Η Χαρίτα Μάντολες, η γυναίκα που είναι ταυτισμένη, ως ένα πρόσωπο-σύμβολο πια, με την τραγωδία της Κύπρου και με την ανοιχτή -ακόμη- πληγή του δράματος των αγνοουμένων, ξαναθυμάται την σπαρακτική Ιστορία της, που την αφηγείται κάθε φορά τόσο παραστατικά σα να σα να ‘ναι η ίδια η Κύπρος αιματοβαμμένη.

«Στις 21 Ιουλίου του ‘74, στην Ελιά, εχαθήκαν ο σύζυγός μου, ο πατέρας μου, οι σύζυγοι της μικρής και μεγαλύτερης αδελφής μου, ο θείος μου και νονός μου -αδελφός της μάμας μου-, μαζί με το γιο του. Οι Τούρτζιοι μας είχαν πάρει από το σπίτι και μετά την κακοποίηση που είχαν κάνει, εκτέλεσαν εν ψυχρώ τους άντρες μας μπροστά μας. Σύνολο εχάσαμεν 12 ανθρώπους. Πριν γίνουν τα φονικά εγώ εθυμήθηκα τα λόγια του άντρα μου: “Αν οι Τούρτζιοι αρχίσουν να πυροβολούν ππέσε κάτω τζιαι κάμε τη νεκρή”. Πιστεύω ότι τζιαι ο άντρας μου αυτό θα έκαμνε, γιατί εκρατούσε στα σιέρκα του το γιο μας, το Γιάννη, ενός χρονού τότε, που ακόμα δεν επερπατούσε, τζιαι εγώ την Ειρηνούλα μου, δύο χρονών. Κάποια στιγμή, καθώς επερπατούσαμεν, ένιωθα δίπλα μου τον Τούρκο που επυροβολούσε έναν άνθρωπο που ήταν κοντά στη ρίζα της ελιάς. Έσφιγγα στην αγκαλιά μου την κόρη μου, γιε μου. Έσφιγγα την να μεν μου φύει, σα να πάω την πνίξω. Ο άνθρωπος ανασηκώθηκε, ο Τούρκος πάλε τον επυροβόλησε. Εγώ δεν εμπορούσα να γυρίσω δεξιά για να τον δω. Έπαιξε τον ξανά τζιαι εσιωριάστηκε κάτω. Έππεσα. Έσφιγγα το μωρό μου στην αγκαλιά μου, τζιαι έκαμνα τη νεκρή όπως μου επαρήτζιηλε. Όταν εποτελειώσαν με τες εκτελέσεις εκλοτσούσαν μας να σηκωθούμε, αλλά δεν ήξερα αν ήμουν ζωντανή ή νεκρή. Εγύρισα τζιαι έπιασα το κεφαλάκι της κόρης μου, να είμαι βεβαία ότι αναπνέει, ώσπου την είδα να ανοιγοκλείνει τα ματούθκια της. Άγγιξα πάνω στο πόδι μου για να δω ότι είμαι τζιαι εγώ ζωντανή. Τότες εσηκώθηκα. Τζιαι άρχισα να φωνάζω: “Να πάω στον άντρα μου να δω αν είναι ζωντανός!”. Τζιείνος ήταν ππεσμένος κάτω, τρία βήματα μπροστά μου, αλλά δεν ήξερα αν ήταν νεκρός. Ο Τούρκος δεν με άφηνε να τον πιάσω, ετράβαν με τζιαι εκουντούσεν με πίσω, εκράταν το κοντάκκι τζιαι εκλότσαν με. Τρεις φορές επροσπάθησα να τζίσω τα πόθκια του, να καταλάβω, τζιαι δεν με άφησαν. Ήθελα να πιάσω το γιο μου που αρκουδούσε τζιαι εκράταν το κεφάλι του πατέρα του. Τζιαι έλεγα τους: “Αφήστε με να πιάσω το μωρό μου!”. Τότες εβρέθηκε τούτος ο Τούρκος που ήταν στην κουφάλα τζιαι αντιπάλευα μαζί του: “Βοήθα με, θέλω το μωρό μου! Το μωρό μου!”. Έπιασεν το που το σιερούδι του τζιαι επέταξεν μου το μακριά μέσα στα αγκάθκια, ενώ ετρέχαν αίματα που το κεφάλιν του, δίπλα που το αφτίν του – σα να επέρασεν σφαίρα τζιαι έξυσεν το. Επήα τζιαι έβαλα μέσα στην αγκάλη μου τον Γιάννη μου. Έλεγα μετά: “Κατά 99,5% ο άντρας μου είναι νεκρός”, αλλά υπήρχε αυτό το 0,5% πιθανότητα να εζούσεν… Αυτή ήταν η ελπίδα για τα μωρά μου. Ήταν η ελπίδα τζιαι για εμένα!».

