Οι σημαντικές προκλήσεις που επιφέρουν το αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο γύρω από το περιβάλλον, η αύξηση του χρηματοοικονομικού κόστους και οι γεωπολιτικές εντάσεις στη ναυτιλιακή βιομηχανία αναδείχθηκαν κατά τη φετινή Ναυτιλιακή Εβδομάδα του Λονδίνου.

Την ίδια ώρα, επιβεβαιώθηκε ο ρόλος της βρετανικής πρωτεύουσας ως ένα από τα κορυφαία ναυτιλιακά κέντρα διεθνώς για την επίλυση δικαστικών ναυτιλιακών θεμάτων.

Η LISW23, η οποία ολοκληρώνεται σήμερα, είναι μια από τις μεγαλύτερες εκδηλώσεις για την παγκόσμια ναυτιλιακή βιομηχανία, που λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο από τον Σεπτέμβριο του 2013.

Κατά την πρώτη ναυτιλιακή εβδομάδα, πριν από 10 χρόνια, πραγματοποιήθηκαν 78 events. Φέτος, οι διοργανωτές ανέμεναν περίπου 250-300 εκδηλώσεις, με ομιλίες και συζητήσεις ανάμεσα στους ηγέτες του κλάδου, και περισσότερους από 30.000 επισκέπτες.

Στο περιθώριο των φετινών ομιλιών, συνεδρίων και παρουσιάσεων, διατυπώθηκαν κρίσιμες απόψεις για το μέλλον της ναυτιλίας, με έμφαση στις σημαντικές προκλήσεις που δημιουργούν: το ενισχυμένο ρυθμιστικό πλαίσιο γύρω από το περιβάλλον, με απώτερο στόχο την επίτευξη του στόχου μηδενικών εκπομπών έως το 2050, η αύξηση του χρηματοοικονομικού κόστους και οι γεωπολιτικές εντάσεις.

Την ίδια ώρα, επιβεβαιώθηκε ο ρόλος του Λονδίνου ως ένα από τα κορυφαία ναυτιλιακά κέντρα διεθνώς για την επίλυση δικαστικών ναυτιλιακών θεμάτων.

Περιβαλλοντική ατζέντα

Την επανεξέταση του αμφιλεγόμενου δείκτη έντασης άνθρακα (CII), που βαθμολογεί τα πλοία με βάση τον συντελεστή απόδοσης, εξήγγειλε ο νέος γενικός γραμματέας του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) Arsenio Dominguez, μιλώντας στο κεντρικό συνέδριο της εβδομάδας, που έλαβε χώρα στα γραφεία του οργανισμού.

Ο κ. Dominguez, ο οποίος αναλαμβάνει καθήκοντα τον Ιανουάριο του 2024, ανέφερε ότι ο ΙΜΟ έχει ήδη αρχίσει να επανεξετάζει τις προτάσεις των φορέων της διεθνούς ναυτιλίας για αναθεώρηση, ενώ για τα οικονομικά μέτρα, στον δρόμο για τη μείωση των εκπομπών, σημείωσε ότι είναι ήδη στο τραπέζι.

Το θεμελιώδες πρόβλημα είναι ότι ο CII δεν είναι κατάλληλος για τον σκοπό του στην τρέχουσα μορφή του, δήλωσε ο Σκωτσέζος εφοπλιστής John Denholm, πρώην πρόεδρος του Ναυτιλιακού Επιμελητηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ο κ. Denholm ανέφερε ότι ο κανονισμός είναι πολύ εύκολο να παραποιηθεί και πλοία που στην πραγματικότητα μπορεί να εκπέμπουν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα, στο τέλος επιτυγχάνουν καλύτερη βαθμολογία CII.

«Χρειαζόμαστε αγορακεντρικά μέτρα, που θα δίνουν κίνητρα στους πλοιοκτήτες να κινηθούν προς την κατεύθυνση της απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές μέχρι το 2050 και χωρίς αυτά δεν πιστεύω ότι ο κλάδος θα τα καταφέρει», δήλωσε ο Denholm.

Η δικηγόρος ναυτιλίας Poonam Melwani δήλωσε ότι το βασικό πρόβλημα που απορρέει από τον CII είναι ότι αναδιατυπώνει τη συμβατική σχέση και τις νομικές ευθύνες των πλοιοκτητών και των ναυλωτών.

«Αυτή η παραδοσιακή σχέση αλλάζει και θα πρέπει να υπάρξουν καινοτόμοι τρόποι, μέσω των οποίων θα τροποποιήσουμε τα ναυλοσύμφωνα, αν πρόκειται να προσπαθήσουμε να κάνουμε τους κανονισμούς να λειτουργήσουν» σημείωσε χαρακτηριστικά.

Ο δρόμος για το 2050

Η δέσμευση του άνθρακα, η ενεργειακή απόδοση και τα πράσινα καύσιμα είναι ο οδικός χάρτης για την επίτευξη του στόχου μηδενικών εκπομπών έως το 2050.

Σύμφωνα με έκθεση του αμερικανικού νηογνώμονα ΑBS, που παρουσιάστηκε στη διάρκεια της ναυτιλιακής εβδομάδας του Λονδίνου, ο ναυτιλιακός κλάδος θα πρέπει να επιταχύνει τις επενδύσεις στην τεχνολογία δέσμευσης άνθρακα, έως το 2050.

