτική της ουδετερότητας, θα μπορούσε να αποκληθεί «αμιγώς στρατιωτικό»: υπολόγισε το χειρότερο δυνατό σενάριο (δηλαδή της εισόδου της Βουλγαρίας στον πόλεμο) και βάσει αυτού μέτρησε τις διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις και αποτίμησε την αναλογία τους προς τους επιδιωκόμενους στόχους· θεωρούσε ότι η συμμετοχή στην εκστρατεία των Δαρδανελίων θα άφηνε την Ελλάδα με ανεπαρκείς δυνάμεις εναντίον βουλγαρικής εισβολής, ενώ στη Μικρά Ασία δεν υπήρχε σύνορο το οποίο να μπορεί να κρατηθεί στρατιωτικά. Ο Βενιζέλος, αντίθετα, έθεσε το ευρύτερο ζήτημα των επιλογών που διέθετε η χώρα, με βάση τη διεθνή πολιτική κατάσταση και τους κινδύνους που ανέκυπταν από αυτήν. Στο μυαλό του Βενιζέλου το μείζον ερώτημα αφορούσε την επιλογή της σωστής εμπόλεμης πλευράς· επιλογή που μόνη αυτή θα μπορούσε να διασφαλίσει τα συμφέροντα του Ελληνισμού, συμπεριλαμβανομένου του μικρασιατικού.

Η οπτική του Βενιζέλου ήταν περισσότερο πλήρης από τη σκοπιά της στρατηγικής ενός σύγχρονου κράτους. Οι στρατιωτικές πραγματικότητες εντάσσονται μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που σε μεγάλο βαθμό τις καθορίζει. Ετσι, τον Μάρτιο του 1921, στις συσκέψεις του Μεταξά με τους ηγέτες του Λαϊκού Κόμματος, αναδείχθηκε όχι μόνον η ανεπάρκεια των ελληνικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία, αλλά (κυρίως) η στρατιωτική αδυναμία που προέκυψε λόγω της αποτυχίας να διατηρηθεί η αρχική διεθνής συμμαχία. Ωστόσο και στο στρατιωτικό πεδίο ο ίδιος ο Μεταξάς, αρνούμενος την αρχιστρατηγία, σημείωσε: «Το πράγμα θα ήτο διάφορον- προσέθεσα – εάν είχον εις την διάθεσίν μου τον από Νοεμβρίου και πέραν διαρρεύσαντα χρόνον». Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, αν κανείς αποδεχθεί το αμιγώς στρατιωτικό επιχείρημα, θα πρέπει παράλληλα να δεχθεί ότι το 1912 είχε δίκαιο ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος άφηνε τη Θεσσαλονίκη εκτεθειμένη σε βουλγαρική προέλαση και επιζήτησε την κίνηση προς το Μοναστήρι (που θα προσέφερε στην Ελλάδα ηπειρωτική ενδοχώρα)· και ότι είχε άδικο ο Βενιζέλος, ο οποίος επέβαλε τη στροφή προς τη Θεσσαλονίκη και τον Στρυμόνα, που άφησε τα βόρεια ελληνικά σύνορα χωρίς στρατηγικό βάθος. Εξάλλου, από την αμιγώς στρατιωτική άποψη, κατά τον 20ό αιώνα η Ελλάδα δεν θα «έπρεπε» να έχει καταφέρει να διατηρήσει τα βορειοανατολικά εδάφη της (στενή λωρίδα γης) ή τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου· και όμως τα διατήρησε, χάρη σε έναν συνδυασμό πειστικής στρατιωτικής αποτροπής, σύμπηξης συμμαχιών και συμμετοχής στις διεργασίες της διεθνούς ζωής. Με άλλα λόγια, η εμπειρία δικαίωσε την άποψη του Βενιζέλου ότι η επιτυχία στις διεθνείς υποθέσεις εξαρτάται από έναν δυναμικό συνδυασμό πολλαπλών παραγόντων.