«Γιε μου, τούτα που εζήσαμεν εν όπως την ταινία. Περνούν μπροστά μου ούλλη μέρα… Μετά το κακόν τούτον που έγινεν, επήαμεν σε έναν στάβλο τζιαι εμείναμεν την Κυριακή, τη Δευτέρα, την Τρίτη. Ήβραν μας κατά λάθος δύο στρατιώτες δικοί μας τζιαι ειδοποιήσαν τα Ηνωμένα Έθνη τζιαι εφκάλαν μας. Επήραν μας στη Λάπηθο τζιαι ύστερα στον Καραβά. Ερέξαμεν που ούλλα τα χωρκά. Η Πλατανιστάσα ήταν ο τελευταίος μας σταθμός. Εμείναμε ως τες 6 του Αυγούστου εκεί, ώσπου επήα με τα μωρά μου στην Λευκωσία για να μεταβώ στον Ερυθρό Σταυρό να τους δηλώσω. Στη δεύτερη εισβολή, 14 του Αυγούστου, ήμουν στην Αμμόχωστο… Ήβραν μας οι Εγγλέζοι στη Δεκέλεια, επιάσαν μας, επήραν μας σε κάτι τσιατίρκα. Στη Λεμεσό ήρτα τον Νιόβρη».

«Δεν σταμάτησα ποττέ να τους ψάχνω. Έπρεπε να μάθω! Να πω στα μωρά μου την αλήθκεια, που ερωτούσαν: “Πού εν ο παπάς, μάμα;”. Ήμουν τζιαμέ στο οδόφραγμα. Κάθε Σάββατο τζιαι Κυριακή ενυχτοξημερωνούμαστεν μαζί με τες άλλες τες μανάδες. Εκάμαμεν χρόνια στα οδοφράγματα, ήταν ένας συνεχής αγώνας. Δόξα σοι ο θεός!».

«Δεν περιγράφουνται ούτε η μέρα της κηδείας, ούτε όταν με ενημέρωσαν να πάω στα κατεχόμενα για να ψάξω τα λείψανα του αντρός μου ή όταν μας ειδοποιήσαν από το Ινστιτούτο για να δούμε τον σκελετό. Είχα πάει θυμούμαι στα κατεχόμενα, αρχικά με τον αείμνηστο τον Δημήτρη Ανδρέου, υπέδειξα τον χώρο, τζιαι επήγαν οι Τούρκοι μετά για να κάμουν εκσκαφή. Μόλις έμπηξεν τη χούφτα της η μπουλντόζα για να φκάλει χώμα, εκρεμμάστηκε το πουκάμισο του ανιψιού μου, κίτρινο, όπως το εφορούσε τζιήνην την ημέρα. Το αρπάξαμεν τζιαι μέσα ήταν μισή σιαγόνα με δύο δόντια πάνω. Τρεις δεν είχαν κρανίο. Έσκαφκε η μπουλντόζα τζιαι εγώ έψαχνα με τα σιέρκα μου μέσα στα χώματα για να βρω κανένα κοκαλάκι του Αντρίκκου μου – έβαλλα τα σιέρκα μου μέσα στα χώματα για να βρω τα λείψανα…».

«Οι τέσσερεις κηδείες εγίναν την ίδια ημέρα. Όλο το βράδυ δεν εκοιμήθηκα τζιαι είδα σαν όραμα τον άντρα μου να είναι εδώ, στο σπίτι, στο συνοικισμό, αν τζιαι πάντα τον έβλεπα μέσα στα περβόλια, στο σπίτι μας στην Κερύνεια. Του είπα: “Αντρίκκο μου, μα ήσουν σπίτι;”. Ξέρετε, ούλλες οι γεναίτζιες του πολέμου, πόσα βάσανα επεράσαμε; Εν είμαι εγώ μόνο. Εκάμναμεν θκιο τζιαι τρεις δουλειές για να τα φκάλουμε πέρα… Όταν εφέραμεν πλέον τα λείψανα του αντρός μου, με τον καημό μου μέσα στην ψυσιήν μου, επαρακάλεσα τον αξιωματικό να περάσουμε τζιαι που το σπίτι, τζιαμέ που εμεγαλώσαν τα παιθκιά του. Είχα το χρέος. Νομίζω ότι θα το ήθελε τζιαι τζιείνος. Να δει. Μετά ησύχασα».

– Πώς νιώθετε κάθε φορά που αφηγείστε την ιστορία σας, ακόμη και μετά από 48 χρόνια πια, κυρία Μάντολες; Νιώθω μιαν ανακούφιση. Τζιαι ότι οι άνθρωποι με καταλαβαίνουν. Ότι τούτα ούλλα εγίναν, ότι είναι Ιστορία, ότι είναι η πραγματικότητα. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, γιε μου!

– Πόσων χρόνων είστε; Είμαι 27 χρονών. Τόσων ήμουν όταν έφυα που το σπίτι μου. Έτσι νιώθω. Τζιαι περιμένω να πάω πίσω στο σπίτι μου για να αρχίσω να μεγαλώνω πάλε. Περιμένω με αγωνία την επιστροφή μου! Εν κρίμα τούτος ο τόπος να χαθεί…

– Σας χαρακτηρίζουν «σύμβολο των αγνοουμένων». Πώς το εισπράττετε αυτό; «Σύμβολο» είναι όλες οι γυναίκες της Κύπρου. Δεν είμαι η μόνη που υπέφερα. Τούτες οι μάνες που εχάσαν τα παιθκιά τους τζιαι εφέφκαν μια μια που τη ζωή χωρίς να ακούσουν λέξη για το τι εγίναν οι λεβέντες τους, με τούτον τον καημό επεθάναν πολλές… Εγώ ήβρα κάτι, έστω… Σε κάτι φίλες μου εφέρναν τους ένα κοκκαλάκι, θκιο κοκαλάκια, τρία, τζιαι ελαλούσαν τους: «Τούτος εν ο γιος σου!» – τούτον το μιτσίν το κοκκαλούδιν ήταν ο γιος τους, ο λεβέντης τους, που αναγιώσαν με σσίλια βάσανα…

– Έχετε εγγόνια; Έχω τέσσερα. Ο θεός να μου τα χαρίνει τζιαι του κόσμου ούλλου τα παιθκιά. Έχω δύο εγγόνια που τον Γιάννη μου τζιαι δύο που την Ειρήνη μου. 

– Οι εγγονοί σας υπηρέτησαν στον στρατό; Βεβαίως! Ο ένας ήταν και αξιωματικός. 

– Δεν είχατε αγωνία που τα εγγόνια σας θα πήγαιναν στο στρατό, έχοντας ζήσει η ίδια όσα μου αφηγηθήκατε; Όχι. Είχα χαρά και μεγάλον ενθουσιασμό που θα υπηρετούσαν την πατρίδα τους! Πάνω που ούλλα είναι η πατρίδα! 

– Από πότε έχετε να πάτε στο χωριό σας, στην Ελιά; Από τότε που επήγα και υπέδειξα τον χώρο, για να βρεθούν τα λείψανα. 

– Δεν ξαναπήγατε; Όχι. Τα εγγόνια μου, μου λένε «άτε, γιαγιά, να μας πάρεις να δούμεν το σπίτι…», αλλά εγώ δεν μπορώ ακόμα, ψυχολογικά δεν το αντέχω. Ούτε μαζί με τα παιδιά μου δεν επήγα ποτέ στο σπίτι μας μετά το κακό. Θέλω να πάω ελεύθερα να ζήσω στο σπίτι μου, όχι έτσι, χωρίς λόγο, σαν επισκέπτρια.

– Θέλετε να στείλετε ένα μήνυμα σήμερα, 48 χρόνια πια μετά την εισβολή και όλα όσα βιώσατε; Αγώνας! Αυτό. Αγώνας για απελευθέρωση. Μας κοροϊδεύουν. Μας κοροϊδεύει και ο Τούρκος. Φτάνει πια!

– Κάτι τελευταίο: Πότε θα βγάλετε τα μαύρα, κυρία Μάντολες; Ποτέ! Συνεχίζω να αγωνίζουμαι για όλες τις μανάδες που έχουν ακόμα μωρά αγνοούμενους. Η ψυχή μου εμαύρισε πλέον, γιε μου. Γιατί να φκάλω τα μαύρα;

Info: Όλη η ζωή της Χαρίτας Μάντολες καταγράφεται και στο βιβλίο της Ευρυδίκης Περικλέους-Παπαδοπούλου «Ως Αληθώς» που κυκλοφορεί. 

Ελεύθερα, 17.7.2022.