«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι υπάρχει σημαντικός όγκος εργασίας που πρέπει να γίνει από τώρα έως τότε, αν ελπίζουμε να πετύχουμε το καθαρό μηδέν» δήλωσε ο Christopher J. Wiernicki, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ABS.

Ο ίδιος τόνισε ότι θα πρέπει να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες των τεχνολογιών βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης προκειμένου να υπάρξει μείωση της κατανάλωσης καυσίμων στον υπάρχοντα στόλο και τα νεότευκτα κατά 15%.

Ταυτόχρονα ανέφερε ότι συστήματα δέσμευσης άνθρακα θα πρέπει να ενσωματωθούν σε μεγάλο μέρος του παγκόσμιου στόλου που καίει πετρέλαιο, καθώς θα μειώσουν τις εκπομπές CO2 εν πλω κατά 70%.

Ο Wiernicki υπογράμμισε ότι όσοι πλοιοκτήτες δεν μπορούν να υιοθετήσουν τη δέσμευση του άνθρακα θα πρέπει να στραφούν σε άλλες λύσεις, όπως το συνθετικό καύσιμο diesel ή τα βιοκαύσιμα με μηδενικές εκπομπές άνθρακα.

Κορυφαίο κέντρο υποθέσεων ναυτιλιακής διαιτησίας παραμένει το Λονδίνο, με βάση έρευνα που εκπόνησε το δικηγορικό γραφείο HFW.

Το Λονδίνο διαχειρίστηκε πάνω από το 85% των διεθνών υποθέσεων το 2022, ενώ η Σιγκαπούρη, η οποία είναι ο πλησιέστερος ανταγωνιστής, εξυπηρέτησε το ισοδύναμο περίπου 5% του φόρτου εργασίας.

H Ένωση Ναυτιλιακών Διαιτητών του Λονδίνου (LMAA) κατέγραψε τον υψηλότερο όγκο υποθέσεων από το 2016.

«Το Λονδίνο έχει από καιρό τη φήμη ενός αξιόπιστου και ουδέτερου φόρουμ για διεθνείς υποθέσεις διαιτησίας και ιστορία ναυτιλιακής εξειδίκευσης» σχολίασε ο Michael Ritter, εκπρόσωπος του HFW.

«Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι το Brexit δεν έχει απειλήσει το status του Λονδίνου ως η πιο αξιόπιστη δικαιοδοσία για τη διευθέτηση υποθέσεων ναυτιλιακής διαιτησίας.

Προετοιμαστείτε για δύσκολους καιρούς

Προειδοποιητικό μήνυμα στους πλοιοκτήτες, να προετοιμαστούν καλά για τους δύσκολους καιρούς που έρχονται, έστειλε ο ναυτιλιακός οικονομολόγος Martin Stopford, μιλώντας την πρώτη ημέρα της Διεθνούς Ναυτιλιακής Εβδομάδας του Λονδίνου σε σχετικό πάνελ.

«Δεν νομίζω ότι κανείς έλαβε σοβαρά υπόψη του τον αντίκτυπο που θα είχε στον κόσμο και τη ναυτιλιακή οικονομία η τεράστια αύξηση του ενεργειακού κόστους» επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ο καθηγητής.

«Κατευθυνόμαστε σε μια περίοδο κατά την οποία έχουν συσσωρευτεί μια σειρά από δυσχερείς καταστάσεις» είπε, αναφερόμενος συγκεκριμένα στην πανδημία, στον πόλεμο στην Ουκρανία που διέκοψε το εμπόριο σιτηρών και την αύξηση των επιτοκίων. Αυτές οι δραματικές συνθήκες επιδεινώθηκαν από την επιβράδυνση της κινεζικής οικονομικής ανάπτυξης και τις γεωπολιτικές προκλήσεις στην Ασία και τη Μέση Ανατολή.

Σε μια τέτοια «καταιγίδα» προβλημάτων, οι ναυτιλιακές εταιρείες πρέπει να θωρακιστούν, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της ψηφιοποίησης και μένοντας μακριά από τα ναυπηγεία, σύμφωνα με τον Stopford.

Όπως είπε, τα ψηφιακά συστήματα θα καταστήσουν τις ναυτιλιακές εταιρείες πιο αξιόπλοες τα επόμενα χρόνια και ανθεκτικότερες απέναντι σε ό,τι κι αν επιφυλάσσουν οι αγορές.

Την ίδια ώρα, σημείωσε ότι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί μια καλύτερη ναυλαγορά είναι να μην προχωρήσουν οι εταιρείες σε παραγγελίες πλοίων. Υπενθυμίζεται ότι μετά από ορισμένα χρόνια αναιμικής δραστηριότητας ναυπηγήσεων, φέτος οι πλοιοκτήτες επέστρεψαν δυναμικά στις γιάρδες, παραγγέλνοντας κυρίως eco τονάζ που καλύπτει τις περιβαλλοντικές απαιτήσεις και λιγότερα βαπόρια με εναλλακτικά καύσιμα, λόγω του «θολού» ακόμη τοπίου. Οι πλοιοκτήτες που «στοιχημάτισαν» ήταν καταδικασμένοι στην αποτυχία, υπογράμμισε με έμφαση ο Stopford, συμπληρώνοντας πως «αν συνεχίσεις να αντιμετωπίζεις τη ναυτιλία σαν ένα άλογο κούρσας, θα καταλήξεις σαν αυτούς στην αρχή της εμπορευματοκιβωτιοποίησης: οι περισσότεροι από αυτούς χρεοκόπησαν».

Ναυτεμπορική