Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, μόνο για μερικές ώρες την 20ή Ιουλίου, στην Ελλάδα θυμούνται και σφίγγουν τα χείλη για την κυπριακή τραγωδία και τη συμφορά των Κυπρίων που τους έλαχε το δυστύχημα της εισβολής.

Λες και ήταν ουρανοκατέβατη φυσική καταστροφή, κάτι σαν σεισμός. Τρεις μέρες αργότερα, πανηγυρίζουν με κάθε τρόπο για την «αποκατάσταση της δημοκρατίας» και τη μεταπολίτευση που έριξε, λέει, γερά θεμέλια στο νεογέννητο δημοκρατικό καθεστώς. Διαγράφοντας παντελώς ή απωθώντας το θλιβερό γεγονός ότι αυτά τα γερά θεμέλια στηρίχτηκαν πάνω σε ερείπια και στάχτες. Της Κύπρου.

Φέτος ήταν και τα 50χρονα και κατέφθασε στην Κύπρο για τις τιμές και ο Έλληνας πρωθυπουργός. Λίγες μέρες πριν, μεταξύ των επετείων του Πραξικοπήματος και της Εισβολής, η Πρόεδρος Κατερίνα Σακελλαροπούλου εγκαινίασε τη σημαντική έκθεση «ΤΟΜΗ 74: Από τη Δικτατορία στη Δημοκρατία» που αναπτύσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος από τις 19 Ιουλίου έως τις 31 Δεκεμβρίου. Τσιμουδιά, όμως, τόσο στον χαιρετισμό της όσο και γενικότερα στο σκεπτικό αυτής της έκθεσης για την παραμικρή διασύνδεση της κυπριακής τραγωδίας με τη νέα αυτή εποχή της Ελλάδας. Αυτό που μετράει είναι η μεταπολίτευση που ήταν και μια πολιτισμική τομή, με φιλελευθεροποίηση των ηθών και προτύπων της ζωής κ.λπ. κ.λπ.

Την ερχόμενη Πέμπτη 25 Ιουλίου, η Ελληνίδα Πρόεδρος θα εγκαινιάσει και την έκθεση μνήμης «Κύπρος΄74. Δεν ξεχνώ» στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Αυτή είναι αφιερωμένη κυρίως στην πτυχή της «πανελλήνιας συμπαράστασης στον λαό της Κύπρου», που χωρίς να θέλω καθόλου να την υποβιβάσω θα πω ότι ήταν αυτονόητη, αλλά και δυστυχώς ήρθε… κατόπιν εορτής. Έτερον εκάτερον, όμως. Άλλο η μια έκθεση κι άλλο η άλλη. Να μη συγχέουμε τα δύο ιστορικά γεγονότα, γιατί δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Όλα κι όλα. Η Χούντα έπεσε μόνη της, σαν ώριμο φρούτο, νικημένη από το αταλάντευτο δημοκρατικό φρόνημα των Ελλήνων (που επί επτά χρόνια ύπνωττε). Ή, σε κάποια άλλη εκδοχή, την έριξε η εξέγερση του Πολυτεχνείου, που συνέβη 8 μήνες πριν.

Τη μέχρι τότε πολιτικώς καθυστερημένη Ελλάδα δεν την έφτανε μια απλή πολίτευση, ήθελε και μετα-πολίτευση, που 50 χρόνια μετά κατέληξε σε μετα-μοντέρνο μετα-σουρεαλισμό, αλλά ευτυχώς με «γερά δημοκρατικά θεμέλια». Κι αυτή ξεκίνησε με τη μετά βαΐων και κλάδων υποδοχή, τη νύχτα της 23ης προς 24η Ιουλίου 1974, του Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή, που 11 χρόνια πριν «ώχετο απιών» (κοινώς όπου φύγει φύγει) για το Παρίσι, όταν ένιωσε το λάδι στο πολιτικό του καντήλι να σώνεται. Να όμως που η συγκυρία του το έκανε refill κι έτσι στην Ελλάδα είχαμε ξανά Καραμανλή- και στην Κύπρο τανκς, αλλά αυτό είναι μια άλλη (;) ιστορία. Τρεις εβδομάδες αργότερα ήρθε και το ιστορικότατο «η Κύπρος κείται μακράν» να μπει σαν κερασάκι στην πιο άνοστη τούρτα. Κι έκτοτε, είμαστε μακριά κι αγαπημένοι. Αρκεί να μην ξύνουμε πληγές.

Πριν τέσσερα χρόνια επαναλάμβανα από αυτή εδώ τη στήλη, ότι οι καθεχρονικές παράτες του (εκάστοτε) Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας για την «αποκατάσταση της δημοκρατίας» μου προκαλούν μεγαλύτερη αναγούλα κι από τα μπαϊράμια των Τούρκων για την «ειρηνική τακτοποίηση». Οι δυο λέξεις, άλλωστε, «αποκατάσταση» και «τακτοποίηση» συγκλίνουν και νοηματικά. Οι εικόνες που κυκλοφορούν από την καθιερωμένη επετειακή δεξίωση στη δική μου αντίληψη αποπνέουν μια αποφορά κακοπαιγμένης ηθογραφικής οπερέτας, με την υποκρισία, τη φάρσα της πολιτικής συνυπάρξεως και την ιλαρή σύμβαση της καθηκόντως παρουσίας να περισσεύουν. Και κάθε χρόνο με τον χρόνο το σουαρέ της αποκατάστασης φλομώνει όλο και περισσότερο από το αυτολιβάνισμα των πραγματικά «αποκατεστημένων» της Μεταπολίτευσης και των επιγόνων τους.

«Κι από μόνο του το γεγονός δημιουργεί βαρυγκώμια, αφού γρήγορα κατάντησε η πιο ‘δήθεν’ κοσμική σύναξη στην εκτραχηλισμένη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Κάτι σαν γκλιτεράτο γκαλά για να ξεχαρμανιάζουν τη ματαιοδοξία τους από βλαχοδήμαρχοι, εύθυμοι παράγοντες και πολιτικάντηδες μεσαίων και ελαφρών βαρών μέχρι διάττοντες σταρ και μεγαλόσχημες τηλεπερσόνες. Φανταστείτε και να αντιπαραβάλλει σημειωτικά κανείς το βαρύ κλίμα που καταπλακώνει την ίδια εποχή μια πονεμένη άκρη της μείζονας Ελλάδας. Και μάλιστα οφείλεται στους ίδιους ουσιαστικά λόγους, αφού την περιλάλητη ‘αποκατάσταση’ επέφερε η κατάρρευση της Χούντας εξαιτίας της ‘τακτοποίησης’».

Θυμίζω επίσης ότι η λεγόμενη «αποκατάσταση δημοκρατίας» δεν ήταν παρά η εξ ανάγκης ανάληψη καθηκόντων ηγεσίας μιας κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος από πολιτικούς. Πρωθυπουργός εξελέγη στις βουλευτικές εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 και μάλλον αυτή έπρεπε κανονικά να γιορτάζουμε ως ημερομηνία αποκατάστασης, εντούτοις η επέτειος ήταν «πιασμένη» από… άλλο γεγονός που συνέβη έναν χρόνο νωρίτερα. Με την Κύπρο να βουλιάζει και τον Αττίλα να προελαύνει, επρόκειτο μάλλον αποκατάσταση παρθενίας κι όχι δημοκρατίας: «Μια πολιτική παρθενορραφή για να καταπραΰνει τις ενοχές για το ασήκωτο τίμημα και να χρυσώσει το χάπι της εθνικής τραγωδίας». Επί της ουσίας, η Ελλάς κείται πολιτικά μακράν κι ακολουθεί την τακτική «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε» και πλέον «συμπαρίσταται» καθώς η Κύπρος «αποφασίζει».

Πριν από δύο χρόνια, τέτοιες μέρες, με αφορμή και την 100ή επέτειο από τη Μικρασιατική Καταστροφή, πρόσθετα στον συλλογισμό την ευχή ότι ίσως στην 100ή επέτειο από το 1974 «να έχει κοπάσει η διάθεση για δεξιώσεις και σουαρέ προς τιμήν της επετείου της αποκατάστασης της Δημοκρατίας, κατά τις μέρες που στην Κύπρο μαινόταν ακόμη η τουρκική στρατιωτική εισβολή». Το ερώτημα σήμερα είναι αν η Ελλάδα θα ξεπεράσει κάποτε τα συμπλέγματά της και θα πάψει να αντιμετωπίζει οτιδήποτε προέρχεται από την Κύπρο με συγκατάβαση, περιφρόνηση και ενοχικό σνομπισμό. Σαν να είναι γιαλαντζί, νόθο· οικείο και ξένο ταυτόχρονα. Αν θα πάψει να τη βλέπει σαν μια αποκρουστική και χαίνουσα πληγή που μυρίζει άσχημα, παραλείποντας επιτηδείως ότι σε κάθε περίπτωση βρίσκεται στο ίδιο της το σώμα. Και προκλήθηκε και με δική της σοβαρή ευθύνη.

Ελεύθερα, 21.7.2024

Φιλελεύθερος