Κατεπείγον «σήμα κινδύνου» εκπέμπει η ενεργοβόρος βιομηχανία της Ελλάδας, υπογραμμίζοντας πως η ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφειά της υπονομεύεται όσο τα μέτρα για τη αντιμετώπιση του αυξημένου ενεργειακού κόστους παραμένουν σε επίπεδο εξαγγελιών.

Την ίδια στιγμή, μεγάλες χώρες της Ευρώπης όπως η Γαλλία και η Γερμανία παρέχουν εδώ και καιρό ισχυρές επιδοτήσεις στις βιομηχανίες τους για να τις στηρίξουν -καθώς ακόμα και μετά την άμβλυνση της ενεργειακής κρίσης το κόστος της ενέργειας παραμένει υψηλότερο στην Ευρώπη όχι μόνο σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα αλλά και σε σύγκριση με άλλες βιομηχανικές δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ.

Το μέγεθος αλλά και το επείγον του προβλήματος αναδεικνύει με δηλώσεις του στη «Ν» ο πρόεδρος του συνδέσμου των βιομηχανικών καταναλωτών (ΕΒΙΚΕΝ) κ. Αντώνης Κοντολέων: «Σε πρόσφατη έκθεση του ινστιτούτου  Bruegel  (σ.σ. παρουσιάστηκε στους Υπουργούς Οικονομικών της ΕΕ  στο Eurogroup της περασμένης εβδομάδας, καθώς ο αντίκτυπος των τιμών ενέργειας στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας ήταν ψηλά στην ατζέντα της Συνόδου)  διαβάζουμε ότι στη Γαλλία οι παρεμβάσεις/αποφάσεις της κυβέρνησης για τα πυρηνικά θα εξασφαλίζουν τιμή χονδρεμπορικής 70 ευρώ/MWh για την επόμενη 15ετία και επίσης ότι με το νέο σύστημα δίνεται κίνητρο στην (κρατική) EDF να διαπραγματευτεί μακροχρόνια συμβόλαια με τη βιομηχανία (όπερ σημαίνει ότι η τιμή στα συμβόλαια αυτά θα είναι προφανώς κάτω από 70 ευρώ/MWh», λέει ο κ. Κοντολέων και συνεχίζει:  Στη δε Γερμανία τον περασμένο Νοέμβριο εγκρίθηκε οριζόντια μείωση των ρυθμιστικών χρεώσεων για όλες τις βιομηχανίες από 15, 4 €/MWh σε 0,5€/ΜWh με συνολικό κόστος 5,5 δις €/έτος. Υπενθυμίζουμε ότι οι χρεώσεις δικτύων στη Ελλάδα αυξήθηκαν 100% τον περασμένο έτος.

Οι προκλήσεις

Οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας της χώρας μας με εξαγωγικό προσανατολισμό προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον αυξημένων επιτοκίωναυξημένου ανταγωνισμού λόγω της μειωμένης ζήτησης στην Ευρώπη αλλά και μη ανταγωνιστικών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην εγχώρια αγορά, παρά την αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ στο μείγμα.

Για να μπορέσει η εγχώρια βιομηχανία να ανταγωνιστεί με ίσους όρους τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, είναι αναγκαίο η κυβέρνηση να προχωρήσει  άμεσα τουλάχιστον στην λήψη των αυτονόητων μέτρων.  Ήτοι να υιοθετηθούν και στη χώρα μας στο σύνολο τους οι μηχανισμοί επιδότησης, οι οποίοι προβλέπονται από το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο (Κατευθυντήριες Γραμμές) ή εφαρμόζονται στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Και προφανώς η λήψη των μέτρων πρέπει να συνοδεύεται από την έγκαιρη εξασφάλιση της χρηματοδότησης  των ανωτέρω μηχανισμών. Είναι χαρακτηριστικό το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί με το μηχανισμό της Αντιστάθμισης του κόστους CO2, όπου για την περίοδο του 2023 απαιτείται η  εξασφάλιση επιπλέον 130 εκατ. ευρώ σε σύνολο 300 εκατ. ευρώ που απαιτούνται.  Και προφανώς το ίδιο πρόβλημα θα υπάρξει και το 2024 όταν μάλιστα παρατηρείται μείωση των τιμών των δικαιωμάτων άρα και των εσόδων λόγω της κάμψης της βιομηχανικής παραγωγής στην Ευρώπη», καταλήγει ο κ. Κοντολέων.

Το θέμα της αύξησης των εσόδων από τις δημοπρασίες ρύπων που διοχετεύονται για την αντιστάθμιση του κόστους CO2 έχει τεθεί και κατά τις συναντήσεις της ειδικής Ομάδας Εργασίας που έχουν συστήσει το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και ο ΣΕΒ για το θέμα του ενεργειακού κόστους των βιομηχανιών. Το ΥΠΕΝ  έχει σηματοδοτήσει ότι οι σχετικές αποφάσεις θα ληφθούν το αμέσως επόμενο διάστημα, χωρίς να έχει ανοίξει τα χαρτιά του ως προς τη δυνατότητα αύξησης των πόρων για την αντιστάθμιση όπως ζητά η ενεργοβόρος βιομηχανία που σημειώνει ότι το πρόβλημα προέκυψε διότι από το 2021 (οπότε και άλλαξαν οι Κατευθυντήριες Γραμμές της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της ενέργειας) στους επιλέξιμους για να λάβουν αντιστάθμιση κλάδους προστέθηκε και η διύλιση, κάτι που αύξησε σημαντικά τα ποσά που πρέπει να διατεθούν.

Οι κρατικές ενισχύσεις TCTF

Την ίδια στιγμή, σε αναμονή βρίσκεται η ελληνική ενεργοβόρος βιομηχανία για την Κοινή Υπουργική Απόφαση που θα ανοίξει τον δρόμο για την έναρξη της καταβολής των ποσών που προβλέπονται για την επιδότηση ρεύματος των επιλέξιμων εταιρειών στη βάση του σχήματος κρατικών ενισχύσεων TCTF για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που προκύπτουν από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή μετάβαση.

Η εγκριτική απόφαση της Κομισιόν προδιαγράφει μεν ένα ποσό έως και 150 εκατ. ευρώ, όμως αναμένεται ότι το ποσό που θα δοθεί τελικά θα είναι λιγότερο, της τάξης των 80 εκατ. ευρώ, λόγω των αυστηρών προϋποθέσεων που έχουν τεθεί για την ένταξη στο σχήμα.

Στην Ελλάδα το TCTF δεν έχει ακόμα «μπει στην πρίζα» για την ενεργοβόρο, τη στιγμή που σε άλλες χώρες έχει αξιοποιηθεί εδώ και πολύ καιρό για τη στήριξη των βιομηχανιών και μάλιστα με πολύ μεγάλα ποσά : Όπως προκύπτει από την μελέτη του Bruegel, από τότε που τέθηκε σε ισχύ το TCTF (Μάρτιος 2022) έχουν δοθεί με βάση αυτό κρατικές επιδοτήσεις στις βιομηχανίες ύψους σχεδόν 700 δις. ευρώ σε ολόκληρη την ΕΕ, με την μερίδα του λέοντος (53% του συνόλου ή 356 δις. ευρώ) να καταλήγει σε γερμανικές επιχειρήσεις και το 24% (ή 161 δις. ευρώ) σε γαλλικές επιχειρήσεις. Όπως τονίζει το ινστιτούτο, “ελλείψει συντονισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι ορατός ο κίνδυνος για έναν ενδοευρωπαϊκό αγώνα δρόμου επιδοτήσεων που πλήττει τις χώρες με στενότερα δημοσιονομικά περιθώρια», όπως είναι η Ελλάδα.

«Χάθηκε το τρένο» των PPA για τη βιομηχανία

Τούτων λεχθέντων, η ελληνική ενεργοβόρος βιομηχανία τονίζει ότι δεν έχει νόημα να γίνονται εξαγγελίες στην παρούσα φάση  για την προώθηση μακροχρόνιων διμερών συμβάσεων (PPA)  με παραγωγούς ΑΠΕ ως εργαλείο για τη μείωση του ενεργειακού κόστους, καθώς δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να εφαρμοστεί το μέτρο αυτό στην  πράξη στο ορατό μέλλον.

«Η συζήτηση αυτή έχει πλέον καταστεί ανεπίκαιρη καθώς όταν ξεκίνησε πριν από ένα χρόνο γινόταν λόγος για έργα που θα βρίσκονταν σε λειτουργία το 2025. Όμως, πλέον διαφαίνεται ότι τα έργα αυτά δύσκολα θα τεθούν σε λειτουργία πριν το 2027 και στο διάστημα που μεσολάβησε άλλαξε άρδην και το τοπίο των προσφερόμενων τιμών, με αποτέλεσμα τα μακροπρόθεσμα PPAs να εμπεριέχουν πολύ υψηλό επιχειρηματικό ρίσκο για τις βιομηχανίες, πολλώ δε μάλλον και μετά την απόρριψη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του σχήματος στήριξης Green Pool για την επιδότηση μέρους του κόστους που προκύπτει από την προσαρμογή του στοχαστικού προφίλ παραγωγής των σταθμών ΑΠΕ στη καμπύλη λειτουργίας των βιομηχανιών».

Πηγή: Ναυτεμπορική