Μπορεί σήμερα να χωρέσει ο νους μας ότι ένα παιδί 19 χρόνων, είπε στον δικαστή, τον ξένο δικαστή, τον αποικιοκράτη, που τον ρώτησε τι έχει να πει για να μην τον απαγχονίσουν: «Γνωρίζω ότι το δικαστήριο θα μου επιβάλει τη θανατική ποινή. Αλλά ό,τι έκανα το έκανα ως Κύπριος που θέλει την ελευθερία του. Τίποτε άλλο».

Μα, είναι δυνατό; Πού βρήκε τέτοια δύναμη ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης; Δεν λύγισε η ψυχή του; Τα διαβάζουμε σήμερα και νομίζουμε ότι πρόκειται για παραμύθια, για υπερβολές, που έγραψαν οι ιστορικοί για να πλάσουν ήρωες. Είναι αδύνατο να αντιληφθούμε το μέγεθος των ανθρώπων, που από τα χωράφια και την φτώχεια, από τα σχολεία και τις εκκλησίες, σήκωσαν ανάστημα ως να ήταν γίγαντες της μυθολογίας για να παλέψουν για Ένωση και Ελευθερία. Μπροστά σε έναν αποικιοκράτη που άπλωνε τους στρατούς του στη μισή υφήλιο.

Πώς να αντιληφθούμε τέτοιο μοναδικό μεγαλείο, όταν εμείς σήμερα, οι απόγονοι τους, σηκώνουμε ανάστημα μόνο για να θέσουμε δήθεν αμείλικτα ερωτήματα στις τηλεοράσεις και στα αντικοινωνικά δίκτυα, σαν διάνοιες. Για το αν ήταν ιστορικό λάθος ο αγώνας τους, για το αν οι αγωνιστές έπρεπε να λάβουν υπόψη τις διεθνείς συγκυρίες, για το αν τελικά δεν είχαν λόγους να θέλουν να διώξουν τους Εγγλέζους, μια χαρά ζούσαν με την κατοχή…

Πώς να αντιληφθούμε τι είναι αυτό που έκανε τους παππούδες μας υπερήρωες, όταν εμείς παραμορφωμένοι καθώς γίναμε, μάθαμε να δίνουμε πίστη σε ένα συρφετό προφεσόρων και πολιτικών και δημοσιογράφων με μολυσμένους εγκεφάλους, που δεν χάνουν ευκαιρία να πλασάρουν ανιστόρητες στρεβλώσεις να κατεδαφίζουν, να περιφρονούν, να ρίχνουν σκιές στον αγώνα τους, με σκοπό να λαβώσουν το λαό, να τον μολύνουν, να τον κάνουν να αμφιβάλλει για την ταυτότητα, την ιστορία, την εθνική του αυτογνωσία, τα διδάγματα του, τους προγόνους του.

Για να μπορούν εύκολα να τον πείθουν ότι το να θυμάται, έστω και μόνο να θυμάται, το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950, είναι σοβινισμός κι εθνικισμός, που δεν συνάδει με την εποχή μας. Όπως και το να τιμά τον αγώνα και τους ήρωες της ΕΟΚΑ ή, ακόμα, και να λέει ότι αυτός ο αγώνας έγινε για την Ένωση με την Ελλάδα κι όχι για το κράτος της Ζυρίχης. Λες και πρέπει να κρύβουμε την ιστορία μας κάτω από στρώσεις μοντερνισμού και ισοπέδωσης για να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε εθνικιστές και πολεμοχαρείς.

Όμως, απλώς, είμαστε ένας λαός, που ακόμα ονειρεύεται την ελευθερία του, όπως ακριβώς και ο Ανδρέας Κάρυος, ο Ρήγας Φεραίος της ΕΟΚΑ, όταν από το 1948, έγραφε μέσα σε ελάχιστες λέξεις σ΄ ένα ποίημα του, όλη την ιστορία της ανθρωπότητας: «Είμαι αγρότης, πόσον ωραία να πέσω με σφαίρα στα στήθια, πολεμώντας για την αλήθεια, για τα συμφέροντα τα εθνικά».

Εντάξει, εμείς δεν θα πέσουμε πολεμώντας, αλίμονο, δεν έχουμε πια τη στόφα της αυταπάρνησης, την χάσαμε στη δαιδαλώδη ζωή μας, σε αυτήν που μας έκανε να πιστεύουμε ότι είναι σοφότερο να επιβιώνεις στα μουλωχτά έστω και σκλάβος παρά να πεθαίνεις ελεύθερος, όπως εκείνους. Μπορεί να είναι και το σωστό τώρα πια. Ποιος θέλει να χάσει τη ζωή του, μετά από τόσο ξέπλυμα που έγινε στο μυαλό του για να πεισθεί πως δεν είναι η ελευθερία και η αξιοπρέπεια τα υπέρτατα αγαθά, είναι η λαμογιά και το βόλεμα. Τα οφίκια και τα αυτοκίνητα πολυτελείας. Οι μίζες και τα καρνέ των επιταγών μας. Και δεν πειράζει καθόλου αν αύριο θα είναι τυπωμένα από την Türkiye Bankası. Φτάνει να συμπληρώνουν τον εγωκεντρισμό μας και να καλλωπίζουν το σαρκίο μας. Φτάνει να έχουμε προφεσόρους να δικαιολογούν τον αποπροσανατολισμό μας.

Δεν καταλάβαμε ακόμα πως αν δεν υπήρχαν αυτοί οι ημίθεοι και οι θυσίες τους δεν θα είχαμε ούτε μία ρίζα να μας κρατάει στη γη μας και να μας δένει με την ιστορία μας. Αν μπορούσαμε, τουλάχιστον, να τους σεβαστούμε. Ούτε αυτό μπορούμε πια;

Φιλελεύθερος