Τ ο συμπέρασμα είναι περίπλοκο: σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ο υπεύθυνος πολιτικός ηγέτης να αγνοήσει τις συμβουλές των στρατιωτικών συμβούλων του. Αλλά τις αποφάσεις θα τις λάβει αυτός (σταθμίζοντας αυτό το δυσπερίγραπτο μέγεθος, το εθνικό συμφέρον), σε μια διαδικασία στην οποία το στρατιωτικό κριτήριο θα παίξει σημαντικό αλλά όχι αποκλειστικό ρόλο. Και ο ίδιος ο Μεταξάς αυτό έκανε το 1940: δεν καθόρισε τη στάση του βάσει υπολογισμών σχετικά με τον «αριθμό» των στρατιωτικών δυνάμεων που θα παρέτασσαν στο πεδίο της μάχης οι εμπόλεμοι· επειδή για τούτο δεν υπήρχε οποιαδήποτε αμφιβολία. Καθόρισε τη στάση του βάσει ευρύτερων πολιτικών υπολογισμών, που έφεραν την Ελλάδα και πάλι (και παρά το δικό του καθεστώς) στο πλευρό των δημοκρατικών κρατών.

Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο Βενιζέλος και οι νάνοι ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΨΗ
Το ανάστημα των μεγάλων μετριέται στη σκιά τους, όπου ποικιλόμορφοι αρνητές της δόξας τους βυσσοδομούν και προσπαθούν να αναδειχθούν ικανοποιώντας το ηροστράτειο σύμπλεγμά τους. Ενα τέτοιο μέτρημα αναδεικνύει τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο μέγεθος που πραγματικά του ανήκει: στον μεγαλύτερο έλληνα πολιτικό της νεότερης Ελλάδας, μια θέση που καμία στημένη εκλογή δεν μπορεί να του στερήσει.

Το δηλητήριο των αρνητών δεν ήταν δυνατόν παρά να στραφεί εναντίον του μεγαλύτερου έργου του, της δημιουργίας της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Εχουν γραφεί τόσο πολλά από τους ιδεολογικούς απογόνους των υπευθύνων της συμφοράς που μοιραίο ήταν να δημιουργήσουν αμφιβολίες και σύγχυση. Κι όμως η απάντηση σε μερικά ερωτήματα μπορεί ν΄ αποκαλύψει την αλήθεια.

1. Επρεπε να πάμε στη Μικρά Ασία;

Υπάρχουν ερωτήματα στα οποία η απάντηση είναι νομοτελειακή, δεν επιδέχονται «έπρεπε» ή «δεν έπρεπε». Επρεπε ν΄ αποκτήσει την ανεξαρτησία της η Κύπρος; η Νότιος Αφρική; οι παλιές αφρικανικές αποικίες; Στην περίπτωση της Μικράς Ασίας, εν τούτοις, υπάρχουν πολλές απαντήσεις και είναι όλες αποστομωτικές. Α) Την περίοδο 1914-15, όταν ο Κωνσταντίνος και ο σπιθαμιαίος σύμβουλός του και μετέπειτα δικτάτωρ υπάκουαν στα κελεύσματα του Κάιζερ να παραμείνουν ουδέτεροι, ο γερμανός αρχιστράτηγος Ανατολής Λίμαν Φον Σάνδερς Πασά και η τριανδρία των Νεότουρκων εξαπέλυαν ένα τρομακτικό διωγμό κατά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Μόνο στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου κατέφυγαν 400.000 Μικρασιάτες. Πολύ περισσότεροι οδηγήθηκαν στα φοβερά Αμελέ Ταμπουρού, τα τάγματα εργασίας, και άφησαν τα κόκαλά τους στα βουνά της Ανατολίας.

Χειρότερη η μοίρα των γυναικών που άφησαν πίσω τους. Κοπαδιαστά, παντρεμένες γυναίκες, νεαρά κορίτσια, ακόμη και μικρά αγοράκια οδηγήθηκαν στα χαμαιτυπεία του Μπαλούκεσερ και του Εσκί Σεχίρ όπου μαστουρωμένοι Τσέτες κατέφευγαν για να ικανοποιήσουν τις διαστροφές τους. Ηταν μάλιστα τόσο μαζικός ο διωγμός ώστε παραλίγο να οδηγήσει σε ένα ιδιότυπο παιδομάζωμα. Στους δρόμους της Σμύρνης κυκλοφορούσαν χιλιάδες απορφανισμένα παιδιά, οι γονείς των οποίων είχαν συλληφθεί. Ο βαλής της Σμύρνης, ο δόλιος Ραχμή, τα συγκέντρωσε στους στρατώνες της Σμύρνης και με ανακοίνωσή του στις εφημερίδες αλλά και με επίσημες προσκλήσεις στις ξένες πρεσβείες προσκαλούσε τον κόσμο να παρακολουθήσει ένα ομαδικό σουνέτι- τον εξισλαμισμό τους. Τα άμοιρα ορφανά σώθηκαν την τελευταία στιγμή χάρη στις αγωνιώδεις προσπάθειες του Δεσπότη.

Αυτόν τον Ελληνισμό των περίπου 4-5 εκατομμυρίων έπρεπε να διασώσει ο Βενιζέλος.

Β) Ο Κάιζερ στην επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο με την οποία τού ζητούσε να παραμείνουμε ουδέτεροι προσέθετε με κυνικότητα: «Βεβαίως μετά τον πόλεμο ορισμένα νησιά του Αιγαίου θα περιέλθουν στην Τουρκία.Αλλά η Ελλάδα θα έχει την αιωνία ευγνωμοσύνη μου».

Για την ευγνωμοσύνη του Κάιζερ ο Κωνσταντίνος και ο Μεταξάς αγωνίστηκαν να κρατήσουν ουδέτερη την Ελλάδα. Ο Βενιζέλος προτίμησε να διασώσει, μαζί με τους Μικρασιάτες, και τα νησιά του Αιγαίου.

2. Πώς πήγαμε στη Σμύρνη Στο πολύπλοκο διπλωματικό παιχνίδι της Διασκέψεως Ειρήνης, όταν οι νικήτριες Δυνάμεις προσπαθούσαν να διανείμουν τα εδάφη των ηττημένων σε ζώνες κηδεμονίας υπό την αιγίδα της ΚτΕ, ο Βενιζέλος είχε ζητήσει να δοθεί στην Ελλάδα η κηδεμονία του σαντζακίου της Σμύρνης. Αλλά ο πρόεδρος Γουίλσον, του οποίου η διακήρυξη περί αυτοδιαθέσεως των λαών δέσποζε των διαπραγματεύσεων, ήταν εκείνος που κάλεσε τον Βενιζέλο και τον ρώτησε: «Μπορείτε εντός 48 ωρών να στείλετε στρατό στη Σμύρνη;». Και φυσικά ο Βενιζέλος άδραξε την ευκαιρία. Ο πρόεδρος Γουίλσον είναι ο ηθικός συναυτουργός της απόβασης των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, όπως, αντίστροφα, οι διάδοχοί του, που ανέτρεψαν το δόγμα του για να διατηρήσουν την pax americana στη Λατινική Αμερική και έδωσαν το «πράσινο φως» στον Κεμάλ ν΄ απαλλαγεί των μειονοτήτων, είναι οι ηθικοί συναυτουργοί της σφαγής των Αρμενίων και των Ελλήνων της Τουρκίας. Και ο πρόεδρος Μπαράκ Χουσεΐν Ομπάμα, με τη γνωστή πρόσφατη δήλωσή του, έγινε συμμέτοχος της ευθύνης των προκατόχων του.

3. Μπορούσαμε να μείνουμε στη Μικρά Ασία;

Είναι αλήθεια ότι η ελληνική διοίκηση αντιμετώπιζε μεγάλη αντίδραση από τους Λεβαντίνους, που εκμεταλλεύονταν τους Τούρκους αλλά εγνώριζαν ότι δεν θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν και τους Ελληνες, και ακόμη μεγαλύτερη αντίδραση από την Καθολική Εκκλησία, το μίσος της οποίας κατά των ορθοδόξων παρέμενε αμείωτο όπως την εποχή του Σχίσματος. Αλλά παρ΄ όλα αυτά η απάντηση είναι καταφατική και τη δίνει ο ίδιος ο Κεμάλ. Την παραμονή των εκλογών του Νοεμβρίου ο Κεμάλ διεμήνυσε με προσωπικό απεσταλμένο του ότι εδέχετο να κρατήσουμε τη διοίκηση του σαντζακίου Σμύρνης και μόνο για λόγους γοήτρου να υπάρχει η τουρκική σημαία στο Κονάκι. 4. Διαπράξαμε και εμείς σφάλματα;

Απειρα, τραγικά, κολοσσιαία, τόσο που κάθε σκέψη ν΄ αποκατασταθούν ορισμένοι εκ των καταδικασθέντων υπευθύνων ν΄ αποτελεί εφιαλτική φάρσα. Η προσπάθεια των βασιλικών ήταν να εξασφαλίσουν τη βοήθεια των νικητών και να πάρουν συγχωροχάρτι για τον Κωνσταντίνο. Η εγκληματική εκστρατεία του Σαγγαρίου ήταν μια τέτοια προσπάθεια. Οταν απέτυχαν, η επιθυμία τους ήταν να φύγουν από τη Μικρά Ασία χωρίς να κατηγορηθούν για την εγκατάλειψή της. Και άρχισαν να διαλύουν την άλλοτε φοβερή Στρατιά της Ανατολής ελπίζοντας να τους διώξει ο Κεμάλ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού είχε διαταχθεί πολλούς μήνες πριν από την επίθεση του Ομάλι να επισημάνει λιμένες για την αποχώρηση του στρατού, «διότι η απόφαση για την εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας είναι αμετάκλητος».

Γράφει χαρακτηριστικά ο Τζορτζ Χόρτον, ο αμερικανός γενικός πρόξενος, στην επίσημη έκθεσή του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ: «Πιστεύω ακράδαντα ότι η πανωλεθρία ήταν αποτέλεσμα μιας αλληλουχίας ποταπών κινήσεων… Οι βασιλικοί προκάλεσαν εσκεμμένα τη σαρωτική πλημμύρα».

Και καταλήγοντας τονίζει: «Αν η Τουρκία καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, η Βαλκανική δεν θα γνωρίσει ποτέ την ειρήνη».

Το γκρέμισμα της κληρονομιάς του Βενιζέλου ΤΟΥ Ν. ΕΜΜ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Τι άφηνε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στους διαδόχους του όταν, μετά την εκλογική ήττα, τον Νοέμβριο του 1920, έφευγε από την Ελλάδα; Πρώτα απ΄ όλα ισχυρούς συμμαχικούς δεσμούς με απόρροια τη Συνθήκη των Σεβρών, που είχε υπογραφεί απ΄ όλους τους συμμάχους και, εκτός από τα κέρδη που εξασφάλιζε στην Ελλάδα, εξισορροπούσε τις διεθνείς αντιθέσεις στην εγγύς Ανατολή. Η Μεγάλη Βρετανία αποκόμιζε μεγάλα κέρδη, αλλά και η Γαλλία επετύγχανε το μέγιστο των επιδιώξεών της στην τέως Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο γαλλοβρετανικός ανταγωνισμός στην περιοχή είχε κατασιγάσει, γεγονός ευεργετικό για τα ελληνικά συμφέροντα. Την 1η Νοεμβρίου του 1920 καμία συμμαχική χώρα- μηδέ της Ιταλίας εξαιρουμένης, με την οποία άλλωστε η Ελλάδα είχε ρυθμίσει τις διαφορές της- δεν έθετε θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης των Σεβρών ή αποχώρησης της Ελλάδος από τη Μικρά Ασία.

