«Ναι, μπορεί »: Από το βήμα του συνεδρίου των Δημοκρατικών στο Σικάγο, ο Μπαράκ Ομπάμα προσάρμοσε το παλιό του σλόγκαν, λέγοντας ότι η Κάμαλα Χάρις μπορεί να νικήσει τον Ντόναλντ Τραμπ.

«Είμαστε έτοιμοι για την Πρόεδρο Κάμαλα Χάρις », είπε ο πρώτος έγχρωμος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να έχουν και την πρώτη γυναίκα πρόεδρο στην ιστορία τους.

Σύμφωνα μάλιστα με τις δημοσκοπήσεις, η υποψήφια των Δημοκρατικών προηγείται ήδη του Τραμπ στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων.

Μόνο που υπάρχει κίνδυνος οι δημοσκοπήσεις να είναι παραπλανητικές: το 2016 άλλωστε, έδιναν προεκλογικά τη Χίλαρι Κλίντον σαφώς ως νικήτρια, αλλά τελικά ο Τραμπ ήταν αυτός που μπήκε στον Λευκό Οίκο.

Αντίθετα, στη χώρα της showbiz αυτό που βαραίνει περισσότερο είναι οι τηλεοπτικές συζητήσεις, η εικόνα των μονομάχων στο debate. Εκεί ακριβώς που γκρεμίστηκε η υποψηφιότητα του απερχόμενου προέδρου Τζο Μπάιντεν, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να αποχωρήσει από την κούρσα.

Ο Τραμπ δεν δυσκολεύτηκε να αποδείξει ότι ο Μπάιντεν δεν ήταν ικανός, ακόμη και για λόγους υγείας, να ηγηθεί της χώρας. Με τον Χάρις θα πρέπει να αλλάξει γραμμή. Οι τηλεμαχίες μεταξύ τους, θα κρίνουν εν πολλοίς τον νικητή. Τα προγράμματα θα μετρήσουν οριακά. Οι ψηφοφόροι περιμένουν περισσότερο μια σύγκρουση προσωπικοτήτων και πολιτικής ταυτότητας.

Το προγραμματισμένο για τις 4 Σεπτεμβρίου πρώτο debate, είναι πάντως στον «αέρα» γιατί η Χάρις δεν έχει ακόμη πει το τελικό «ναι». Η υποψήφια των Δημοκρατικών δεν έχει άλλωστε μεγάλη εμπειρία σε τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις και γι` αυτό άλλωστε έχει αποφύγει επιμελώς μέχρι τώρα τις ζωντανές τηλεοπτικές συνεντεύξεις.

Συνεπώς, το παιχνίδι μεταξύ Ντόναλντ Τραμπ και της Κάμαλα Χάρις παραμένει εντελώς ανοικτό. Όσο και αν γινόμαστε μάρτυρες μιας τεράστιας επιχείρησης στα μέσα ενημέρωσης: από τότε που επιλέχτηκε η Κάμαλα  Χάρις ως υποψήφια, έχει ξεκινήσει μια απίστευτη καμπάνια για να μεταμορφωθεί σε super woman μία αντιπρόεδρος που προηγουμένως ήταν «ακατάλληλη», «άχρωμη» και «αόρατη».

Οι Δημοκρατικοί προσπαθούν να ανατρέψουν πλήρως την εικόνα αυτή μέσω των ΜΜΕ και των δημοσκοπήσεων, που αυτή τη στιγμή πάντως δεν αντανακλούν τον προσανατολισμό του εκλογικού σώματος.

Μετά την πρώτη μέρα του Συνεδρίου των Δημοκρατικών, η εντύπωσή είναι ότι η χώρα δεν ενδιαφέρεται και πολύ. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το Συνέδριο του Σικάγου περνά σχετικά  απαρατήρητο. Το μετριοπαθές εκλογικό σώμα, αυτό που έκρινε πάντα τις εκλογές, δεν φαίνεται να ζεσταίνεται προς το παρόν.

Σήμερα, άλλωστε, οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι χωρισμένες σε δύο μπλοκ με αμοιβαία απονομιμοποίηση: μια πτυχή που αποδυναμώνει πολύ τη χώρα και ως δημοκρατία και ως δύναμη αναφοράς. Είτε νικήσει ο Τραμπ ούτε η Χάρις, δεν μπορούν να ανασυνθέσουν την εθνική ενότητα.

Οι Δημοκρατικοί έχουν όμως να αντιμετωπίσει και ένα άλλο πρόβλημα. Αυτό που έχει να κάνει με τις διαμαρτυρίες μεταξύ των νέων ψηφοφόρων για την πολιτική της Ουάσιγκτον έναντι του Ισραήλ. Κάτι που φάνηκε και μέσα στο συνέδριο, όταν κάποιοι άνοιξαν πανώ, ζητώντας να σταματήσει η στήριξη στο Ισραήλ.

Αυτός είναι ένας κρίσιμος παράγοντας, όχι επειδή οι νέοι θα ψηφίσουν τον Τραμπ, αλλά επειδή αυτή η στάση θα μπορούσε να παρακινήσει ένα σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης να μην πάει στις κάλπες.

Η μέση εκλογική συμμετοχή στις ΗΠΑ είναι πολύ χαμηλή: Κυμαίνεται μεταξύ 50-55%. Το 20% του εκλογικού σώματος είναι Ρεπουμπλικάνοι και το 20% είναι Δημοκρατικοί. Οι εκλογές κρίνονται κάθε φορά από μειοψηφία 10-15%. Νικητής είναι αυτός που θα καταφέρει να κινητοποιήσει το μετριοπαθές κεντρώο εκλογικό σώμα.

Σήμερα, όμως, υπάρχει ακραία πόλωση. Και ο άγνωστος Χ όμως είναι πώς οι δύο υποψήφιοι θα καταφέρουν να πείσουν το ακομμάτιστο μετριοπαθές εκλογικό σώμα.

Ναυτεμπορική