Το πρόσφατο λεκτικό ατόπημα στη Βουλή των Ελλήνων, Χρήστου Στυλιανίδη, υπουργού Ναυτιλίας, για το ότι «η μισή Κύπρος είναι τουρκική» δεν δείχνει μόνο ένα υποσυνείδητο ειρμό σκέψης που έχει κυριαρχήσει στις αθηναϊκές ελίτ και στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις τους σε σχέση με το Κυπριακό ζήτημα. Δείχνει κάτι πολύ βαθύτερο που είναι βαθειά ριζωμένο μέσα στον ιστορικό χρόνο.

Ο Στυλιανίδης είναι παράγωγο της παράδοσης της υποτέλειας. Στόχος αυτών των ελίτ είναι να δείξουν έμπρακτα στον ελληνικό λαό ότι οι προτεινόμενες λύσεις του κυπριακού δεν μπορούν να προέλθουν από το ελληνικό συμφέρον, αλλά από τα μείζονα συμφέροντα της αρχιτεκτονικής της γεωπολιτικής πυραμίδας. Προηγούνται οι ΗΠΑ, μετά ακολουθεί η Τουρκία με την Αγγλία, μετά η Ελλάδα – που παλεύει να ισορροπήσει τη Τουρκία στο Αιγαίο και τη Θράκη – και ότι ψίχουλο μείνει, αν μείνει, πάει στον Κυπριακό Ελληνισμό. Αυτό είναι που κρύβεται πίσω από το λεκτικό ατόπημα του Στυλιανίδη: η λογική της ψωροκώσταινας ή, κατ’ άλλους, η «ρεαλιστική λογική». Αυτή είναι και η λογική της θεωρίας του Ευάγγελου Αβέρωφ για το κυπριακό ως «ιστορία χαμένων ευκαιριών». Αλλά ο Ευάγγελος Αβέρωφ δεν είναι τυχαίο πρόσωπο στην ιστορική πορεία του κυπριακού ζητήματος. Πολύ περισσότερο από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο Ευάγγελος Αβέρωφ υπήρξε ο άνθρωπος που έβαλε τα θεμέλια της ελληνικής πολιτικής στο ζήτημα δίνοντας σαφείς προτεραιότητες στην αρχιτεκτονική της γεωπολιτικής πυραμίδας.

Από το 1956-57 είχε ξεκαθαρίσει ότι η Κύπρος είναι στρατιωτικά υποθηκευμένη στη Τουρκία και ότι ο όποιος αγώνας μπορεί να δοθεί πρέπει να δοθεί σε διπλωματικό επίπεδο. Από τότε είχε προτείνει στο Τούρκο ομόλογό του τη διχοτόμηση/τριχοτόμηση του νησιού με βάση τα ΝΑΤΟϊκά συμφέροντα της Τουρκίας, της Αγγλίας και της Ελλάδας. Αν δεν ήταν ο Μακάριος στο τιμόνι της Κύπρου η διχοτόμηση, θεσμικά και με τη βούλα, θα είχε επιτευχθεί από το 1959-60, ίσως και νωρίτερα, αν και δεν είμαι σίγουρος στο πόσο θα συναινούσε η Αγγλία σ’ αυτό εκείνη την εποχή. Το μυστικό πρωτόκολλο Καραμανλή-Μεντερές του 1959 που, εμμέσως πλην σαφώς, προέβλεπε περιθωριοποίηση του Μακάριου ενώ ρητά καθιέρωνε την πολιτική υποχρέωση της Τουρκίας και της Ελλάδας να εργαστούν για τη ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου, είναι εμπνευσμένο από τη ΝΑΤΟϊκή λογική του Ευάγγελου Αβέρωφ. Από εκεί και πέρα ο δρόμος ήταν στρωμένος. Οι δε συνειδήσεις του κόσμου έπρεπε να πάρουν θέση: ή να στηρίξουν το Μακάριο και την αδέσμευτη πολιτική του σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου, ή να στοιχηθούν με τη λογική της αρχιτεκτονικής της γεωπολιτικής πυραμίδας του Αβέρωφ, δηλ. το «ρεαλισμό» του και τη καρατόμηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο ελληνικός λαός, σε Ελλάδα και Κύπρο, συμπεριλαμβανομένων και πολλών τουρκοκυπρίων, συντάχθηκε με το Μακάριο. Από το 1960 έως το 1974, ο Μακάριος αποτελούσε όνειδος για τις Αθηναϊκές ελίτ, οι οποίες τον φοβόντουσαν και τον μισούσαν, για τον απλούστατο λόγο ότι, όπως είπε ο μεσολαβητής του ΟΗΕ, Γκάλο Πλάζα, «είναι ο καλύτερος Έλληνας πολιτικός, head and shoulders above anyone else». Ο Κίσινγκερ τον θεωρούσε πολύ μεγάλο για τη μικρή χώρα που εκπροσωπούσε. Ο Ανδρέας Παπανδρέου τον χαρακτήρισε ως ένα άνθρωπο «εκπληκτικών γνώσεων και ευφυίας, που μπορεί να μιλά για ώρες χωρίς να σου αποκαλύπτει τη σκέψη του».

Όπως ξέρουμε, όμως, το σπέρμα της διχοτόμησης, μετά τους πολλαπλούς εκβιασμούς τόσο των Άγγλων όσο και των Αβέρωφ-Καραμανλή, έγινε καταστατική αρχή των συμφωνιών του 1959-60. Αυτό ήταν το νομοτελειακό αποτέλεσμα όχι τόσο της δράσης του Γρίβα τη περίοδο 1956-59, αλλά της αποδοχής της τριμερούς του Λονδίνου του 1955 εκ μέρους της Ελλάδας, στην οποία ο Μακάριος αντιστάθηκε αλλά δεν μπόρεσε ν’ αποτρέψει. Την εποχή εκείνη, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σε μυστική του έκθεση, παραδέχεται ότι οι συμφωνίες δεν πρόκειται να κρατήσουν για πολύ λόγω της συνταγματικής δυαρχίας που νομιμοποίησαν υπέρ των τουρκοκυπρίων και σε βάρος της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας.

Παρά τις αντιξοότητες, ο Μακάριος, με σύμφωνη γνώμη της Αγγλίας, καταφέρνει αναθεώρηση του δυσλειτουργικού Συντάγματος το 1963, με πολλές μάλιστα απ’ τις τροποποιήσεις να είναι υπέρ των τουρκοκυπρίων. Επίσης, καταφέρνει να αποσπάσει νίκη στον ΟΗΕ με την απόφαση 186 του ΣΑ (4 Μαρτίου 1964), η οποία καταδικάζει έμμεσα την τουρκανταρσία με την αναγνώρισή του ελληνοκυπριακού κράτους ως του μόνου κυρίαρχου στην επικράτεια. Ακριβώς εκείνη την περίοδο, οι μυστικές συζητήσεις μέσα στην Αγγλική κυβέρνηση έβλεπαν ως μόνη λύση στις νίκες του Μακαρίου την ένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την Ελλάδα, επειδή φοβόντουσαν ολίσθημα του Μακαρίου προς τα σοβιετικά συμφέροντα. Το κράτος των Αθηνών, όμως, με εξαιρέσεις την ομάδα του Ανδρέα Παπανδρέου μέσα στην Ένωση Κέντρου και την ΕΔΑ του Ηλία Ηλιού, ήταν βαθειά ενθυλακωμένο στο «ρεαλισμό» του Αβέρωφ. Βλέπετε, ο Μακάριος δεν δημιουργούσε, ευκαιρίες, μόνο η αμερικανο-τουρκική λογική δημιουργούσε και ο λαός, «τι ηλίθιος που είναι!», τις απέρριπτε με το να στηρίζει το Μακάριο.

Ο Μακάριος κατήγγειλε τα διχοτομικά σχέδια Άτσεσον που παζάρευαν πίσω από την πλάτη του τη «διπλή ένωση». Η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, ταλαντευόμενη, αποδέχτηκε την αρχή της δημιουργίας τουρκικής στρατιωτικής βάσης στη Κύπρο με αντάλλαγμα την ένωση. Είναι σαν να λέμε η Λέσβος ανήκει στην Ελλάδα με μια τουρκική μεραρχία και ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο στη πεδιάδα της Καλλονής. Ωστόσο, ήταν η Τουρκία που δεν δέχτηκε το σχέδιο, διότι η έκταση της βάσης που ζητούσε ήταν πολύ μεγάλη και δεν δεχόταν την ενοικίαση που πρότεινε ο Παπανδρέου. Ο Μακάριος, εποικοδομητικά, πρότεινε ως αντίτιμο της ένωσης με την Ελλάδα την μετατροπή της βάσης της Δεκέλειας σε ΝΑΤΟϊκή βάση με συμμετοχή του τουρκικού και ελληνικού στρατού. Αν η Τουρκία κόπτοταν για την ασφάλειά της, τότε αυτό θα έπρεπε να το δεχτεί. Δεν το δέχτηκε. Βέβαια, δεν άκουσα κανέναν Τούρκο πολιτικό να μιλά για «χαμένες ευκαιρίες».

Η δε ελληνική μεραρχία που έστειλε η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε διττό σκοπό: αφενός να πραγματώσει τη «διπλή ένωση» με, αν χρειαστεί, την ανατροπή του Μακάριου – απόδειξη γιαυτό είναι το που είχε στρατοπεδεύσει: στη περίμετρο της Λευκωσίας – αφετέρου να αποσοβήσει τουρκική προέλαση στη Κύπρο πέραν των επιτρεπτών ορίων της ΝΑΤΟϊκής συμφωνίας. Τελικά, αποχώρησε υπό ταπεινωτικές συνθήκες για το κράτος των Αθηνών το οποίο, αφού εξέθρεψε την εφτάχρονη δικτατορία, σε αγαστή σύμπνοια με τη ΣΙΑ – οι περισότεροι πραξικοπηματίες ήταν στο μισθολόγιό της – συνομωτούσε για την ανατροπή του Μακάριου τόσο μαζί με τη Τουρκία όσο και με χίλιους άλλους τρόπους: απόπειρες δολοφονίας εναντίον του, επιστολές μητροπολιτών για την καθαίρεσή του από το κοσμικό αξίωμα ως Προέδρου της Δημοκρατίας, ΝΑΤΟϊκές συμφωνίες με Τουρκία όπως αυτή των Παλαμά-Ολτσάϋ, χρησιμοποίηση του Γρίβα για δημιουργία καθεστώτος ανωμαλίας, αποτυχημένο πραξικόπημα το οποίο ανακάλυψε ο Μακάριος, ο κατάλογος είναι μακρύς.

 Που στόχευαν όλα αυτά; Τι επεδίωκε το κράτος των Αθηνών; Μήπως δημιουργούσε ευκαιρίες που δεν εκμεταλλευόταν ο Μακάριος και ο κυπριακός ελληνισμός; Καμία ευκαιρία δεν δημιουργούσε για το Ελληνικό συμφέρον. Δούλευε για το Τουρκικό συμφέρον υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και των γενικότερων ηγεμονικών συμφερόντων της υπερδύναμης.

Μύθοι και πραγματικότητες αλλά και  ευθύνες

Η ελληνική δεξιά, από συνήθεια, ντροπή ή/και αλαζονεία τα ρίχνει όλα στη χούντα. Τη θεωρεί τη μόνη υπεύθυνη για το τι συνέβη το καλοκαίρι του 1974. Δυστυχώς για εκείνη, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Η χούντα διαχειρίστηκε – με κάκιστο τρόπο, αυτό είναι αλήθεια – τη πολιτική που κληρονόμησε απ’ τους προκατόχους της για το κυπριακό, η οποία ήταν η πολιτική της καρατόμησης, ούτε καν διχοτόμησης, μεταξύ της Τουρκίας, της Ελλάδας και της Αγγλίας, δηλ. τη «ρεαλιστική» πολιτική της αρχιτεκτονικής της γεωπολιτικής πυραμίδας του Αβέρωφ. Μόνο από αυτόν τον «ρεαλισμό» πηγάζουν οι «χαμένες ευκαιρίες».

Ο ρεαλισμός του Μακαρίου και της σθεναρής αντίστασης στην επιβολή ξένων συμφερόντων στον τόπο σου δεν φτουράει. Σύσσωμη η Ελληνική δεξιά, για παράδειγμα, παραβλέπει τις ευθύνες της κυβέρνησης εθνικής ενότητας του Καραμανλή, η οποία κατά την εκεχειρία (22 Ιουλίου – 13 Αυγούστου), κι ενώ ο Αττίλας προέλαυνε στη Κύπρο, δεν ενίσχυσε στρατιωτικά την Εθνοφρουρά και την ΕΛΔΥΚ με την αποστολή των υποβρυχίων και τη συμμετοχή των φάντομ στην άμυνα της Κύπρου. Να σημειώσω ότι η μοίρα των φάντομ είχε επιχειρησιακό χρόνο 10 λεπτών πάνω από τη Κύπρο και επιστροφή στη βάση τους στη Κρήτη. Είναι μύθος όλα τα υπόλοιπα, τα οποία ίσχυαν μόνο για ένα τύπο αεροπλάνων. Αν η κυβέρνηση Καραμανλή έπαιρνε αυτή την επιβεβλημένη απόφαση για τη σωτηρία της Κύπρου, οι ΗΠΑ, υπό το φόβο της διάλυσης του ΝΑΤΟ, θα σταμάταγαν το δεύτερο Αττίλα. Ο Αβέρωφ, ο οποίος ήταν ο βασικός συντελεστής της πρωθυπουργοποίησης του Καραμανλή μετά από συμφωνία με τους χουντικούς, σταμάτησε το Καραμανλή από το να λάβει μια εθνικά ανεξάρτητη απόφαση.

Το καθεστώς που επέβαλε ο Αττίλας εξυπηρετεί τον ελάχιστο στόχο της Τουρκίας, αυτό της διοτόμησης/τριχοτόμησης, που δέχτηκε η Ελλάδα από το 1956-57. Δεν εξυπηρετεί τον μέγιστο στόχο, που είναι ο στρατηγικός έλεγχος όλης της Κύπρου, έτσι όπως τον είχε θέσει ο Νιχάτ Ερίμ, ο αντίστοιχος Αβέρωφ της Τουρκίας. Αυτό προσπάθησε να κάνει η πλειονότητα των «λύσεων» που προτάθηκαν από το σχέδιο Γκιουνές της 15ης Αυγούστου 1974 μέχρι το σχέδιο Ανάν. Είναι χάρη στον κυπριακό λαό και τη Μακαριακή παράδοση της ηγεσίας του που αποσοβήθηκε μέχρι σήμερα η τουρκοποίηση της Κύπρου. Υπάρχει, ισχυρίζομαι, απόλυτη συνέχεια της πολιτικής όλων των ελληνικών κυβερνήσεων από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα σε ότι αφορά τη Κύπρο.

Ο βασικός συντελεστής αυτής της πολιτικής ήταν ο «ρεαλισμός» του Ευάγγελου Αβέρωφ. Ο ρεαλισμός του Μακάριου έπρεπε να ανατραπεί με οποιοδήποτε τρόπο από όλες τις Ελληνικές κυβερνήσεις ανεξαρτήτου πολιτικής και ιδεολογικής τοποθέτησης. Ευτυχώς, δεν έχει ακόμη ανατραπεί. Και λέω «ευτυχώς» γιατί ο «ρεαλισμός των χαμένων ευκαιριών» του Αβέρωφ ή των νεο-κυπριακών νεφελοκοκκυγιών οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην επανασύσταση της τουρκοκρατίας στην Κύπρο, η οποία αυτή τη φορά θα είναι στυγνός αυταρχικός εθνικισμός χωρίς καν τα όποια ανεκτικά πρόσημα του Οθωμανισμού των μιλέτ. Μ’ αυτή την έννοια, το κράτος των Αθηνών, στο οποίο ανήκει ο κ. Στυλιανίδης, καλά θα κάνει να σιωπήσει κι όταν πιάνει στο στόμα του τη Κύπρο να το πλένει πρώτα καλά στη σοφία της ιστορίας.

*Καθηγητής στο School of Business

& Law, University of East London

& Founding Editor, Journal of Balkan

& Near Eastern Studies (Routledge-Taylor & Francis, 8 issues a year since 1998).

Φιλελεύθερος