Η σύγκρουση που μαίνεται μεταξύ της Χαμάς και του Ισραήλ δεν μπορεί να κρύψει τις βαθιές διαφορές και διαφωνίες που χωρίζουν τους Παλαιστινίους. Ο διαχωρισμός δεν είναι μόνο εδαφικός, η Λωρίδα της Γάζας από τη μια και η Δυτική Όχθη από την άλλη.

Είναι βαθιά πολιτικός και έχει επηρεάσει όσο τίποτα άλλο το παλαιστινιακό ζήτημα αλλά και τις σχέσεις των Παλαιστινίων με το Ισραήλ, όπως επίσης και με τον υπόλοιπο αραβικό κόσμο.

Κυρίαρχο ρόλο στην παλαιστινιακή πολιτική σκηνή παίζουν δύο οργανώσεις, η Χαμάς, η οποία βρίσκεται πίσω από την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου εναντίον του Ισραήλ και που ελέγχει τη Λωρίδα της Γάζας, επίκεντρο τώρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων και η Φατάχ που ελέγχει τη Δυτική Όχθη. Πρόκειται όπως ανέφερε, μιλώντας στον Φιλελεύθερο ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, διεθνολόγος και υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστήμιου Πειραιά για δυο οργανώσεις με διαφορετική ιδεολογική προσέγγιση, διαφορετικά κοινωνικά χαρακτηριστικά και τελείως διαφορετικούς λόγους ύπαρξης.

Όπως εξήγησε, η Χαμάς, που το όνομά της Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης, είναι ένα ισλαμικό, πολιτικοστρατιωτικό μόρφωμα, που ιδρύθηκε το 1987 από τον σεΐχη Αχμέντ Γιασίν. Η οργάνωση από το έτος ίδρυσής της και έπειτα διατήρησε πολιτικοοικονομικές σχέσεις με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, μια από τις αρχαιότερες πολιτικοθρησκευτικές οργανώσεις, που ακόμα και σήμερα διατηρεί μοχλούς άσκησης επιρροής σε όλο το φάσμα του σουνίτικου Ισλάμ. «Κύριο διαχρονικό αίτημα της οργάνωσης είναι η δημιουργία του κράτους της Παλαιστίνης και ο αφανισμός του κράτους του Ισραήλ. Είναι μια οργάνωση που έχει παρόμοια δομή και ίδιες επιδιώξεις με την Ισλαμική Τζιχάντ. Ο βασικός σκοπός τους δεν είναι μόνο η δημιουργία κράτους της Παλαιστίνης αλλά και η ολοκληρωτική ισοπέδωση του κράτους του Ισραήλ. Γι’ αυτό ο πόλεμος που πραγματοποιεί δεν αποτελεί εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα αλλά έναν ιερό πόλεμο. Αντιλαμβάνονται την Παλαιστίνη ως μια από τις πατρίδες του Ισλάμ που βρίσκεται υπό σιωνιστικό καθεστώς κατοχής. Το συμφέρον που υπηρετούν είναι θρησκευτικό και όχι εθνικό», εξήγησε.

Αντίθετα η Φατάχ, παρότι δημιουργήθηκε ως μια οργάνωση με έντονη επιχειρησιακή, στρατιωτική δραστηριότητα και παρότι οι ιδρυτές της υπήρξαν ένοπλοι αντάρτες πόλης, η πορεία της είναι διαφορετική. «Πιστή στο πολιτικό δόγμα του ιδρυτή της Γιασέρ Αραφάτ, τα διαχρονικά αιτήματα της οργάνωσης είναι η δημιουργία αυτόνομου κράτους της Παλαιστίνης. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η οργάνωση αποκήρυξε το όποιο ένοπλο σκέλος της είχε απομείνει ενεργό και διαφοροποίησε πλήρως τις θέσεις της από αυτές της Χαμάς. Η Φατάχ μέσω της Παλαιστινιακής Αρχής, ξεκίνησε να χαίρει διεθνούς αναγνώρισης ως νόμιμος εκπρόσωπος του Παλαιστινιακού λαού και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε με το Ισραήλ τις πρώτες επίσημες διαπραγματευτικές συνομιλίες».

Οι σχέσεις των δύο οργανώσεων παραμένουν εχθρικές, ενώ πολλές φορές υπονομεύει η μια την άλλη. Στις εκλογές του 1996 που έγιναν με σκοπό τη δημιουργία του νομοθετικού παλαιστινιακού συμβουλίου (το κοινοβούλιο της Παλαιστινιακής Αρχής), η Φατάχ αναδείχθηκε πρώτο κόμμα. «Η Χαμάς αρνήθηκε να πάρει μέρος στις εκλογές αμφισβητώντας το όποιο αποτέλεσμα και ανέδειξε την ένοπλη πάλη εναντίον του Ισραήλ του «αλλόθρησκου δυνάστη του Παλαιστινιακού λαού», όπως το χαρακτήρισε ως βασική πολιτική προτεραιότητα. Όμως ο θάνατος του χαρισματικού πολιτικού ηγέτη της Φατάχ, Γιασέρ Αραφάτ και η δυσαρέσκεια του παλαιστινιακού λαού για τον τρόπο διαχείρισης του αποτελέσματος των διαπραγματεύσεων, σε συνδυασμό με μια γενικότερη ριζοσπαστικοποίηση του αραβικού κόσμου, ανέδειξαν τη Χαμάς πρώτη δύναμη στις εκλογές του 2006. Η Φατάχ αρνήθηκε να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα, διατηρώντας μέχρι και σήμερα το νόμιμο δικαίωμα εκπροσώπησης του Παλαιστινιακού λαού και των αιτημάτων του. Έτσι η Χαμάς χρησιμοποιώντας και ένοπλα μέσα εκδίωξε τη Φατάχ από τη Λωρίδα της Γάζας και βρήκε πολιτικό καταφύγιο στη Δυτική όχθη. Η Φατάχ πλέον εμφανίζεται αποδυναμωμένη έχοντας χάσει το έρεισμα και την πολιτική επιρροή της», εξήγησε ο Παναγής Παναγιωτόπουλος.

Δεν έχουν πραγματοποιηθεί άλλες βουλευτικές εκλογές στα παλαιστινιακά εδάφη από το 2006. Από τότε που η Χαμάς ανέλαβε τον έλεγχο της Γάζας, το Ισραήλ και οι μαχητές της Χαμάς αντιπαρατέθηκαν σε τουλάχιστον έξι σημαντικές στρατιωτικές συγκρούσεις πριν από την τελευταία. Ενώ η Χαμάς ελέγχει την ασφάλεια στη Γάζα, η χρηματοδότηση για την υγεία, την εξουσία και άλλες υπηρεσίες προέρχεται κυρίως από τα Ηνωμένα Έθνη και ξένες χώρες, είτε άμεσα είτε μέσω της Παλαιστινιακής Αρχής.

Η αντιπαράθεση των δύο οργανώσεων, κατά γενική ομολογία έχει στοιχήσει σε μεγάλο βαθμό στον παλαιστινιακό λαό. Οι σχέσεις τους, είναι πλέον ανύπαρκτες έως και εχθρικές. « Η Χαμάς μέσω κήρυξης ιερού πολέμου-μάχεται για την επικράτηση της ισλαμικής τζιχάντ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σε περίπτωση δημιουργίας κράτους υπό την ηγεσία της Χαμάς το Κοράνι θα αποτελεί το σύνταγμα. Από την άλλη η Φατάχ, μέσω διαπραγματευτικών διαδικασιών, επιθυμεί την ίδρυση Παλαιστινιακού κράτους, χωρίς ο αφανισμός των απανταχού σιωνιστών να αποτελεί μέρος των επιδιώξεών της», επεσήμανε ο Παναγής Παναγιωτόπουλος.

Πάντως, όπως δείχνουν οι εξελίξεις αυτή τη στιγμή το πάνω χέρι το έχει η Χαμάς. Η δημοτικότητά της ανάμεσα στους Παλαιστινίους αυξάνεται, την ίδια στιγμή που Φατάχ φθείρεται. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει πως ότι όλοι οι Παλαιστίνιοι υποστηρίζουν τα μέσα και τους σκοπούς τους ή πως συμφώνησαν με την βάρβαρη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου. Οι μέθοδοι της με την ασύλληπτη βία και τις θηριωδίες, συχνά εις βάρος αμάχων, προξενούν αποτροπιασμό ακόμη και σε μια μεγάλη μερίδα Παλαιστινίων. Όμως με τις διαπραγματεύσεις να βρίσκονται σε τέλμα, στα μάτια πολλών Παλαιστινίων η Χαμάς δείχνει να είναι εκείνη που δεν σκύβει το κεφάλι και που αντιμετωπίζει δυναμικά το ζήτημα.

Έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες συμφιλίωσης ανάμεσα στη Φατάχ και τη Χαμάς τα τελευταία χρόνια, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η πιο πρόσφατη προσπάθεια έγινε το 2020 όταν οι ΗΠΑ είχαν εκπονήσει ένα σχέδιο για την περιοχή, κάτι που ανάγκασε τις δύο οργανώσεις να ανακοινώσουν πως θα ενώσουν δυνάμεις. Οι προσπάθειες να γεφυρωθούν οι διαφορές τους δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, αλλά μάλιστα το χάσμα που της χωρίζει, έγινε ακόμη πιο βαθύ.

Αν και τα διαθέσιμα στοιχεία είναι περιορισμένα, ορισμένες έρευνες δείχνουν ότι αν διεξαγόταν μια ψηφοφορία όπως αυτή του 2006, οι Παλαιστίνιοι θα προτιμούσαν τον ηγέτη της Χαμάς, Ισμαήλ Χανίια που ζει αυτοεξόριστος στο Κατάρ, από τον αντιδημοφιλή ηγέτη της Φατάχ, Μαχμούντ Αμπάς. Από τότε που ο 88χρονος πλέον πολιτικός διαδέχθηκε τον Γιασέρ Αραφάτ στην ηγεσία της Φατάχ και της Παλαιστίνης, η τελευταία βαθμιαία συρρικνώνεται και η πρώτη έχασε το μεγαλύτερο μέρος της επιρροής της.

Ριψοκίνδυνο παιχνίδι από εξωτερικούς δρώντες

Σημαντικό ρόλο στην σύγκρουση των δύο παλαιστινιακών οργανώσεων παίζουν και εξωτερικοί δρώντες. Κάθε πλευρά έχει τους υποστηρικτές και τους συμμάχους τους, μέσω των οποίων προσπαθούν να ενισχύσουν τη θέση τους. Ένας από τους πιο σημαντικούς υποστηρικτές της Χαμάς είναι το καθεστώς του Τούρκου προέδρου, εξήγησε ο Παναγής Παναγιωτόπουλος. Όπως είπε, σε μια διαχρονική προσπάθειά του να αναδειχθεί η Τουρκία ως η κύρια προστάτιδα δύναμη ολόκληρου του μουσουλμανικού κόσμου, με αιχμή του δόρατος το παλαιστινιακό, ο Ταγίπ Ερντογάν έχει καταπατήσει οποιαδήποτε έννοια πολιτικής ηθικής. Χρηματοδοτεί, εξοπλίζει και παρέχει προστασία σε ηγετικά μέλη της Χαμάς, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα δημιουργίας αυτόνομου παλαιστινιακού κράτους και την ίδια στιγμή βομβαρδίζει ανηλεώς τους Κούρδους στο βόρειο Ιράκ, εμποδίζοντας εμπράκτως τη δημιουργία του κράτους του Κουρδιστάν. Αξίζει να δοθεί έμφαση στα δύο μέτρα και δύο σταθμά της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Παράλληλα η Χεζμπολάχ, μια παραστρατιωτική και όχι εθνική οντότητα, γνωρίζουμε πως διατηρεί σχέσεις με την ηγεσία της Χαμάς, χωρίς αυτό να συνεπάγεται κάποιου είδους στρατιωτική συνεργασία, τουλάχιστον μέχρι αυτή τη στιγμή. Η ηγεσία, πάντως της οργάνωσης που έχει έδρα το Λίβανο, δηλώνει έτοιμη να μπει και αυτή στη μάχη κατά του Ισραήλ, προκαλώντας έτσι μια γενικευμένη σύρραξη με εμπλοκή του Λιβάνου και ενδεχομένως της Συρίας και του Ιράν. Το βέβαιο είναι πως επί χρόνια η Τεχεράνη στηρίζει με χρηματοδότηση, εκπαίδευση και εξοπλισμό τόσο τη Χαμάς όσο και τη Χεζμπολάχ.

Η Φατάχ από την άλλη παρότι αναγνωρίζεται διεθνώς και διατηρεί διπλωματικές σχέσεις με το σύνολο των χωρών του δυτικού κόσμου φαίνεται αρκετά αποδυναμωμένη ώστε να διαδραματίσει κάποιο καθοριστικό ρόλο στην πορεία της σύγκρουσης.

Κυριάρχησαν οι ακραίοι

Το 1993 το Ισραήλ και η Παλαιστινιακή Αρχή υπέγραψαν τη Διακήρυξη των Αρχών για τις Προσωρινές Ρυθμίσεις Αυτοδιοίκησης, γνωστή ως «Συμφωνία του Όσλου». Σύμφωνα με αυτήν το Ισραήλ αναγνωρίζει την PLO ως εκπρόσωπο των Παλαιστινίων και μάλιστα τους αναγνώρισε μια κάποια πολιτική αυτονομία στη Λωρίδα της Γάζας και στη Δυτική Όχθη. Για αυτό το λόγο, μάλιστα η Σουηδική Ακαδημία αποφάσισε να τιμήσει με το Νόμπελ Ειρήνης τους Γιασέρ Αραφάτ και Γιτζάκ Ράμπιν τότε πρωθυπουργό του Ισραήλ. Και οι δύο πολιτικοί ηγέτες αντιμετωπίστηκαν εχθρικά από τα ακραία φανατικά τους ακροατήρια, καθώς θεωρήθηκε ότι και οι δύο υπονόμευσαν τα εθνικά τους συμφέροντα. Χαρακτηριστικό της ακραίας αυτής κοινωνικής πόλωσης είναι πως η Χαμάς ποτέ δεν αναγνώρισε αυτή τη συμφωνία, μένοντας πιστή στο βαθιά φανατικό, θρησκευτικό της δόγμα, ενώ το 1995 μόλις δύο χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας, ο Γιτζάκ Ράμπιν δολοφονήθηκε από Ισραηλίτη συμπατριώτη του. Η συμφωνία τινάχτηκε στον αέρα με οποιαδήποτε ελπίδα για τη δημιουργία μιας βιώσιμης πραγματικότητας να εξανεμίζεται.

Φιλελεύθερος