Γράφει η Nosheen Khawaja*, Kasmhir Times
Μαρτυρία πρώτου προσώπου:
Όπως και σε άλλες πόλεις της Νότιας Ασίας, το να είσαι εργαζόμενη γυναίκα είναι πρόκληση στη Μουζαφαραμπάντ, την πρωτεύουσα του τμήματος του Τζαμού και Κασμίρ που τελεί υπό πακιστανική διοίκηση. Όμως για τις γυναίκες που εργάζονται σε ανδροκρατούμενα επαγγέλματα —ιδίως στη δημοσιογραφία— αυτή η πρόκληση μετατρέπεται σε καθημερινή μάχη για την ασφάλεια, την αξιοπρέπεια και τη ψυχική ισορροπία.
Όταν μια γυναίκα μπαίνει σε μια αίθουσα σύνταξης εδώ, ειδικά σε ρόλο ρεπόρτερ που απαιτεί δημόσια έκθεση, εξωτερική εργασία και συνεντεύξεις, δεν αρκεί να αποδείξει την επάρκειά της. Πρέπει να αντέξει και τους άγραφους κανόνες: οι άντρες την χλευάζουν, την παρατηρούν εμμονικά, ψιθυρίζουν. Μόνο και μόνο το να μπει σε μια δημοσιογραφική λέσχη ή να παρευρεθεί σε μια συνέντευξη Τύπου αρκεί για να δεχτεί βλέμματα, ανεπιθύμητα σχόλια και ηθικές κρίσεις. Η παρουσία της δεν αντιμετωπίζεται ως επαγγελματική, αλλά ως προκλητική.
Δεν μιλώ μόνο από παρατήρηση, αλλά από βαθιά προσωπική εμπειρία.
Ξεκίνησα την καριέρα μου στη δημοσιογραφία στην πρωτεύουσα του Πακιστάν, το Ισλαμαμπάντ. Όπως πολλοί νέοι επαγγελματίες, με παρακινούσαν ο σκοπός και το πάθος. Πίστευα ότι η δημοσιογραφία είναι δημόσια υπηρεσία και ότι οι γυναίκες μπορούν—και πρέπει—να συμμετέχουν στη δημοκρατική διαδικασία της αφήγησης. Πριν από μερικά χρόνια, επέστρεψα στη Μουζαφαραμπάντ, την ιδιαίτερη πατρίδα μου, πρόθυμη να συμβάλω στο τοπικό μιντιακό τοπίο και να βρω τη φωνή μου.
Ήμουν νέα, μάθαινα τη δουλειά, έψαχνα τα πατήματά μου. Έκανα κάποια πρώτα λάθη—τίποτα το ασυνήθιστο για έναν νέο ρεπόρτερ—αλλά αντί για καθοδήγηση ή έστω υγιή ανταγωνισμό, έγινα στόχος μιας άγριας εκστρατείας σπίλωσης, οργανωμένης από άντρες δημοσιογράφους που απλώς δεν μπορούσαν να ανεχθούν την παρουσία μιας σίγουρης, ανεξάρτητης γυναίκας ανάμεσά τους.
Οι επιθέσεις ξεκίνησαν με ψιθύρους και περιπαικτικά σχόλια. Έπειτα ήρθε το διαδικτυακό bullying. Τελικά, η παρενόχληση κλιμακώθηκε σε κάτι πολύ πιο σκοτεινό: δολοφονία χαρακτήρα στον Τύπο.
Ένας τοπικός ρεπόρτερ ξεπέρασε κάθε όριο δημοσιογραφικής δεοντολογίας και αξιοπρέπειας. Σε μια τοπική καθημερινή εφημερίδα της Μουζαφαραμπάντ στην ουρντού γλώσσα, έγραψε ένα αισχρό, συκοφαντικό άρθρο. Παρότι δεν με κατονόμασε άμεσα, οι υπαινιγμοί ήταν αδιαμφισβήτητοι.
Χρησιμοποίησε τον όρο «διαζευγμένη γυναίκα» ως βρισιά, εργαλειοποιώντας την προσωπική μου ζωή για να με παρουσιάσει ως ηθικά ύποπτη, επειδή κατά τη δική του άποψη, η αξία μιας γυναίκας αρχίζει και τελειώνει με την οικογενειακή της κατάσταση.
Και δεν σταμάτησε εκεί. Μοίρασε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάνοντας tag κοινούς γνωστούς και εισάγοντας ασαφείς αλλά τοξικές αναφορές στη δουλειά μου. Το μήνυμα ήταν σαφές: έπρεπε να υπονομευθώ, να ντροπιαστώ και να φιμωθώ. Όταν ερεύνησα περαιτέρω, ανακάλυψα ότι μου είχε στείλει μήνυμα στο WhatsApp, το οποίο είχα αγνοήσει. Αυτή και μόνο η μη απάντηση φαίνεται πως πυροδότησε μια εκστρατεία παρακολούθησης και εκδίκησης.
Ακόμη πιο ανησυχητική ήταν η αντίδραση —ή μάλλον η παντελής απουσία της— από τη δημοσιογραφική κοινότητα της περιοχής. Αντί να σταθούν στο πλευρό μου, πολλοί τον υποστήριξαν. Όταν υπέβαλα αναφορά στην αστυνομία για να προστατευτώ, εκείνος εμφανίστηκε στο τμήμα πλαισιωμένος από άλλους δημοσιογράφους. Μερικοί από αυτούς τους ίδιους άντρες —που μιλούν εύγλωττα για την ελευθερία του Τύπου και τη δημοκρατία— προσπάθησαν να με πείσουν να αποσύρω τη μήνυση. Κανείς τους δεν του ζήτησε ποτέ συγγνώμη ή να λογοδοτήσει.
Η αντίδραση ήταν σκληρή. Ανακρίθηκα από συναδέλφους, κατηγορήθηκα ότι «το παράκανα» και μου είπαν ότι θέτω σε κίνδυνο την κοινότητα των δημοσιογράφων επειδή τόλμησα να διεκδικήσω νομικά την προστασία μου. Ο παρενοχλητής προστατεύτηκε από μια τοξική ανδροπαρέα που αντλεί δύναμη από την πατριαρχία και την ατιμωρησία.
Κατέθεσα επίσης επίσημη καταγγελία στο Ίδρυμα Τύπου του Αζάντ Κασμίρ, συνοδευόμενη από τεκμηρίωση της παρενόχλησης. Ο συγκεκριμένος δημόσιος φορέας έχει ως αποστολή την προστασία των δημοσιογράφων και την προάσπιση της δεοντολογίας. Αντ’ αυτού, τα εμπιστευτικά μου έγγραφα διέρρευσαν—πιθανότατα από κάποιον εντός του Ιδρύματος. Ο ίδιος δημοσιογράφος που με παρενόχλησε διανέμει τώρα τα προσωπικά μου στοιχεία σε ομάδες του WhatsApp και σε σελίδες του Facebook, παραβιάζοντας περαιτέρω την ιδιωτικότητά μου και την αξιοπρέπειά μου.
Δεν πρόκειται πια για ένα άρθρο ή για την εκδίκηση ενός άντρα. Πρόκειται για μια συστημική προσπάθεια να φιμωθεί μια γυναίκα που τόλμησε να εργαστεί, να μιλήσει και να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Η ψυχολογική επίπτωση ήταν καταστροφική. Έχω βιώσει έντονο άγχος, αϋπνία και επεισόδια κατάθλιψης. Έχω χάσει την εμπιστοσύνη μου στους συναδέλφους μου. Το πάθος που κάποτε ένιωθα για τη δημοσιογραφία έχει επισκιαστεί από τον φόβο—φόβο για άλλη μια επίθεση, ένα ακόμη ψέμα, μια ακόμη προδοσία. Κάθε φορά που πηγαίνω σε ενημέρωση Τύπου ή αναλαμβάνω μια ιστορία, προετοιμάζομαι για αντίποινα.
Και ποια ήταν η αντίδραση από τους θεσμούς που υποτίθεται ότι μας προστατεύουν; Καμία. Ούτε ένας δημοσιογραφικός οργανισμός στο Αζάντ Κασμίρ (πακιστανικά διοικούμενο Τζαμού και Κασμίρ) δεν προσέφερε υποστήριξη. Ούτε ένας αρχισυντάκτης δεν καταδίκασε αυτή την εκστρατεία μίσους. Ούτε ένας συνάδελφος δεν εκδήλωσε δημόσια αλληλεγγύη.
Ο μόνος οργανισμός που στάθηκε στο πλευρό μου είναι το Freedom Network, ένας πακιστανικός φορέας υπεράσπισης των δικαιωμάτων των ΜΜΕ. Η αταλάντευτη υποστήριξή του—νομική, συναισθηματική και επαγγελματική—είναι η μόνη μου πηγή δύναμης. Με βοήθησαν να διαχειριστώ αυτή την καταιγίδα με θάρρος, καθοδηγώντας με σε δικαστικές διαδικασίες, σε θέματα ψηφιακής ασφάλειας και σε συναισθηματική αποκατάσταση. Η παρουσία τους μου θυμίζει ότι δεν είμαι εντελώς μόνη.
Αλλά δεν θα έπρεπε να εξαρτώμαι από έναν και μόνο οργανισμό για κάτι τόσο θεμελιώδες όσο η δικαιοσύνη.
Η περίπτωσή μου δεν είναι μοναδική. Πολλές γυναίκες στο Αζάντ Κασμίρ (PaJK)—είτε είναι δημοσιογράφοι, είτε δικηγόροι, είτε ακτιβίστριες—έχουν υποφέρει σιωπηλά. Κάποιες εγκαταλείπουν το επάγγελμα. Άλλες καταρρέουν συναισθηματικά. Ελάχιστες μιλούν, γνωρίζοντας τι τις περιμένει αν το κάνουν.
Αλλά εγώ επιλέγω να μιλήσω γιατί η σιωπή προστατεύει τους θύτες.
Αυτή δεν είναι απλώς μια ιστορία για παρενόχληση στον χώρο εργασίας. Είναι μια ιστορία για μια πατριαρχική κουλτούρα που αρνείται να αποδεχτεί τις γυναίκες ως ίσες στον δημόσιο βίο. Είναι για μιντιακούς θεσμούς που εκτιμούν περισσότερο την αλληλεγγύη προς τους άνδρες συναδέλφους παρά τη δικαιοσύνη για τις γυναίκες. Και είναι για μια κοινωνία όπου μια γυναίκα πρέπει να το σκέφτεται διπλά πριν απαντήσει σε ένα μήνυμα, πριν καλύψει ένα ρεπορτάζ, πριν υπάρξει δημόσια.
Οπότε ρωτώ ξανά:
Γιατί ακόμα ανεχόμαστε αυτή τη μισογυνία;
Γιατί λέμε στις γυναίκες να σιωπούν μπροστά στην παρενόχληση;
Γιατί οι θεσμοί αποτυγχάνουν να προστατεύσουν εκείνους για τους οποίους υπάρχουν;
Μπορεί να φέρω πληγές, αλλά δεν έχω ηττηθεί.
Δεν θα επιτρέψω να με κάνουν να σωπάσω από ντροπή. Θα συνεχίσω να κάνω ρεπορτάζ, να γράφω και να υπερασπίζομαι το δικαίωμα κάθε γυναίκας στο Αζάντ Κασμίρ (PaJK) να ζει και να εργάζεται με αξιοπρέπεια.
Όχι μόνο για μένα, αλλά για κάθε γυναίκα που της είπαν να «κάτσει στη θέση της».