Ο θυμός είναι διάχυτος παντού στο Ισραήλ. Ένα σχεδόν χρόνο μετά τις σφαγές της 7ης Οκτωβρίου 2023 οι Ισραηλινοί το πρώτο που ζητούν είναι να μπορούν να ζουν με ασφάλεια στη χώρα τους.

Θυμός και απογοήτευση αποτυπώνονται μέσα από τις κουβέντες απλών ανθρώπων που είδαν από τη μια μέρα στην άλλη τη ζωή τους να αλλάζει και ένα χρόνο μετά δεν ξέρουν ακόμα τι μπορεί να τους περιμένει. Για τον μέσο Ισραηλινό δεν είναι ζήτημα πολιτικής ή διαπραγμάτευσης, είναι θέμα επιβίωσης.

Δεν μπαίνουν στη λογική της πολιτικής ή διπλωματικής συζήτησης και διαπραγμάτευσης. Για τους Ισραηλινούς τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά απ’ ότι μπορεί να φαίνονται από την οπτική γωνία που τα βλέπει ο υπόλοιπος πλανήτης και κυρίως η Ευρώπη. Είτε ζουν στη περίμετρο της Γάζας, είτε στο βόρειο Ισραήλ γι’ αυτούς το ζητούμενο ένα είναι: να δημιουργηθούν εκείνες οι συνθήκες ώστε να μπορούν να ζουν στα σπίτια τους με ασφάλεια και να μην μπορεί οποιοσδήποτε τρομοκράτης να επαναλάβει το έγκλημα της 7ης Οκτωβρίου, να μην μπορεί η οποιαδήποτε οργάνωση να εκτοξεύει πυραύλους που να καταστρέφουν σπίτια και περιουσίες και να σκοτώνουν κόσμο.

Από όποια οπτική γωνία κι αν το κοιτάξει κάποιος, είτε ο συνομιλητής είναι κάποιος που κατάφερε να επιβιώσει την ημέρα της σφαγής, είτε γλύτωσε από κάποιο πύραυλο που ήρθε από το Λίβανο, ή αναλύει τα πράγματα με ακαδημαϊκή άνεση, ένα είναι το δεδομένο: Ασφάλεια.

Την εβδομάδα που πέρασε βρέθηκα (μαζί με μια μικρή ομάδα δημοσιογράφων/ακαδημαϊκών από άλλες χώρες) βρέθηκα στο γειτονικό Ισραήλ για να δούμε από κοντά τις περιοχές όπου η τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς έσφαξε και βίασε εκατοντάδες και να ακούσουμε από όσους επιβίωσαν τις συγκλονιστικές τους ιστορίες. Για το πως οι ίδιοι κατάφεραν να γλυτώσουν και πως οι δικοί τους άνθρωποι, οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γείτονες, δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί.

Η Μίρι Γκαντ επιβίωσε του τρομοκρατικού κτυπήματος της 7ης Οκτωβρίου και σήμερα περιγράφει τα όσα έγιναν στο κιμπούτς Μπε’έρι.

Στο κιμπούτς Μπε’έρι ο χρόνος σταμάτησε στις 7 Οκτωβρίου 2023. Λίγα μόλις χιλιόμετρα από τη Γάζα, η οποία είναι ορατή όταν βγεις στο μπαλκόνι. Κανείς πλέον δεν μπαίνει και η βαριά κίτρινη πόρτα του κιμπούτς ανοίγει μόνο για όσους έχουν άδεια εισόδου.

Μια περίεργη σιωπή απλώνεται παντού, σπίτια καταστραμμένα παντού και τα σημάδια της πρωτοφανούς θηριωδίας, ένα χρόνο μετά, είναι ακόμα εμφανή. Έξω από κάθε σπίτι ένα πανό υπενθυμίζει ποιος έμενε εκεί μέχρι την 7η Οκτωβρίου. Η συνοδός μας στο κιμπούτς, Μίρι Γκαντ Μεσικά, στέκεται έξω από κάθε σπίτι και μοιράζεται μαζί μας την ιστορία των ανθρώπων που κατοικούσαν εκεί, γνώριζε μία-προς-μία την κάθε οικογένεια. Μοιράζεται μαζί μας το πως η ίδια κατάφερε εκείνη την ημέρα να γλυτώσει από τους τρομοκράτες.

Στο διπλανό νεκροταφείο, το οποίο βρίσκεται λίγα μέτρα έξω από το κιμπούτς ξεκίνησαν οι προετοιμασίες για τα μνημόσυνα που θα τελεστούν την 7η Οκτωβρίου, με τη συμπλήρωση ενός χρόνου. Η όλη τελετή θα γίνει ιδιωτικά, όπως μας είπε. Ούτε επιθυμούν και ούτε θέλουν να δουν εκπροσώπους της κυβέρνησης. Για τους επιζώντες του Μπε’έρι κανένας κρατικός αξιωματούχος δεν έχει θέση… γιατί κανένας δεν ήταν εκεί να τους προστατέψει την ώρα που έπρεπε.

Ο θυμός και πικρία βγαίνει από βαθιά μέσα τους. Το κράτος δεν ήταν εκεί για να τους προστατέψει την ώρα που έπρεπε και όπως μόνοι τους επιβίωσαν έτσι και τώρα μόνοι τους θα μνημονεύσουν αυτούς που χάθηκαν.

Ο χρόνος σταμάτησε τα ξημερώματα της 7ης Οκτωβρίου 2023.

Απ’ εκεί θα βρεθούμε στο σημείο της μεγάλης σφαγής, στο χώρο του Nova Festival.  Εκεί που χιλιάδες νέοι διασκέδαζαν ανέμελα μέχρι τις πρωινές ώρες της 7ης του Οκτώβρη. Μαζί μ’ αυτούς και ο Αμίτ Μουσάι, ο οποίος μας υποδέχθηκε με τη γνωστή άνεση του ξεναγού (που είναι και το δικό του επάγγελμα) για μας οδηγήσει εκεί που ίδιος με τους τρεις φίλους του βρέθηκε εκείνη την ημέρα.

Από χώρος διασκέδασης μετατράπηκε σ’ ένα απέραντο νεκροταφείο με τις φωτογραφίες των 400 τόσων νεκρών να είναι παντού. Νέοι άνθρωποι που το μόνο τους «έγκλημα» ήταν πως πήγαν να διασκεδάσουν, όπως κάνουν όλοι οι νέοι στην Ευρώπη, στην Αμερική και σε τόσα άλλα μέρη της υφηλίου. Ο Αμίτ μας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα όσα έζησε, από την ώρα που έφυγε από το σπίτι του μέχρι και την ώρα που επέστρεψε πίσω 18 ώρες μετά.

Βγαίνουμε από το άλσος του Μπε’έρι για να πάμε σ’ ένα καταφύγιο στο δρόμο 232 το οποίο πλέον φέρει το όνομα ως «Καταφύγιο του Θανάτου» (The Death Migunit). Ο Αμίτ κατεβαίνει από το λεωφορείο. Δεν μπορεί να προχωρήσει πιο κάτω. Είναι ο δρόμος που ο ίδιος ακολούθησε για να διαφύγει και έκτοτε δεν έχει ξαναπάει. Και στο συγκεκριμένο καταφύγιο είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή δύο οικογενειακοί φίλοι οι οποίοι την ημέρα εκείνοι πήγαιναν να τον συναντήσουν στο φεστιβάλ, αλλά δεν συναντήθηκαν ποτέ.

Στο Σντερότ ακούμε τις ιστορίες εκείνων που επέζησαν για το πως προσπαθούν να φτιάξουν και πάλι τη ζωή του. Πως αυτή η μικρή πόλη προσπαθεί να βρει και πάλι τον παλιό της εαυτό κοιτάζοντας προς το μέλλον.

Το Οφακίμ πλήρωσε βαρύ τίμημα γιατί η Χαμάς φρόντισε να συγκεντρώσει πληροφορίες χρησιμοποιώντας Παλαιστίνιους εργάτες.

Το βράδυ μας βρίσκει στο Οφακίμ. Η Μάζι Ντέρι μας οδηγεί σε μια γειτονιά όπου έγιναν μάχες μεταξύ των κατοίκων του χωριού και τους τρομοκράτες. Όμως πολύ σύντομα δίπλα στην Μάζι ήρθαν κι άλλοι για να μας πουν τη δική τους ιστορία. Γι’ αυτούς είναι σημαντικό που βρίσκονταν εκεί κάποιοι για να τους ακούσουν, να ακουστεί η δική τους φωνή. Να μας πουν για τους ήρωές τους που πολέμησαν τους τρομοκράτες που έδειξαν πως ήξεραν που θα κτυπούσαν. Στο εύλογο ερώτημα πως ήξεραν, η απάντηση μας δείχνει προς τα που θα πρέπει να κοιτάξουμε για το τι προηγήθηκε.

Οι πλείστοι εξ αυτών που μπήκαν στο Οφακίμ στο παρελθόν βρίσκονταν εκεί ως εργάτες από τη Γάζα. Γνώριζαν πρώτα απ’ όλα ότι στη συγκεκριμένη γειτονιά στα σπίτια και στις μικρές πολυκατοικίες (οι οποίες θυμίζουν τους δικούς μας τους συνοικισμούς) δεν υπήρχαν καταφύγια. Μέσα στη γειτονιά υπήρχε ένα μόνο καταφύγιο για να πάει ο κόσμος, και ήξεραν ποιος είχε το κλειδί και τον περίμεναν την ώρα που πήγαινε προς τα εκεί για τον σκοτώσουν.

Οι αφηγήσεις δεν τελειώνουν και δεν μπορεί να τελειώσουν εύκολα. Τα τραύματα εκείνης της ημέρας είναι πολλά. Όπως και ο θυμός όσων επέζησαν. Οι 1200 νεκροί δεν τους είναι άγνωστοι. Ο καθένας γνωρίζει ή συνδέεται με κάποιο από τα θύματα. Και κάθε φορά που θυμάται θυμώνει ακόμα περισσότερο με αυτούς που διέπραξαν τη σφαγή και μ’ αυτούς που όφειλαν να τους προστατέψουν και δεν το έπραξαν.

Στο Τελ Αβίβ ένα ρολόι μετρά το κάθε δευτερόλεπτο που περνά και δεν έχουν ακόμα απλευθερωθεί οι 101 όμηροι.

Μετρά κάθε δευτερόλεπτο

Κοντεύει ένας χρόνος από την ημέρα που οι τρομοκράτες μπήκαν στην περιμετρική Γάζα, ή Οτέφ Άζα όπως τη λένε οι Ισραηλινοί, και στο Τελ Αβίβ στην πλατεία των ομήρων, ένας ηλεκτρονικός πίνακας μετρά το κάθε δευτερόλεπτο από την ώρα που είχαν απαχθεί οι πρώτοι όμηροι από τη Χαμάς.

Εκεί, αλλά και στα κοντινά γραφεία της οργάνωσης που δημιουργήθηκε για στήριξη των συγγενών των ομήρων μαζεύεται κόσμος. Αισθάνονται μόνοι τους γιατί κανένας δεν βρέθηκε να τους συμπαρασταθεί. Οι εθελοντές που βρίσκονται στο κέντρο και την πλατεία προσπαθούν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν, μέχρι και ο τελευταίος όμηρος να επιστρέψει πίσω στο Ισραήλ.

Μονόδρομος η χερσαία επίθεση προς βορρά

Η δική μας παρουσία στο Τελ Αβίβ συνέπεσε με τις διάφορες διεργασίες στη Νέα Υόρκη και την προσπάθεια ξένων ηγετών να αποφευχθεί η επέκταση του πολέμου προς το Λίβανο. Ήδη τις τελευταίες ημέρες είχαν ακουστεί ουκ ολίγα για κινήσεις από ξένους ηγέτες να αποφευχθεί μια νέα στρατιωτική επιχείρηση του Ισραήλ προς την κατεύθυνση του Λιβάνου.

Ωστόσο, αυτό που αποκομίζει κάποιος συνομιλώντας με Ισραηλινούς αξιωματούχους και ειδικούς είναι πως η χερσαία επιχείρηση προς την κατεύθυνση του Λιβάνου θεωρείται αναπόφευκτη, δίνοντας την εντύπωση ότι είναι απλώς θέμα ημερών για να ξεκινήσει (αυτό μέχρι την Πέμπτη το μεσημέρι).

Για την κυβέρνηση στην Ιερουσαλήμ ο στόχος φαίνεται να είναι ξεκάθαρος ως προς τι θα πράξει σε σχέση με το Λίβανο. Και είναι αυτό που ζητούν και οι κάτοικοι της Κιριάτ Σμονά και των άλλων κοινοτήτων στο βόρειο Ισραήλ που αναγκάστηκαν να φύγουν φοβούμενοι ότι θα βίωναν κάτι ανάλογο με τις κοινότητες στα νότια της χώρας. Ο φόβος νέων σφαγών οδήγησε την κυβέρνηση, στο να αποφασίσει ότι οι κάτοικοι των πόλεων και κοινοτήτων στα βόρεια της χώρας κοντά στα σύνορα με το Λίβανο θα έπρεπε να μετακινηθούν προς ασφαλείς περιοχές.

Συνομιλώντας με κατοίκους από την Κιριάτ Σμονά που μένουν τώρα στην περιοχή του Τελ Αβίβ εκείνο το οποίο καταγράφουμε είναι η απαίτησή τους όπως η κυβέρνηση προχωρήσει σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να τους παράσχει ασφάλεια και να σταματήσουν να αποτελούν καθημερινό στόχο των πυραύλων της Χεζμπολάχ.

Φιλελεύθερος