Weather Icon
Γενικά θέματα 11 Ιουλίου 2009

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΗΣ ΤΗΛΛΥΡΙΑΣ (Αύγουστος 1964)

Πάνε τώρα 44 χρόνια κι όμως σαν να ήταν χθες. Αμούστακο, σχεδόν, παιδί κατατάχθηκα στο ΚΕΝ Λάρνακας τον Ιούλιο 1964. Σε λίγες μέρες ήλθαν δύο Ελλαδίτες αξιωματικοί και μας συγκέντρωσαν στο χώρο αναφοράς του στρατοπέδου. Ο Ταγματάρχης Γεώργιος Καρούσος και ο Λοχαγός Μιλτιάδης Λάσκαρις, οι οποίοι είχαν αναλάβει να στελεχώσουν στην Κύπρο την πρώτη Μοίρα Καταδρομών. ‘‘ Όσοι από σας θα επιλέξετε τις Καταδρομές, θέλω να ξέρετε από τώρα πως κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας σας θα πεινάσετε, θα διψάσετε, θα ταλαιπωρηθείτε , θα χάσετε κάθε επαφή με τους δικούς σας. Θα ξεχάσετε την καλοπέραση και τις εξόδους, αλλά να είστε βέβαιοι πως στο τέλος θα είστε υπερήφανοι λοκατζήδες. Οι λεβέντες της 31 Μοίρας Καταδρομών. Όσοι ενδιαφέρεστε να περάσετε τώρα δεξιά.’’

Αυτά είπε ο Ταγματάρχης Καρούσος. Από τις 2 χιλιάδες τόσους νεοσύλλεκτους βγήκαμε στα δεξιά 350 άτομα. ‘‘ Εσείς θα είστε η πρώτη Μοίρα Καταδρομών της Κύπρου’’ συνέχισε. Την άλλη μέρα το πρωί συνταχθήκαμε ξεχωριστά. Μας επανέλαβε τα περί δίψας, πείνας και πρόσθεσε: ‘‘ Αν υπάρχει κανείς που μετάνιωσε να το δηλώσει τώρα, γιατί αύριο θα είναι αργά ’’. Κι ένας έφυγε. Ήταν φίλος από το 75ον Σύστημα Προσκόπων Αγίου Παύλου. Με το φίλο αυτό συναντηθήκαμε ξανά 40 μέρες αργότερα, αυτός νεκρός κι εγώ ταλαιπωρημένος στα βουνά της Τηλλυρίας.

Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά στέκομαι με δέος ακριβώς στην ίδια θέση όπως και τότε φέρνοντας στη θύμησή μου τη διαταγή που λάβαμε. Η 31 Μοίρα Καταδρομών να ξεκινήσει από την Ευρύχου, όπου ήταν στρατοπεδευμένη και να επιτεθεί στο στρατηγικής σημασίας ύψωμα Λωρόβουνος που κατέλαβαν οι Τούρκοι αποδιοργανώνοντας έτσι την οικονομική και κοινωνική ζωή της Τηλλυρίας. Από το ύψωμα αυτό μπορούσαν να ελέγχουν όλους τους κεντρικούς δρόμους της περιοχής. Φέρνω στη μνήμη μου το Λοχαγό Παπαγεωργίου που μόλις και πρόλαβε να έρθει μαζί μας, γιατί βρισκόταν με άδεια 2 – 3 ημερών για να παντρέψει την αδελφή του. Τον θυμάμαι, έτοιμοι για επίθεση, αυτός γυμνός από τη μέση και πάνω, αγέρωχος, με το πιστόλι στο χέρι να μας ρωτά: ‘‘ Και τώρα πως θ’ ανέβουμε παιδιά;’’ Κάποιος είπε: ‘‘ φάλαγγα κατ’ άνδρα.’’ Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο. Νοιώθαμε ανεκπαίδευτοι 40 ημερών στρατιώτες. ‘‘ Με την ελληνική ψυχή μας μωρέ θα ανέβουμε.’’ Κι ανασάναμε. Ήταν όμως ο Λοχαγός μας ο πρώτος νεκρός. Κι ο δεύτερος νεκρός, ο Μιχαλάκης Κουσουλίδης. Αυτός που στο στρατόπεδο είχαμε δίπλα – δίπλα τα κρεβάτια μας. Ο διπλανός, ο φίλος. Αυτός που λίγο πριν ξεκινήσουμε, λες και γνώριζε τι θα συνέβαινε, μας είπε: ‘‘ Παιδιά φέρτε στο μυαλό σας ο καθένας το κορίτσι του, γιατί μπορεί να μην το ξαναδείτε ’’.

