Weather Icon
Γενικά θέματα 1 Ιουλίου 2009

Επιστολή Μακαρίου προς Γ. Παπανδρέου – 21η Φεβρουαρίου 1965

Επιστολή Μακαρίου προς Γ. Παπανδρέου – 21η Φεβρουαρίου 1965

Αλλά, εφ’όσον η Ελλάς θα πολεμήση μετά της Κύπρου εις περίπτωσιν απροκλήτου Τουρκικής επιθέσεως, τίθεται, ως αναφέρετε εις την επιστολήν σας, το κρίσιμον και μέγα θέμα, ποίος θα εκτιμήση την συγκεκριμένην ενέργειαν, εάν αποτελή επίθεσιν, πρόκλησιν ή άμυναν. Απλή και σαφής είναι η εκ μέρους μου απάντησις: Αι Αθήναι έχουν την ευθύνην και το δικαίωμα δια την τοιαύτην εκτίμησιν. Ουδέποτε επεζήτησα να ρυμουλκήσω την Ελλάδα εις πολεμικήν περιπέτειαν. Καθ’όλους τους υπέρ της Κύπρου αγώνας μου, σκέπτομαι και ενεργώ έχων πάντοτε υπ’όψιν και τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους.
Εν Λευκωσία, τη 21η Φεβρουαρίου 1965

Αγαπητέ κ. Πρόεδρε,

Αναφέρομαι εις την από 29ης παρελθόντος Αυγούστου επιστολήν, την οποίαν η Υμετέρα Εξοχότης μοί απηύθυνεν, ανακεφαλαιούσα και διευκρινίζουσα τας από κοινού ληφθείσας αποφάσεις ως προς τον χειρισμόν του Εθνικού Κυπριακού ζητήματος.

1. Δεν απήντησα γραπτώς εις την επιστολήν εκείνην, διότι, επισκεφθείς μετ’λίγας ημέρας τας Αθήνας, είχον την ευκαιρίαν να συζητήσω προσωπικώς μεθ’ υμών το περιεχόμενον αυτής. Αντιλαμβάνομαι, όμως, ότι η παράλειψις γραπτής απαντήσεως εδημιούργησε παρεξηγήσεις, πιθανώς δε και την εντύπωσιν, ότι δεν θα επεθύμουν να καθορίσω σαφώς και εγγράφως την θέσιν μου έναντι ωρισμένων εν τη επιστολή ερωτημάτων και απόψεών σας. Επί πλέον, Αθηναϊκή εφημερίς, λαβούσα σχετικάς προς την εν λόγω επιστολήν πληροφορίας, εσφαλμένας ή εσκεμμένως διαστρεβλωθείσας υπ’αυτής, προέβη εις άδικον και ανοίκειον κατ’εμού αρθρογραφίαν.

2. Η επιστολή σας ανεφέρετο εις τον χειρισμόν του Κυπριακού μέχρι της υπό της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών συζητήσεως του ζητήματος, ήτις ανεβλήθη τώρα δια πολλούς μήνας. Επιθυμώ, εν τούτοις, να αναφερθώ εις ωρισμένας εν τη επιστολή απόψεις σας, αι οποίαι, ως αντιλαμβάνομαι, εξακολουθούν ισχύουσαι και μετά την, λόγω αναστολής των εργασιών της Γενικής Συνελεύσεως, αναβολήν της συζητήσεως του Κυπριακού.

3. Η προσπάθεια προστασίας της ειρήνης εν τη νήσω θα συνεχισθή. Παρά το γεγονός, ότι οι Τουρκοκύπριοι κατέστησαν προσφάτως λίαν προκλητικοί, θα εξακολουθήσωμεν επιδεικνύοντες αρκετήν αυτοσυγκράτησιν.