Κεντρικός πυλώνας της εξωτερικής πολιτικής του Βενιζέλου ήταν οι ελεγχόμενοι συμμαχικοί δεσμοί, που είχαν, σε μεγάλο βαθμό, αποτυπωθεί και στη Συνθήκη των Σεβρών. Για οποιαδήποτε υπαναχώρηση, π.χ. της Γαλλίας από τις συμμαχικές της υποχρεώσεις, ο Βενιζέλος διέθετε το στρατηγικό αντίβαρο της Μεγάλης Βρετανίας, όπου, παρά τις επιφυλάξεις μερίδας της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, η πολιτική του Λόιντ Τζορτζ είχε επιβληθεί. Η πολιτική αυτή ήταν πλήρως συνυφασμένη με τις ελληνικές επιδιώξεις στη Μικρά Ασία και ο βρετανός πρωθυπουργός δεν ήταν διατεθειμένος να αυτοκτονήσει πολιτικά αφήνοντας τον Βενιζέλο αβοήθητο.

Εξίσου ισχυρή όμως ήταν η θέση της χώρας και στο πολεμικό πεδίο. Οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού, που είχαν διεξαχθεί στη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη, είχαν συνταράξει συθέμελα το ανεγειρόμενο κεμαλικό οικοδόμημα. Επακόλουθο ήταν μεγάλες λιποταξίες τούρκων στρατιωτών, καθώς και ομαδικές μετακινήσεις χιλιάδων κατοίκων, που ζητούσαν καταφύγιο στις κατεχόμενες από τους Ελληνες γραμμές. «Νικηθήκαμε στο μέτωπο για μία ακόμη φορά και απ΄ όλες τις πλευρές» παραδέχθηκε αργότερα για τις επιχειρήσεις εκείνες ο ίδιος ο Κεμάλ.

Για το διάστημα από τον Ιούνιο ως τον Οκτώβριο του 1920 ο βιογράφος του τούρκου ηγέτη, Αρμστρονγκ, γράφει: «Οι δυνάμεις (σ.σ. του Κεμάλ) δεν μπορούσαν να προβάλουν αντίσταση στους Ελληνες, που βρίσκονταν σε καλή κατάσταση. […] Νικημένοι και απωθημένοι κατά τέτοιον επονείδιστο τρόπο, οι Τούρκοι είχαν αποθαρρυνθεί πλήρως. Οι άνδρες άρχισαν να λιποτακτούν από τα τακτικά στρατεύματα. Στα χωριά υψωνόταν η γνωστή παλιά και κουρασμένη κραυγή για ειρήνη».

Η αποκαρδίωση και η ηττοπάθεια του λαού είχαν μεταδοθεί και στην ηγεσία. Ο ίδιος ο Κεμάλ, λίγο πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου, ζήτησε από τον Πρόδρομο Μποδοσάκη να μεσολαβήσει στον Βενιζέλο. Ο τούρκος ηγέτης προσέφερε ολόκληρη τη Θράκη και δεχόταν την αυτονόμηση της Σμύρνης υπό τουρκική επικυριαρχία ή την ανταλλαγή της με την Κωνσταντινούπολη. Μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου ο Κεμάλ απέσυρε τις προτάσεις του.

Αναφερόμενος στην ίδια περίοδο ο Ισμέτ Ινονού είχε πει το 1972 στον Σπύρο Μαρκεζίνη: «Οι Τούρκοι εξηκολούθουν να πολεμούν ευθέως κατά των Γάλλων εις την Κιλικίαν, εμμέσως δε κατά των Αγγλων, τους οποίους διησθάνοντο πάντα όπισθεν των Ελλήνων […] ούτε με τους Μπολσεβίκους είχε τότε πραγματοποιηθεί οριστική συμφωνία. Εσωτερικώς το κύρος του Κεμάλ ήτο ασθενές και η ηγεσία του ζωηρώς ημφεσβητείτο».

Η πτώση του Βενιζέλου άλλαξε δραματικά τη διεθνή θέση της Ελλάδος. Οι αντίπαλοί του, αδιαφορώντας για τα τελεσίγραφα των συμμάχων, επανέφεραν τον Κωνσταντίνο, «τον πράκτορα της Γερμανίας στον θρόνο των Αθηνών» , όπως τον χαρακτήρισαν οι «Τimes» του Λονδίνου. Την επομένη ενός πολέμου με εκατομμύρια θύματα η επάνοδος του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα ισοδυναμούσε, για τις συμμαχικές κυβερνήσεις και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, με επιστροφή στην εξουσία των συμμάχων της ηττημένης Γερμανίας.

Μέσα σε λίγες ημέρες οι διάδοχοι του Βενιζέλου είχαν καταστρέψει, στην πιο ευαίσθητη περιοχή του πλανήτη, τη γέφυρα εμπιστοσύνης που επί χρόνια και με πολλή μαεστρία είχε οικοδομήσει ο Βενιζέλος με τους συμμάχους. Ο πόλεμος στη Μικρά Ασία από συμμαχοτουρκικός γινόταν πλέον ελληνοτουρκικός, τον οποίο η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να διεξαγάγει μόνη της, χωρίς καμία στρατιωτική και οικονομική βοήθεια από τους συμμάχους. Σύμφωνα με τον Τσόρτσιλ: «Ενας μόνο δρόμος ήταν ανοιχτός για τον Κωνσταντίνο και τους υπουργούς του:Να επιτύχει ειρήνη με την Τουρκία με τους καλύτερους δυνατούς όρους».Οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις όμως προτίμησαν να συνεχίσουν έναν πόλεμο στον οποίο, όπως γράφει ο Μαρκεζίνης, δεν πίστευαν και τον υποτιμούσαν. Αποσυνάγωγοι της διεθνούς σκηνής, έπρεπε να απολογούνται διαρκώς για το φιλογερμανικό τους παρελθόν και να διεξάγουν απελπισμένο αγώνα για να αναγνωρισθούν από τις συμμαχικές κυβερνήσεις, την ώρα που ο Κεμάλ κέρδιζε διεθνή αναγνώριση.

Χωρίς κανένα διεθνές έρεισμα, δεν επεχείρησαν τουλάχιστον να ισχυροποιηθούν στο εσωτερικό μέτωπο. Αντίθετα, διεύρυναν το χάσμα που χώριζε τους Ελληνες και πυροδότησαν νέα πάθη. Με εκκαθαρίσεις κατέστρεψαν τη συνοχή του στρατού και, αντί συμφιλιώσεως, μετέδωσαν στο μέτωπο πνεύμα διαιρέσεως και κομματικών αντεκδικήσεων. Αρνήθηκαν τις υπηρεσίες του Βενιζέλου στις συμμαχικές πρωτεύουσες και απέρριψαν συμμαχικές πρωτοβουλίες, που πιθανότατα θα εξασφάλιζαν την Ανατολική Θράκη. Δεν υιοθέτησαν έστω τις προτάσεις Βενιζέλου και Μεταξά για αμυντική θωράκιση της εδαφικής ζώνης της Συνθήκης των Σεβρών.

Ο Τσόρτσιλ σχολίασε την ουτοπική επιλογή της συνέχισης της εκστρατείας: «Οι στρατιωτικοί και πολιτικοί κύκλοι του παλατιού ήθελαν να δείξουν πόσο λίγο είχε να κάνει ο Βενιζέλος με τις επιτυχίες. […] Η ιδέα ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν ό,τι είχε κερδηθεί ήταν ανυπόφορη για την υπερηφάνειά τους και βλαπτική για τη δημοτικότητά τους».

Συμπέρασμα: Από το 1912 ως το 1920 ο Βενιζέλος έναν μόνο πόλεμο είχε σχεδιάσει: τον συμμαχικό. Οι διάδοχοί του, αφού απομόνωσαν την Ελλάδα από τις συμμαχικές δυνάμεις, εξαπέλυσαν έναν αδιέξοδο πόλεμο στα βάθη της Μικράς Ασίας. Αγνόησαν την υποθήκη του Μπίσμαρκ: σε έναν συνδυασμό πέντε παικτών, φρόνιμο είναι να είσαι πάντοτε με το μέρος των τριών. Ατυχώς για την Ελλάδα, στον πόλεμο αυτόν δεν είχαν ούτε έναν συμπαίκτη. Η καταστροφή ήταν αναπόφευκτη.

Ο κ. Νικόλας Εμμ. Παπαδάκης είναι γενικός διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά.

ΒΗΜΑ

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube