Weather Icon
ΗΠΑ 4 Ιουνίου 2023

Κρίση χρέους ΗΠΑ: Το “θρίλερ” πέρασε – τα ερωτήματα παραμένουν

Κρίση χρέους ΗΠΑ: Το “θρίλερ” πέρασε – τα ερωτήματα παραμένουν

Η κρίση αποφεύχθηκε, τα ρίσκα παραμένουν

Του Κώστα Ράπτη

Από το θρίλερ της επαπειλούμενης στάσης πληρωμών του ομοσπονδιακού κράτους των ΗΠΑ, για πρώτη φορά στην Ιστορία, με τις προφανείς αναταράξεις να προβλέπονται παγκοσμίως, στους πανηγυρισμούς για τις συμβιβαστικές λύσεις που μπορεί να προσφέρει το πνεύμα της διακομματικής συνεννόησης. Ή όχι ακριβώς πανηγυρισμούς – αν κρίνουμε από τις διαρροές στην ψηφοφορία της Τετάρτης στην αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων.

Όπως και αν έχει, η “μοιραία” 5η Ιουνίου, μετά την οποία, όπως προειδοποιούσε η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλλεν, το αμερικανικό Δημόσιο δεν θα ήταν σε θέση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, δίχως αύξηση του νόμιμου ορίου χρέους, θα φθάσει χωρίς απρόοπτα, καθώς ο συμβιβασμός που επεξεργάσθηκαν από τη μια ο Λευκός Οίκος και από την άλλη ο επικεφαλής της ελεγχόμενης από τους Ρεπουμπλικανούς Βουλής Κέβιν Μακάρθι μπήκε σε τροχιά fast track έγκρισης από τη Γερουσία και προσυπογραφής από τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα μείζονα προβλήματα έχουν διευθετηθεί οριστικά.

Οι δύο πλευρές συμφώνησαν όχι απλώς να αυξήσουν το νόμιμο όριο χρέους, το οποίο τώρα ανέρχεται στα 31,4 τρισ. δολάρια, αλλά να το άρουν εντελώς για το διάστημα των επόμενων δύο ετών, εκτοπίζοντας δηλαδή το ζήτημα από τη μάχη των προεδρικών εκλογών του 2024. Από εκεί και πέρα, η εκτάσεως 99 σελίδων συμφωνία που συνάφθηκε αποτελεί μια περίτεχνη “κοπτορραπτική” των εκατέρωθεν απαιτήσεων.

Ποιος πήρε τι

Στην πραγματικότητα, αυτοί που κυρίως υποχώρησαν ήσαν οι Ρεπουμπλικανοί, οι οποίοι πρωταγωνίστησαν σε αυτή την κρίση, προκειμένου να προωθήσουν δραστικές περικοπές δαπανών, ωστόσο δεν τόλμησαν να οδηγήσουν τη σύγκρουση στα άκρα, επωμιζόμενοι άρα την ευθύνη μιας πρωτοφανούς στάσης πληρωμών. Το αποτέλεσμα είναι οι περισσότερο ακραίοι βουλευτές του Freedom Caucus να προσπαθούν μέχρι και την τελευταία στιγμή να αποτρέψουν με διαδικαστικά τεχνάσματα την υπερψήφιση της συμφωνίας, που ο Μακάρθι ήθελε να χαρακτηρίζει “ιστορική”. Αλλά με 71 από τους 222 Ρεπουμπλικανούς του σώματος να επιμένουν μέχρι τέλους στην αρνητική ψήφο και με το νομοθέτημα να εγκρίνεται χάρη στη συνδρομή Δημοκρατικών συναδέλφων τους, το κόμμα του Μακάρθι εμφανίζεται διχασμένο και τραυματισμένο.

Όχι ότι η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών διαπνέεται από περισσότερο θετικά συναισθήματα, καθώς καταγγέλλει τις περικοπές που μπόρεσαν να περάσουν οι Ρεπουμπλικανοί ως “επίθεση ενάντια στις εργαζόμενες οικογένειες υπό την απειλή0 χρεοκοπίας”.

Ειδικότερα, το κείμενο της συμφωνίας προβλέπει πάγωμα των μη αμυντικών δαπανών για το 2024 και αύξησή τους κατά μόλις 1% το 2025. Αντίθετα, οι αμυντικές δαπάνες αυξάνονται κατά 3% στα 886 δισ. δολάρια. Επιπλέον, 30 δισ. δολάρια από τα αδιάθετα κονδύλια για την αντιμετώπιση της πανδημίας θα επιστραφούν στα δημόσια ταμεία, ενώ θα αυστηροποιηθούν τα κριτήρια και τα όρια ηλικίας για την παροχή κοινωνικών βοηθημάτων όπως αυτά του Προγράμματος Συμπληρωματικής Διατροφικής Βοήθειας (SNAP). Από τα 80 δισ. δολάρια που προβλέπονταν ως ενίσχυση της φορολογικής υπηρεσίας (IRS) για τη διενέργεια ελέγχων, περικόπτονται 20 δισ., που θα κατευθυνθούν σε άλλους σκοπούς, ενώ στο ζήτημα της αντιπαράθεσης, που έχει καταστεί για τα δύο κόμματα “ταυτοτική”, ανάμεσα στην προώθηση των καθαρών μορφών ενέργειας και της εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων η λύση ήταν “σολομώντεια”: τόσο τα “πράσινα” όσο και τα παραδοσιακά ενεργειακά πρότζεκτ θα εγκρίνονται εφεξής και θα αδειοδοτούνται ευκολότερα.

Εκτός συζήτησης βρέθηκαν εξαρχής η θέσπιση νέων φόρων (ή η αύξηση των υπαρχόντων συντελεστών) καθώς και το πάγωμα της αποπληρωμής φοιτητικών δανείων που θεσπίστηκε από την κυβέρνηση Μπάιντεν εν μέσω πανδημίας και πλέον θα κριθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Τα ρίσκα παραμένουν

Σε κάθε περίπτωση, αν και το σοκ της στάσης πληρωμών αποφεύχθηκε, με τις αγορές να αντιδρούν θετικά στις εξελίξεις, τα μεσοπρόθεσμα ρίσκα για την αμερικανική και τη διεθνή οικονομία παραμένουν. Η τριπλή πίεση που δημιουργούν ο άτονος ρυθμός ανάπτυξης, η αύξηση του κόστους δανεισμού και η πολύ αργή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, συνθέτει ένα τοπίο χαμηλών προσδοκιών.

Η περασμένη Τρίτη, ημέρα των “καλών ειδήσεων” από τον Λόφο του Καπιτωλίου, ήταν επίσης η μέρα κατά την οποία ανακοινώθηκε η πτώση της βιομηχανικής δραστηριότητας της Κίνας (οδηγού μεταξύ άλλων και των γερμανικών εξαγωγών ενδιάμεσου εξοπλισμού) τον Μάιο στο χαμηλότερο επίπεδο από την άρση των πανδημικών περιοριστικών μέτρων προ πενταμήνου. Επίσης την ίδια ημέρα η Deutsche Bank σε έκθεσή της ανέφερε ότι θεωρεί “επικείμενο” ένα κύμα χρεοκοπιών αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών, λόγω του συνδυασμού χαμηλής κερδοφορίας και υψηλής χρέωσης με την πιο “σφιχτή” νομισματική πολιτική της τελευταίας δεκαπενταετίας. (Μάλιστα η Capital Economics εκτιμά ότι μόνο το ήμισυ της νομισματικής περίσφιξης έχει γίνει μέχρι στιγμής αισθητό στην πραγματική οικονομία των ανεπτυγμένων χωρών.)

Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και τυχόν εξωγενή σοκ που θα μπορούσαν να υπάρξουν, ιδίως στις τιμές των τροφίμων, από τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία ή τις όλο και πιο συχνές λόγω κλιματικής μεταβολής φυσικές καταστροφές στην αγροτική παραγωγή διαφόρων χωρών (πρβ. τις πρόσφατες πλημμύρες στην Ιταλία).

Χρέωση δίχως φρένο

Αλλά το μεγάλο αναπάντητο ερώτημα είναι το πού βαδίζει η ίδια η Αμερική. Και το χρέος, που βρέθηκε στο επίκεντρο του πολιτικού θρίλερ των τελευταίων εβδομάδων, παραμένει απειλητικό.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου εκτιμά ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα συνεχίσουν να σωρεύονται επ’ αόριστον με ρυθμό 7% ετησίως, ενώ σύμφωνα με το ΔΝΤ το ακαθάριστο δημόσιο χρέος έχει εκτιναχθεί από το 62% το 2007 στο 122% φέτος, με προοπτική να φθάσει το 138% το 2028, ξεπερνώντας τις αντίστοιχες επιδόσεις της Ιταλίας. Με άλλα λόγια, την τελευταία εικοσαετία συσσωρεύθηκε μεγαλύτερο ποσοστό χρέους απ’ ό,τι κατά τη Μεγάλη Ύφεση και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σε μία περίοδο που εγκαινιάστηκε με την κατάρρευση της Lehmann Brothers και σημαδεύτηκε στις μέρες μας από την πανδημία, οι δημοσιονομικές επιλογές διαδοχικών κυβερνήσεων υπήρξαν ανεξέλεγκτες, είτε μιλούμε για τις φοροαπαλλαγές του Τραμπ είτε τις δαπάνες του Μπάιντεν – και βέβαια οι στρατιωτικές δαπάνες μόνο να μειωθούν δεν προβλέπεται σε ένα περιβάλλον ενισχυμένων γεωπολιτικών εντάσεων.

Κατά την προηγούμενη δεκαετία, το μέσο επιτόκιο κυμάνθηκε στο 1,5%. Ωστόσο η παρούσα αύξηση των επιτοκίων βάζει στο κάδρο των δημοσίων οικονομικών ολοένα και περισσότερο το κόστος των τοκοχρεολυσίων. Φυσικά η Ουάσινγκτον διαθέτει το “υπέρογκο προνόμιο” της έκδοσης του διεθνούς νομίσματος, το οποίο όμως, από την άλλη πλευρά, μεγαλώνει τον βαθμό εξάρτησης από τους ξένους πιστωτές (τον οποίο λ.χ. δεν βιώνει, παρά τα δικά της δημοσιονομικά προβλήματα, η Κίνα, καθώς το χρέος της είναι κυρίως εγχωρίως διακρατούμενο). 

capital.gr

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube