Γιατί η Τουρκία ανησυχεί για την Κύπρο
Η Αγκυρα και το βαθύ τουρκικό κράτος θεωρούν ότι οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, που ευνοούν το Ισραήλ, είναι δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια την κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού
Το αποτέλεσμα των παράνομων εκλογών της Κυριακής 19 Οκτωβρίου στα κατεχόμενα της Κύπρου, που αμφισβήτησε την πολιτική των δύο κρατών της Αγκυρας, πυροδότησε σειρά αντιδράσεων ανάμεσα σε κορυφαίους πολιτικούς, με πιο ενδεικτική αυτήν του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ηγέτη του παρακρατικού-παραστρατιωτικού μηχανισμού, που λειτουργεί ως εξισορροπητικός παράγοντας του βαθέος κράτους στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία. Ο Μπαχτσελί, που συγκυβερνά με τον Ερντογάν, το ίδιο βράδυ μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων ζήτησε από το ψευδοκοινοβούλιο να μην αναγνωρίσει το αποτέλεσμα των εκλογών και να πάρει απόφαση για ένωση των Κατεχομένων με την Τουρκία.
Ακολούθησε σειρά άρθρων, που θεώρησαν καταστροφικό το αποτέλεσμα και κινήθηκαν στην ίδια γραμμή με εκείνην του Μπαχτσελί.
Ο Εμρέ Κογκάρ, βετεράνος αρθρογράφος στην «Τζουμχουριέτ», θύμισε στους αναγνώστες του την παράδοση της Κύπρου στους Βρετανούς, με άρθρο που έχει τίτλο: «Πώς έχασε ο Αμπντουλχαμίτ την Κύπρο;»
Στο άρθρο του αναφέρεται πρώτα σε άλλο άρθρο, του πρέσβη ε.τ. Σουχά Ομέρ για το ίδιο θέμα, ο οποίος γράφει:
«Το αποτέλεσμα των εκλογών της ΤΔΒΚ δεν είναι μια επιλογή μεταξύ μιας “λύσης δύο κρατών” και μιας “ομοσπονδίας”, αλλά ένα σαφές μήνυμα που καταδεικνύει την απόρριψη των πολιτικών του ΑΚΡ και του Τατάρ, που ακολουθούν τον Ερντογάν. Είναι πρωτίστως προς το συμφέρον της Τουρκίας να ερμηνεύσει σωστά αυτό το μήνυμα και να ευθυγραμμιστεί με τον πρόεδρο Ερχούρμαν. Το να πέσει στη θέση του Αμπντουλχαμίτ Β΄, ο οποίος κατέστησε μια τεράστια αυτοκρατορία ανίκανη να προστατεύσει τα συμφέροντα της χώρας και του λαού του, και ο οποίος έδωσε το νησί της Κύπρου στη Βρετανία για να διατηρήσει τον θρόνο του, είναι το τελευταίο κακό που μπορεί να επιβληθεί στη Δημοκρατία της Τουρκίας».
Στη συνέχεια ο Κογκάρ, αναφερόμενος στις συνθήκες κάτω από τις οποίες η Κύπρος παραδόθηκε στους Βρετανούς, αναφέρει ότι μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878 η Ρωσία κατέλαβε το Ερζερούμ στην Ανατολή και προχώρησε μέχρι το προάστιο Αγιος Στέφανος της Κωνσταντινουπόλεως στη Δύση, όπου και υπεγράφη η ομώνυμη συνθήκη, με την οποία ο σουλτάνος παραχωρούσε τα εδάφη για τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας, που εξασφάλιζε την έξοδο της Ρωσίας στο Αιγαίο.
Το γεγονός αυτό κινητοποίησε το Λονδίνο, το οποίο, εκμεταλλευόμενο την αδυναμία του Αμπντουλχαμίτ, ο οποίος ζήτησε αμυντική υποστήριξη από τη Βρετανία έναντι της Ρωσίας, απαίτησε τη διοίκηση και την κατοχή της Κύπρου ως αντάλλαγμα για αυτήν την υποστήριξη.
Και συνεχίζει ο Κογκάρ ως εξής:
Στις 2 Μαΐου 1878 η Βρετανία μετέφερε τη βρετανική προσφορά μέσω του πρέσβη της στην Κωνσταντινούπολη Χένρι Λέγιαρντ: «Εάν η Ρωσία επιτίθετο στα οθωμανικά εδάφη στην Ασία (Ανατολία και Συρία), η Βρετανία θα παρείχε ένοπλη υποστήριξη, αλλά η Κύπρος θα καταλαμβανόταν και θα διοικούνταν από τη Βρετανία».
Το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε την προσφορά στις 16 Μαΐου. Στις 23 Μαΐου 1878 ο λόρδος Σόλσμπερι έστειλε ένα μυστικό τηλεγράφημα στον Λέγιαρντ δίνοντας εντολή να δώσει στον σουλτάνο προθεσμία 48 ωρών.
Αυτό το τελεσίγραφο, το οποίο όριζε προθεσμία το βράδυ της Κυριακής 25 Μαΐου, ανέφερε ότι, εάν η προσφορά δεν γινόταν δεκτή, η Βρετανία θα απέσυρε τη φιλία της, θα διέκοπτε τις διαπραγματεύσεις και τελικά θα οδηγούσε στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα με τους όρους του τελεσιγράφου, οι δεσμεύσεις της Βρετανίας ήταν οι εξής:
Ενοπλη επέμβαση και αμυντική υποστήριξη σε περίπτωση που η Ρωσία επιχειρούσε να καταλάβει οθωμανικά ασιατικά εδάφη (περιοχές όπως το Καρς, το Αρνταχάν και το Μπατούμι). Η δέσμευση αυτή είχε ως στόχο να περιορίσει τα κέρδη της Ρωσίας πριν από το Συνέδριο του Βερολίνου.
Σύμφωνα με το τελεσίγραφο, οι οθωμανικές δεσμεύσεις ήταν οι εξής:
-Το νησί της Κύπρου θα κατεχόταν και θα διοικούνταν από τη Βρετανία.
-Το νησί θα χρησιμοποιούνταν ως στρατηγική βάση για την προστασία της Συρίας και της Ανατολίας. Επιπλέον, θα εφαρμόζονταν μεταρρυθμίσεις για τους χριστιανούς υπηκόους στην Αρμενία.
Επιπλέον, τόνιζε ότι η Βρετανία μπορούσε να προστατεύσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία όχι μόνο από τους Ρώσους αλλά και από άλλες δυνάμεις, απειλώντας να αναστείλει κάθε βοήθεια σε περίπτωση άρνησης.
Ο σουλτάνος Αμπντουλχαμίτ Β’ αποδέχτηκε αυτή τη συνθήκη στις 25 Μαΐου 1878. Μικρές αλλαγές έγιναν κατόπιν αιτήματος του σουλτάνου, όπως για παράδειγμα η συνέχιση των ισλαμικών δικαστηρίων και η διαχείριση των περιουσιών των ιδρυμάτων. Η Σύμβαση της Κύπρου υπογράφηκε στις 4 Ιουνίου 1878. Η συνθήκη κρατήθηκε μυστική μέχρι πριν από το Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου – 13 Ιουλίου 1878).
Με βάση αυτήν, η Βρετανία θα υπερασπιζόταν τα ασιατικά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έναντι οιασδήποτε επιθέσεως της Ρωσίας, ενώ η Κύπρος θα παρέμενε ονομαστικά οθωμανικό έδαφος, αλλά θα κατεχόταν και θα διοικούνταν από τη Βρετανία. Οποιοδήποτε πλεόνασμα εσόδων από το νησί (περίπου 92.000 λίρες σε ετήσιο φόρο) θα καταβαλλόταν στους Οθωμανούς, οι οποίοι θα ήταν υπεύθυνοι για τους θρησκευτικούς, εκπαιδευτικούς και δικαστικούς θεσμούς του νησιού. Η συνθήκη ανακοινώθηκε τις παραμονές ενάρξεως του Συνεδρίου του Βερολίνου, στις 8 Ιουλίου 1878, ενώ στις 11 Ιουλίου, δύο ημέρες πριν από τη λήξη του, ο βρετανικός στόλος αποβιβάστηκε στη Λάρνακα και ανέλαβε τη διοίκηση της Κύπρου.
Η συμφωνία αυτή υπογράφηκε από τον σουλτάνο Αμπντουλχαμίτ Β’. Ηταν μια προσπάθεια του Αμπντουλχαμίτ να κερδίσει τη Βρετανία ως σύμμαχο εναντίον της Ρωσίας, αλλά το νησί ουσιαστικά έπεσε υπό βρετανική κυριαρχία και έλεγχο. Ως αποτέλεσμα, το 1914, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Βρετανία προσάρτησε επίσημα την Κύπρο, την οποία είχε ήδη de facto καταλάβει και διοικήσει.
Δεν είναι τυχαία η ιστορική αναφορά του βετεράνου Τούρκου αρθρογράφου. Η Αγκυρα και το τουρκικό βαθύ κράτος θεωρούν ότι οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, που ευνοούν το Ισραήλ και τον περιφερειακό του ρόλο, σε συνδυασμό με τη γεωπολιτική αναβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανάληψη της προεδρίας της Ε.Ε. για το πρώτο εξάμηνο του 2026 δημιουργούν συνθήκες που είναι δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια την κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού, που συνεχίζεται από το 1974.
Προς εξαγωγήν συμπερασμάτων…