Δεν φοβήθηκε ούτε καν μπροστά στον Χάρο. Το φώναζαν οι στίχοι του. «Των αθανάτων το κρασί/ Το ‘βρετε σεις και πίνετε/ Ζωή για σας ο θάνατος/ Κι αθάνατοι θα μείνετε». Το φώναζαν τα γράμματά του. «Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Ώρα 7.30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου», έγραφε στο τελευταίο γράμμα που είχε γράψει στους συμμαθητές του. Σε δυο αράδες, ο τεράστιος Μόντης σκιαγραφεί όλο το μεγαλείο του ήρωα: «Όταν διάβασα την ιστορία σου, το βράδυ είχα πυρετό»! Ήταν η προσωποποίηση του ήλιου.

Κάθε 14η Μαρτίου, επί 66 χρόνια, λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυκτα, τη σιγή της νύκτας συνταράσσει εκείνος ο ανατριχιαστικός ήχος από το τρίξιμο της δολοφονικής καταπακτής. Αυτή τη φορά, όμως, ο τριγμός λες και ήταν αθόρυβος. Όσο και αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να τον ακούσω. Τον κάλυπταν οι κραυγές. Χιλιάδων ανθρώπων, που συγκλονισμένοι παρακολουθούν εδώ και μέρες τις αηδιαστικές αποκαλύψεις ενός σκανδάλου, το οποίο συγκλονίζει τον ιερό χώρο της εκκλησίας. Όσο πιο αηδιαστική είναι κάθε επόμενη αποκάλυψη, τόσο πιο βροντώδης είναι και οι κραυγές.

Ο Ευαγόρας, ευτυχώς, δεν ζει. Ούτε και ο Μόντης. Διαφορετικά, αν διάβαζαν τις εμετικές αποκαλύψεις με πρωταγωνιστές μερικούς ρασοφόρους, που σκαρφίστηκαν ένα σωρό άθλια «θαύματα» για να καπηλευθούν την πίστη και να γεμίσουν αμαρτωλά χρηματοκιβώτια, ο πυρετός τους θα ήταν άκρως επικίνδυνος.

Η τεράστια καρδιά του Παλληκαρίδη, πλημμύριζε από ελληνοπρέπεια, αξιοπρέπεια και περηφάνια. «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Εκείνο το οποίο έχω να πω είναι τούτο. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την ελευθερία του. Τίποτα άλλο», βροντοφώναξε στους αποικιοκράτες κατά τη δίκη του. Κι αυτοί οι τιποτένιοι τρόμαξαν. Περιορίστηκαν στην ποταπή μέθοδό τους. Εκείνη την μικρόψυχη με την οποία έκρυβαν την δειλία τους. Την θανατική καταδίκη. Πού να ήξεραν τα ευτελή ανθρωποειδή, ότι πρόσφεραν νέκταρ αθανασίας στον αγέρωχο νέο.

Εξήντα επτά χρόνια μετά, όμως, πόσο αντίθετη εμφανίζεται η πορεία πολλών ανθρώπων σε αυτό το μικρό νησί. Αγνοείται η αξιοπρέπεια. Δολοφονήθηκε η περηφάνια. Άθλια ανθρωπάκια, με ιερά σχήματα, σκαρφίζονται «μύρα» για να παραπλανούν χιλιάδες ανήμπορους και βασανισμένους ανθρώπους. Για να καταθέτουν τον οβολό τους. Πλείστοι εξ αυτών από το υστέρημά τους. Αναζητώντας ψήγματα ελπίδας και άντληση ψυχικής δύναμης. Από μερικούς τσαρλατάνους, που κουβαλάνε τίτλους και αξιώματα.

Την πραγματική ελπίδα την χάρισε ο Ευαγόρας, όταν θυσίαζε τα νιάτα του. Ήταν πανέτοιμος να δείξει σε όλο τον κόσμο τι σημαίνει πατριωτισμός. Να μοιράσει αστείρευτη δύναμη σε όλες τις μελλοντικές γενιές. Να τον ρωτούν, «γιατί δεν έτρεξες κι εσύ να φύγεις όπως έκαναν οι σύντροφοι σου την ώρα που σε συνέλαβαν;». Και να συγκλονίζει με την απάντησή του: «Τους επήρα για δειλούς, όταν τους είδα να τρέχουν…».

Οποία τραγικότης. Η αθλιότης έχει κατακυριεύσει όλα τα επίπεδα. Πολιτικοί, θεσμοί, πολιτειακοί αξιωματούχοι, οικονομικοί παράγοντες, οι φέροντες έστω και μικρή εξουσία… Ακόμη και οι ρασοφόροι, δήθεν εκπρόσωποι του Θεού. Όλοι μετατρέπονται σε δούλους του χρήματος.

Ξέχασαν αξίες και ιδανικά. Κουρέλιασαν την αξιοπρέπεια και την εντιμότητα. Εκείνος πήρε μιαν ανηφοριά. Αυτοί ακολουθούν αδιάκοπα μιαν κατηφοριά. Εκείνος πέταξε στην αθανασία με φουσκωμένα στήθη από ελληνοπρέπεια. Αυτοί κατρακυλούν στα τάρταρα της καταισχύνης. Βεβηλώνοντας ό,τι αξιοπρεπές έχει απομείνει.

«Θα πάρω μιαν ανηφοριά/ θα πάρω μονοπάτια/ να βρω τα σκαλοπάτια/ που παν στη Λευτεριά…» έγραφε ο Ευαγόρας. «Χορταριασμένα μονοπάτια/ και τα σκαλοπάτια ξεδοντιασμένα/ από το πλιάτσικο της αλητείας των καιρών», αναγκάζεται να γράψει με πίκρα η ποιήτρια Πίτσα Γαλάζη.

Απομένει ο φρικτός τριγμός του ικριώματος. Ως ύστατη ελπίδα να αφυπνίσει, τουλάχιστον, τους νέους. Ελπίζοντας να βρουν την δύναμη να αναζητήσουν τα βήματα του αθάνατου ήρωα… Διαφορετικά θα παραμείνει ο σπαραγμός να πνίγει τη λαλιά μας…

Φιλελεύθερος