Χρόνια πολλά στον εκδοτικό χώρο, μέσα σε βιβλία και άρθρα με αναφορά στα τραγικά γεγονότα της Γενοκτονίας, αρκετές φορές έχω αισθανθεί ότι έχουμε διαβάσει εκεί μέσα και έχουμε περάσει από μέσα μας τον πόνο -κάθε δυνατό πόνο- που βίωσαν οι εθνομάρτυρες πρόγονοί μας, ότι έχουμε πλήρη εικόνα για τη βαρβαρότητα των θυτών, και ότι πια τα γεγονότα και οι μαρτυρίες θα επαναλαμβάνονται και θα είμαστε πιο έτοιμοι να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας κατά την ανάγνωσή τους.

Όμως ξανά και ξανά βρισκόμαστε μπροστά σε κείμενα και μαρτυρίες που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει την αγριάδα, τη σκληράδα των γεγονότων εκείνων και το διαβολικό μυαλό των δημίων του Ποντιακού Ελληνισμού.

Ελληνίδα γιαγιά κρατάει μωρό – Τσαρλς Ντέξτερ Μόρις

Η μαρτυρία που ακολουθεί (σε μετάφραση από την Ποντιακή), από το βιβλίο «Κορίτσ’ παιδίν’» της Βέρας Αντωνιάδου-Κεσίδου (Θεσσαλονίκη 2001), είναι από αυτές.

«Θα ήταν το ’22 νομίζω. Το αίμα στον Πόντο ποτάμι. Ο ελληνικός στρατός έφευγε και από πίσω οι τσέτες έκαιγαν και σκότωναν. Τα χωριά άδειασαν. Όσοι έμειναν, τους κατέσφαξε το τουρκικό μαχαίρι. Τα χωριά κάπνιζαν, τίποτα δεν άφησαν πίσω τους. Όσοι πρόλαβαν, έφτασαν στη θάλασσα και πήραν ή πλοίο ή βάρκα, άλλοι ήρθαν στην Ελλάδα και άλλοι πήγαν στη Ρωσία.

Το χωριό του Κούκουδα –Απόστολος ήταν το όνομά του και ο πατέρας του ήταν ο δημογέροντας του χωριού τους- σε μια νύχτα ξεσηκώθηκε και με τους μπόγους, τις εικόνες και τα Ευαγγέλια, μπροστά ο παπα-Γιώργης, πρόλαβαν και μπήκαν στο δάσος και γλύτωσαν την ψυχή τους. Σε μια νύχτα μέσα πλούσιοι και φτωχοί έγιναν ένα. Γυναικόπαιδα, νέοι και γέροντες πήραν τον δρόμο για το βουνό – από τον βασιλικό το δρόμο έρχονταν οι τσέτες – και από το βουνό θα έπεφταν κατευθείαν στη θάλασσα, με την ελπίδα να βρουν κάποιο βαπόρι για την Ελλάδα.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και άκουσαν κοντά στο χωριό τουφεκιές. Κρύφτηκαν σε ένα σπήλαιο και ο παπα-Γιώργης έκανε νόημα να μην βγάλει κανείς τσιμουδιά μέχρι να απομακρυνθούν οι τσέτες. Ο Απόστολος έριξε ξερά κλαδιά και έκλεισε την είσοδο του σπηλαίου. Η Σωτηρίτσα η γυναίκα του, κρατούσε φασκιωμένο το ασαράντιστο μωρό της, ένα αγοράκι σαν τριαντάφυλλο, και καθόταν πάνω στον μπόγο της. Τίποτα δεν ακουγόταν, μόνο ο αντίλαλος του ποταμού.

Ξαφνικά το μωρό αρχίζει το κλάμα.

-Σωτηρίτσα, βάλε το μωρό στο στήθος, της λέει ο Απόστολος ψιθυριστά. Θα ακούσουν οι Τούρκοι, και θα χαθούμε όλοι.

Η Σωτηρίτσα έβαλε το μωρό στο στήθος, όμως αυτό δεν σταματούσε το κλάμα. Πέντε ώρες απ’ όταν έφυγαν από το χωριό, κολλημένο στη θηλή της το είχε, για να μην κλαίει. Όμως, τι να βυζάξει το καημένο; Το γάλα της από τον φόβο κόπηκε, ούτε γουλιά δεν κατέβαζε, πείνασε και άρχισε ξανά το κλάμα. Η Σωτηρίτσα το κουνάει, το κουνάει στην αγκαλιά της, η μαυράχαρος, εκείνο σταματημό δεν έχει. Οι φωνές και οι τουφεκιές ακούγονταν όλο και πιο κοντά. Οι τσέτες, ανήμερα θηρία, αφού έκαψαν το χωριό, γύρισαν προς το δάσος και όλο πλησίαζαν.

Αν άκουγαν το μωρό, όλους τους χωριανούς θα κατέσφαζαν. Όλοι γυρίζουν και κοιτάζουν τον ιερέα. Και τι να κάνει ο ιερέας; Κοιτάζει μια τους χωριανούς, μια τον Απόστολο, τα δάκρυά του τρέχουν, σήκωσε το χέρι του και σταύρωσε το μωρό. Ο Απόστολος κατάλαβε. Στο χέρι του ήταν ή να γλυτώσει ή να καταστρέψει όλους τους κατοίκους. Αν αντιλαμβάνονταν οι Τούρκοι την παρουσία τους, θα χάνονταν τόσες ψυχές. Πήρε τη Σωτηρίτσα και το μωρό και βγήκαν από το σπήλαιο.

-Σωτηρίτσα, ψυχούλα μου, η καρδιά ματώνει… Όμως δεν έχουμε καιρό για σκέψη. Ή οι τρεις μας θα χαθούμε και θα κοπεί η ρίζα μας –αυτό θέλουν και οι Τούρκοι- ή…

Άπλωσε το χέρι του προς το βρέφος.

Η Σωτηρίτσα σφίγγει το μωρό στην αγκαλιά της, θέλει να φωνάξει αλλά η φωνή της δεν βγαίνει. Ο Απόστολος την αγκάλιασε.

-Μη, μη, θυσία να γίνω, στα χέρια των τσέτηδων κανείς δεν θα πέσει ζωντανός.

Πήρε το φασκιωμένο βρέφος, έσπρωξε τη Σωτηρίτσα στο σπήλαιο και αυτός έτρεξε προς το ποτάμι.

Σκέφτηκε να αφήσει το μωρό στη ρίζα ενός σφενταμιού.

Το άχαρο δεν αφήνει το κλάμα.

Και αν το έβρισκαν οι Τούρκοι; Άπιστο θα γίνει, μια μέρα θα τουρκέψει. Σηκώνει το βλέμμα του στον ουρανό. Θεέ μου, λέει… όμως ο Θεός πολύ ψηλά ήταν και ούτε έβλεπε ούτε άκουγε τα πάθη της Ρωμανίας. Το μωρό συνέχιζε το κλάμα. Οι φωνές και οι ντουφεκιές ακούγονταν ακόμα πιο κοντά. Μπροστά το ποτάμι βούιζε. Θεέ μ’, είπε ξανά, είναι και αβάπτιστο!

Πλησίασε το νερό. Κοιτάζει το μωρό, έλαμπε το πρόσωπό του, σαν άγγελος. Σήκωσε το μωρό πάνω από το νερό.

– Βαφτίζεται ο δούλος του Θεού Άγγελος, είπε, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…

Μία, δύο, τρεις φορές και έβαλε το βρέφος μέσα στο νερό. Το κλάμα σταμάτησε. Έκλεισε με το παπλωματάκι το πρόσωπό του για να μην το βλέπει…

– Θεέ μου, συγχώρησε τον δούλο σου τον αμαρτωλό. Εσύ εθυσίασες τον Υιό Σου για τους ανθρώπους και εγώ ο αμαρτωλός το μωρό μου για το χωριό. Καλλίτερα πεθαμένο παρά ζωντανό και άπιστο.

Κράτησε το αγοράκι του κάτω από το νερό. Κουνιόταν. Πάλευε… ώσπου τα χέρια του χαλάρωσαν. Το νερό σήκωσε το σωματάκι στην επιφάνεια. Κι ένα κλάμα… ένας ήχος… κουγ… κουγ… Δεν ήταν φωνούλα, όχι, δεν ήταν κλάμα, η ψυχούλα του ήταν που πέταξε…

Τα βουνά τρόμαξαν, ο αέρας κόπηκε, τα δέντρα κατέβασαν τα κλαδιά τους και η γη ανατρίχιασε. Και ο Απόστολος, με το παπλωματάκι στην αγκαλιά του, κοιτάζει το νερό… Κάνει βήμα να πέσει μέσα, να σκοτώσει τον εαυτό του… όμως έχασε τις αισθήσεις του και γκρεμίστηκε μέσα στους θάμνους της όχθης.

Εκεί τον βρήκαν.

Έτσι γλίτωσε το χωριό και έφτασε στην Ελλάδα.

Ο Απόστολος μέρες και νύχτες ένας ζωντανός νεκρός. Ούτε έπινε, ούτε έτρωγε, ούτε μιλιά έβγαζε. Γιατροί και γιατρικά δεν άφησαν, όμως μάταια. Όταν άρχισε να μιλά, κουγ… κουγ… έλεγε. Λες και το κλάμα του μωρού έμεινε στην καρδιά του.

Όλοι τον πόνεσαν. Όμως τα χρόνια πέρασαν, ο κόσμος ξέχασε το καλό που τους έκανε ο Απόστολος. Ο κόσμος γρήγορα ξεχνά… Μόνο αυτός δεν ξέχασε. Και πώς να ξεχάσει! Πληγή που δεν κλείνει. Ακόμα και τώρα, όταν πάει να μιλήσει Κουγ… κουγ… θαρρείς και κάποιος σφίγγει το λαιμό του για να τον πνίξει… κουγ… κουγ… σαν την ψυχομαχία του μωρού… σαν τη λαλιά της κουκουβάγιας που μοιρολογεί τις νύχτες…

Και έτσι τον αποκάλεσαν Κούκουδα…».

Πρώτη φορά διάβασα την ιστορία του Κούκουδα σε λεωφορείο. Δεν ήξερα… Ο χώρος αποδείχθηκε εντελώς ακατάλληλος.

Κούκουδα, εμείς πα ’κ’ ανασπάλλουμε.*


*Κούκουδα, και εμείς δεν ξεχνάμε.