50 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ: Μια αποτίμηση της περιόδου και η επόμενη μέρα
Το καλοκαίρι του 1974 υπήρξαν συγκλονιστικά γεγονότα τα οποία διαφοροποίησαν δραστικά την ιστορική πορεία της Κύπρου. Έκτοτε τα κατοχικά δεδομένα εδραιώνονται και εμβαθύνονται, ενώ παράλληλα διαφαίνεται ότι η Τουρκία δεν αρκείται στη διχοτόμηση. Η πολιτική που έχει ακολουθηθεί τα τελευταία 50 χρόνια δεν ήταν αποτελεσματική. Αντίθετα, είναι προφανές ότι απέτυχε.
Η κρίση του 1974
Το πραξικόπημα της Χούντας εναντίον του Προέδρου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974 έδωσε μοναδική ευκαιρία στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο 5 μέρες αργότερα, στις 20 Ιουλίου. Αξιολογώντας τα ιστορικά δεδομένα είναι προφανές ότι αφ’ ενός η Κύπρος προδόθηκε και αφ’ ετέρου υπήρξε ανοχή έναντι της τουρκικής επιδρομής. Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αποτρέψουν το χουντικό πραξικόπημα αλλά δεν το έπραξαν. Και όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, ο στόχος του Κίσσινγκερ ήταν η αποτροπή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.
Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, η προτεραιότητα της κυβέρνησης Καραμανλή ήταν η σταθερότητα και η ανόρθωση της χώρας. Θεωρήθηκε επίσης ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να εμπλακεί σε πόλεμο με την Τουρκία. Πέραν τούτου, το γεγονός της μη αντίδρασης της Αθήνας διευκόλυνε τα τουρκικά σχέδια. Ούτε η Βρετανία αντέδρασε. Το Λονδίνο θεωρούσε ότι μια δυναμική αντίδραση μπορούσε να λάβει χώρα μόνο σε συνεργασία με τις ΗΠΑ. Θα ήταν δυνατό όπως η Ελλάδα και η Βρετανία ως εγγυήτριες δυνάμεις να ενεργούσαν από μόνες τους για να προστατεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν το έπραξαν όμως.
Η Σοβιετική Ένωση είχε καταδικάσει έντονα το πραξικόπημα της Χούντας εναντίον του Μακαρίου. Όμως η αντίδρασή της έναντι της τουρκικής επιδρομής δεν ήταν ανάλογη της στάσης που επέδειξε στην κρίση του 1964. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι και η στάση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ έναντι της τουρκικής επιδρομής ήταν χλιαρή. Μέχρι σήμερα, δεν χρησιμοποιήθηκαν οι όροι εισβολή και κατοχή. Πάνω από όλα το Κυπριακό αξιολογείται ως ένα διακοινοτικό πρόβλημα και η Τουρκία εν πολλοίς θεωρείται τρίτο μέρος. Η ανοχή που επιδεικνύεται έναντι του τουρκικού σωβινισμού είναι πρωτοφανής. Ενδεικτικό του γεγονότος αυτού είναι οι ίσες αποστάσεις «για τα δυο μέρη στην Κύπρο» όπως αποτυπώνονται στις συναφείς Εκθέσεις του ΓΓ του ΟΗΕ.
Η καταστροφή που υπέστη η Κύπρος ήταν βιβλικών διαστάσεων. Η Τουρκία κατέλαβε το 37% του εδάφους της χώρας και προέβη σε εθνικό ξεκαθάρισμα. Χιλιάδες οι πρόσφυγες, οι νεκροί, οι τραυματίες και οι αγνοούμενοι. Ένα μεγάλο μέρος των υποδομών καθώς και της οικονομικής δραστηριότητας λάμβαναν χώρα στα εδάφη που καταλήφθηκαν. Υπήρχε επίσης ανασφάλεια, ανεργία και ως εκ τούτου χιλιάδες Έλληνες Κύπριοι ήταν σε αναζήτηση προοπτικής σε άλλες χώρες. Παρά την τουρκική επιδρομή και τις πολλαπλές αντιξοότητες, η Κυπριακή Δημοκρατία επιβίωσε. Μέχρι και σήμερα, η Τουρκία θεωρεί την Κυπριακή Δημοκρατία ως «εκλιπούσα» και προσπαθεί να την καταστρέψει.
Η αποδοχή της oμοσπονδίας και ο μακροχρόνιος αγώνας
Αρχές Νοεμβρίου του 1974, σε ομιλία του στην Γκαλερί Αργώ, ο Προεδρεύων Γλαύκος Κληρίδης τόνισε ότι υπό τις περιστάσεις, η μόνη εφικτή λύση ήταν η διπεριφερειακή δικοινοτική ομοσπονδία. Η τοποθέτηση αυτή ήταν εν πολλοίς αποτέλεσμα των παραινέσεων των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γερμανίας και της Ελλάδας.
Στις 30 Νοεμβρίου και 1 Δεκεμβρίου 1974 σε σύσκεψη της ελλαδικής και κυπριακής ηγεσίας στην Αθήνα, εν πολλοίς έγινε αποδεκτή η ομοσπονδία ως βάση για τη διευθέτηση του Κυπριακού. Και τούτο χωρίς μελέτη και επαρκή κατανόηση του τι συνεπαγόταν. Ο Μακάριος είχε πολλούς ενδοιασμούς. Κάποια στιγμή όμως δήλωσε ότι μια πολυπεριφερειακή δικοινοτική ομοσπονδία θα ήταν ανεκτή. Στις 12 Φεβρουαρίου 1977 υπήρξε η συμφωνία υψηλού επιπέδου Μακαρίου-Ντενκτάς. Ο Πόλυς Πολυβίου άσκησε κριτική τόσο στον Μακάριο όσο και στον Κληρίδη για την αποδοχή της ομοσπονδίας.
Ο Μακάριος θεωρούσε την αποδοχή της ομοσπονδίας και την κατάθεση χάρτη με δυο περιφέρειες ως τις ύστατες οδυνηρές υποχωρήσεις. Πρέπει να σημειωθεί ότι είχε λάβει υποσχέσεις από διάφορες χώρες, κυρίως από τις ΗΠΑ, ότι με αυτές τις γενναίες υποχωρήσεις θα άνοιγε ο δρόμος για οριστική διευθέτηση του Κυπριακού. Η τουρκική πλευρά όμως δεν ανταποκρίθηκε. Η απογοήτευση του Μακαρίου ήταν μεγάλη και στην τελευταία του ομιλία στις 20 Ιουλίου 1977 διακήρυξε ότι η απάντηση στην τουρκική αδιαλλαξία ήταν ο μακροχρόνιος αγώνας.
Η συνέχιση της πολιτικής του ιστορικού συμβιβασμού και το εσωτερικό μέτωπο
Ο Σπύρος Κυπριανού που διαδέχθηκε τον Μακάριο διακήρυξε ότι θα συνέχιζε την πολιτική του προκατόχου του. Ήταν όμως την πολιτική του ιστορικού συμβιβασμού που θα ακολουθούσε με συνέπεια και όχι εκείνη του μακροχρόνιου αγώνα που διακήρυξε ο Μακάριος λίγο πριν τον θάνατό του.
Στις 19 Μαΐου 1979 υπήρξε η συμφωνία υψηλού επιπέδου Κυπριανού-Ντενκτάς. Ο Κύπριος Πρόεδρος εργάστηκε συστηματικά και βελτίωσε τη συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς. Ο Σπύρος Κυπριανού απέδιδε μεγάλη σημασία στην εφαρμογή των βασικών ελευθεριών καθώς και στη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το χάσμα μεταξύ των δυο πλευρών ήταν όμως τεράστιο.
Μεταξύ των Ελληνοκυπρίων υπήρχαν τρεις τάσεις. Η πρώτη υποστήριζε αυτό που στην πορεία του χρόνου επικράτησε και αποκαλείται ως «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με το σωστό περιεχόμενο». Η δεύτερη ήταν πολύ πιο ευέλικτη καθώς, μεταξύ άλλων, εν πολλοίς προσπερνούσε τα ζητήματα της εκ περιτροπής προεδρίας και της παρθενογένεσης. Ο στόχος ήταν η κατάληξη σε συμφωνία το συντομότερο δυνατό. Η τρίτη απέρριπτε την ιδέα της ομοσπονδίας ως βάση για λύση στο Κυπριακό.
