Καθώς πλησιάζει στο τέλος του το 2023, οι λίστες με τα γεγονότα, που ξεχώρισαν, τις μεγάλες ευκαιρίες και τις νέες απειλές, τους κερδισμένους και ηττημένους της χρονιάς πληθαίνουν. Μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες επιλογές ήταν αυτή του Τζέραρντ Μπέικερ να ανακηρύξει τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν μεταξύ των μεγάλων νικητών, αν και οι περισσότεροι συμφωνούν πως ο Ουκρανός, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στέκεται μάλλον στην πλευρά των ηττημένων.

Γιατί μπορεί να θεωρηθεί νικητής

«Δεν μου δίνει καμία χαρά το γεγονός ότι ανακηρύσσω τον Βλαντίμιρ Πούτιν γεωπολιτικό νικητή της χρονιάς. Αν και ο πόλεμος του στην Ουκρανία συνεχίζει να προκαλεί τεράστιες ζημιές στη Ρωσία, η θέση του φαίνεται αμέτρητα ισχυρότερη από ό,τι πριν από ένα χρόνο. Η πολύκροτη αντεπίθεση του Κιέβου έχει σταματήσει. Η οικονομία του Πούτιν έχει αντέξει τις δυτικές κυρώσεις. Η ευρωπαϊκή αποφασιστικότητα εξασθενεί. Η αμερικανική υποστήριξη σπάει. Αιχμαλώτισε έναν εντελώς αθώο και έντιμο ρεπόρτερ της Wall Street Journal και αναμφίβολα θα ανταμειφθεί για αυτήν την ομηρία με ανταλλαγή κάποιου κακού. Έχει δείξει το σκληρό πλεονέκτημα της στρατηγικής υπομονής που προσφέρει η αυταρχική διακυβέρνηση» αναφέρει μεταξύ άλλων ο δημοσιογράφος της WSJ εξηγώντας την επιλογή του.

Αυτό καθιστά τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι τον γεωπολιτικό χαμένο της χρονιάς, «αν και το συνεχιζόμενο σθένος του απέναντι στην υπαρξιακή απειλή είναι πολύ αξιοθαύμαστο για αυτόν τον τίτλο» παρατηρεί. Απονέμει έτσι τον τίτλο σε έναν άλλο αντίπαλο και άλλοτε στενό σύμμαχο του Πούτιν, τον Γεβγκένι Πριγκόζιν, που «έγινε ακόμη ένα στατιστικό στοιχείο στη εκπληκτική σειρά των θανατηφόρων ατυχημάτων που συμβαίνουν με θύματα όσους θεωρούνται απειλή για το Κρεμλίνο».

Πράγματι αυτή ίσως η πιο δύσκολη στιγμή για την Ουκρανία από την εισβολή της Ρωσίας τον Φεβρουάριο του 2022, με την κατάσταση στο πεδίο της μάχης να φαίνεται αδιέξοδη και την πολιτική και στρατιωτική στήριξη της Δύσης να εξασθενεί, υπό το βάρος της δυσφορίας της κοινής γνώμης σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά και καθώς ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή εκτρέπει τους πόρους και την προσοχή. Πράγματι, η ρωσική οικονομία βρήκε παραθυράκια να παρακάμψει τις κυρώσεις. Μάλιστα οι New York Times πρόσφατα σε ανάλυσή τους, τόνιζαν ότι η έξοδος περισσότερων από 1.000 πολυεθνικών εταιρειών από τη Ρωσία αντί να πλήξει τον Ρώσο πρόεδρο, κατέληξε να πλουτίσει τον ίδιο και τους φίλους του.

Δεν συμφωνούν ωστόσο όλοι με την ανακήρυξη του Πούτιν σε κερδισμένο της χρονιάς. «Δεν μπορούμε να πέσουμε στην παγίδα να πιστεύουμε ότι όλα είναι καλά για τον Πούτιν και δεν μπορούμε να απορρίψουμε αποτελεσματικά μέτρα για να τον πιέσουμε» σημειώνουν στο Foreign Policy οι Τζέφρι Ζόνενφελντ και Στίβεν Τίαν του Yale. «Τα οικονομικά στοιχεία δείχνουν ξεκάθαρα ότι η ρωσική οικονομία έχει πληρώσει τεράστιο τίμημα από την έξοδο των δυτικών επιχειρήσεων. Ο Πούτιν συνεχίζει να αποκρύπτει την απαιτούμενη αποκάλυψη των στατιστικών στοιχείων του ρωσικού ΑΕΠ – προφανώς επειδή δεν είναι κάτι για το οποίο μπορεί να καυχηθεί» υποστηρίζουν και εξηγούν τι έχει συμβεί.

«Η μεταβίβαση της ιδιοκτησίας σχεδόν άχρηστων περιουσιακών στοιχείων δεν κάνει πλουσιότερους τους φίλους του Πούτιν. Ενώ ο Πούτιν απαλλοτρίωσε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία ασιατικών και δυτικών εταιρειών, οι περισσότερες εταιρείες απλώς τα εγκατέλειψαν. Επιβραβεύτηκαν που το έκαναν καθώς η κεφαλαιοποίησή τους εκτινάχθηκε στα ύψη μετά την είδηση της εξόδου τους. Η Ρωσία μηνύει ξένες εταιρείες για αποχώρηση, καθώς οι αποχωρήσεις της ExxonMobil και της BP τερμάτισαν την τεχνολογία που απαιτείται για την εξερεύνηση. Οι τεράστιες διακοπές εφοδιασμού που έκλεισαν τα ρωσικά εργοστάσια σε όλους τους τομείς περιγράφηκαν σε επιτόπια ρεπορτάζ της WSJ, που οδήγησαν στη σύλληψη και τώρα εννέα μήνες φυλάκιση του ηρωικού δημοσιογράφου που κατέγραψε την αλήθεια».

Τι έχασαν ο Πούτιν και η ρωσική οικονομία

Οι δύο καθηγητές παραθέτουν επίσης τα ακόλουθα οικονομικά στοιχεία, για να αποδείξουν ότι ο Πούτιν δεν έχει  που έχουμε επαληθεύσει.

Φυγή ταλέντων. Τους πρώτους μήνες μετά την εισβολή, υπολογίζεται ότι 500.000 άτομα εγκατέλειψαν τη Ρωσία, πολλοί από τους οποίους ήταν ακριβώς οι υψηλά μορφωμένοι, τεχνικά καταρτισμένοι εργαζόμενοι που η Ρωσία δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει. Έκτοτε υπολογίζεται ότι ο αριθμός αυτός έχει αυξηθεί σε τουλάχιστον 1 εκατομμύριο άτομα. Σύμφωνα με ορισμένες μετρήσεις, η Ρωσία έχασε το 10% του συνόλου του τεχνολογικού της εργατικού δυναμικού από αυτή την άνευ προηγουμένου φυγή ταλέντων.

Εκροές κεφαλαίων. Σύμφωνα με τις εκθέσεις της ίδιας της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας, το ποσό – ρεκόρ των 253 δισεκατομμυρίων δολαρίων ιδιωτικών κεφαλαίων αποσύρθηκαμ από τη Ρωσία μεταξύ Φεβρουαρίου 2022 και Ιουνίου 2023. Οι εκροές ήταν τετραπλάσιες σε σχέση με κρίσεις του παρελθόντος που είχαν πυροδοτήσει φυγή κεφαλαίων. Η χώρα εκτιμάται ότι έχασε το 33% του συνολικού αριθμού εκατομμυριούχων της, που επέλεξαν να την εγκαταλείψουν.

Απώλεια δυτικής τεχνολογίας και τεχνογνωσίας. Αυτό συνέβη σε βασικούς κλάδους όπως η τεχνολογία και οι έρευνες για υδρογονάνθρακες. Για παράδειγμα, η Rosneft από μόνη της χρειάστηκε να δαπανήσει σχεδόν 10 δισεκατομμύρια δολάρια περισσότερα σε κεφαλαιουχικές δαπάνεςγια τη συνέχιση των έργων εξόρυξης πετρελαίου στην Αρκτική, που εξαρτώνταν σχεδόν αποκλειστικά από τη δυτική τεχνολογία και τεχνογνωσία.

Σχεδόν πλήρης παύση των ξένων άμεσων επενδύσεων στη Ρωσία. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις στη Ρωσία έχουν σταματήσει σχεδόν πλήρως.  Υπήρξε μόνο ένας μήνας θετικών εισροών στους 22 μήνες από την εισβολή.

Απώλεια πρόσβασης στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Οι δυτικές κεφαλαιαγορές παραμένουν η βαθύτερη, πιο ρευστή και φθηνότερη πηγή κεφαλαίου για τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων και ανάληψης κινδύνων. Από την έναρξη της εισβολής, καμία ρωσική εταιρεία δεν μπόρεσε να εκδώσει νέες μετοχές ή νέα ομόλογα σε καμία δυτική χρηματοπιστωτική αγορά – που σημαίνει ότι μπορούν να αξιοποιήσουν μόνο τα ταμεία εγχώριων πηγών χρηματοδότησης, όπως οι κρατικές τράπεζες του Πούτιν για δάνεια με τσουχτερά επιτόκια (το επιτόκιο αναφοράς ειναι στο 16%).

Ναυτεμπορική