Υπάρχει νόμιμη και μη εισβολή, στρατιωτική επέμβαση μιας χώρας σε άλλη; Υπάρχει πουθενά στο διεθνές δίκαιο αυτό το… δίκαιο; Ο Βρετανός πρέσβης στη Λευκωσία, Irfan Siddiq, μιλώντας προ ημερών ενώπιον περίπου εκατό Βρετανών, που διαμένουν στα κατεχόμενα, αναφέρθηκε στην τουρκική εισβολή στο νησί το 1974, προκαλώντας, για διαφορετικούς προφανώς λόγους, αντιδράσεις ένθεν κακείθεν της κατοχικής γραμμής.

Οι αναφορές του μπορεί να έχουν τύχει διαφορετικών αναγνώσεων, πλην όμως, εκείνο που έχει σημασία είναι πως όταν εκπρόσωπος μιας χώρας, ένας πρέσβης, μιλά δημόσια αυτά που αναφέρει θα πρέπει να έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Να συνάδουν με τις διεθνείς συμβάσεις και τις αρχές που διέπουν τα Ηνωμένα Έθνη.

Ο κ. Irfan Siddiq, ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως «η  πραγματικότητα είναι ότι η σύγκρουση του 1974, επέμβαση μπορεί να υποστηρίξουν μερικοί, ήταν δικαιολογημένη υπό το σύστημα των εγγυήσεων. Από τη δική μου ανάγνωση της ιστορίας, υπήρχαν δύο φάσεις αυτής της επιχείρησης και ευλόγως η πρώτη φάση (20 Ιουλίου) ήταν νόμιμη και η δεύτερη (στις 14 Αυγούστου) ήταν αρπαγή γης».

Συνέχισε δε λέγοντας πως «αντιλαμβάνομαι ότι προκαλεί συναισθήματα και είπα ότι σέβομαι την αναστάτωση, όμως δεν υπάρχουν γεγονότα στην πολιτική, υπάρχουν αντιλήψεις. Έτσι, είναι πραγματικότητα ότι υπήρξε μια ελληνική στρατιωτική χούντα, η οποία υποκίνησε πραξικόπημα (στις 15 Ιουλίου 1974) και υπήρχε ο κίνδυνος της Ένωσης (ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα), που προκάλεσε την τουρκική στρατιωτική επέμβαση( σ.σ. εννοεί την εισβολή, την οποία δεν κατανομάζει).

Σε εκείνο το σημείο υπήρξε διακοπή των συγκρούσεων και πριν καταστεί δυνατή η επίτευξη της όποιας συμφωνίας, υπήρξε ένα δεύτερο κύμα( σ.σ. εννοεί τη δεύτερη φάση της εισβολής), που πήρε πολύ περισσότερη περιοχή και γη. Είναι καθαρό ότι δεν υπήρχε εμπιστοσύνη στην τουρκική πλευρά ότι η όποια πολιτική συμφωνία θα ήταν ικανοποιητική και γι’ αυτό ήθελαν να δημιουργήσουν ένα σύνορο που τους έδωσε στρατηγικό βάθος και επέτρεψε την παρουσία περισσότερων τουρκικών στρατευμάτων.

Τώρα, η άποψή μου για το διεθνές δίκαιο είναι ότι η πρώτη επέμβαση ήταν λογικώς δικαιολογημένη, επειδή ήταν απευθείας απάντηση στον κίνδυνο για ένωση και αλλαγή του συνταγματικού καθεστώτος, που κάνει δυνατή και επιτρέπει στρατιωτική επέμβαση από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Όμως, το έκαναν για να σταματήσουν αυτό τον κίνδυνο και ο κίνδυνος δεν υφίστατο αφού ήρθαν.

Η δεύτερη φάση ήταν μια απόφαση πολιτικής. Και αυτή η απόφαση πολιτικής να επιχειρηθεί η δημιουργία στρατηγικής προστασίας έχει επιπτώσεις και οι επιπτώσεις, […] παρά το γεγονός ότι δεν αρέσει στους ανθρώπους η αναλογία και η επέμβαση και η δικαιολογία είναι εντελώς διαφορετική, όμως υπάρχει ένας συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία τώρα επειδή η Ρωσία επιχειρεί να αλλάξει τα σύνορα. Και δεν υπάρχει κανένας νομίμως δρόμος να αλλαχθούν σύνορα περιοχών χωρίς την στήριξη των Ηνωμένων Εθνών»( μετάφραση ΓΤΠ). 