4. Συμφωνώ απολύτως, ότι εις περίπτωσιν απροκλήτου Τουρκικής επιθέσεως κατά της Κύπρου, ότε η Ελλάς, ως επανειλημμένως εδηλώσατε, θα συμπαρασταθή με όλας της τας δυνάμεις εις την Κύπρον, ο αγών θα διεξαχθή εν ονόματι της Ενώσεως, την οποίαν αμέσως θα ανακηρύξουν αι δύο Βουλαί, η Ελληνική και η Κυπριακή. Διότι, ως αναφέρετε εις την επιστολήν σας, ο Ελληνικός Στρατός δεν δύναται να μάχεται με λάβαρον την “αδέσμευτον ανεξαρτησίαν”, η οποία πρέπει να είναι το αίτημα ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών, αλλ’είναι απολύτως ακατάλληλος ως σημαία του Έθνους εν πολέμω. Θα επεθύμουν, εν προκειμένω, να προσθέσω, ότι, και εάν ακόμη ο Κυπριακός Ελληνισμός αντεμετώπιζε την απίθανον περίπτωσιν να αγωνισθή άνευτης συμπαραστάσεως της Ελλάδος, σκοπός του αγώνος του θα ήτο η Ένωσις και ουχί η αδέσμευτος ανεξαρτησία. Την Ένωσιν είχομεν ως μοναδικόν σύνθημα εις όλους τους αγώνας μας. Την Ένωσιν είχομεν ως σκοπόν μας, ότε, υπό την πίεσιν των πραγματων και δια να μή περιαγάγωμεν εις περιπέτειας την μητέρα Πατρίδα, ηναγκάσθημεν να δεχθώμεν, με την επίμονον συμβουλήν της Ελληνικής Κυβερνήσεως, προσωρινάς λύσεις.

5. Αλλά, εφ’όσον η Ελλάς θα πολεμήση μετά της Κύπρου εις περίπτωσιν απροκλήτου Τουρκικής επιθέσεως, τίθεται, ως αναφέρετε εις την επιστολήν σας, το κρίσιμον και μέγα θέμα, ποίος θα εκτιμήση την συγκεκριμένην ενέργειαν, εάν αποτελή επίθεσιν, πρόκλησιν ή άμυναν. Απλή και σαφής είναι η εκ μέρους μου απάντησις: Αι Αθήναι έχουν την ευθύνην και το δικαίωμα δια την τοιαύτην εκτίμησιν. Ουδέποτε επεζήτησα να ρυμουλκήσω την Ελλάδα εις πολεμικήν περιπέτειαν. Καθ’όλους τους υπέρ της Κύπρου αγώνας μου, σκέπτομαι και ενεργώ έχων πάντοτε υπ’όψιν και τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις απόδειξιν τούτου αρκούμαι να αναφερθώ εις το γεγονός, ότι κατά τον Δεκέμβριον του 1963, μετά την έναρξιν της Τουρκοκυπριακής ανταρσίας, ότε η εν Κύπρω Τουρκική στρατιωτική δύναμις (ΤΟΥΡΔΥΚ) εξήλθε του στρατοπέδου της και έλαβε θέσεις μάχης δια να βοηθήση τους στασιαστάς, παρά την δυσχερεστάτην θέσιν μας, ούτε εζήτησα ούτε συνεβούλευσα παρομοίαν ενέργειαν εκ μέρους της Ελληνικής στρατιωτικής δυνάμεως (ΕΛΔΥΚ), διότι τούτο θα εσήμαινεν, ίσως, Ελληνοτουρκικόν πόλεμον.

6. Ως ορθώς, όμως, αναφέρετε, είναι δυνατόν ωρισμέναι εκ μέρους μου πρωτοβουλίαι και αποφάσεις να προκαλέσουν ένοπλον Τουρκικήν επίθεσιν, και η Ελλάς τότε να ευρεθή ενώπιον του τραγικού διλήμματος: Ή να μή μετάσχη του πολέμου, και να κριθή η απουσία της ως εθνική προδοσία, ή να μετάσχη, και να είναι η συμμετοχή της αθλία ρυμούλκησις. Ουδέποτε θα επεθύμουν να ευρεθή η Ελλάς ενώπιον τοιούτου τραγικού διλήμματος. Δι’αυτό και συνεφώνησα, ότι ουδεμία θα λαμβάνεται εν Κύπρω απόφασις, άγουσα είτε αμέσως είτε εμμέσως εις εχθροπραξίας, άνευ προηγουμένης μεθ’υμών συνεννοήσεως και συγκαταθέσεώς σας. Αλλ’εις την επιστολήν σας (μέχρι της ημερομηνίας καθ’ήν εγράφή) αναφέρετε δύο περιστατικά, ως αποτελούντα παραβίασιν της τοιαύτης συμφωνίας. Την άρνησιν της Κυπριακής Κυβερνήσεως, μετά της απειλής ενόπλου αντιστάσεως κατά της αντικαταστάσεως τμήματος της ΤΟΥΡΔΥΚ, και την επίθεσιν της Μανσούρας, άτινα δυνατόν να ωδήγουν εις πόλεμον άνευ της εγκρίσεως υμών.

