Weather Icon
Γενικά θέματα 20 Μαΐου 2009

Έξι κόκκινες γραμμές στη διαχείριση του Κυπριακού

Έξι κόκκινες γραμμές στη διαχείριση του Κυπριακού

του Άγγελου Μ. Συρίγου*

Ως Αρχή:
Ολοκληρωμένη στρατηγική διαπραγματεύσεων σημαίνει να γνωρίζουμε:
• ποιές είναι οι προτεραιότητές κατά τη διαπραγμάτευση•
• τί μπορεί να ανεχθούμε σε μία μελλοντική διευθέτηση•
• ποιά είναι τα όρια πέραν των οποίων δεν μπορεί να είναι ανεκτή οποιαδήποτε λύση διότι θα θίγει το σκληρό πυρήνα των ελληνοκυπριακών συμφερόντων.
Το τελευταίο σημείο απεικονίζεται παραστατικά με τον όρο «κόκκινες γραμμές». Όταν τις ξεπεράσουμε παύει να συμφέρει πλέον η μελλοντική διευθέτηση.

Κόκκινη γραμμή 1: Η διεθνής αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας
Ερωτήσεις:
• Τί υποχρεώνει τον Ταλάτ ή παλιότερα τον Ντενκτάς (και ουσιαστικά την Τουρκία) να διαπραγματεύεται με τους Ελληνοκυπρίους από το 1974 και εντεύθεν δηλαδή επί 35 χρόνια μετά τη εισβολή;
• Τί διαπραγματεύεται η Κυπριακή Δημοκρατία μετά το 1974;
Απάντηση:
Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων βρίσκεται από τουρκικής πλευράς το σύνολο των δεδομένων που διαμορφώθηκαν manu militari το 1974: η κατάληψη και η συνεχιζόμενη κατοχή του 36,4% του συνολικού εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, η παρουσία περίπου 35.000 τούρκων στρατιωτών και οι αλλαγές που έχουν επέλθει ύστερα από 35 χρόνια συνεχούς και συνεπούς δημογραφικής αλλοιώσεως του πληθυσμού με την αθρόα εισαγωγή εποίκων από την Τουρκία. Είναι αυτό που αποκαλεί αυτάρεσκα ο Ντενκτάς «πραγματικότητες» (realities) οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν σε οποιαδήποτε πρόταση για μελλοντικό καθεστώς της Κύπρου. Από την άλλη πλευρά η ελληνοκυπριακή πλευρά διαπραγματεύεται τη διεθνή αναγνώρισή της και τη μοναδική εκπροσώπηση του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας στη διεθνή κοινότητα. Το πρόβλημα για την Τουρκία είναι ότι η διεθνής κοινότητα με σωρεία πράξεών της (με πρώτο το Ψήφισμα 186/1964 του Συμβουλίου Ασφαλείας) έχει αναγνωρίσει ότι
α) η Κυπριακή Δημοκρατία διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα, παρά τα κατά καιρούς σοβαρά εσωτερικά προβλήματα και τη διαίρεση του νησιού και
β) η κυπριακή κυβέρνηση αντιπροσωπεύει την Κυπριακή Δημοκρατία.
Από το 1974 και εντεύθεν η ελληνοκυπριακή πλευρά διαπραγματεύεται την επίσημη σφραγίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι Τουρκοκύπριοι τα εδάφη που κατέχει ο τουρκικός στρατός. Επομένως η επίσημη σφραγίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι το βασικό διαπραγματευτικό όπλο της ελληνικής πλευράς.