Η θέση του «ισορροπιστή» Βρετανού διπλωμάτη, που εν πολλοίς έχει δικαιολογήσει την τουρκική εισβολή, πόρρω απέχει από την πραγματικότητα. Σημειώνεται ότι στα κατεχόμενα οι αντιδράσεις έχουν επικεντρωθεί στην αναφορά του για «αρπαγή γης».

Οι τοποθετήσεις του πρέσβη έγιναν με μια λογική τήρησης «ίσων αποστάσεων», αλλά όπως συνήθως γίνεται, λειτουργεί σε βάρος της ελληνικής πλευράς. Άλλωστε μια εισβολή έγινε, τον Ιούλιο του 1974και η προέλαση συνεχίσθηκε μέχρι τον Αύγουστο.

Τι ισχύει με βάση τα πραγματικά δεδομένα; Είναι γνωστό ότι η Τουρκία εισβάλλοντας στην Κύπρο την 20η Ιουλίου 1974 επικαλέσθηκε Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960, μεταξύ της ιδίας, της Βρετανίας και της Ελλάδος. Συνθήκη, που θα έπρεπε να είχε ήδη μελετήσει ο Βρετανός πρέσβης. Σύμφωνα με τα άρθρα ΙΙΙ και IV, οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις με τα συνθήκη του 1960 εγγυήθηκαν:

Πρώτο, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Κύπρου.

Δεύτερο, την  απαγόρευση κάθε δραστηριότητας καθ΄όσον εξαρτάται από αυτές που θα έχει ως στόχο την ένωση εν όλω ή εν μέρει της Κύπρου με άλλο κράτος.

Τρίτο, την «κατάσταση πραγμάτων» η οποία καθιερώθηκε με το σύνταγμα του 1960.

Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη Συνθήκη Εγγυήσεως, οι υποχρεώσεις των τριών δυνάμεων ήσαν οι ακόλουθες:

  • Να απαγορεύσουν, στο βαθμό που εξαρτάται από τις τρεις δυνάμεις, κάθε δραστηριότητα που μπορεί να ευνοήσει την ένωση εν όλων ή εν μέρει τη Κύπρου με άλλο κράτος.
  • Να διαβουλευθούν μεταξύ τους, ούτως ώστε να αναλάβουν κοινή ή συμφωνημένη δράση για να προβούν σε διαβήματα ή για να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προς αποκατάσταση των πραγμάτων, σε περίπτωση παραβίασης των συμφωνιών.
  • Να ενεργήσει κάθε εγγυήτρια δύναμη αυτοτελώς σε περίπτωση που δεν υπάρχει δυνατότητα για κοινή ή συμφωνημένη δράση.

Η Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960 δεν παρέχει το δικαίωμα χρήσης βίας σε κάποια από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Μια τέτοια ενέργεια, μια τέτοια ερμηνεία,  προδήλως αντίκειται προς τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και τις διατάξεις του αναγκαστικού δικαίου και καθιστά τη Συνθήκη του 1960.

Ο αείμνηστος  Κύπρος Χρυσοστομίδης, στο βιβλίο του «το κράτος της Κύπρου στο διεθνές δίκαιο» ( εκδόσεις Σακκούλα, Αθήνα 1994), καταρρίπτει τους τουρκικούς ισχυρισμούς. Αναλύει τη Συνθήκη Εγγυήσεως και το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και ενισχύει τη θέση του με αναφορές από διεθνολόγους κι άλλους εμπειρογνώμονες.

Όπως αναφέρει, επειδή η Τουρκία βασίζει αποκλειστικά τον ισχυρισμό της για τη νομιμότητα της στρατιωτικής της επέμβασης στην Κύπρο στη Συνθήκη Εγγύησης, πριν αναλυθεί το άρθρο IV πρέπει να λεχθεί πως υπάρχουν και άλλες διατάξεις άλλου άρθρου της Συνθήκης που πρέπει να προταχθούν για περισσότερη συζήτηση.

Σύμφωνα με το άρθρο ΙΙ της Συνθήκης, οι Εγγυήτριες Δυνάμεις «εγγυώνται την ανεξαρτησία», εδαφικήν ακεραιότητα και ασφάλειαν της Δημοκρατίας της Κύπρου ως και την δημιουργηθείσαν διά των θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος αυτής κατάστασιν» και να εμποδίζουν και την ένωση της με άλλο κράτος ή τον διαμελισμό της.

Ένα από το θεμελιώδη, και μη τροποποιήσιμα άρθρα του Συντάγματος είναι και το άρθρο 185 που προβλέπει:

«1. Το έδαφος της Δημοκρατίας είναι ενιαίον και αδιαίρετον.

2. Η καθολική ή μερική ένωσις της Κύπρου μεθ΄ οιουδήποτε άλλου κράτους ή η χωριστική ανεξαρτησία αποκλείονται».

Διαπιστώνεται αβίαστα από τα γεγονότα πως η Τουρκία ελέγχεται τουλάχιστον σε τρία σημεία να παραβιάζει το άρθρο ΙΙ της Συνθήκης:

  • Απέτυχε να επαναφέρει ή να επιζητήσει να επαναφέρει την κατάσταση πραγμάτων που εγκαθιδρύθηκε στην Κύπρο, με βάση τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος της Δημοκρατίας του 1960.
  • A fortiori επανέφερε, επέτρεψε και συνεχίζει να επιτρέπει το διαχωρισμό του εδάφους της Δημοκρατίας από το 1974 και μετά  αναγνωρίζοντας επίσημα την ανακήρυξη ξεχωριστής «ανεξαρτησίας» σε εδάφη της Δημοκρατίας που έθεσε υπό τον έλεγχο της με το θεμελιώδες άρθρο 185 του Συντάγματος της Κύπρου.
  • Απέτυχε να εμποδίσει και ακόμα, που τείνει να προωθήσει τέτοιο διαχωρισμό, ή δραστηριότητα που τείνει να προωθήσει τέτοιο διαχωρισμό.

Ο καθηγητής Άγγελος Συρίγος υπενθυμίζει το άρθρο 2.4 του Καταστατικού Χάρτη, που αποτελεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου και το οποίο ορίζει ρητώς ότι:

«Πάντα τα μέλη θα απέχωσι εις τα διεθνείς αυτών σχέσεις της απειλής ή χρήσεως βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οιουδήποτε κράτους ή καθ΄ οιονδήποτε άλλον τρόπον ασυμβίβαστον προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών». Βεβαίως εξαιρούνται οι περιπτώσεις που αφορούν τη νόμιμη άμυνα( άρθρο 51) και η εφαρμογή εξαναγκαστικών μέτρων του κεφαλαίου 7.

Σημειώνεται ότι στο πενθήμερο που είχε μεσολαβήσει μεταξύ του πραξικοπήματος και της εισβολής, η Βρετανία ανέλαβε, ως εγγυήτρια δύναμη, την πρωτοβουλία να συγκαλέσει, στις 17 Ιουλίου, στο Λονδίνο, τις κυβερνήσεις Ελλάδος και Τουρκίας για διαβουλεύσεις με σκοπό την αποκατάσταση της νομιμότητας σε εφαρμογή των ιδρυτικών Συνθηκών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ελληνική πλευρά, ήταν η χούντα ακόμη,  δεν απέστειλε εκπρόσωπο.

Σε εκείνη τη συνάντηση τουρκική πλευρά πρότεινε για το σκοπό αυτό, διμερή παρέμβαση, από κοινού με την αγγλική κυβέρνηση. Όταν η τελευταία απορρίψει την πρόταση, η Άγκυρα προχώρησε μερικά 24ωρα μετά στην εισβολή. «Η παρέμβαση αυτή, που έγινε με το επιχείρημα της αποκαταστάσεως της νομιμότητας και της προστασίας των Τουρκοκυπρίων, υπήρξε αυθαίρετη και παράνομη, εφόσον- σύμφωνα με γνωμάτευση του νομικού τμήματος του ΟΗΕ (19.5.1959)-  η Συνθήκη Εγγυήσεως απέκλειε τη χρήση βίας» ( Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο Γεγονότα και Κείμενα, σελ. 30).

Όλα τα πιο πάνω προδήλως ακυρώνουν το τουρκικό και όχι μόνο αφήγημα για «νομιμότητα» της εισβολής στην Κύπρο.

Το τι έγινε τις μέρες μεταξύ πραξικοπήματος και εισβολή, τα απόρρητα έγγραφα του Φόρεϊν Όφις είναι αρκούντως αποκαλυπτικά για τα όσα παρασκηνιακά συζητήθηκαν. Βρετανικά έγγραφα, που δόθηκαν στη δημοσιότητα την 1η Ιανουαρίου 2005, αναφέρουν πως το Λονδίνο έδωσε εν πολλοίς, ως  εγγυήτρια χώρα της Κυπριακής ανεξαρτησίας, ελευθερία κίνησης στην Τουρκία για να εισβάλει στην Κύπρο. Και το έπραξε τούτο όταν διαβεβαίωσε η βρετανική πλευρά τον Τούρκο Πρωθυπουργό, Μπουλέντ Ετζεβίτ, ότι δεν θα την παρεμπόδιζε στην εφαρμογή των σχεδίων της. Έγγραφο, το οποίο αναφέρεται στις κρίσιμες συνομιλίες του Τούρκου πρωθυπουργού, Μπουλέντ Ετζεβίτ, με τον Βρετανό ομόλογο του, Χάρολντ Ουίλσον, στο πρωθυπουργικό γραφείο στη Ντάουνιγκ Στριτ, τη νύκτα της 17ης Ιουλίου, που διήρκεσαν τρεισήμισι ώρες και σε αυτές συμμετείχαν οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας των δυο χωρών, παρουσιάζει τον Τούρκο Πρωθυπουργό  να ζητεί από τη βρετανική πλευρά να επιτρέψει την έλευση τουρκικών στρατευμάτων μέσω των βρετανικών βάσεων για να αποφευχθεί, όπως είπε, η αιματοχυσία.

Σε μια στιγμή των συζητήσεων, ο Βρετανός πρωθυπουργός παρατήρησε ότι κατανοεί την έννοια των όσων είχε πει ο ομόλογος του ότι δηλαδή «αν η κατάσταση για την τουρκοκυπριακή κοινότητα επιδεινωθεί η Τουρκία θα αισθανόταν την ανάγκη να παρέμβει». Αλλά, συνέχισε ο Ουίλσον, «δεν νομίζω ότι οι βάσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τέτοιου είδους επέμβαση».

Ο Μπουλέντ Ετζεβίτ, αναφέρεται στη συνέχεια στο έγγραφο, απάντησε ότι δεν μπορούσε να επιμείνει στο σημείο για χρησιμοποίηση των βάσεων, άλλωστε, παρατήρησε, οι βάσεις δεν ήταν αναγκαίες για τον σκοπό που είχε υπόψη του. «Ελπίζω -συνέχισε- ότι η βρετανική κυβέρνηση θα μπορούσε να βρει άλλα μέσα να βοηθήσει την Τουρκία». Ο υπουργός Εξωτερικών, Τζέιμς Κάλαχαν, ρώτησε τότε τι είδους βοήθεια εννοεί ο Τούρκος συνομιλητής τους. «Ελπίζω», εξήγησε ο Τούρκος πρωθυπουργός, ότι «η Βρετανία δεν θα παρεμβάλει εμπόδια και ότι θα πείσει τις ΗΠΑ να κάνουν το ίδιο». Ο Χάρολντ Ουίλσον είπε ότι η επιδίωξη του ομολόγου του είναι να μην παρέμβει η Βρετανία για να αποκλείσει ότι σκέπτεται να κάνει η Τουρκία προς αποκλεισμό των Ελλήνων. Οπότε ο Ετζεβίτ ρώτησε «μπορεί η Βρετανία να το αναλάβει αυτό;». Ο Κάλαχαν απάντησε ότι «αυτό δεν είναι αδύνατο». Τούτο σήμαινε πως το Λονδίνο άναψε το «πράσινο φως» στην Άγκυρα για την εισβολή.
Σημειώνεται ότι μετά την εισβολή και συγκεκριμένα στις 24 Ιουλίου, σε τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ Ουίλσον και Ετζεβίτ, ο πρώτος με αυστηρό ύφος προειδοποίησε τον δεύτερο ότι θα είχε συνέπειες αν οι τουρκικές δυνάμεις δοκίμαζαν να καταλάβουν το αεροδρόμιο. Ο Τούρκος Πρωθυπουργός παρουσιάσθηκε καθησυχαστικός.

