Πριν λίγα χρόνια έλαβε χώρα στην Ελλάδα μια οξεία διαμάχη μεταξύ αρχηγών και στελεχών πολιτικών κομμάτων σχετικά με το αν υπάρχουν σύνορα στη θάλασσα. Η συζήτηση αυτή δεν αφορούσε γενικά την ύπαρξη συνόρων στην θάλασσα, αλλά τις γεωφυσικές παραμέτρους που ισχύουν στη θάλασσα σε σύγκριση με τις αντίστοιχες στο έδαφος, στην προσπάθεια αναχαίτησης της εισόδου παράτυπων προσφύγων και μεταναστών στη χώρα.

Η σημασία του ερωτήματος δεν πρόκυπτε αφ’ εαυτή, αλλά ήταν ευθέως συνδεδεμένη τη βαρύτητα που είχε αποκτήσει στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρα το μεταναστευτικό και η προσπάθεια ανακοπής των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών. Συνεπώς το ερώτημα περί συνόρων γίνεται λιγότερο ή περισσότερο σημαντικό όταν συνδέεται με την ανεξαρτησία/κυριαρχία της χώρας, με την οικονομική, κοινωνική κατάσταση κ.λπ. κατάστασή της στο εσωτερικό, αλλά και στο διεθνές  σύστημα. Και φυσικά η σημασία εκείνων ή των άλλων συνόρων συναρτάται με το πόσο έχουν καθιερωθεί ως σημαντικές οι οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές διεργασίες με τις οποίες συνδέονται.

Στο κείμενο αυτό μιλάμε για σύνορα της χώρας στον αέρα αλλά όχι για τον εθνικό εναέριο χώρο, ανεξάρτητα από τις εντός και εκτός χώρας διαφωνίες που μπορεί να υπάρχουν για το ζήτημα αυτό.  Ίσως αρκετοί δεν γνωρίζουν ότι έτσι όπως η χώρα διαθέτει εθνικά σύνορα στον αέρα, διαθέτει σύνορα και στις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες μέσω των οποίων διασχίζει το σήμα των σταθμών τον αέρα και τα σύνορα των χωρών στον αέρα.

Για ποια σύνορα στον αέρα μιλάμε;

Δεδομένου του γεγονότος ότι διανύουμε την περίοδο των θερινών διακοπών και ως εκ τούτου αρκετοί Έλληνες και ξένοι πολίτες θα βρεθούν στα νησιά του Ανατολικού, αλλά ακόμα και του Κεντρικού Αιγαίου, όπως λ.χ. στην Τήνο όπως ανέφερε πρόσφατα σε σχετικό του άρθρο ο π. Διευθυντής του ΑΠΕ Μ. Ψύλος, θα αντιληφθούν περισσότεροι και περισσότερο, κάτι που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι κάτοικοι των νησιών όταν ανοίγουν τα ραδιόφωνά τους, χειμώνα – καλοκαίρι, πρωί – βράδι. Αν π.χ. βρεθείς να οδηγείς στη Λέσβο ή επιχειρήσεις να ακούσεις ραδιόφωνο καθισμένος σε μια παραλία, παντού, αλλά ιδιαίτερα σε περιοχές που βλέπουν προς τα ανατολικά του νησιού, αν όχι τα δυο τρίτα, τουλάχιστον οι μισοί ραδιοφωνικοί σταθμοί που θα «πιάσεις» είναι τουρκικοί. Εμβόλιμα να πω ότι αυτό με έκανε να θυμηθώ ότι μπαίνοντας στην Πάφο ή ακόμα και μέσα στην Πάφο άκουγες περισσότερους ισραηλινούς σταθμούς παρά κυπριακούς.

Επανερχόμενος στην ελληνική περίπτωση να πω πως υποθέτω ότι το ίδιο συμβαίνει και στη Χίο, στη Σάμο, στη Λήμνο και άλλα νησιά. Μάλιστα, στη Λέσβο τουλάχιστον, συμβαίνει και το εξής απίθανο. Ενώ ακούς τον ελληνικό ραδιοφωνικό σταθμό της προτίμησής σου ή μουσική από USB στικάκι ή CD, παρεμβάλλεται ξαφνικά χωρίς να το επιλέξεις και χωρίς να κάνεις εσύ κάποια ενέργεια τουρκικός ραδιοφωνικός σταθμό. Και πρέπει να κάνεις ενέργειες για να επανέλθεις στην πηγή από την οποία άκουγες μουσική πριν την «εισβολή». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από πολιτιστική άποψη είναι μια εξαιρετικά βίαιη τακτική αυτή που ακολουθούν οι εν λόγω τουρκικοί σταθμοί και από νομική μάλλον παράνομη. Κατά την άποψή μου αυτό συμβαίνει διότι επιδιώκει προπαγανδιστικούς σκοπούς καθώς δεν ισχύουν εσωτερικοί πολιτικοί ή οικονομικοί.

Σε αυτά τα ελληνικά νησιά οι ελληνικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί που εκπέμπουν είναι εκείνοι που υπήρχαν πριν πολλά χρόνια και διαθέτουν προσωρινές άδειες. Δεν υπάρχει νόμιμος τρόπος να αποκτήσει κάποιος άτομο, συλλογικότητα ή επιχείρηση νέο ραδιοφωνικό σταθμό ει μη μόνο αν αγοράσει κάποιον από τους υφιστάμενους, ενώ δεν υφίσταται νέα διαδικασία αδειοδότησης, καθώς αυτή έχει «κολλήσει» εδώ και χρόνια, άγνωστο για ποιους ουσιαστικούς λόγους. Με αποτέλεσμα τις συχνότητες να καταλαμβάνουν εκεί οι τουρκικοί σταθμοί. Ενώ οι διαδικασίες μεταβίβασης, η τήρηση των χρονικών περιορισμών κ.ά. πτυχές της λειτουργίας των ελληνικών σταθμών εξετάζονται με τον μεγεθυντικό φακό, σε ότι αφορά την (παράνομη) εκπομπή στα νησιά τουρκικών σταθμών «πετάμε αετό», λες και είναι φυσικό φαινόμενο όπως η έκλειψη του ηλίου.

Τι/ς πταίει;

Και πάμε τώρα στο «ψητό».  Ενώ στην Ελλάδα, τύποις, αντιμετωπίζουμε τα ΜΜΕ ως επιχειρήσεις, στη γειτονική Τουρκία τα βλέπουν επιπλέον ως μέσα άσκησης διπλωματίας όταν απευθύνονται στο εξωτερικό. Για την ακρίβεια ως μέσα άσκησης δημόσιας και πολιτιστικής διπλωματίας η οποία κάνει πιο εύκολο το έργο της κλασσικής, ιδιωτικής διπλωματίας. Τρανή απόδειξη αφενός η οικονομική χορηγία προς τις τηλεοπτικές τουρκικές σειρές στο πρόσφατο παρελθόν προκειμένου να είναι φθηνές και αγοράζονται από ΜΜΕ γειτονικών χωρών σε οικονομική δυσπραγία και αφετέρου ο όρος που έθεταν αυτές οι σειρές να μη μεταγλωττίζονται, αλλά να υποτιτλίζονται. Προκειμένου ο πληθυσμός των άλλων χωρών να ακούει την τουρκική λαλιά, ίσως με σκοπό να ξυπνήσει λιγότερο ή περισσότερο το οθωμανικό τους παρελθόν. Σενάριο που δεν είναι καθόλου επιστημονικής φαντασίας αν το συνδυάσουμε με την πολιτική της «γαλάζιας πατρίδας» και την τακτική της πολιτιστικής διείσδυσης που ακολουθεί ο Ερντογάν και ερντογανιστές.

Με άλλα λόγια, ο κατακλυσμός του «αέρα» των νησιών με τόσους ραδιοφωνικούς σταθμούς μόνο τυχαίο δεν είναι. Αλλά και στην περίπτωση που ήταν τυχαίο, δεν είναι τυχαία η ελληνική αντίδραση. Βιάζομαι να πω ότι δεν εννοώ ότι η ελληνική στάση σκόπιμα επιδιώκει να διευκολύνει την στρατηγική της «πολιτιστικής διείσδυσης». Αλλού είναι το ζήτημα.

Ανέφερα προηγουμένως ότι στην Ελλάδα τα ΜΜΕ και συνεπώς και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί αντιμετωπίζονται με οικονομικούς όρους, δηλαδή ως επιχειρήσεις. Πόσο όμως ισχύει αυτό; Η αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών επί 29 έτη μόνο για οικονομικούς λόγους δεν καθυστέρησε. Καθυστέρησε για πολιτικούς και μόνο για πολιτικούς λόγους, επειδή ο έλεγχός των ΜΜΕ ήταν εξαιρετικά σημαντική παράμετρος στη διεκδίκηση ή στη διατήρησης στην εξουσία ορισμένων πολιτικών κομμάτων. Αδιαφορώντας για τη ζημία στον πολιτισμό αυτής της χώρας, αδιαφορώντας για το αν λαμβάνουν σφαιρική και δημοκρατική ενημέρωση οι πολίτες, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις ζωές τους και τις ζωές των παιδιών τους, αλλά και για τη χώρα.

Με άλλα λόγια η πολιτική, πολιτιστική και οικονομική βλάβη που υπέστησαν οι πολίτες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη συμβολή των ΜΜΕ σε αυτήν, δεν ήταν σκοπούμενη, αλλά «παράπλευρη απώλεια» στη διεκδίκηση εκ μέρους πολιτικών κομμάτων της εξουσίας και των ποικίλλων οφελών που αυτή διασφάλιζε. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην υπόθεση με τον έλεγχο των ραδιοφωνικών συχνοτήτων στα νησιά του Αιγαίου από τουρκικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς και τις σκοπιμότητες που πιθανόν βρίσκονται πίσω από το γεγονός.

Για να γίνω πιο ξεκάθαρος να πω ότι ο χάρτης συχνοτήτων είχε σχεδιασθεί και αποφασισθεί από το 2014. Με βάση εκείνο τον χάρτη συχνοτήτων έγινε κατά βάση η αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών εθνικής εμβέλειας το 2017. Τα επόμενα βήματα για να μπει τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο της χώρας συνολικά ήταν α) να γίνει η αδειοδότηση των περιφερειακών τηλεοπτικών σταθμών,  β) να γίνει η αδειοδότηση των θεματικών τηλεοπτικών σταθμών, γ) να γίνει η μετάβαση στο ψηφιακό ραδιόφωνο και δ) να γίνει η αδειοδότηση όλων των ραδιοφωνικών σταθμών, παλιών και νέων.

Σε παρένθεση να σημειώσουμε, καθώς αυτό δεν είναι το κύριο θέματα της ανάλυσής μου, ότι δεδομένου πως οι συχνοτικές περιφέρειες (allotments) δεν συμπίπτουν με τις γεωγραφικές (νομούς παλιά, περιφέρειες σήμερα) θα έπρεπε να εκδοθεί νέος χάρτης συχνοτήτων ανά συχνοτική περιφέρεια (allotment) που θα προβλέπει τον αριθμό και άλλα ζητήματα εκπομπής τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών. Σημειωτέον εδώ ότι η χρήση και ο αριθμός των συχνοτήτων σε όμορες χώρες καθορίζονται μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ τους στα πλαίσια της ITU (Διεθνής Ένωση Τηλεπικοινωνιών) που έχει και την ευθύνη για τη διαχείριση των συχνοτήτων παγκοσμίως. Σημειωτέον επίσης ότι σε περίπτωση που μια χώρα δεν αξιοποιεί τις συχνότητες που μετά από συμφωνίες της κατοχυρώθηκαν, τότε αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλες, όμορες χώρες.

Όμως γιατί δεν προχωρά η διευθέτηση των τεσσάρων ως άνω σημείων που ανέφερα;  Είναι θέμα οικονομικό, είναι θέμα αδράνειας ή κάτι άλλο; Μετά την ολοκλήρωση της αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών εθνικής εμβέλειας το ΕΣΡ είχε να αντιμετωπίσει και αυτά τα ζητήματα. Στο σχετικό δίλημμα αν θα διευθετήσει πρώτα των αδειοδότηση των θεματικών ή των περιφερειακών σταθμών, το συμβούλιο με πλειοψηφία αποφάσισε το δεύτερο. Ωστόσο για να γίνει αυτό, όπως προείπαμε, θα έπρεπε η (νέα) κυβέρνηση να δώσει έναν νέο χάρτη συχνοτήτων που να αφορά τις συχνοτικές περιφέρειες. Κάτι, που εξ όσων γνωρίζω, δεν έγινε από το 2019 και μέχρι σήμερα.

Πολλοί μπορεί να είναι οι λόγοι γι’ αυτό. Η δική μου εκτίμηση είναι πως οι λόγοι για τη μη ολοκλήρωση της αδειοδότησης των περιφερειακών τηλεοπτικών σταθμών, και συνεπώς να προχωρήσουμε στη συνέχεια και στην ψηφιοποίηση και αδειοδότηση των ραδιοφωνικών σταθμών και έτσι την πλήρη εκμετάλλευση του φάσματος των συχνοτήτων που έχει η χώρα, είναι παρόμοιοι με εκείνους στους οποίους οφείλεται η επί 29 χρόνια καθυστέρηση της αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών εθνικής εμβέλειας. Δηλαδή πολιτικοί. Οι περιφερειακοί σταθμοί, κυρίως στη περιφέρεια έχουν μια επιρροή που δεν είναι καθόλου ασήμαντη, καθώς η λειτουργία τους συνδέεται με την τοπική κοινωνία, την τοπική οικονομία κοκ, ιδιαίτερα σε μια εποχή απορρύθμισης, αποκέντρωσης και glocalization.

Με άλλα λόγια είναι πηγές οικονομικής και κυρίως πολιτικής δύναμης στις περιφέρειες, τόσο για τη διατήρηση της πολιτικής εξουσίας σε επίπεδο κράτους και σε επίπεδο περιφέρειας, αλλά και για τη διεκδίκησή της. Είναι μάλλον βέβαιο ότι μια προσπάθεια αδειοδότησης των περιφερειακών σταθμών θα θίξει επί δεκαετίες καθιερωμένα συμφέροντα (τουλάχιστον επειδή θα επιβληθεί ετήσιο τέλος, αλλά επίσης τουλάχιστον επειδή ίσως θέσει σε αμφισβήτηση την καθιερωμένη τακτικής κάλυψης των γεγονότων, τους καθιερωμένους δεσμούς μεταξύ μέσων και τοπικών πολιτικών κοκ).  Το γεγονός ότι το βάρος της δημόσιας προσοχής δόθηκε επί δεκαετίες στους σταθμού εθνικής εμβέλειας δεν καθιστά τους περιφερειακούς άμεμπτους ή απαλλαγμένους από σχέσεις προτίμησης προς ιδιαίτερες πολιτικές στην περιφέρεια ή στο κράτος ή ακόμα και σε ορισμένα πολιτικά πρόσωπα.

Έτσι λοιπόν στο βαθμό που ισχύει η ερμηνεία πως είναι πολιτικοί οι λόγοι για τους οποίους δεν γίνεται η αδειοδότηση των περιφερειακών τηλεοπτικών σταθμών όπως γινόταν επί χρόνια με τους σταθμούς εθνικής εμβέλειας, έτσι είναι πολιτικοί και οι λόγοι για τους οποίους δεν διευθετούνται και τα άλλα ζητήματα της τετράδας που επεσήμανα, μεταξύ των οποίων και η αδειοδότηση των ραδιοφωνικών σταθμών, περιλαμβανομένων και εκείνων που εκπέμπουν στις γωνιές στης χώρας.

Με άλλα λόγια δεν είναι και τόσο οικονομικοί οι λόγοι το  γεγονότος ότι τουρκικοί σταθμοί σαρώνουν τις συχνότητες στα νησιά του  Βόρειο-Ανατολικού, Κεντρικού και Νότιου  Αιγαίου, αλλά πολιτικοί. Με μια διαφορά, στην Τουρκία το κάνουν για λόγους δημόσιας και πολιτικής διπλωματίας, δηλαδή για λόγους που έχουν να κάνουν με την εξωτερική τους πολιτική και στην προκειμένη περίπτωση με την Ελλάδα αν και δεν το κάνουν μόνο με την Ελλάδα. Αν ισχύει η ανάλυσή μας, στην Ελλάδα γίνεται για λόγους εσωτερικής πολιτικής, για λόγους που έχουν να κάνουν με τον κομματικό ανταγωνισμό πολιτικών κομμάτων εξουσίας για τη νομή της εξουσίας.

Με άλλα λόγια, και υπό την αίρεση ότι ισχύει η ως άνω ανάλυση, η σάρωση του ραδιοφωνικού αέρα στο Αιγαίο είναι «παράπλευρη απώλεια»,  αυτής της εσωτερικής διαπάλης για τη διεκδίκηση τη διατήρηση πολιτικών κομμάτων και προσώπων στην εξουσία.

Ναυτεμπορική