Κι αυτή η πολιτική στάση τηρήθηκε για χρόνια. Οι Ελληνοαμερικανοί είχαν επενδύσει σε έναν πολιτικό, που γνώριζε πολύ καλά τα εθνικά θέματα και έκανε παρεμβάσεις υπέρ μας. Στις 27 Ιανουαρίου 1989, ο τότε Γερουσιαστής Μπάιντεν είχε γράψει στον Πρόεδρο του Αμερικανικού Ελληνικού Ινστιτούτου (ΑΗΙ): «Δεν μπορούμε να παραβλέπουμε το γεγονός ότι τα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων έχουν καταπατηθεί και πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι αξιώσεις τους για την προγονική γη και περιουσία που υφαρπάχθηκαν κατά την εισβολή του 1974 δεν μπορούν να διακυβεύονται. Τέλος, πρέπει να στείλουμε ένα μήνυμα στην Τουρκία ότι μέχρι να απομακρύνει και τον τελευταίο στρατιώτη από την Κύπρο, δεν θα αναγνωριστεί ποτέ ως πλήρες μέλος της διεθνούς κοινότητας».  Αυτά ως Γερουσιαστής, το μακρινό 1989. Ως αντιπρόεδρος, πολύ περισσότερο ως Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Μπάιντεν έβγαλε πολλά από την εξίσωση των όσων διατύπωνε τότε και αρκετά χρόνια αργότερα.

Ακολούθησε την πεπατημένη σε σχέση με το Κυπριακό, επικαλούμενος τα εύκολα και τα επαναλαμβανόμενα ενώ «ανακάλυψε» τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας «για τα δυτικά συμφέροντα».  Ακολούθησε την εύκολη οδό του δόγματος του Κίσινγκερ, του ανθρώπου, που αποδεδειγμένα συνέβαλε στην καταστροφή της Κύπρου. Ο Χένρι Κίσινγκερ ήταν, όπως είναι γνωστό, από τους πρωταγωνιστές των όσων σχεδιάσθηκαν και υλοποιήθηκαν το καλοκαίρι του 1974. Ήταν αυτός που γνώριζε και για τα σχέδια ανατροπής του Μακάριου κι αυτά της Τουρκίας για να εισβάλει. Ήταν αυτός, ο οποίος μεταξύ άλλων, σε συζήτηση που είχε γίνει εκείνες τις ημέρες στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου, ανέφερε στον πρόεδρο Φορντ πως «δεν υπάρχει κανένας λόγος για τις ΗΠΑ να μην κατέχουν οι Τούρκοι το ένα τρίτο της Κύπρου». Επιπλέον, είχε ευθέως ξεκαθαρίσει πως σε έναν πιθανό πόλεμο Ελλάδος-Τουρκίαςη «Τουρκία είναι πιο σημαντική για εμάς». Στη ζυγαριά βάρυνε πάντα η κατοχική δύναμη, ανεξαρτήτως τι έπραττε και πως ενεργούσε.

Όσα και να ειπώθηκαν στις ΗΠΑ για τον Κίσινγκερ ( κι από τον Μπάιντεν) το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ουδέποτε απαρνήθηκε το δόγμα του πρώην υπουργού Εξωτερικών. Τα αποτυπώματά του ήταν και είναι παντού στις πολιτικές που εφάρμοζαν και εφαρμόζουν.

Ο Τζο Μπάιντεν, ο οποίος όταν απευθύνεται σε ελληνικό ακροατήριο αναγνωρίζει πως χωρίς τους Ελληνοαμερικανούς δεν θα εκλεγόταν- στα 29 του χρόνια- πρώτη φορά Γερουσιαστής, επαναλαμβάνει πως λόγω των σχέσεων του με τους Έλληνες απέκτησε ένα παρατσούκλι για το οποίο δηλώνει περήφανος: «Είμαι ο Τζο Μπαϊτενόπουλος».

Ο Τζο Μπαϊντενόπουλος, με το περήφανο παρατσούκλι, όσο ήταν εκτός εξουσίας μοίραζε υποσχέσεις και διατυπώνε θέσεις πολύ πιο προχωρημένες ακόμη και από αυτές που εκφράζουν Έλληνες. Στην εξουσία όλα αντιμετωπίζονται διαφορετικά. Μπορεί η σχέση με τον Ερντογάν να ήταν και είναι δύσκολη, επειδή ο Τούρκος Πρόεδρος έχει μονίμως ρόλο ταραχοποιού και  βρίσκεται συνεχώς απέναντι από δυτικά κι άλλα συμφέροντα, αλλά αυτό δεν στοίχισε στον Ερντογάν. Δεν τον συνάντησε πολλές φορές ο Μπάιντεν αυτή την πενταετία, τούτο όμως δεν σημαίνει πολλά. Περισσότερη σημασία έχει εάν έχει κόστος η κατοχική Τουρκία από τη συμπεριφορά της. Και δεν έχει κόστος. Αν ήταν άλλη χώρα, που διατηρούσε, για παράδειγμα,  τόσο στενές σχέσεις με την Χαμάς και βρισκόταν στο συμμαχικό στρατόπεδο τι κόστος θα είχε;

Ο Μπάιντεν αποχωρεί. Κλείνει τον πολιτικό του κύκλο. Επισκέφθηκε την Κύπρο, επέλεξε να διατηρεί για χρόνια καλές σχέσεις με τις κυβερνήσεις της Ελλάδος και της Κύπρου και να έχει δίπλα του σημαντικό κομμάτι της ομογένειας. Σε όλες τις περιπτώσεις, στο τέλος, πάντα, γίνεται ταμείο. Και μπαίνουν όλα στο ζύγι.

Φιλελεύθερος