Γνώριζαν αλλά δεν έκαναν τίποτε για να αποτρέψουν την εισβολή

Στο πόρισμα του Φακέλου της Κύπρου της Βουλής των Αντιπροσώπων ( σελ. 130-131), αναφέρεται στις  προθέσεις της Τουρκίας για εισβολή στην Κύπρο γνώριζε η Βρετανία για αρκετό χρονικό διάστημα πριν από την εκδήλωσή της. Μεταξύ άλλων, στις 5 Ιουνίου 1974 ο γραμματέας της Βρετανικής Υπάτης Αρμοστείας στη Λευκωσία είχε ενημερώσει Έλληνα συνάδελφό του ότι οι Τουρκοκύπριοι επρόκειτο να ανακηρύξουν ανεξάρτητο τουρκοκυπριακό κράτος.

Σε τηλεγράφημα, ημερομηνίας 21ης Ιουλίου 1974, το οποίο απεστάλη στο Υπουργείο Εξωτερικών της Αυστραλίας αναφέρεται ότι επίσημος Βρετανός αξιωματούχος δήλωσε “η Βρετανία δεν θα αρνηθεί, εάν τα τουρκικά στρατεύματα καταλάβουν περίπου το 1/3 του νησιού πριν από την συμφωνία κατάπαυσης του πυρός” (Ο.LΗ13267 2130 21/.7.74 CLΑ). Σε απόρρητο σήμα (Ζ 220405Ζ JUL 74) του διοικητή των Βρετανικών Δυνάμεων Εγγύς Ανατολής, ημερομηνίας 22 Ιουλίου 1974, αναφέρεται: “Ελληνικά μεταφορικά αεροσκάφη ίπτανται προς και από Λευκωσία υπεράνω εναερίου Βρετανικού χώρου εντός της Κύπρου, άνευ ημετέρας άδειας.

Από του Π.Φ. θα απογειούνται προς αναχαίτιση τα ημέτερα μαχητικά αεροσκάφη εναερίου άμυνας σύμφωνα προς τους κανόνες μας εμπλοκής”.  Στο πόρισμα αναφέρεται επίσης ότι τους μήνες που προηγήθηκαν της εισβολής βρετανικά πολεμικά πραγματοποιούσαν στα πλαίσια περιπολιών συχνές πτήσεις σε χαμηλό ύψος κατά μήκος των ακτών της Κερύνειας. Οι πτήσεις αυτές δεν εδικαιολογούντο σε σχέση με την πολεμική σύρραξη στη Μέση Ανατολή τον Οκτώβριο του 1973. Το βρετανικό απόσπασμα των ΗΕ το οποίο βρισκόταν στην περιοχή Λευκωσίας ουδέν έπραξε για τον περιορισμό ή την αποτροπή προώθησης των τουρκικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας στην περιοχή Αγίου Δομετίου-ΕΛΔΥΚ-Γερολάκκου, με αποτέλεσμα κατά την έναρξη της δεύτερης φάσης της εισβολής, στις 14 Αυγούστου, να βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση.

Επίσης, όταν ο  Αμερικανός υφυπουργός,  Τζόζεφ Σίσκο, παραμονές της εισβολής, βρέθηκε στο Λονδίνο για διαβουλεύσεις, σε μια από τις συναντήσεις που είχε με τον Κάλαχαν, συζήτησε και λύσεις που προέβλεπαν και την ενίσχυση της τουρκικής παρουσίας στο νησί. Κι αυτό, δυο μόλις μέρες πριν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Στη δεύτερη συνάντηση τους, ο Σίσκο και ο Κάλαχαν συγκέντρωσαν την προσοχή τους στα στοιχεία ενός πακέτου για την επίλυση του κυπριακού.

Συμπεριέλαβαν:

1). Ευέλικτες συνταγματικές διευθετήσεις,

2). Τουρκική πρόσβαση στη θάλασσα υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών,

3). Αντικατάσταση των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνοφρουράς,

4). Στενότερη εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών στην εναλλαγή των στρατευμάτων και,

5). Ενίσχυση της τουρκικής παρουσίας στο νησί.

Ο Κάλαχαν είχε επισημάνει ότι δεν απέκλειε αναγκαστικά τη χρήση στρατιωτικών δυνάμεων από το Ηνωμένο Βασίλειο, εφόσον επηρεαστούν τα συμφέροντα του, τα οποία χαρακτήρισε σημαντικά.

Φιλελεύθερος