Weather Icon
Ιστορία , Ορθοδοξία , Τουρκία 12 Νοεμβρίου 2023

Συγκίνηση στην πατρίδα του Σεφέρη! Λειτούργησε ο ιερός ναός της Παναγίας της Βουρλιώτισσας στη Σκάλα Βουρλών

Συγκίνηση στην πατρίδα του Σεφέρη! Λειτούργησε ο ιερός ναός της Παναγίας της Βουρλιώτισσας στη Σκάλα Βουρλών

Οι απόγονοι των Μικρασιατών προσφύγων συμμετείχαν στη Θεία Λειτουργία και μετέλαβαν των Αχράντων Μυστηρίων

Με μεγάλη συγκίνηση λειτούργησε την Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023 ο νέος Ιερός Ναός της Παναγίας της Βουρλιώτισσας στη Σκάλα Βουρλών παρουσία των 100 εκδρομέων της Ενώσεως Βουρλιωτών Μικράς Ασίας και του Συνδέσμου Μικρασιατών Κωνσταντινουπολιτών Χαλανδρίου Ρίζες. Ο πατέρας Μανώλης Σαρρής καταγόμενος από τα Βουρλά ο οποίος είναι πλέον ο μόνιμος ιερέας του Ιερού Ναού, σκόρπισε συγκίνηση και μετάλαβε τους απογόνους των Μικρασιατών προσφύγων στη φιλόξενη πόλη.

Πατρίδα του Σεφέρη

Η Σκάλα Βουρλών αποτελεί το λιμάνι του οικισμού των Βουρλών και απέχει 4 χλμ. από την πόλη. Αποτελεί το επίνειο των Βουρλών, τη θαλασσινή έκφραση και απόληξη αυτών. Είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός με ήπια τουριστική κίνηση.

Τα εξοχικά παραθαλάσσια σπίτια, τα μαγαζιά και τα καφενεία-εστιατόρια με θέα στο λιμενοβραχίονα και τα ψαροκάικα, σε συνδυασμό με την αραιή δόμηση, μαρτυρούν τον ναυτικό, φυσικό και μη τεχνητό χαρακτήρα του τοπίου της Σκάλας. Εντούτοις, σήμερα αποτελεί συχνά σημείο αναφοράς για τους επισκέπτες της ευρύτερης περιοχής.

Η Σκάλα ήταν η πατρίδα του νομπελίστα ποιητή, Γιώργου Σεφέρη και αποτέλεσε πηγή της έμπνευσής του. 

Όπως γράφει η αδελφή του Γιώργου Σεφέρη, Ιωάννα Τσάτσου, «δεν ήταν για μας μια απλή εξοχή. Ήταν  ένα είδος μαγικού χώρου, όπου ταιριάζαμε τις φαντασίες μας, όπου καταφεύγαμε στις δύσκολες στιγμές του καταπιεσμένου από το σκολειό καιρού μας….Η πλήξη διαλύονταν. Είμαστε ελεύθεροι, ελεύθεροι με την πιο σπάνια ποιότητα της λευτεριάς»[7]. Και συνεχίζει:

«Η Σκάλα δεν είχε φανταχτερές ομορφιές. Ούτε δάση, ούτε μεγάλα βουνά. Άνοιγε τρυφερά την αγκαλιά της στη θάλασσα…. Εκεί ήταν όλα τα εξοχικά σπίτια της οικογένειας της μητέρας. Στο περιβόλι της γιαγιάς ο γεροπλάτανος, ο έρωτάς μας. Μας ζάλιζε η χαρά του. Σπουργίτια, τζιτζίκια, σ’ αυτόν καταλήγανε. Ήταν και το μαγγανοπήγαδο. Ξεκινούσαμε για τη Σκάλα…σαν φτάναμε σκονισμένοι και διψασμένοι, τι θριαμβευτική υποδοχή εκείνη του μικρού χωριού. Μεγάλοι μικροί μας περιμένανε. Όλοι οι ηλικιωμένοι ψαράδες, με τις φαρδιές βράκες και τους ρόζους στις φούχτες, τις ψημένες από τη θάλασσα, τον ήλιο και τη δουλειά, ήταν πρόσωπα τόσο φιλικά….Οι γυναίκες με τα μεγάλα μάτια μαντηλοδεμένες, τα παιδιά τους, η παρέα μας… Πώς ήταν ο Γιώργος στη Σκάλα; Τώρα που περνάει όλη η ζωή μπροστά μου, ποτέ δεν τον θυμάμαι τόσο φιλιωμένο με τον κόσμο γύρω του, τόσον ολόκληρο. Ένιωθε το κορμί του ως το τελευταίο κύτταρο. Η μάνα με την ένστικτη σοφία της, απόφευγε να λέει μη. Όλα ήταν δικά του, όλα τα κατακτούσε, προ πάντων με την αφή. Τους γιαλούς και τα χώματα, τις πέτρες, τις βάρκες, τα κουπιά….Τα γόνατά του πάντα ματωμένα. Τα πλήγωνε και τα ξαναπλήγωνε. Μα η θάλασσα έλυνε όλα τα προβλήματα. Και τις λάσπες και τα αίματα. Με το παραμικρό βουτούσε στο νερό με τα ρούχα. Έκανε πως θέλει να δέσει κάποιο κουπί στον αρμό του, να ξεμπερδέψει τα σκοινιά της βάρκας μας, κι’ έπεφτε κατά λάθος στη θάλασσα».

Η Σκάλα ήταν ο παράδεισος για τα τρία αδέλφια. Ο χώρος που άνθισαν τα παιδικά τους χρόνια, που αργότερα για τον ποιητή Σεφέρη θα αποτελέσουν τις καταποντισμένες μνήμες από τις οποίες θα αντλεί αισθήματα που θα τροφοδοτούν την ποίησή του. Στο Χειρόγραφο Σεπ. ’41, που έγραψε στην Πρετόρια όπου τον έριξε ο πόλεμος, σαν αντίβαρο στα δεινά που περνούσε, επιστράτευσε τις μνήμες του από την αγαπημένη του Σκάλα: «Τα δύο τελευταία καλοκαίρια δεν είχαμε πάει στην εξοχή, στη Σκάλα του Βουρλά, που ήταν για μένα ο μόνος τόπος που, και τώρα ακόμη, μπορώ να ονομάσω πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης: ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια. Η Σμύρνη ήταν το ανυπόφορο σχολειό, τα πεθαμένα βροχερά κυριακάτικα απογέματα πίσω από το τζάμι∙ φυλακή. Ένας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός. Η Σκάλα ήταν ό,τι αγαπούσα. Όταν κοιτάζω καμιά φορά τα χρόνια εκείνα, δεν υπάρχει, νομίζω, στη Σμύρνη ένα πρόσωπο, ένα τοπίο, μια γωνιά που να μπορώ να θυμηθώ με στοργή. Η Σκάλα ήταν ολωσδιόλου διαφορετική υπόθεση. Όπως στη σκηνή των μυστηρίων του Μεσαίωνα η γης είναι οριζόντια χωρισμένη από τον ουρανό, η Σκάλα ήταν μια περιοχή περιχαρακωμένη, κλειστή, όπου έμπαινα σαν μέσα σε περιβόλι της Χαλιμάς, όπου όλα ήταν γοητεία. Εκεί, οι άνθρωποι, θαλασσινοί και χωριάτες, ήταν δικοί μου άνθρωποι….Θα μπορούσα να πω την έκφραση του προσώπου και την κουβέντα του τάδε θαλασσινού, τη στιγμή που πήδηξε στο μόλο, βρεμένος από το κύμα, και δένει το καΐκι του….Ποιος ξέρει, αν η ζωή μου έγινε όπως έγινε και ξετυλίχτηκε πάνω σε δύο παράλληλους δρόμους—ένα δρόμο υποχρεώσεων, υπομονής και συμβιβασμών, κι έναν άλλον όπου περπάτησε χωρίς συγκατάβαση, ελεύθερο, το βαθύτερο εγώ μου—είναι γιατί γνώρισα κι έζησα, τα χρόνια εκείνα, δυο κόσμους ξεχωριστούς καθαρά: τον κόσμο του σπιτιού της πολιτείας και τον κόσμο του σπιτιού της εξοχής»[8].

Είκοσι χρόνια αργότερα θα γράψει στον Ρεξ Γουόρνερ, τον Άγγλο μεταφραστή του:

«Το μέρος όπου περνούσε η οικογένειά μου τις καλοκαιρινές διακοπές τις χαρούμενες εκείνες μέρες (ένα πολύ μικρό χωριό, γύρω στις 100 ψυχές) ονομαζόταν Σκάλα∙ το σπίτι μας βρισκόταν μπροστά στην παραλία. Από τα παράθυρα μπορούσα να δω τα νησιά….και τη θάλασσα, πράγμα υπέροχο…. Από το πίσω παράθυρο του σπιτιού μας είχες καλή θέα των αμπελώνων που έφταναν μέχρι τους λόφους του Βουρλά, την κωμόπολη της περιοχής (είχε στα χρόνια μου 30.000 ψυχές πληθυσμό)∙ λαμπρά παλικάρια…που μιλούσαν σε υπέροχη δημοτική»[9].

Ο ποιητής ποτέ δεν έπαψε να θυμάται τον απλό και άμεσο λόγο των χωρικών και των ψαράδων της Σκάλας και να θαυμάζει την «υπέροχη δημοτική» που μιλούσαν, η οποία, όπως συχνά ομολογούσε, άσκησε καθοριστική επιρροή στην ποίησή του. Οι πάρα πολλές αναφορές στα ημερολόγιά του στη Σμύρνη και κυρίως στη Σκάλα ξαφνιάζουν τον αναγνώστη. Δεν υπάρχει άλλο θέμα που να επαναλαμβάνεται με τέτοια συχνότητα, ακόμη και στα όνειρά του κάθε τόσο μεταφέρεται στη Σκάλα. «Η μνήμη όπου να την αγγίξεις πονεί». Ο νόστος μεγάλος.

Αυτός ο νόστος τον έφερε το 1950 στη Σμύρνη και στη Σκάλα. Η συγκίνησή του είναι μεγάλη. Φοβάται ότι δεν θα αντέξει και σημειώνει στο ημερολόγιό του[10]: «Θεέ μου, τι πάω να κάνω». Η Σμύρνη του φάνηκε άγνωστη πολιτεία. Έψαξε να βρει το σπίτι του∙ δεν βρήκε τίποτε. Προσπάθησε να εντοπίσει το χώρο, όπου ήταν κτισμένο∙ δεν μπόρεσε.  Τη βρίσκει παραμορφωμένη. Δεν τον συγκινεί ιδιαίτερα. Στο ημερολόγιό του δεν γράφει σχεδόν τίποτε άλλο παρά μονάχα ότι «Η Σμύρνη έχει χάσει τον ίσκιο της, όπως τα φαντάσματα». Την άλλη μέρα το πρωί φεύγει για τη Σκάλα. Η συγκίνησή του όμως εδώ κορυφώνεται. Επτά σελίδες στο ημερολόγιό του μιλούν γι ‘ αυτή την επίσκεψη. «Είμαι δεμένος ολόκληρος με το πρόσωπο της Σκάλας. Αυτό βαραίνει περισσότερο, είμαι ο προσηλωμένος συνεργός σε μια μαγική τελετή που δεν καταλαβαίνω. Ξέρω ότι θα μου συμβεί μια κρίση και δεν μπορώ να υπολογίσω τις συνέπειες της, πως την ετοίμασα εγώ αστόχαστα, πως έκανα ίσως κάτι σαν πρόσκληση στους νεκρούς, ένα βιασμό στη φύση των πραγμάτων, μιαν αδιάντροπη πράξη…», σημειώνει. Πράγματι, ο γυρισμός αυτός  αποτελεί μια νέκυια. Αν και πολλά έχουν αλλάξει, ωστόσο όλα του φαίνονται γνώριμα. «Στρίψαμε προς τη θάλασσα: όχι γαλήνη αλλά μια εφιαλτική ακινησία. Το τοπίο ήταν το εσωτερικό μιας σφαίρας και τα πράγματα κλεισμένα μέσα σ’ αυτή τη σφαίρα, κι εγώ μαζί τους, μίκραιναν ολοένα και στένευαν και χαλνούσαν, όσο να γίνουν μια τσακισμένη μακέτα των περασμένων, ξεχασμένη σ’ ένα ράφι. Η ξύλινη ‘βαπορόσκαλα’ δεν υπάρχει….Οι καμάρες του Μπατή στέκουνται με τα πάνω κτίσματα. Έπειτα, λίγα πράγματα που δεν αναγνωρίζω∙ έπειτα το ‘σπιτάκι’ μας. Τα τζάμια του κάτω παραθύρου σπασμένα, η σιδερένια πόρτα φριχτά σκουριασμένη∙ δεν θα την ξανάβαψαν από τα δικά μας χρόνια. Έχω ακόμη το κλειδί της στην Αθήνα…..»

Αυτό το «σπίτι» ψάχνει κάθε τόσο στα γραπτά του, στα ποιήματά του, στα όνειρά του. (Γυρεύω το παλιό μου σπίτι/ με τα ψηλά τα παραθύρια). Αυτό το σπίτι στη Σκάλα αποτελεί την «ενσαρκωμένη πατρίδα» του. Μια χαμένη όμως πατρίδα. Αυτή η απώλεια τον βαραίνει και του δημιουργεί βαθιά θλίψη και την αμηχανία του στο Μυθιστόρημα: «Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες …μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας… δεν ήξερα πού να κοιτάξω μήτε κι εγώ, χωρίς πατρίδα», «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. (Κίχλη, Το σπίτι κοντά στη θάλασσα)

Αλλά και όλα τα πράγματα της Σκάλας, της πατρίδας του, τ’ αγκαλιάζει με αγάπη μέσα στην ποίησή του: Το μαγκανοπήγαδο, τα πηγάδια, τα περιβόλια, τις ελιές, τα πλατάνια, τα καΐκια, τις ψαροπούλες, τη θάλασσα, τις θαλασσινές σπηλιές, τα περιγιάλια, τα κοχύλια, τα κουπιά, τα συντριβάνια, τα σπασμένα ξύλα, τα δίχτυα….Όλ’ αυτά είναι η χαμένη πατρίδα του που την περιέγραψε μέσα στα ποιήματά του, τα οποία είναι η φωνή της πατρίδας:

Όμως το ξύλινο μαγκανοπήγαδο—τ’ αλακάτιν,

κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς

μισό στο χώμα και μισό στο νερό,

γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;

Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή

Βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου

Γιατί την είπες φωνή πατρίδας;                      (Λεπτομέρειες στην Κύπρο)

 Ίσως θα πρέπει το έργο του Γιώργου Σεφέρη  να ξαναδιαβαστεί λαμβάνοντας υπόψη της η κριτική την «ενσαρκωμένη πατρίδα» του, την παιδική του ηλικία στη Σκάλα.

Με πληροφορίες από hellenicheritage-asiaminor.gr, 

artpointview.gr

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube