Η «αποκάλυψη» εκ των υστέρων της επιθυμίας του κ. Ερντογάν για το ότι δεν κατέκτησε στρατιωτικά το 1974 ολόκληρη την Κύπρου αποτελεί προέκταση βαρβαρότητας των όσων επεδίωξε και επέφερε η Τουρκία σε βάρος του μικρού Κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ήταν τότε η πρώτη δοκιμή της «δύναμης» της ισχύος σε βάρος της νομιμότητας που επιβάλλει το Διεθνές Δίκαιο.

Αυτή είναι και η διαφορά μας με τις φιλοδοξίες κ. Ερντογάν: Εμείς επιδιώκουμε – πρέπει να επιδιώκουμε – πλήρη απαλλαγή της στρατιωτικής κατοχής και άρα πλήρη απελευθέρωση ως δικαιούμαστε να έχουμε ως χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η εισβολή ήταν μια δοκιμή της αντίδρασης που φυσιολογικά ανέμενε η Τουρκία. Όμως η αντίδραση ήταν, ακόμη και από την ίδια την πολιτική ηγεσία του θύματος της βαρβαρότητας, ελάχιστη και συνεχώς έκτοτε φθίνουσα και υποτυπώδης γιατί, κάποιοι πίστεψαν και πιστεύουν ακόμη, ότι οι υποχωρήσεις από θέσεις αρχής θα εξημερώσουν το θηρίο!

Αφού τα ίδια τα θύματα της βαρβαρότητας την «ανέχονται» και απλώς αναζητούν συμβιβαστικές λύσεις, γιατί ανέμενε σήμερα η Ελλάδα και η Κύπρος ως Κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μια δυναμική αντίδραση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της Τουρκίας; Γιατί να προωθήσουν οι ίδιοι οι εταίροι στάση δυναμική κατά της Τουρκίας, όταν εμείς εδώ στην Κύπρο διαχρονικά ανεχθήκαμε να μετακινηθούμε από τις αρχικές δίκαιες αξιώσεις μας, που υποχρέωσαν τα Ηνωμένα Έθνη σε ψηφίσματα πραγματικής καταδίκης της Τουρκίας. Άρα η ευθύνη για μια σταθερή και πραγματική διεκδικητική στάση βαραίνει τη δική μας πλευρά.

Ο κ. Ερντογάν και η τουρκοκυπριακή ηγεσία, αμετακίνητοι στη θέση τους για λύση δύο κρατών, δοκιμάζουν για μια ακόμη φορά τη μνήμη μας, τις αντοχές μας, τις τόσες θυσίες και αγώνες για ελευθερία, το σθένος και την αξιοπρέπεια μας. Ο κ. Ερντογάν και άλλοι (π.χ. Βρετανοί) αναμένουν νέες παραχωρήσεις από τη δική μας πλευρά ως μορφή «συνέπειας» μας προς την καταστροφή και οι οποίες θα εξυπηρετήσουν μόνο την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας.

Η απροκάλυπτη επεκτατική, παράνομη κατά το διεθνές δίκαιο, στάση της Τουρκίας, επέβαλλε και επιβάλλει να είχε οδηγήσει ήδη σε μια εκστρατεία στις ΗΠΑ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με θέσεις διεκδίκησης κατά το Διεθνές δίκαιο. Παρουσίαση προς επισήμους και ΜΜΕ όσο πιο έντονα θα μπορούσε, την αυθαίρετη στάση της Τουρκίας και θα δημιουργούσε το ενδιαφέρον, θα επιβεβαίωνε τη στρατηγική σημασία της Κυπριακής Δημοκρατίας – Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά και μετά την πρωτοβουλία για τη Γάζα. Θα πετύχαινε ανάπτυξη δίκαιης συμπαράστασης σε σχέση με την παραβίαση των ανθρωπίνων και πολιτικών μας δικαιωμάτων, πριν καταστεί η Κύπρος, από τα διαχρονικά λάθη και τις υποχωρήσεις μας, ένα «προτεκτοράτο» της Τουρκίας.

Ας καταδείξουμε προς κάθε λογικό και αντικειμενικό τρίτο και την κοινή λαϊκή γνώμη, ότι μια εγγυήτρια χώρα για την ύπαρξη και κυριαρχία της Κύπρου, ως η Τουρκία, δεν μπορεί να έχει επί 50 έτη υπό στρατιωτική κατοχή και οργανωμένο εποικισμό, ένα μεγάλο τμήμα της χώρας, την ακεραιότητα της οποίας εγγυήθηκε.

Εγγυήτρια, η οποία λόγω της στρατιωτικής υπεροχής της, απαιτεί αλαζονικά τη νομιμοποίηση των παρανομιών της με την αποδοχή της λύσης δύο κρατών και με ταυτόχρονη εγκατάλειψη του δικαιώματος επιστροφής στην Κερύνεια, Μόρφου, Βαρώσι και γενικά σ’ όλες τις υπό κατοχή περιοχές και την επαναφορά των παράνομων Τούρκων εποίκων στην Τουρκία. Εκστρατεία καταγγελίας της Τουρκίας που ένα μέρος του καθήκοντος αυτού, αφορά και όλους τους ηγέτες των πολιτικών κομμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στάση διεκδίκησης και καταγγελίας που προϋποθέτει επιτακτικά συναπόφαση και συνλειτουργία.

Αν η Τουρκία δεν θέλει να κατανοήσει την υπεροχή του Νόμου, ας την επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση, που υπάρχει γιατί καθιέρωσε και σέβεται εσωτερικά και πέραν των συνόρων της, αλλά και απαιτεί προς κάθε χώρα μέλος της σεβασμό στις αξίες δικαίου που αποτελούν το κοινοτικό δίκαιο και την οφειλόμενη αλληλεγγύη.

*Δικηγόρος – Πρώην Βουλευτής