Οι διάφορες πρωτοβουλίες και το στίγμα τους
Όλα τα σχέδια και οι ιδέες που κατατέθηκαν μετά το 1974 για διευθέτηση του Κυπριακού στηρίζονταν σε μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία. Αρχικά ήταν το Αμερικανοβρετανικοκαναδικό Σχέδιο (1978), οι Δείκτες Γκουεγιάρ (1984-85), οι Ιδέες Γκάλι (1992), το Σχέδιο Ανάν (2002-04) και το Πλαίσιο Γκουτέρες (2017). Οι βασικοί πυλώνες των Σχεδίων αυτών ήταν η συναινετική δημοκρατία, η διζωνικότητα και η πολιτική ισότητα. Υποστηρίζεται επίσης ότι και η παρθενογένεση αποτελούσε χαρακτηριστικό των Σχεδίων. Παράλληλα, σε μεγάλο βαθμό νομιμοποιείτο ο εποικισμός ενώ διατηρούντο οι εγγυήσεις. Η συνταγματική δομή καθώς και το νέο τρικέφαλο κρατικό μόρφωμα θα είχαν ασφαλώς αρνητικές επιπτώσεις σε θέματα διακυβέρνησης και οικονομίας.
Λαμβάνοντας υπ’όψιν όλα τα δεδομένα, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι δεν υπήρξε χαμένη ευκαιρία μετά το 1974. Έχοντας επίσης υπόψιν τον έλεγχο που ασκεί η Τουρκία σε όλα τα επίπεδα στα κατεχόμενα εδάφη, μια συμφωνία για ομοσπονδία μεταξύ των δύο κοινοτήτων ενδέχεται στην ουσία να είναι μια ομοσπονδία των εδαφών που ελέγχονται από την Κυπριακή Δημοκρατία με την Τουρκία. Οι συνέπειες μιας τέτοιας συμφωνίας θα είναι από οδυνηρές έως καταστροφικές.
Πώς προχωρούμε σήμερα
Είναι καθοριστικής σημασίας να κατανοηθούν επαρκώς τα σημερινά δύσκολα δεδομένα και να υπάρξει μια ολοκληρωμένη στρατηγική. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Τουρκία έχει ως στόχο την καταστροφή της κρατικής οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον στρατηγικό έλεγχο της Μεγαλονήσου. Ελάχιστος στόχος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η προάσπιση της ελεύθερης Κύπρου και η μη επιδείνωση του status quo και μέγιστος στόχος η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας στα πλαίσια ενός ιδιότυπου ομοσπονδιακού κράτους. Προς αυτήν την κατεύθυνση είναι σημαντικό να κατατεθεί συγκεκριμένη πρόταση καθώς και η υιοθέτηση μιας εξελικτικής προσέγγισης. Συγκεκριμένες εισηγήσεις επί τούτων έχω ήδη καταθέσει. Θα ήταν θεμιτό να γίνουν κάποιες τροποποιήσεις ή/και να υπάρξουν προσθήκες για την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Η ουσία είναι να διαφυλαχθεί η φιλοσοφία και η μεθοδολογία της προσέγγισης αυτής.
Στη σημερινή συγκυρία απαιτείται η συνεχής αναβάθμιση όλων των συντελεστών ισχύος: άμυνα, οικονομία, δημογραφικά δεδομένα, αφήγημα, αξιοποίηση της γνώσης, της συμμετοχής στην ΕΕ καθώς και άλλων δικτύων συνεργασίας, αξιακό σύστημα και αποτελεσματική ηγεσία. Επιπρόσθετα, μια πραγματιστική εξωτερική πολιτική αποτελεί προτεραιότητα. Τέλος υπογραμμίζεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να καταστεί ένα κράτος πρότυπο καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα συμβάλει καθοριστικά στον μεγάλο στόχο της εθνικής επιβίωσης.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.