Επαναφέρω στη μνήμη μου τις κρίσιμες εκείνες στιγμές του θανάσιμου τραυματισμού του στο κεφάλι. Είχα δίπλα τον καλύτερό μου φίλο να ξεψυχάει κι εγώ να κοιτάζω μια τον εχθρό και μια το σακουλάκι του μυαλού να πάλλεται στο ανοιγμένο του κρανίο. Βάστα Μιχάλη, του έλεγα, βάστα να πάρουμε το ύψωμα και μετά βλέπουμε. Τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε μέσα σ’ αυτήν την πύρινη λαίλαπα. Άντεξε ακόμα λίγο Μιχάλη. Ξέχασες που ανηφορίζαμε τις βουνοπλαγιές; Ήσουν λεβέντης και τα στήθια σου φούσκωναν από περηφάνια γιατί σε λίγο θα είχες τη μοναδική ευκαιρία να υπερασπιστείς τα αγαπημένα χώματα της πατρίδας. Θέλω να είμαι συνεχώς δίπλα σου Μιχάλη, να σε προσέχω. Απέναντι όμως είναι ο Τούρκος. Πρέπει να σ’ αφήσω. Με κοιτάζεις με εκείνο το βλέμμα γυρισμένο προς τα μέσα και θαρρώ πως σε ακούω να με ρωτάς: ‘‘ Τι γίνεται τώρα;. Υπάρχει καμία ελπίδα; ’’ Μα τι κάθεσαι και με κοιτάς με ορθάνοικτα μάτια; Μην χάνεις το θάρρος σου Μιχάλη. Πάντα ήσουν μεγάλος. Τι κόλλησες τώρα ρε Μιχάλη και αυτές τις φτερούγες και μεγαλώνεις και μεγαλώνεις… Κατέβα γρήγορα κάτω. Θα σε δει η μάνα σου στο Καιμακλί και δεν θα ξέρει τι γίνεται. Θα στενοχωριέται η μάνα σου Μιχάλη. Κατέβα γρήγορα κάτω. Μάταια όμως. Όλα τέλειωσαν. Σε βλέπω, σε βλέπω που μεγαλώνεις και ανεβαίνεις…Και στέκομαι τώρα Μιχάλη, 44 χρόνια μετά, εδώ που μόνιμα ύψωσες τη γαλανόλευκη. Σε βλέπω να σέρνεις το χορό της Ρωμιοσύνης, να καθοδηγείς τα βήματά μας. Σαν τέλειωσαν οι μάχες και είχαμε ακόμα ένα νεκρό, το Γιώργο Απληκιώτη, μαζευτήκαμε ζωντανοί, νεκροί και τραυματίες στο ίδιο σημείο. Κι όταν σε λίγο ήλθαν οι τραυματιοφορείς για μεταφορά των νεκρών ένοιωσα μια περηφάνια να γεμίζει τα στήθια μου, που κανείς αν δεν το ζήσει δεν είναι σε θέση να καταλάβει. Να σηκώνεσαι και να χαιρετάς στρατιωτικά, σε στάση προσοχής, τους νεκρούς της μονάδας σου.

Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν συγκλονιστικές. Η κατάληψη του Λωρόβουνου, της Αλεύκας, οι τούρκικοι βομβαρδισμοί της Τηλλυρίας, οι θηριωδίες εναντίον αμάχων. Η αναπάντεχη συνάντηση με μια ομάδα πεζικαρέων που κάτι είχαν φορτωμένο σε έναν γάιδαρο. Κι αυτό το κάτι έσταζε αίμα. ‘‘ Πάτε για σούβλα παιδιά; ’’ ‘‘ Όχι φίλε, μεταφέρουμε κάποιο νεκρό.’’ Κι αυτός ο κάποιος ήταν ο φίλος, ο πρόσκοπος, που προτίμησε την τελευταία στιγμή να υπηρετήσει στο πεζικό, ίσως, να σκέφτηκε, για καλύτερη τύχη. Ήταν μετά η επιστροφή. Η υποδοχή που μας επεφύλαξαν στην Κακοπετριά, τη Γαλάτα, την Ευρύχου ήταν απερίγραπτη. Η πρώτη νύκτα όμως… Που να κλείσω μάτι. Το διπλανό κρεβάτι άδειο. Ο Μιχάλης απών. Τι να έγινε άραγε; Πότε έγινε η κηδεία; Ποιοι τον έκλαψαν; Ποιος μίλησε για το θάρρος του; Ανέφερε κανείς πως δούλευε την ώρα της μάχης το όπλο του; Με πόση ταχύτητα άλλαζε τις γεμιστήρες του Μ1; Ανέφερε κανείς για τα όνειρα του εικοσάχρονου Μιχάλη που τα άφησε στην κορφή του Λωρόβουνου; Για το κορίτσι του, που είμαι σίγουρος πως θα ήταν στην κηδεία; Μα κανένας από μας δεν ήταν εκεί να της μιλήσει για τη λεβεντιά του Μιχάλη. Για τις τελευταίες του στιγμές και να της αναφέρει τα τελευταία του λόγια: ‘‘ Παιδιά φέρτε στο μυαλό σας ο καθένας το κορίτσι του, γιατί μπορεί να μην το ξαναδείτε ’’. Δεν ξέρω τίποτε. Δεν έμαθα ποτέ τίποτε.

Είκοσι πέντε χρόνια μετά, το 1989, η συνέχεια. Από αμούστακο παιδί, διευθυντής υποκαταστήματος τράπεζας στην Παλλουριώτισσα. Ένας πελάτης αναζητούσε τον υπεύθυνο χορηγήσεων για κάποιο δάνειο. Τον βλέπω και του λέω:

– Παρακαλώ μπορώ να σας βοηθήσω;

– Θέλω τον … τάδε.

– Είναι με άδεια. Έρχεται αύριο. Θέλετε προσωπικά τον ίδιο;

– Για κάποιο δάνειο ήλθα.

– Απουσιάζει. Μπορώ όμως να πάρω τα στοιχεία σας και θα επικοινωνήσει μαζί σας αύριο.

– Εντάξει.

– Όνομα παρακαλώ.

– Ανδρέας Νικολαίδης.

– Διεύθυνση.

– Μιχαλάκη Κουσουλίδη 5, Δασούπολη.

– Σας είπα κύριε, Μιχαλάκη Κουσουλίδη 5. Συμβαίνει τίποτα κύριε;

– Ναι. Όχι δηλαδή…ναι δηλαδή…όχι δηλαδή δεν…όχι αυτή η διεύθυνση.

– Μα ποια διεύθυνση κύριε;

– Η διεύθυνσή σας.

– Και τι έχει η διεύθυνσή μου;

– Να, ξέρετε, σκέφτομαι πως αν εκείνο το καυτό απόγευμα της 7ης Αυγούστου 1964, εκεί στην κορφή του Λωρόβουνου, αν λέω η σφαίρα του Τούρκου πήγαινε λίγα εκατοστά πιο δεξιά, η διεύθυνσή σας κύριε σήμερα θα ήταν Παντελή Παντελίδη 5, Δασούπολη.
www.psek.org

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube