Όταν το γνωστό σύστημα, που κατοικοεδρεύει στη Λευκωσία και την Αθήνα, οι λεγόμενες ελίτ, χαίρονται με τις … εξελίξεις, οι υπόλοιποι πρέπει να κρατούμε μικρό καλάθι. Η πρόσκληση προς τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας, Χακάν Φιντάν, στο άτυπο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων στις Βρυξέλλες στις 29 Αυγούστου, δεν είναι, λοιπόν, καλή εξέλιξη όσο και να προσπαθούν να μας την παρουσιάσουν ως τέτοια.

Είναι απλά τα πράγματα και ας είμαστε σαφείς από την αρχή: Ο πρώην αρχικατάσκοπος της Τουρκίας, που κομπάζει ότι έχει φακέλους για όλους τους πολιτικούς ή διπλωμάτες που συναντά -σε παγκόσμιο επίπεδο- θα λάβει μέρος σε ένα Συμβούλιο, στο οποίο συμμετέχει η Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία, όμως,  δεν αναγνωρίζει.

Να το εξηγήσουμε ξανά; Να το πάρουμε από την αρχή; Τι δεν καταλαβαίνουν στο Προεδρικό Μέγαρο της Κύπρου αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου στην Αθήνα; Εκτός αν μας επιφυλάσσουν τη «μάνα» των εκπλήξεων…  Μήπως ο Φιντάν  (με το όνομα και τη χάρη) θα αναγνωρίσει – μέχρι τις 29 Αυγούστου- την Κυπριακή Δημοκρατία και μας το κρύβουν;

Σίγουρα το θέμα δεν είναι για να αστειευόμαστε, αλλά πως να το αντιμετωπίσουμε διαφορετικά; Στην πραγματικότητα είμαστε για κλάματα. Και ζούμε με την ελπίδα ότι ίσως, κάποτε τέλος πάντων, η κατοχική Τουρκία θα φιλοτιμηθεί να προσέλθει στο διαπραγματευτικό τραπέζι και θα δεχθεί μία καθαρή ομοσπονδιακή λύση με ενιαίο κράτος και χωρίς τείχη και διαχωρισμούς.

Όνειρο είναι, και με βάση τα σημερινά δεδομένα σίγουρα απραγματοποίητο όνειρο είναι. Διότι η κατοχική δύναμη δεν αλλάζει θέσεις όπως αλλάζει τα πουκάμισα του ο Ταγίπ Ερντογάν. Μετά και τη δεύτερη εισβολή ζητούσε έξι καντόνια και θα ήταν ευχαριστημένη και φτάσαμε να είμαστε ενώπιον της διχοτόμησης, και μάλιστα με την υπογραφή μας. Υπάρχουν πολλοί στην Κύπρο που αν η Τουρκία τους επέστρεφε την κατεχόμενη Μόρφου και έκανε …Σιγκαπούρη την κατεχόμενη Αμμόχωστο, θα υπόγραφαν τη διευθέτηση των δύο κρατών και με τα δύο τους τα χέρια. Ας μην κοροϊδευόμαστε.

Η Λευκωσία και η Αθήνα έπρεπε να θέσουν όρους για να προσκληθεί ο Φιντάν στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων. Βεβαίως, μπορεί και να τους κάνει πλάκα ο άθλιος ισλαμιστής και στο τέλος να μην πάει καν στις Βρυξέλλες. Να απορρίψει την πρόσκληση σύσσωμης της ευρωπαϊκής Ελίτ, που θεωρεί ορθώς, ως είναι, τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά δεν κάνει τίποτα για μία άλλη εισβολή, της Τουρκίας, σε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αντίθετα προσκαλεί τον εισβολέα της, να πάει ως προσκεκλημένος των υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε. -όλοι πρέπει να συμφωνήσουν- και να πει το αφήγημα και το ποίημα του, ενώπιον των ομολόγων τους της Κύπρου και της Ελλάδας, οι οποίοι φυσικά και συναίνεσαν.

Απολογούμαι που δεν καταλαβαίνω γρι από υψηλή πολιτική, αλλά με τα ολίγα που γνωρίζω μπορώ να προβλέψω ότι τούτη η ιστορία των «φιλικών σχέσεων» με την Τουρκία θα σκάσει κάποια στιγμή στην Κύπρο, αλλά και στο Αιγαίο. Λυπάμαι, αλλά η χώρα του Αττίλα εκμεταλλεύεται στο έπακρον τον χώρο που της δίνουν η ελληνική και η κυπριακή διπλωματία. Eμείς απλά αγοράζουμε χρόνο, διότι δεν έχουμε στρατηγική. Κάθε κυβέρνηση αλλάζει τους σχεδιασμούς της προηγούμενης. Έχει καταλάβει κανείς ποιος είναι ο στόχος.

Ας υποθέσουμε ότι ο Ερντογάν σηκώνει το τηλέφωνο και λέει στο τσιράκι του στα κατεχόμενα σήκω και πήγαινε στη Νέα Υόρκη να συναντηθείς με τον Χριστοδουλίδη. Ας υποθέσουμε ότι η τριμερής οδηγεί σε διαπραγματεύσεις. Τι θα πράξουν ο Πρόεδρος της Κύπρου και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας εάν στο τραπέζι η Τουρκία κατεβάσει τη λύση των δύο κρατών; Διότι αυτό είναι το βασικό και μείζον ζήτημα σήμερα και όχι να οδηγηθεί η Λευκωσία και το κατοχικό καθεστώς σε συνομιλίες. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή και -όπως πάντα- θα αποβεί σε βάρος των συμφερόντων του Ελληνισμού.

Η Λευκωσία με τη βοήθεια της Αθήνας πρέπει να αλλάξουν τον βηματισμό τους αναφορικά με το Κυπριακό. Γιατί επιμένουν σε μία διευθέτηση που σχεδιάστηκε αποκλειστικά για την Τουρκία και η οποία πλέον την έχει εγκαταλείψει; Και δεν την έχει εγκαταλείψει επειδή δεν την συμφέρει. Αλλά, στο πλαίσιο της πάγιας τακτικής της, απαιτεί περισσότερα επειδή τα παίρνει στις συνομιλίες, επιβάλλοντας τις δικές μας υποχωρήσεις.

Πηγή: Φιλελεύθερος