Συμπέρασμα: Ο μεγάλος κίνδυνος από την όποια μελλοντική διευθέτηση είναι ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα κληθεί να εκχωρήσει το μοναδικό διαπραγματευτικό της όπλο, την επίσημη εκπροσώπηση του κράτους, χωρίς σοβαρά και απτά ανταλλάγματα. Για αυτόν το λόγο υπάρχει όλη αυτή τη διελκυνστίδα γύρω από το εάν το νέο κράτος θα είναι συνέχεια του παλαιού κράτους ή της Κυπριακής Δημοκρατίας ΚΑΙ του ψευδοκράτους, εάν η εξουσία θα εκπηγάζει από τις δύο κοινότητες ή τις δύο ομόσπονδες πολιτείες, εάν θα υπάρξει στιγμιαία κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας πριν τη δημιουργία του νέου κρατικού μορφώματος (παρθενογένεση) κ.λ.π.
Συνεπώς, η διεθνής αναγνώριση θα πρέπει να διατηρηθεί ως κόρη οφθαλμού. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να μπούμε στη διαδικασία ιδρύσεως του νέου κράτους, να συμφωνήσουμε σε μακροχρόνια χρονοδιαγράμματα για επιστροφή εδαφών από τους Τούρκους, να χαθεί η επίσημη αναγνώριση λόγω του νέου κράτους και εκεί να «προκύψει» πρόβλημα στη λειτουργία του με αποτέλεσμα να μείνουμε και χωρίς τμήμα των κατεχομένων εδαφών και χωρίς επίσημη αναγνώριση.

Κόκκινη γραμμή 2: Το θέμα των εγγυήσεων
Είναι κοινός τόπος για τους διεθνολόγους ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960 δεν παρέχει το δικαίωμα χρήσεως βίας σε κάποια από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Μία τέτοια ερμηνεία αντίκειται προς τον Καταστατικό Χάρτη των ΗΕ και τις διατάξεις διεθνούς αναγκαστικού δικαίου και καθιστά τη συνθήκη άκυρη. Αυτό δεν εμπόδισε την Τουρκία να εισβάλει στο νησί το 1974 και έκτοτε να κατέχει στρατιωτικά το 36,4% του εδάφους επικαλούμενη τη συνθήκη Εγγυήεως. Είναι προφανές ότι η Τουρκία θέλει να έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στα τεκταινόμενα στο νησί είτε στρατιωτικά είτε με την απειλή χρήσεως βίας είτε με άλλα ειρηνικά μέσα. Είναι εμφανές ότι η Τουρκία είναι η μόνη από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις που βλέπει τη Συνθήκη του 1960 ως προς τη στρατιωτική της διάσταση.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο θεσμός των συνθηκών εγγυήσεως μέσω των οποίων ένα ή περισσότερα κράτη εγγυώνται το εδαφικό ή νομικό καθεστώς ενός τρίτου κράτους έχει εφαρμοσθεί μόνον μία φορά, στην περίπτωση της Κύπρου, το 1960. Η εξέλιξη του διεθνούς δικαίου και της ισότητας μεταξύ κρατών έκανε «άτοπες» παρόμοιες προβλέψεις. Το νομικό σχήμα όπου συγκεκριμένα κράτη ανελάμβαναν το ρόλο των εγγυητριών δυνάμεων έχει περιέλθει σε απόλυτη αχρησία από το 1960 (μετά δηλ. τις συμφωνίες της Κύπρου) και σε ουσιαστική αχρησία από το 1945. Το ρόλο της παροχής εγγυήσεων έχει ουσιαστικά αναλάβει κάποιες φορές ο ΟΗΕ, αν και όχι με ιδιαίτερη επιτυχία.
Συμπέρασμα: Οι εγγυήσεις που είχαν αναλάβει Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία θα πρέπει να περάσουν είτε υπό τον ΟΗΕ, που είναι και το ορθώτερο είτε υπό την ΕΕ είτε στη χειρότερη περίπτωση υπό το ΝΑΤΟ. Θα πρέπει να αποκλεισθεί δυνατότητα της Τουρκίας να επικαλείται μία παρωχημένη ήδη και το 1960 Συνθήκη εγγυήσεως και να παρεμβαίενι στα εσωτερικά θέματα του νησιού. Το θέμα, μαζί με την επίσημη αναγώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και το περιουσιακό είναι οι πιο βαθιές κόκκινες γραμμές στην όποια μελλοντική διευθέτηση.

Κόκκινη γραμμή 3: Περιουσιακό
«αλλά πάνω απ’ όλα να μην πειράζει τα υλικά αγαθά των άλλων• γιατί οι άνθρωποι λησμονούν πιο γρήγορα τον θάνατο του πατέρα τους παρά την απώλεια της πατρικής κληρονομίας» Μακιαβέλι, Ο Ηγεμόνας, Κεφάλαιο XVII

Κρίσιμη για την επίλυση του Κυπριακού και την αποδοχή μίας μελλοντικής διευθετήσεως θα είναι η μοίρα των ιδιωτικών περιουσιών. Το πρόβλημα δεν αναφέρεται μόνον στις κατεχόμενες από το 1974 περιοχές στο βόρειο τμήμα του νησιού, αλλά αφορά και στις δύο πλευρές της πράσινης γραμμής. Η αποκατάσταση των εκτοπισθέντων και η δυνατότητα επιστροφής τους στις περιουσίες τους ήσαν από τους παράγοντες που βάρυναν σημαντικά στην απόφαση ιδίως των Ελληνοκυπρίων κατά το δημοψήφισμα του Απριλίου 2004. Επομένως, βασικό στοιχείο στην όποια μελλοντική διευθέτηση θα είναι η τύχη των ιδιωτικών περιουσιών εκατέρωθεν της πράσινης γραμμής είτε ως τόπος μόνιμης εγκαταστάσεως είτε ως αποκατάσταση των περιουσιακών δικαιωμάτων των εκτοπισμένων. Τα σημεία που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν είναι τα ακόλουθα:
• Για να μπορέσει ένας εκτοπισμένος να επιστρέψει στον τόπο του θα πρέπει να υπάρχει κάποια περιουσία η οποία θα του αποδοθεί. Επομένως κρίσιμο στοιχείο είναι η δυνατότητα επανακτήσεως της περιουσίας από τους εκτοπισθέντες. Είναι σαφές ότι το δικαίωμα επανακτήσεως της περιουσίας συνδέεται άμεσα με το δικαίωμα της επιστροφής.
• Λόγω των γεγονότων του 1963-74 είναι εξαιρετικά δύσκολο για τα μέλη μίας κοινότητας να επιλέξουν να ζήσουν στο έδαφος της άλλης Πολιτείας. Αυτό θα εξαρτηθεί και από τα δικαιώματα που θα μπορούν να απολαύουν στην άλλη Πολιτεία.
• Τουλάχιστον στην περίπτωση των Ελληνοκυπρίων, οι εκτοπισμένοι του 1974 έχουν κατά τεκμήριο φτιάξει μία καινούργια ζωή στις ελεύθερες περιοχές και δύσκολα θα εγκαταλείψουν τον τρόπο ζωής τους για να πάνε να ζήσουν σε περιοχές υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση (κάτι βεβαίως που δεν ισχύει για τις περιοχές που θα επιστραφούν). Αυτό δεν αποκλείει όμως να έχουν μία εξοχική κατοικία στον τόπο που γεννήθηκαν ή κατάγονται.
• Κάποιο ποσοστό εκτοπισμένων φαίνεται ότι προσανατολίζεται να εκμεταλλευθεί ή και να πωλήσει τις περιουσίες του ευθύς μόλις αυτές επιστραφούν, χωρίς να επιθυμεί να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής.
Συμπέρασμα: Ο κανόνας, όπως αποδεικνύεται στις περιπτώσεις της Ανατολικής Γερμανίας, της Βοσνίας και του Κοσσυφοπεδίου είναι η αποκατάσταση των εκτοπισθέντων στα περιουσιακά τους δικαιώματα. Η αποζημίωση είναι η δεύτερη κατά σειράν λύση στις περιπτώσεις εκείνες που είναι αδύνατη η αποκατάσταση. Η αποζημίωση, όμως, εξετάζεται ad hoc και δεν ισχύει ως γενικός κανόνας.. Πρέπει να δοθεί η δυνατότητα επιστροφής όλων των εκτοπισμένων στις οικίες τους και αποκαταστάσεως των περιουσιακών τους δικαιωμάτων. Σε αυτούς θα πρέπει να εναπόκειται η απόφαση εάν τελικώς θα επανεγκατασταθούν στον τόπο καταγωγής τους ή εάν θα προτιμήσουν να πωλήσουν την περιουσία τους. Κατ’ επέκταση τα δικαιώματα ελευθερίας διακινήσεως, εγκαταστάσεως και περιουσίας σε όλο το έδαφος του νησιού θα πρέπει να τα απολαμβάνουν όλοι οι κάτοικοι του νησιού. Πολύ απλά, δεν μπορεί οι υπήκοοι άλλων χωρών της ΕΕ να έχουν περισσότερα δικαώματα από τους ίδιους τους κατοίκους του νησιού.

Κόκκινη γραμμή 4: Αυξημένες αρμοδιότητες της Ελληνοκυπριακής Πολιτείας
Στην ξύλινη γλώσσα του Κυπριακού έχει καθιερωθεί ο όρος “διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία”. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχει ένα κεντρικό ομόσπονδιακό κράτος και δύο πολιτείες: μία ελληνοκυπριακή και μία τουρκοκυπριακή.
Το ερώτημα είναι πόσες αρμοδιότητες θα έχει το “κεντρικό”, ομοσπονδιακό κράτος και πόσες οι δύο πολιτείες. Η κυρίαρχη άποψη στην ελληνική πλευρά υποστήριζε (τουλάχιστον πριν δούμε το Σχέδιο Ανάν) ότι το κεντρικό κράτος πρέπει να είναι ισχυρό και οι δύο πολιτείες να περιορίζονται ουσιαστικά σε θέματα αυτοδιοικητικά. Μετά το Σχέδιο Ανάν το θέμα των αρμοδιοτήτων του κεντρικού κράτους έχει γίνει κόκκινη γραμμή αλλά με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που γινόταν αντιληπτό πριν το Σχέδιο.
Πιο συγκεκριμένα, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει να επιδείξει μία εξαιρετικά επιτυχή πορεία κατά τα τελευταία χρόνια σε ένα εξόχως ανταγωνιστικό περιβάλλον. Οι επιδόσεις ιδίως στον τομέα της οικονομίας και των υπηρεσιών, πολύ καλύτερη από την αντίστοιχη της Ελλάδος, έδειξε ότι η Κύπρος έχει μεγάλες δυνατότητες προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Η Κυπριακή Δημοκρατία από το 1963 έως ένα βαθμό και ιδίως μετά το 1974 κινείται με όρους ενός εθνικά ομοιογενούς κράτους. Το κράτος αυτό, αφού αντιμετώπισε τις πληγές της εισβολής (και παρά τη συνεχιζόμενη κατοχή του 37% του εδάφους του και τη σχετική οικονομική αφαίμαξη για στοιχειώδη αμυντική προστασία), μπόρεσε και αξιοποίησε στο έπακρο τους πόρους που είχε. Ο τουρισμός, η γεωγραφική του θέση, οι νέες υπηρεσίες στον χρηματοπιστωτικό κυρίως τομέα αξιοποιήθηκαν με μεγάλη επιτυχία. Η Κύπρος απέκτησε σχετικά καλή πρόσβαση στις υπηρεσίες νέας τεχνολογίας και χρησιμοποίησε στο έπακρο τα πλεονεκτήματα των δικτύων της ναυτιλίας, των τραπεζικών υπηρεσιών αλλά και των υπεράκτιων εταιρειών. Πέραν της στενής έννοιας της αγοράς και των επιχειρήσεων, η Κυπριακή Δημοκρατία έδειξε ότι ως κρατικός γραφειοκρατικός μηχανισμός μπορεί να αντιμετωπίσει σύγχρονες προκλήσεις και να τις ενσωματώσει. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βοήθησε η παράδοση της βρετανικής γραφειοκρατίας σε αυτό το θέμα. Επιπλέον διαθέτει ένα αξιόλογο ανθρώπινο νέο δυναμικό με σπουδές κυρίως σε πανεπιστήμια της Ελλάδος και της Βρετανίας που έχει εξειδικευθεί στην παροχή υπηρεσιών. Εκείνο που απέδειξε πάντως η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ότι μπορεί να επιβιώσει και μάλιστα επιτυχημένα στις νέες συνθήκες.
Αντιθέτως, οι Τουρκοκύπριοι δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν έστω και τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για να αντιμετωπίσουν τη νέα εποχή. Η ανεπάρκειά τους ήταν εμφανής σε κάθε τομέα, από την οικονομία έως τη δημοκρατική λειτουργία των δομών που προσπάθησαν να συστήσουν και την αποτελεσματικότητα της γραφειοκρατίας. Βασικός αίτιος για αυτή την κατάσταση ήταν η ίδια η Τουρκία που μετέφερε όλες τις παθογένειες της τουρκικής πραγματικότητας στον μικρόκοσμο των Τουρκοκυπρίων. Μόνον δύο ήσαν οι τομείς προς τους οποίους οι Τουρκοκύπριοι έδειξαν κάποιο ενδιαφέρον χρήσεως της χωρητικότητάς τους. Ο ένας ήταν η δημιουργία πανεπιστημίων στα κατεχόμενα που σήμερα λειτουργούν με αρκετούς φοιτητές. Η δεύτερη ήταν, στον τομέα του τουρισμού, η δημιουργία καζίνο με μάλλον πενιχρά αποτελέσματα. Κατά τα λοιπά οι Τουρκοκύπριοι επαναπαύθηκαν στην ασφάλεια της Τουρκίας και στη σταθερή χρηματοδότησή τους από το τουρκικό δημόσιο.
Με το Σχέδιο Ανάν ζητήθηκε από τους Ελληνοκυπρίους να μπουν σε μία περιπέτεια ενός κοινού κράτους γεμάτο νομικούς ακροβατισμούς και “εποικοδομητικές ασάφειες”. Εάν το νέο “κεντρικό”, ομποσπονδιακό κράτος έχει πολλές αρμοδιότητες και δεν μπορεί να λειτουργήσει, αυτό θα συμπαρασύρει και τις δύο πολιτείες.
Συμπέρασμα: Κόκκινη γραμμή ως προς τις αρμοδιότητες του ομοσπονδιακού κράτους και των δύο πολιτειών είναι το “κεντρικό”, ομποσπονδιακό κράτος να διαχειρίζεται αποκλειστικώς και μόνον εκείνα τα θέματα που συνιστούν το minimum λειτουργίας ενός ενιαίου κράτους: εξωτερικές σχέσεις
- ζητήματα Ευρωπαϊκής Ενώσεως
- ιθαγένεια
- κεντρική τράπεζα – υφαλοκρηπίδα
- χωρικά ύδατα
- εναέριος χώρος & FIR – φυσικοί πόροι. Απο εκεί και πέρα, όσο πιο λίγες αρμοδιότητες θα έχει το κεντρικό και δυσλειτουργικό κράτος, τόσο το καλύτερο. Αντιθέτως, η παράδοση της επιτυχημένης διοικητικής μηχανής και αποτελεσματικής γραφειοκρατίας της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να κληρονομηθεί, όσο το δυνατόν πιο αλώβητη από την ελληνοκυπριακή πολιτεία. Μόνον έτσι θα μπορέσουν οι Ελληνοκύπριοι να συνεχίσουν την πορεία της ευημερίας ασχέτως των αγκυλώσεων που είναι βέβαιον ότι θα υπάρξουν στο «κεντρικό», ομοπσονδιακό κράτος.

Κόκκινη Γραμμή 5: Έποικοι
Το θέμα των εποίκων ειναι σημαντικό διότι αλλοιώνει σε βάθος χρόνου τη δημογραφική σύνθεση του νησιού και την αναλογία μεταξύ Ελλήων και Τούρκων στην Κύπρο. Είναι αντιληπτό ότι κάποιοι έποικοι θα μείνουν στο νησί μετά τη διευθέτηση. Η κόκκινη γραμμή είναι να μην υπάρξουν προκαθορισμένοι αριθμοί για τους εποίκους που θα παραμείνουν αλλά κριτήρια. Πιο συγκεκριμένα, στο Σχέδιο Ανάν αναφερόταν ότι θα παρέμεναν 45.000 έποικοι που θα περιλαμβάνονταν σε κατάλογο που θα υπέβαλαν οι Τουρκοκύπριοι. Αυτό δεν πρέπει να επαναληφθεί διότι δίπλα στον αρχικό κατάλογο που ουσιαστικά θα περιλαμβάνει τους έχοντες τα ολιγώτερα προσόντα παραμονής στο νησί, θα προστεθούν και άλλες κατηγορίες εποίκων με αποτέλεσμα, όπως στο σχέδιο Ανάνα, να μη φεύγει στην ουσία κανείς από το νησί.
Συμπέρασμα: Η έμφαση πρέπει να δοθεί όχι στο “πόσοι έποικοι” αλλά στο “ποιοί έποικοι” θα μείνουν. Δεν πρέπει να υπάρξει ελάχιστος αριθμός εποίκων που θα παραμείνουν. Θα πρέπει να τεθούν κριτήρια ανθρωπιστικού χαρακτήρα με βάση τα οποία κάθε περίπτωση εποίκου θα εξετάζεται εξατομικευμένα. Αυτά τα ανθρωπιστικά κριτήρια θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν άτομα που έχουν γεννηθεί ή έχουν περάσει το μεγαλύτερο τμήμα της ζωής τους στο νησί και αντιλαμβάνονται την Κύπρο ως γενέθλια γη. Πιθανόν, στο τέλος της διαδικασίας να διαπιστωθεί ότι παραμένει ένας μεγάλος αριθμός εποίκων, ίσως εξίσου μεγάλος με τον προκαθορισμένο αριθμό του Σχεδίου Ανάν. Το ζητούμενο όμως είναι να υπάρχει έλεγχος σε αυτά τα πρόσωπα στα οποία θα δοθεί η κυπριακή υπηκοότητα και να μη θεωρηθεί ως δεδομένο ότι θα μείνουν πρακτικώς όλοι.

Κόκκινη γραμμή 6: Οικονομική διαχείριση του νέου κράτους
Στην περίπτωση της ενώσεως των δύο Γερμανιών, ο έλεγχος της Κεντρικής Τράπεζας παρέμεινε στα χέρια των Δυτικογερμανών προκειμένου να διασφαλισθεί το όλο εγχείρημα. Οι Δυτικογερμανοί πλήρωναν για το όλο εγχείρημα, οι Δυτικογερμανοί είχαν την εμπειρία του επιτυχημένου τρόπου λειτουργίας μίας παγκοσμοποιημένης αγοράς, οι Δυτικογερμανοί κράτησαν στα χέρια τους την οικονομική διαχείριση του όλου εγχειρήματος μέσα από την Κεντρική Τράπεζα. Το παράδειγμα της Γερμανίας αποτελεί κόκκινη γραμμή για την Κύπρο.
Υπενθυμίζεται ότι στην περίπτωση του Σχεδίου Ανάν το πλούσιο τμήμα του νησιού θα ήταν στην ίδια μοίρα με το τμήμα που δεν είχε ασκήσει ουσιαστικά καμία κεντρική χρηματοπιστωτική λειτουργία, ενεργώντας ως επαρχία της Άγκυρας, μη έχοντας δικό του νομισματικό σύστημα και βασιζόμενο στην βοήθεια από την Τουρκία. στη διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας θα συμμετείχαν από δύο εκπρόσωποι της ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής Πολιτείας και ένα πέμπτο μέλος που θα μπορούσε να είναι μη Κύπριος. Το βασικό ερώτημα είναι για ποιο λόγο θα έπρεπε οι Ελληνοκύπριοι (που ουσιαστικά θα χρηματοδοτούσαν τη λειτουργία του Σχεδίου Ανάν) να συμμετέχουν επί ίσοις όροις με τους Τουρκοκύπριους σε ένα όργανο, για το οποίοι οι μεν πρώτοι έχουν αποδείξει την επάρκεία τους οι δε δεύτεροι δημιούργησαν ένα σύστημα που ασθενεί βαρύτατα. Τις αποφάσεις θα ελάμβανε ουσιαστικά το ξένο μέλος που θα συμμετείχε στη διοίκηση της Τράπεζας.
Υπενθυμίζεται επίσης ότι η εφαρμογή του νέου κράτους υπολογιζόταν κατά τους μετριοπαθείς υπολογισμούς του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου σε περίπου είκοσι δισ. ευρώ. Τα χρήματα αυτά θα έπρεπε να εκταμιευθούν σε χρονικό πλαίσιο 3-5 ετών και θα βάρυναν το ομοσπονδιακό κράτος και ειδικότερα την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου. Αυτό σημαίνει ότι στην όποια μελλοντική λύση, τις δαπάνες για την ανοικοδόμηση και τις αποζημιώσεις για τις περιουσίες και τις μετακινήσεις Τουρκοκυπρίων από τις περιοχές που θα περάσουν στην Ελληνοκυπριακή Πολιτεία, θα πληρώσουν ουσιαστικά οι Ελληνοκύπριοι.
Συμπέρασμα: Αφού οι Ελληνοκύπριοι θα πληρώσουν τις δαπάνες για το νέο κράτος, αυτονόητο και επιβεβλημένο είναι να έχουν και την πλειοψηφία στη διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας. Επειδή το θέμα σχετίζεται με τη βιωσιμότητα του νέου κράτους είναι εξαιρετικά σοβαρό.

Το διακύβευμα
Η χάραξη κόκκινων γραμμών σε μία διαπραγματευτική διαδικασία δεν είναι εύκολη υπόθεση. Στο παρόν κείμενο έγινε προσπάθεια να επισημανθούν κάποιες από τις βασικές κόκκινες γραμμές στη διαπραγμάτευση του Κυπριακού. Όμως, πολύ πιο δύσκολο από τη χάραξη των κόκκινων γραμμών είναι να εμμείνει κάποιος σε αυτές, αντιμετωπίζοντας και τις συνέπειες των αποφάσεών του. Η εμμονή στις συγκεκριμένες κόκκινες γραμμές (κάποιες από τις οποίες είναι κόκκινες γραμμές και για τους Τούρκους όπως π.χ. το θέμα των εγγυήσεων) μπορεί να σημαίνει ότι δεν πρόκειται ποτέ να διευθετηθεί το Κυπριακό. Σε μία τέτοια περίπτωση θα πρέπει οι πολιτικοί ηγέτες αλλά και η ελληνοκυπριακή κοινωνία να προετοιμασθεί για την επόμενη ημέρα που θα σημαίνει μεταξύ άλλων ότι:
• οι πρόσφυγες θα εξακολουθήσουν να βλέπουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους ως επισκέπτες,
• καραβιές με εποίκους θα συνεχίζουν να έρχονται στο νησί αλλοιώνοντας τη δημογραφική του σύνθεση,
• οι Τουρκοκύπριοι θα διεκδικούν με αυξανόμενη επίταση τα δικαιώματα που προβλέπει το (ουσιαστικά ανεφάρμοστο σε μεγάλο τμήμα του) Σύνταγμα του 1960 και
• τα κατεχόμενα θα είναι το προνομιακό πεδίο ασκήσεως πολιτικής των Γκρίζων Λύκων και των ακραίων στοιχείων της Τουρκίας.
Η ελληνοκυπριακή κοινωνία θα πρέπει σε μία τέτοια περίπτωση να πάρει τις αποφάσεις της, που σίγουρα διαφέρουν από τη σημερινή ρητορική. Τέλος, θα πρέπει να ξεκινήσει ένας δημόσιος διάλογος χωρίς παρωπίδες για το τί είναι το εθνικά συμφέρον για τους Ελληνοκυπρίους αλλά και τον ρόλο του ελληνισμού στην ανατολική Μεσόγειο.

*Δικηγόρου-Επίκουρου Καθηγητή του Διεθνούς Δικαίου & της Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube