Άκου τώρα τι τον ενόχλησε τον αναλυτή του Κυπριακού. Έγραψα προχτές ότι μισό αιώνα τώρα, η Τουρκία συντηρεί στην Κύπρο 40.000 στρατιώτες και ενώ τόσα χρόνια άνοιξε στρατιωτικά μέτωπα και στρατιωτικές αποστολές σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, από την Κύπρο δεν απέσυρε ούτε έναν Τούρκο στρατιώτη.

Κι αυτό ως σημείωση σε ένα κείμενο, όπου υποστήριζα πως η τουρκική πλευρά δεν έκανε ούτε μία υποχώρηση έστω και μόνο για να στείλει ένα θετικό μήνυμα.

Μην τα επαναλαμβάνω, δεν λέω και κάτι πρωτόγνωρο, όσοι θέλουν να καταλάβουν τα βλέπουν και μόνοι τους. Ενοχλήθηκε, όμως, ο κορυφαίος αναλυτής της σουρεαλιστικής σχολής, ο Πάμπος, κι έκατσε κι έγραψε ολόκληρη απάντηση στην οποία επαναλάμβανε τις ημερομηνίες που προέβλεπε το σχέδιο Ανάν για την αποχώρηση των στρατευμάτων. Για να επαναλάβει τη χυδαιότητα: Οι Τούρκοι ψήφισαν να φύγουν οι στρατιώτες, οι Ελληνοκύπριοι ψήφισαν να μείνουν. Τόσο ωμά το είπε!

Χυδαιότητα είναι -με το συμπάθιο Πάμπο μου- να ισχυρίζεται Ελληνοκύπριος αρθρογράφος σε ελληνοκυπριακή εφημερίδα ότι οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες ήθελαν να μείνει ο κατοχικός στρατός να κατακρατεί τις περιουσίες τους κι αυτοί να συνεχίσουν να ζουν στους προσφυγικούς συνοικισμούς.

Τι νόημα έχει να προσφέρουν τόσο απλόχερα άλλοθι στον κατοχικό στρατό; Ότι ήθελαν να φύγουν οι Τούρκοι εισβολείς κι εμείς δεν τους αφήσαμε. Άρα αυτοί είναι οι καλοί κι εμείς οι κακοί. Ούτε λογική υπάρχει πλέον, ούτε ηθική, ούτε τίποτα. Να τα ισοπεδώσουμε όλα στο βωμό της αυτοδικαίωσης και γαία πυρί μιχθήτω.

Είναι απλό, όμως. Συμφώνησαν χρονοδιαγράμματα οι Τούρκοι (και ας πούμε ότι θα τα τηρούσαν) να αποχωρήσει ο κατοχικός στρατός, διότι με όσα άλλα θα συμφωνούσαμε δεν θα χρειαζόταν να είναι στην Κύπρο ο στρατός τους. Θα την έλεγχαν μια χαρά την Κύπρο ολόκληρη και χωρίς να έχουν στρατό επί τόπου να επιβάλλει τον έλεγχο.

Μήπως επειδή πέρασαν τα χρόνια νομίζουν ότι ξεχάσαμε και μπορούν οι λίγοι που τάχθηκαν υπέρ εκείνης της πλεκτάνης σε βάρος των Ελληνοκυπρίων, να λένε ό,τι τους καπνίσει; Οι Ελληνοκύπριοι δεν ψήφισαν τότε να μην φύγει ο τουρκικός στρατός, ψήφισαν να μην χαρίσουμε την Κύπρο στην Τουρκία, να μην εγκρίνουμε την μετατροπή της σε τουρκικό προτεκτοράτο. Κι όσο κι αν η προπαγάνδα των ίδιων ανανιστών, που δεν κατάλαβαν τίποτε τόσα χρόνια, θέλει να αλλοιώσει το φρόνημα, την κρίση και την αξιοπρέπεια του λαού, για να είναι πιο ευάλωτος στην επόμενη πλεκτάνη, την ίδια απάντηση θα λάβουν αν τους παρουσιάσουν ξανά τις ίδιες εκτρωματικές ρυθμίσεις.

Δεν έχει νόημα να τα ξαναλέμε, αλλά επειδή η προπαγάνδα πάει σύννεφο, προς απάντηση στην χυδαιότητα ότι οι Τούρκοι ήθελαν να φύγει ο στρατός και οι Ελληνοκύπριοι ήθελαν να μείνει, υπενθυμίζω μόνο αυτό: Ο συνταγματολόγος Βαγγέλης Βενιζέλος, έλεγε τότε ότι το Ανάν είναι «τέρας», που «μπορεί να το ξετινάξει κανείς σε δύο λεπτά από πλευράς δικαίου» (29/3/04). Ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Διεθνούς Ένωσης Συνταγματικού Δικαίου Κώστας Μαυριάς και ο διευθυντής του Ινστιτούτου Συνταγματικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Κασιμάτης (ανακοίνωση, 23/4/04) το έκριναν ως «συνταγματικό τερατούργημα» που «έρχεται σε πλήρη αντίθεση προς τις θεμελιώδεις αρχές του σεβασμού της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της δημοκρατίας».

Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Δημήτρης Τσάτσος το χαρακτήρισε «κείμενο παράφρονος» που «καμμιά ομοσπονδία δεν θα μπορούσε να συζητήσει» (21/3/04). Ένας εκ των αρχιτεκτόνων της πλεκτάνης, ο λόρδος Νταίηβιντ Χάνεϊ, δέκα χρόνια μετά ομολόγησε ότι το τελικό σχέδιο, που πήγε στο δημοψήφισμα «ήταν απερίσκεπτα γενναιόδωρο προς τους Τούρκους» (14/9/14).

Τώρα, είκοσι χρόνια μετά, οι φωστήρες μας, τα εξαφανίζουν όλα από τις συζητήσεις τους για να απλουστεύσουν την απόρριψη από τους Ε/κ -την απόρριψη του συνταγματικού τερατουργήματος, του κρατικού εξαμβλώματος και του ιστορικού εγκλήματος κατά της ελληνοκυπριακής κοινότητας- και να εξιδανικεύσουν το τουρκικό «ναι» σε μια διευθέτηση «απερίσκεπτα γενναιόδωρη» στις ορέξεις τους.

Τουλάχιστον, να το έκαναν με προοπτική να εισπράξουν σατραπείες από την αυλή του Αρταξέρξη, να τους πούμε χαλάλι. Ή χαράμι.