Δι’αμφότερα, κύριε Πρόεδρε, έδωκα προφορικώς εξηγήσεις, κατά την συνάντησίν μας εις Αθήνας. Ίσως, όμως, δεν θα ήτο άσκοπον να αναφερθώ και ενταύθα εις τα περιστατικά ταύτα.

Η άρνησίς μας δια την αντικατάστασιν της ΤΟΥΡΔΥΚ δεν θα έφθανε μέχρι της ενόπλου αντιστάσεως. Έπρεπεν, όμως, η απάντησίς μας εις
την ζητηθείσαν υπό της Τουρκικής Κυβερνήσεως συγκατάθεσιν να είναι αρνητική, αφ’ενός μεν δια λόγους αρχής, εφ’ όσον θεωρούμεν ως μη ισχύουσαν την Συνθήκην Συμμαχίας, αφ’ετέρου δε δια να έχωμεν τουλάχιστον μερικά ανταλλάγματα, εάν επραγματοποιείτο τελικώς η αντικατάστασις της ΤΟΥΡΔΥΚ. Ως καλώς γνωρίζετε, επετύχομεν τότε ως αντάλλαγμα την διάνοιξιν της τελούσης υπό τον έλεγχον των Τούρκων στασιαστών οδού Λευκωσίας-Κυρηνείας. Τας σκέψεις μου αυτάς διεβίβασα προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν δια του επισκεφθέντος τότε την Κύπρον Υπουργού Εθνικής Αμύνης κ. Π. Γαρουφαλιά, όστις, εις σχετικήν συνομιλίαν μας, μού εξέφρασε τας ανησυχίας της Ελληνικής Κυβερνήσεως επί του θέματος αυτού. Ας μού επιτραπή, επί του σημείου τούτου, να παρατηρήσω ότι, μόλις κατέστησα γνωστάς εις Αθήνας τας ως άνω σκέψεις μου, ανέγνωσα μετά λύπης εις τον Ελληνικόν τύπον την είδησιν, ότι το θέμα αντικαταστάσεως της ΤΟΥΡΔΥΚ διηυθετήθη, της Κυπριακής Κυβερνήσεως αποδεχθείσης να άρη τας αντιρρήσεις της. Η Κυβέρνησις της Αγκύρας, μετά την δημοσίευσιν της τοιαύτης ειδήσεως, δεν θα είχε πλέον λόγους να δεχθή όπως η αντικατάστασις της ΤΟΥΡΔΥΚ συνδυασθή καθ’οιονδήποτε τρόπον με την διάνοιξιν της οδού Λευκωσίας-Κυρηνείας. Ευτυχώς, όμως, ο Γενικός Γραμματεύς των Ηνωμένων Εθνών είχεν ήδη αποσπάσει την Τουρκικήν υπόσχεσιν, ότι η αντικατάστασις της ΤΟΥΡΔΥΚ θα συνεδυάζετο με την διάνοιξιν της οδού αυτής, και επέμεινεν εις την πραγματοποίησιν της υποσχέσεως.

Αναφέρομαι, τώρα, εις το σοβαρώτερον περιστατικόν: Την επίθεσιν της Μανσούρας, η οποία απεφασίσθη, ως αναφέρετε, εν πλήρει αγνοία της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Η μάχη της περιοχής Μανσούρας δεν απεφασίσθη εν ψυχρώ υφ’ημών, αλλά προεκλήθη υπό των Τούρκων. Ως και προσωπικώς είχον την ευκαιρίαν να εκθέσω προς υμάς, οι Τουρκοκύπριοι της περιοχής επεξετείνοντο διαρκώς, εγκαθιστώντες φυλάκια και θέτοντες υπό τον έλεγχόν των συνεχώς μεγαλυτέραν περιοχήν. Ολίγας ημέρας προ της μάχης εγκατέστησαν ένοπλον φυλάκιον επί υψηλής κορυφής εντός του δάσους (επί του υψώματος “Λωρόβουνος”), αποκόψαντες και τον τελευταίον δασικόν δρόμον, τον οποίον εχρησιμοποίουν οι κάτοικοι του Ελληνικού χωρίου Παχυάμμου, δια να εξέρχωνται του Τουρκικού κλοιού. Μεταβάς προσωπικώς εις το χωρίον δι’ελικοπτέρου και διαπιστώσας την τραγικήν θέσιν των κατοίκων, παρεκάλεσα τον εκεί υπεύθυνον της Δυνάμεως των Ηνωμένων Εθνών Σουηδόν αξιωματικόν, όπως πείση τους Τούρκους να αποσυρθούν εκ της κορυφής. Άκαρπος υπήρξεν η προσπάθεια. Ηνέχθημεν, εν τούτοις, την κατάστασιν. Δια να ανακόψωμεν, όμως, την περαιτέρω επικίνδυνον επέκτασιν των Τούρκων, έδωκα οδηγίας εις τον Διοικητήν της Εθνικής Φρουράς όπως αποστείλη εις την περιοχήν στρατιωτικήν δύναμιν, η οποία να καταλάβη ωρισμένας θέσεις προς παρεμπόδισιν της προωθήσεως των Τούρκων. Μόλις οι επί της κoρυφής του Λωροβούνου εγκατεστημένοι Τούρκοι αντελήφθησαν τας ημετέρας δυνάμεις επί γειτονικής κoρυφής, ήρχισαν να βάλλουν κατ’αυτών. Αι ημέτεραι δυνάμεις, ευρισκόμεναι εις μειονεκτικήν θέσιν έναντι των Τούρκων, οίτινες κατείχον την υψηλοτέραν κορυφήν, είχον από των πρώτων ωρών της αμύνης των δύο νεκρούς. Ευρέθημεν προ του διλήμματος, ή να υποχωρήσωμεν εγκαταλείποντες τας θέσεις μας ή να κρατήσωμεν και ισχυροποιήσωμεν αυτάς, έστω και εάν θα υφιστάμεθα απωλείας. Κατά την εσπέραν, εκάλεσα εις σύσκεψιν την στρατιωτικήν ηγεσίαν. Απεφασίσθη όπως κρατήσωμεν τας θέσεις μας, οδηγούμενοι από την σκέψιν ότι, εάν εγκατελείπομεν την κατεχομένην υπό των ημετέρων κορυφήν, θα κατελάμβανον αυτήν οι Τούρκοι, δια να βάλλουν τότε απ’ αυτής εναντίον άλλης περαιτέρω θέσεως, την οποίαν αι ημέτεραι δυνάμεις θα κατελάμβανον αποσυρόμεναι εκ της πρώτης. Τοιουτοτρόπως, όμως, η επέκτασις των Τούρκων δεν θα είχε τέρμα. Δια τούτο απεφασίσαμεν να κρατήσωμεν την επί της κορυφής θέσιν μας, εάν δε οι Τούρκοι συνέχιζον βάλλοντες εκ του Λωροβούνου, να επιχειρήσωμεν κατάληψιν του υψώματος τούτου. Πριν, όμως, προβώμεν εις πραγματοποίησιν της αποφάσεως ταύτης, και διαρκούσης εισέτι της συσκέψεως, εζήτησα να επικοινωνήσω τηλεφωνικώς μετά του Υπουργού Εξωτερικών κ. Στ. Κωστοπούλου, δια να ενημερώσω και ζητήσω τας απόψεις της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Αλλ’οι παρόντες στρατιωτικοί μου είπον, ότι είναι προτιμότερον να επικοινωνήσουν αυτοί μετά του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου, δια να δώσουν πε-ρισσοτέρας εξηγήσεις από στρατιωτικής πλευράς. Ως εκ των υστέρων ήλεγξα, επεκοινώνησαν πράγματι μετά του Γενικού Επιτελείου, ευθύς ως απεχώρησαν εκ του Γραφείου μου.

Οι Τούρκοι συνέχισαν, εν τω μεταξύ, βάλλοντες κατά της θέσεως των ημετέρων, ότε, κατά το απόγευμα της επομένης, αι δυνάμεις μας αντεπετέθησαν και κατέλαβον, τελικώς, την κορυφήν του Λωροβούνου, ήτις απετέλει το κυριώτερον Τουρκικόν οχυρόν. Κατέχοντες, όμως, οι Τούρκοι άλυσιν κορυφών, έβαλλον τότε κατά του καταληφθέντος υπό των ημετέρων Λωροβούνου. Δια τούτο, αι ημέτεραι δυνάμεις ηναγκάσθησαν να προελάσουν πέραν του Λωροβούνου, προς εκκαθάρισιν των εστιών των Τουρκικών πυρών. Εντός μικρού χρονικού διαστήματος, ολόκληρος η άλυσις των Τουρκικών ψυλακίων και οχυρών διεσπάσθη και διελύθη. Οι
Τούρκοι ήρχισαν υποχωρούντες και συγκεντρούμενοι προς την παραλίαν, εις την περιοχήν του τουρκικού χωρίου Κόκκινα. Και τότε ήρχισεν ο βομβαρδισμός υπό των εκ Τουρκίας αεροπλάνων, τόσον κατά των ημετέρων στρατιωτικών θέσεων όσον και κατά των Ελληνικών χωρίων της περιοχής.

Περιττή θα ήτο, ίσως, η περιγραφή της μάχης της Μανσούρας. Εξέθεσα, όμως, τα γεγονότα, διά να καταλήξω ότι ηναγκάσθημεν να δώσωμεν την μάχην, επληροφορήσαμεν την Ελληνικήν Κυβέρνησιν δια του Γενικού Επιτελείου, ελάβομεν παρ’αυτού συγχαρητήρια δια την διάλυσιν των Τουρκικών οχυρών (ως μού ανέφερεν η Διοίκησις της Εθνικής Φρουράς) και, τέλος, μήνυμα της Υμετέρας Εξοχότητος, με την παρατήρησιν “άλλα συμφωνούμεν και άλλα πράττετε”.

Πολύ λυπούμαι, διότι η μάχη της Μανσούρας εδημιούργησε τόσας παρεξηγήσεις μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Είναι ευτύχημα, εν τούτοις, διότι προκληθέντες εδώσαμεν την μάχην. Εθρηνήσαμεν, βεβαίως, πολλά θύματα και διήλθομεν σκληράν δοκιμασίαν, η μάχη, όμως, εκείνη είχεν ως αποτέλεσμα την διάλυσιν του μεγαλυτέρου και ισχυροτέρου Τουρκικού “καντονίου”, δια του οποίου συνεχώς η Τουρκία ενίσχυε τους Τουρκοκυπρίους, και το οποίον, ως διεπιστώσαμεν μετά την κατάλυσίν του, θα απετέλει απροσπέλαστον προγεφύρωμα εις περίπτωσιν Τουρκικής εισβολής. Άνευ της μάχης εκείνης, ο κίνδυνος διαμελισμού της Κύπρου ή της “καντονιοποιήσεως” θα ήτο απείρως μεγαλύτερος.

7. Συναφώς θα επεθύμουν, κύριε Πρόεδρε, να προσθέσω και τα ακόλουθα:

Όταν ελήφθη το μήνυμά σας, εκάλεσα τον Στρατηγόν Γρίβαν και τον τότε Διοικητήν της Εθνικής Φρουράς Στρατηγόν Καραγιάννην και άλλους στρατιωτικούς, δια να ανταλλάξωμεν απόψεις επί του τρόπου αντιμετωπίσεως της καταστάσεως. Ο Στρατηγός Γρίβας εθεώρησεν εαυτόν θιγέντα εκ του περιεχομένου του μηνύματός σας και δεν ηθέλησε να εκφράση υπευθύνως γνώμην, δηλώσας ότι παραιτείται της θέσεώς του, αποψυγών, ακολούθως, επί διήμερον να μεταβή εις το Επιτελείον της Εθνικής Φρουράς. Ο Στρατηγός Καραγιάννης εδήλωσεν ότι, εφ’ όσον ο Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως εξέφρασε διαφωνίαν δια την μάχην της Μανσούρας, δεν δύναται να έχη γνώμην διάφορον εκείνης της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Ευρέθην τότε εις την ανάγκην να επωμισθώ μόνος τας ευθύνας της μάχης, ήτις, κατόπιν του υμετέρου μηνύματος, εστερήθη επί διήμερον της κατευθύνσεως της ανωτάτης στρατιωτικής ηγεσίας.

8. Εις την επιστολήν σας αναφέρετε, ότι, κατόπιν του ταυτισμού των πολεμικών τυχών της Ελλάδος και της Κύπρου, αι πολιτικαί και πολεμικαί πρωτοβουλίαι των τμημάτων του Έθνους πρέπει να ανήκουν εις τας Αθήνας, αι οποίαι να συντονίζουν τον αγώνα. Μένω απολύτως σύμφωνος ως προς τας πολεμικάς πρωτοβουλίας. Εν ουδεμιά περιπτώσει είναι εθνικώς επιτρεπτόν να αναλαμβάνωνται από Κυπριακής πλευράς πρωτοβουλίαι, αίτινες δυνατόν να εμπλέξουν την Ελλάδα εις πόλεμον μετά της Τουρκίας. Είναι όμως, εξ άλλου, αληθές, ότι ωρισμέναι πολιτικαί πρωτοβουλίαι δύνανται επίσης να προκαλέσουν πόλεμον. Εάν τοιούτου είδους πρωτοβουλίας εννοή η Υμετέρα Εξοχότης, ουδεμίαν έχω διαφωνίαν, πιστεύω μάλιστα, ότι μόνον η Ελληνική Κυβέρνησις έχει το δικαίωμα να λαμβάνη τοιαύτας πρωτοβουλίας. Επιτρέψατε, εν τούτοις, κύριε Πρόεδρε, να παρατηρήσω, ότι η κατά γενικόν και απόλυτον τρόπον διατύπωσις της απόψεώς σας επί του θέματος των πολιτικών πρωτοβουλιών δεν είναι εις εμέ πολύ σαφής και θα επεθύμουν να δώσω μίαν διευκρίνισιν. Εάν, επί παραδείγματι, η έννοια της πολιτικής πρωτοβουλίας δύναται να περιλαμβάνη και αποδοχήν συμβιβαστικής λύσεως του Κυπριακού προβλήματος, ή ενεργείας οδηγούσας εις συμβιβασμούς επί του Κυπριακού απαραδέκτους από Κυπριακής πλευράς, επιφυλάσσω το δικαίωμα διαφωνίας μου.

Υπήρξαν κατά το πρόσφατον παρελθόν περιπτώσεις, έστω και αν άλλαι ήσαν τότε αι συνθήκαι, πλήρους διαφωνίας μου μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Περιορίζομαι να αναφέρω μίαν μόνον περίπτωσιν. Μετά τα τραγικά γεγονότα εν Κύπρω, κατά τον Δεκέμβριον του 1963, και την αποτυχίαν της εν Λονδίνω συγκληθείσης ακολούθως πενταμερούς διασκέψεως, αι Κυβερνήσεις της Μ. Βρεττανίας και της Αμερικής προέτειναν από κοινού την εγκατάστασιν εν τη νήσω δυνάμεων του ΝΑΤΟ και, όπερ το χειρότερον, την σύστασιν διακυβερνητικής επιτροπής εδρευούσης εν Λονδίνω, η οποία θα έδιδε κατευθύνσεις εις τας εν Κύπρω στρατιωτικάς δυνάμεις. Η τότε υπό τον κ. Ι. Παρασκευόπουλον υπηρεσιακή Κυβέρνησις της Ελλάδος απεδέχθη τας Αγγλοαμερικανικάς προτάσεις. Δεν θα λησμονήσω τας εξ Αθηνών επανειλημμένας μεταμεσονυκτίους από τηλεφώνου δραματικάς εκκλήσεις του Πρωθυπουργού κ. Παρασκευοπούλου όπως αποδεχθώ τας προτάσεις, τονίζοντος εκάστοτε, ότι
ησαν παροντες εις συσκεψιν και συμφωνοι, επίσης, με τας προτασεις οι αρχηγοί κομμάτων κ. Παπανδρέου και κ. Κανελλόπουλος. Παρά την τραγικότητα των στιγμών, τας οποίας διήρχετο η Κύπρος, αντέστην εις τας πιέσεις και διεφώνησα. Πιστεύω ειλικρινώς, ότι η διαφωνία μου εκείνη έσωσε την Ελλάδα και την Κύπρον από μίαν εθνικήν ταπείνωσιν και επικίνδυνον περιπέτειαν. Δεν δύναμαι να γνωρίζω τί επιφυλάσσει το μέλλον, ουδ’επί στιγμήν, όμως, αμφιβάλλω ότι, εάν απεδέχομην τας προτάσεις
εκείνας, η Κύπρος θα ήτο σήμερον παντελώς ανίσχυρος δι’οιανδήποτε αντίδρασιν, έρμαιον μιας διακυβερνητικής επιτροπής εν Λονδίνω, από την οποίαν θα εξηρτάτο απολύτως η τύχη και το μέλλον της.

Ανεφέρθην εις την περίπτωσιν αυτήν δια να δώσω μίαν διευκρίνισιν των απόψεών μου, ως προς την έννοιαν της πολιτικής πρωτοβουλίας και το δικαίωμα συμφωνίας ή διαφωνίας μου αναλόγως του είδους της πρωτοβουλίας.

9. Εις την επιστολήν σας, κύριε Πρόεδρε, αναφέρετε, ότι εις περίπτωσιν διαφωνίας, τότε τιμίως και ανδρικώς θα ανακοινωθή η διαφωνία εις το Έθνος, και έκαστος, ενώπιον του Έθνους, θα αναλάβη τας ευθύνας του και θα συναγάγη τας συνεπείας. Εκτιμώ βαθύτατα την άποψιν αυτήν, προς την οποίαν ούτε δύναμαι ούτε δικαιούμαι να διαφωνήσω, καίτοι είμαι βέβαιος, ότι δεν θα παρουσιασθή τοιαύτη περίπτωσις. Κοινή είναι η υπόθεσις, κοινός είναι ο σκοπός, και δεν νομίζω ότι θα είναι δύσκολος η δι’ανταλλαγής απόψεων και συνεργασίας εξεύρεσις εκάστοτε της ορθής πορείας και τακτικής προς τον επιδιωκόμενον κοινόν σκοπόν.

Λυπούμαι, διότι, δια να άρω παρεξηγήσεις και να καλύψω σημεία, άτινα εδημιούργησαν ή πιθανώς να δημιουργήσουν μελλοντικώς παρεξηγήσεις, η επιστολή μου έλαβε μεγάλην έκτασιν.

Γνωρίζω το τόσον θερμόν και αδιάπτωτον ενδιαφέρον σας υπέρ της Κύπρου, και ουδόλως επιθυμώ να τεθή έστω και κατ’ελάχιστον εν αμφιβόλω η ειλικρίνεια των προθέσεών μου και η ζωηρά επιθυμία μου δια την συνέχισιν αρμονικής συνεργασίας προς προαγωγήν του Κυπριακού ζητήματος, το οποίον αποτελεί σήμερον το μέγα πανεθνικόν θέμα.

Παρακαλώ δεχθήτε, κύριε Πρόεδρε, την έκφρασιν της ευγνωμοσύνης μου δι’όσα υπέρ της Κύπρου πράττετε, ως και την βεβαίωσιν των αισθημάτων της βαθυτάτης εκτιμήσεώς μου.

Μετ’εγκαρδίων ευχών και αγάπης
ο Κύπρου Μακάριος”

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube