Οδηγώντας από την Λευκωσία, στρίβοντας δεξιά από τον νέο δρόμο Λευκωσίας-Αμμοχώστου προς το Παλαίκυθρο, περνώντας το παράνομο αεροδρόμιο της Τύμπου και αφήνοντας πίσω μας το μαρτυρικό Ορνίθι -το σημείο όπου δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ, τέλη Αυγούστου του 1974, 70 περίπου άμαχοι Ελληνοκύπριοι, τα σώματα των οποίων ρίχτηκαν μέσα σε λάκκους και εντοπίστηκαν μόλις το 2009, σε δύο πηγάδια, εκεί όπου τον τελευταίο καιρό αναπτύσσεται «οικιστικά» και οικοπεδοποιείται το λεγόμενο «Ornithi project», επάνω στα χώματα όπου βρέθηκαν τα λείψανα-, και αφήνοντας μετά πίσω μας την Αφάνεια με τις εκκλησίες των αγίων Αρτεμίου και Δημητρίου, δεξιά και αριστερά του παλιού δρόμου που οδηγούσε στην Αμμόχωστο, σε άθλια κατάσταση, μισοερειπωμένες, κοιτώνες πια περιστεριών και τρωκτικών, λίγο προτού μπούμε μέσα στο ηρωικό χωριό με τους περισσότερους αγνοούμενους από κάθε άλλο στην Κύπρο, στις παρυφές ενός πολύ μεγάλου στρατοπέδου (μίας από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές μονάδες του Τουρκικού στρατού στην Κύπρο, έκτασης περίπου 7 τετρ. χιλιομέτρων, της 28ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας), στην είσοδο της Άσσιας, μέσα σε ένα μικρό αδιέξοδο δρομάκι, στα δεξιά από τον κύριο δρόμο που οδηγεί προς την Αμμόχωστο, αντικρίζει κανείς μια εκκλησία – περίκλειστη κι αυτή από όλες τις μπάντες, πίσω από έναν ψηλό τοίχο με συρματόπλεγμα μπροστά, απροσπέλαστη, εντός του στρατοπέδου, στην άκρη του.

Ο Μιχαήλ Κάσιαλος, καθώς ζωγραφίζει μία εικόνα Αγίου, για την εκκλησία του.

Είναι η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, με κτήτορά της τον «Θεόφιλο της Κύπρου», τον κορυφαίο από τους λαϊκούς ζωγράφους της Κύπρου, Μιχαήλ Κάσιαλο, η οποία ξεκίνησε να κτίζεται γύρω στο 1968-1969, αποκλειστικά με έξοδα του ζωγράφου, «ως ένα τάμα που ήθελεν να εκπληρώσει», όπως θα διηγείτο ο ίδιος στο ΡΙΚ, σε ντοκιμαντέρ του 1972, σε σκηνοθεσία τότε του Γιώργου Λανίτη, δίπλα ακριβώς από το σπίτι του – το «σπίτι-Μουσείο» του ζωγράφου, όπως χαρακτηριζόταν από τους επισκέπτες, του οποίου, επίσης, αγνοείται η τύχη. «Οι πληροφορίες μας είναι ελάχιστες σήμερα για την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, και αυτό επειδή -τυχαία, μάλλον-, βρίσκεται στην άκρη του στρατοπέδου, ενώ ένα άλλο μέρος της φαίνεται από τον δρόμο, κι έτσι μπορούμε να διαπιστώσουμε τουλάχιστον πως αυτή στέκεται όρθια», λέει στον «Φιλελεύθερο», οκοινοτάρχης Άσσιας, Χριστόφορος Σκαρπάρης. «Σε αντίθεση με την εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου, η οποία βρίσκεται στην “καρδιά” της αχανούς στρατιωτικής περιοχής και δεν γνωρίζουμε μέχρι σήμερα τι απέγινε, αφού δεν έχει κανένας πρόσβαση μέσα στην περίκλειστη στρατιωτική μονάδα – το ίδιο συμβαίνει και με εκατοντάδες σπίτια Ασσιωτών, που “εγκλωβίστηκαν” μέσα στο στρατόπεδο, το Δημοτικό Σχολείο της Άσσιας -το οποίο φιλοξενούσε περίπου 400 μαθητές και 12 δασκάλους μέχρι το 1974-, δύο ποδοσφαιρικά γήπεδα -του Εθνικού και της Ομόνοιας Άσσιας-, τέσσερεις αίθουσες σινεμά, και μια πολύ μεγάλη αγροτική έκταση. Θυμάμαι, μέχρι σήμερα, την μέρα που “μυρώθηκε” η εκκλησία, το πλήθος του κόσμου που βρισκόταν μέσα και έξω από αυτήν, τις αγιογραφίες που βρίσκονταν εντός της, καθώς και τον Κάσιαλο, ο οποίος στεκόταν συγκινημένος, σε περίοπτη θέση μέσα στον ναό, ως ο κτήτοράς της».

Ο Μιχαήλ Κάσιαλος στο σπίτι του, καθώς ζωγραφίζει.

Το έργο ζωής του Μιχαήλ Κάσιαλου

Τα θυρανοίξια της εκκλησίας είχαν γίνει στις 11/8/1971 από τον Πανοσιολογιότατο Αρχιμανδρίτη κ. Φώτιο Κωνσταντινίδη, ο οποίος τέλεσε και την πρώτη θεία λειτουργία, παρουσία πλήθους κόσμου, όπως φαίνεται και από ένα σπάνιο ολιγόλεπτο βίντεο που μας παραχωρήθηκε από το ΡΙΚ – ο Μιχαήλ Κάσιαλος ζούσε την ευτυχέστερη μέρα της ζωής του! Γιατί είναι, ωστόσο, σημαντική αυτή η εκκλησία -της οποίας κανείς, ουσιαστικά, δεν γνωρίζει την «τύχη», από το 1974 κι έπειτα, αφού και οι απόψεις για την «λειτουργία» της εντός του στρατοπέδου ποικίλουν-, ιδιαίτερα για την Τέχνη και τον Παγκόσμιο λαϊκό Πολιτισμό; Γιατί ό,τι βρισκόταν εντός της (ακόμη και η τεχνοτροπία της ως κτηρίου, αφού σχεδιάστηκε αποκλειστικά από τον ίδιο τον Κάσιαλο) -εικόνες, αγιογραφίες, ακόμη και μερικές πρώτες τοιχογραφίες, που πρόλαβε να σχεδιάσει στο σπίτι του που βρισκόταν δίπλα- ήταν έργο του σημαντικού αυτού στην παγκόσμια Τέχνη λαϊκού ναΐφ ζωγράφου και κανενός άλλου, ως ενός μοναδικού έργου σπάνιας πολιτιστικής αξίας. «Οι εικόνες της εκκλησίας ήταν όλες δικό του ζωγραφικό έργο, και μόνον! Και όταν μερικοί προσφέρθηκαν να αγοράσουν από αλλού εικόνες για την εκκλησία, ο Κάσιαλος δεν δέχτηκε. Μπορούσαν να αγοράσουν κάτι άλλο αν επιθυμούσαν. Αλλά ήθελε όλες οι εικόνες της, όπως και ο εσωτερικός της διάκοσμος που άρχισε να ζωγραφίζει, με διάφορες θρησκευτικές παραστάσεις, να είναι δικό του έργο», γράφει ο Γιάννης Νίκας στο -εξαντλημένο πια- βιβλίο του «Κκάσιαλος» (Α’  Έκδοση, 1983). Από την αγιογραφία, άλλωστε, ξεκίνησε, το μεγάλο του αυτό έργο, ενώ είχε βρει λύση και για την τοιχογράφηση του θόλου, μετέπειτα. Σύμφωνα με μαρτυρία του γιου του, Κυριάκου Κάσιαλου, όπως του είχε αναφέρει κάποτε ο πατέρας του «θα ζωγράφιζε πάνω σε μουσαμάδες, τους οποίους μετά θα στερέωνε, με κάποιο τρόπο, στο εσωτερικό του θόλου της εκκλησίας του».

Συνεργάτες του ΡΙΚ, έξω από το σπίτι του Κάσιαλου, για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ, σε σκηνοθεσία Γ. Λανίτη (Από αριστερά: Α. Τριλλίδης, Σ. Γιασεμίδης, Ν. Χαραλάμπους).

«Δίπλα από την εκκλησία βρίσκεται και το σπίτι του παππού μου – εντός της στρατιωτικής ζώνης και αυτό. Ακριβώς πίσω από τον ψηλό τοίχο, όπως είναι ορατός στον κύριο δρόμο που οδηγεί στην Αμμόχωστο», μου λέει ο εγγονός του σπουδαίου ζωγράφου, Μιχάλης Μιλή Κάσιαλος (γιος του μικρότερου γιου του Μιχαήλ Κάσιαλου, Κυριάκου). «Ο μικρός δρόμος στο πλάι ήταν πάντοτε αδιέξοδο, δίπλα από το σπίτι ήταν ένα οικοδόμημα που χρησίμευε ως αποθήκη, και παραπέρα το αλώνι – εκεί όπου αποφάσισε να χτίσει την εκκλησία του, αποκλειστικά με δικά του έξοδα. Την εκκλησία την αφήσαμε σουβατισμένη, αλλά όχι μπογιατισμένη -διότι προχωρούσε σταδιακά, περίμενε να πουλήσει κάποιον πίνακα, να μαζέψει χρήματα και μετά να συνεχίσει-, ενώ μέσα σε αυτήν υπήρχαν περίπου 15 αγιογραφίες – όλες, έργα του παππού μου».

1972: Ο Κάσιαλος με συνεργείο του ΡΙΚ, έξω από το σπίτι του. Πίσω του βρισκόταν η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα.

Ο βίαιος τραυματισμός του Κάσιαλου από τους Τούρκους και ο θάνατός του, στις 31/08/1974

Όπως είναι γνωστό, ο Κάσιαλος τραυματίστηκε σοβαρά μετά την κατάληψη της Άσσιας από τους Τούρκους, στις 18 Αυγούστου 1974, και αφού έμεινε εγκλωβισμένος χωρίς καμία περίθαλψη στο χωριό του ως τις 24 Αυγούστου, μεταφέρθηκε την ίδια μέρα μαζί με άλλους συγχωριανούς του, στη Λάρνακα – από εκεί οδηγήθηκε αμέσως στο νοσοκομείο της πόλης, όπου έτυχε περίθαλψης. Επειδή, όμως, το νοσοκομείο ήταν υπερπλήρες, λόγω του πολέμου, στάληκε στο ίδρυμα Απόστολος Παύλος, από όπου στις 28/8/1974, τρεις μόλις μέρες πριν πεθάνει (ο θάνατος του απασχόλησε ακόμα και τα Ηνωμένα Έθνη, λόγω της φήμης του) έδωσε μια ιστορική κατάθεση, στην οποία μεταξύ άλλων, αναφέρεται και στην εκκλησία του: «{…} Ήρθαν στο σπίτι μας και με απείλησαν λέγοντάς μου να τους δώσω χρήματα. Εγώ, είχα μερικά χρήματα, επειδή έχτιζα μια εκκλησία στο χωριό και τους τα έδωσα. Αλλά αυτοί ήρθαν κι άλλες φορές και ζητούσαν επιμόνως κι άλλα χρήματα. Με απειλές, επειδή εγώ δεν είχα άλλα να τους δώσω, με χτύπησαν με το υποκόπανο του όπλου τους στον ώμο και στα πόδια, και μου έσπασαν τα πόδια. Έμεινα αβοήθητος μέσα στο χωριό μέχρι τις 24/8/1974, που με έφεραν μέχρι την Πύλα και μας απέλυσαν {…}». Είχε αναφέρει, εξάλλου, στο παρελθόν, σε συνέντευξή του, ο γιος του, Χρήστος Κάσιαλος, ο οποίος έχει πια αποβιώσει: «Πριν φύγουμε από το σπίτι, με έστειλε να κλείσω τις πόρτες της εκκλησίας. Τα κλειδιά τού τα πήραν οι Τούρκοι, άνοιξαν την εκκλησία και λήστεψαν τα χρήματα που υπήρχαν στο παγκάρι της. Τα βρήκα πεταμένα στην είσοδό της, όπως και ανθρώπινα περιττώματα που άφησαν οι Τούρκοι. Μετά μου έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού και μου είπε: “Άκουσε Χρήστο, αν με φύουν από το χωριό και μείνεις εσύ, να φυλάξεις τους πίνακες μέσα στο ερμάρι”… Δυστυχώς, οι Τούρκοι δεν μας επέτρεψαν να φέρουμε τίποτε μαζί μας στις ελεύθερες περιοχές και έτσι οι πίνακες έμειναν όλοι στην Άσσια και εξαφανίστηκαν. Κανείς δεν ξέρει τι απέγιναν. Όπως και κανένας δεν ξέρει τι απέγιναν οι αγιογραφίες που είχε σχεδιάσει και βρίσκονταν μέσα στην εκκλησία…».

Πλήθος κόσμου την μέρα «μυρώματος» της εκκλησίας του Αγ. Σπυρίδωνα (Πηγή: ΡΙΚ, 11/8/1971).

Η επιτακτική ανάγκη άμεσης διαφύλαξης του «έργου ζωής» του Κάσιαλου

Γιατί, όμως, η σημαντική, όχι μόνο για την κυπριακή, αλλά και για την Παγκόσμια λαϊκή Τέχνη, λόγω του εκτοπίσματος του Μιχαήλ Κάσιαλου διεθνώς πια, αυτή εκκλησία, «εγκλωβίστηκε» εδώ και 50 χρόνια εντός ενός απροσπέλαστου αχανούς στρατοπέδου, μέσα στο οποίο ούτε και τα Ηνωμένα Έθνη μπορούν να εισέλθουν χωρίς περίπλοκες διαδικασίες, με αποτέλεσμα να ελλείπει ένα σημαντικό κομμάτι της Ιστορίας της Σύγχρονης Κυπριακής Τέχνης, της τεχνοτροπίας, του τρόπου σκέψης και δημιουργίας -ακόμη και της ζωής του ίδιου, αφού ο Κάσιαλος θεωρούσε πως «η εκκλησία είναι το έργο της ζωής του»- του κορυφαίου Κύπριου ζωγράφου με την διεθνή αναγνώριση; Από το ρεπορτάζ του «Φιλελευθέρου» προκύπτουν τρεις εκδοχές: 1. Πρόκειται για ένα τυχαίο γεγονός οριοθέτησης του στρατοπέδου, όπως χαρτογραφήθηκε από τον κατοχικό στρατό, το 1974. 2. Θα χρησίμευε η εκκλησία ως κτίσμα, ως αποθήκη του στρατοπέδου ή ως κάτι άλλο (σύμφωνα με τον κοινοτάρχη της Άσσιας «θα χρησιμοποιείτο αρχικά ως τζαμί, χωρίς αυτό να είναι βέβαιο»), όπως και το σπίτι του Κάσιαλου δίπλα, γι’ αυτό και προτιμήθηκε να συμπεριληφθεί εντός των ορίων του ως «ένα έτοιμο κτήριο, μέρος της νέας στρατιωτικής μονάδας». 3. Υπάρχει τόσο μεγάλη ζημιά εντός του ναού, ώστε αυτός -όπως μάλλον θα συμβούλευσαν κάποιοι τους Τούρκους στρατιωτικούς που γνώριζαν ποιος ήταν ο Κάσιαλος και τι αντίκτυπο θα είχε, ίσως και διεθνώς, η βεβήλωσή του, η καταστροφή του «έργου-ζωής» για τον ίδιο-, θα ήταν καλύτερα να μην βρίσκεται πια σε κοινή θέα. Τι απ’ όλα ισχύει, κανείς δεν είναι σε θέση σήμερα να γνωρίζει, αν δεν προηγηθεί -επιτακτικά πια-, με την παρουσία των Ηνωμένων Εθνών, μία επιτόπια επίσκεψη μέσα στην εκκλησία, ώστε να δούμε, πρώτη φορά, μετά από 50 χρόνια, σε τι κατάσταση βρίσκεται το σπουδαίο αυτό Πολιτισμικό έργο αλλά και τα (όποια) έργα ίσως να βρίσκονται ακόμη εντός του (αν υφίστανται ακόμη), ή κάποιες πρώτες τοιχογραφίες που ξεκίνησε να σχεδιάζει ο Κάσιαλος, λίγο πριν το 1974.

Σπάνια φωτογραφία της εικόνας του Ιερού της εκκλησίας (Πηγή: ΡΙΚ, 10/8/1972).

«Μέσα στην εκκλησία είχαν ήδη τοποθετηθεί κάποιοι σκάμνοι, το Ιερό ήταν ξύλινο θυμάμαι, ενώ υπήρχαν περίπου και 15 εικόνες που αποτύπωναν στιγμές από την εκκλησιαστική μας παράδοση, καθώς επίσης και αγίους και πρόσωπα της Ορθοδοξίας. Θα θυμάμαι πάντα την μέρα που είχαν γίνει τα θυρανοίξια: Ο παππούς μου στεκόταν μπροστά από τον σκάμνο και καμάρωνε!», μου λέει ο Μιχάλης Μιλή Κάσιαλος και συνεχίζει: «Επισκέφθηκα το χωριό, το 2006. Δεν μπορώ να πάω ξανά και να το δω στην κατάσταση που το αντίκρυσα… Είχα προχωρήσει και προς το στρατόπεδο, στην μεριά του τοίχου όπου φαινόταν η εκκλησία του παππού μου -προφανώς δίπλα θα αντίκρυζα και το σπίτι του- αλλά κάποιος στρατιώτης, επάνω σε σκοπιά, μου έκανε επισταμένα σήμα να γυρίσω πίσω, να μην πλησιάσω. Κι έτσι δεν κατάφερα να δω κάτι παραπάνω!».

Ο Μιχαήλ Κάσιαλος καμαρώνει μέσα στην εκκλησία του, μπροστά από μία αγιογραφία που ζωγράφισε ο ίδιος.

Από το βιβλίο, εξάλλου, του Γιάννη Νίκα, «Κκάσιαλος» (Α’ Έκδοση, 1983), διαβάζουμε επίσης: «Δεν θα τον ξεχάσω και τις δυο φορές που τον επισκέφτηκα στο γηροκομείο και τον είδα ξαπλωμένο στο πάτωμα, πάνω σε μερικές κουβέρτες. Την τελευταία φορά, μια μέρα πριν πεθάνει, μου μίλησε με παράπονο για την εκκλησία του, για το όνειρό του να συμπληρώσει τη διακόσμησή της με εικόνες και άλλες θρησκευτικές παραστάσεις {…} Η επιθυμία του, όπως μου ανέφερε παλιά, μια μέρα που κουβεντιάζαμε στην Άσσια, ήταν να ζητήσει να καθιερωθεί ως εορτάζουσα μέρα στην εκκλησία του, η μέρα που ο Άγιος πήρε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ., όπου έκανε και τα γνωστά θαύματά του. Μας πρόλαβε, όμως, ο Αττίλας κι έτσι η επιθυμία του δεν πραγματοποιήθηκε».

Δύο από τις αγιογραφίες που σχεδίασε ο Κάσιαλος, και βρίσκονταν μέσα στον ναό, της Παναγίας και του Αγίου Παντελεήμονος (Πηγή: ΡΙΚ, 11/8/1971).

«Ο Κάσιαλος δεν ήταν πλούσιος», λέει στον «Φιλελεύθερο» ο κοινοτάρχης της Άσσιας, Χριστόφορος Σκαρπάρης. «Τα χρήματα που ξόδεψε για το χτίσιμο της εκκλησίας ήταν όλες οι οικονομίες του από τη ζωγραφική του δουλειά. Και, απ’ ότι γνωρίζω, οι δυσκολίες που συνάντησε στην εξεύρεση χρημάτων ήταν μεγάλες». «Στη μνήμη μου παραμένει πάντα ζωντανή η εικόνα του παππού μου, έτσι όπως μιλούσε με πάθος και αγωνία για την εκκλησία του Άη Σπυρίδωνα, τους πίνακές του που άφησε στο σπίτι του και την επιθυμία του να φύγουν οι Τούρκοι και να γυρίσει στο αγαπημένο του χωριό, για να αφήσει την ψυχή του εκεί δίπλα, στον Άγιο Σπυρίδωνα που τόσο αγαπούσε…», συμπληρώνει ο εγγονός του, Μιχάλης Μιλή Κάσιαλος.

Το σπίτι του Μιχαήλ Κάσιαλου, «εγκλωβισμένο» κι αυτό σήμερα από τον Τουρκικό στρατό κατοχής.

Ο γιος του, Κυριάκος Κάσιαλος, ο οποίος ακολούθησε τ’ αχνάρια του πατέρα του, ζωγραφίζοντας κατά το πρότυπο του κορυφαίου Κύπριου δημιουργού, αναφέρει: «Ο μακαρίτης ο πατέρας μου είχε πάντοτε αισιοδοξία και πίστη. Ήταν δυνατός χαρακτήρας! Όσες δυσκολίες κι αν συναντούσε τις αντιμετώπιζε με μεγάλη ψυχραιμία. Ήταν γαλήνιος, υπομονετικός και το χαμόγελο δεν έλειπε από το πρόσωπό του. Τον θυμάμαι, όταν έκτιζε την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα και του τέλειωναν τα λεφτά, να μου λέει χαμογελαστός: “Ο Άγιος θα με βοηθήσει να την τελειώσω. Κάποιους θα στείλει να αγοράσουν πίνακες για να μπορέσω να συνεχίσω”. Και, πράγματι, ως εκ θαύματος, κάθε φορά που δεν είχε χρήματα, για να προχωρήσει την ανέγερση της εκκλησίας, κάποιοι έρχονταν και αγόραζαν πίνακες». Όπως είναι, άλλωστε, γνωστό, έργα τα οποία δημιουργούσε για την εκκλησία δεν τα πουλούσε σε κανένα. «Λίγους μήνες πριν από την εισβολή κάποιοι ξένοι ζητούσαν να αγοράσουν μια ζωγραφιά του, που παρουσίαζε την παραβολική σκηνή του γιου που προσπαθεί να σπάσει τις δυο βέργες μετά από εντολή του πατέρα του, που εμπνεύστηκε από το σχετικό μύθο του Αισώπου και που μ’ αυτή τη ζωγραφιά ήθελε να μεταδώσει το μήνυμα της ενότητας. Για το έργο του αυτό του πρόσφεραν το -σεβαστό για την εποχή εκείνη- ποσό των 180 λιρών. Εκείνος, όμως, αρνήθηκε λέγοντας τους ότι η ζωγραφιά προοριζόταν για την εκκλησία», καταλήγει ο γιος του.

Σπάνια έγχρωμη φωτογραφία του Μιχαήλ Κάσιαλου (Πηγή: «Ραδιοπρόγραμμα», ΡΙΚ).

«Όταν αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό τραυματισμένος από τους Τούρκους, έφερε μαζί του μόνο δυο εικόνες», συμπληρώνει ο Μιχάλης Μιλή Κάσιαλος,στον «Φιλελεύθερο».«Η μία είναι παλιά και την είχε από χρόνια στην Άσσια. Παρουσιάζει την Παναγία να κρατεί το Χριστό. Η άλλη εικόνα παρουσιάζει τον Ιησού και είναι το τελευταίο του έργο. Σ’ αυτή δεν υπάρχει η υπογραφή του επειδή δεν πρόλαβε να την τελειώσει… Για να αντιληφθείτε πόσο σημαντική ήταν για τον ίδιο η διάσωση οποιουδήποτε μέρους που αφορούσε στην εκκλησία του».

Ο Μιχαήλ Κάσιαλος μαζί με την σύζυγό του, Ειρήνη, στην αυλή του σπιτιού τους.

«Όπως γνωρίζω», καταλήγει ο κοινοτάρχης Άσσιας, Χριστόφορος Σκαρπάρης, στον «Φιλελεύθερο», «από αφηγήσεις ανθρώπων που βρίσκονταν πολύ κοντά στον κορυφαίο μας ζωγράφο, η πιο μεγάλη επιθυμία του ήταν, αν δεν προλάβει να γυρίσει στην Άσσια και πεθάνει στη Λάρνακα, όταν γυρίσουμε στο χωριό, να ξεθάψουμε τα κόκκαλά του και να τα θάψουμε εκεί, στην εκκλησία του Άη Σπυρίδωνα, που ο ίδιος έχτισε και ήταν το μεγαλύτερο έργο της ζωής του… Με την βοήθεια σας, με την ανακίνηση, πρώτη φορά, από τα Μέσα, αυτού του σημαντικού Πολιτισμικού έργου -του οποίου, δυστυχώς, η τύχη ακόμη αγνοείται-, και που αφορά έναν καλλιτέχνη της Κύπρου διεθνούς εκτοπίσματος, ελπίζουμε πως θα έχουμε άμεσα την συνεργασία όλων των αρμοδίων ώστε να διαφυλάξουμε ένα σημαντικό μέρος της Ιστορίας του Μιχαήλ Κάσιαλου, το “έργο ζωής του”, σύμφωνα με τον ίδιο, που αποτελεί και πολύ σημαντικό μέρος της Ιστορίας της Σύγχρονης Τέχνης της Κύπρου».

Ο Μιχαήλ Κάσιαλος μέσα στο σπίτι-Μουσείο του (Πηγή: Αρχείο Πολιτιστικού Συνδέσμου «Η Άσσια»).

Ευχαριστούμε ιδιαίτερα για την παραχώρηση του σπάνιου φωτογραφικού υλικού το Κοινοτικό Συμβούλιο Άσσιας, τον Πολιτιστικό Σύνδεσμό της κοινότητας, το ΡΙΚ και το αρχείο του, την ομάδα φίλων της Άσσιας «η Άσσια της αδούλωτης Κύπρου, και φυσικά την οικογένεια του αείμνηστου Μ. Κάσιαλου. Δυστυχώς, δεν κατέστη δυνατή η φωτογράφιση των σημείων που αναφέρονται στο επιτόπιο ρεπορτάζ που έγινε από τον «Φ» στην κατεχόμενη Άσσια, για προφανείς λόγους.

Φιλελεύθερος