Ευρωπαϊκή Ένωση , ΗΠΑ 6 Απριλίου 2023

Πού θα οδηγήσει η μάχη δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού

Πού θα οδηγήσει η μάχη δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού

Οι νέες “Βαϊμάρες”

Του Andreas Kluth

Οι αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης βρίσκονται σε άνοδο παγκοσμίως. Αλλά και η δημοκρατική αντίσταση αυξάνεται. Ποια πλευρά θα κερδίσει σε αυτή τη διελκυστίνδα και ποιο είναι το διακύβευμα;

Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο μέρος για να συλλογιστώ τα συγκεκριμένα ερωτήματα από το κέντρο του Βερολίνου, ούτε καλύτερο συνοδοιπόρο για να το πράξω από τον Timothy O’Brien, διευθυντή σύνταξης του Bloomberg Opinion. Τις προάλλες, περπατούσαμε από το Ράιχσταγκ – όπου γεννήθηκε και “κάηκε” η Δημοκρατία της Βαϊμάρης – μέχρι το σημείο του καταφυγίου όπου αυτοκτόνησε ο Αδόλφος Χίτλερ και το γειτονικό Μνημείο του Ολοκαυτώματος.

Χρησιμοποιείστε εδώ το δικό σας λεξιλόγιο. Η αυταρχική διακυβέρνηση είναι βασικά όρος συνώνυμος της απολυταρχίας και μπορεί να οδηγήσει σε δεσποτισμό, τυραννία, δικτατορία και τελικά σε φασισμό και ολοκληρωτισμό. Η δημοκρατία, εν τω μεταξύ, σημαίνει πολύ περισσότερα από την τακτική διεξαγωγή εκλογών. Προϋποθέτει επίσης πολλούς άλλους φιλελεύθερους, πλουραλιστικούς και συνταγματικούς θεσμούς οι οποίοι ελέγχουν και εξισορροπούν τη δύναμη ακατάλληλων ισχυρών ανδρών.

Σχίσμα

Η μάχη αυτή δεν είναι ρητά μεταξύ “αριστερών” και “δεξιών” – μπορεί κανείς να συναντήσει αυταρχισμό και στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος. Αντίθετα, περιγράφει την αιώνια πόλωση μεταξύ αυτού που ο φιλόσοφος Karl Popper αποκαλούσε ανοικτές και κλειστές κοινωνίες και τελικά μεταξύ ελευθερίας και δουλοπαροικίας. Και αυτές τις μέρες, μια περιστασιακή ματιά στην περιστρεφόμενη σφαίρα στη βιβλιοθήκη σας δείχνει ότι το ρήγμα διατρέχει όλες τις ηπείρους, εκτός – προς το παρόν – από την Ανταρκτική.

Σκεφτείτε το Ισραήλ τις τελευταίες εβδομάδες. Γεννημένη ως απάντηση σε έναν ολοκληρωτισμό – αυτόν του Τρίτου Ράιχ και του Ολοκαυτώματος, που ο Tim κι εγώ ξαναεπισκεπτόμασταν συμβολικά – η χώρα είναι μια περήφανη δημοκρατία. Ακόμη κι εκεί, όμως, ένας λαϊκιστής ηγέτης και επίδοξος αυταρχικός κυβερνήτης, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, έχει πλησιάσει επικίνδυνα στο να καταστρέψει έναν από τους θεσμούς ο οποίος θεωρείται παγκοσμίως – τουλάχιστον από τότε που ο Μοντεσκιέ υποστήριξε τη διάκριση των εξουσιών – προϋπόθεση για την ελευθερία: τα ανεξάρτητα δικαστήρια.

Παρόμοια ρεύματα προκαλούν, όπως αποκαλεί το φαινόμενο η δεξαμενή σκέψης Freedom House, δημοκρατική “οπισθοδρόμηση” ή “παρακμή” σε άλλα μέρη του κόσμου. Σε ορισμένες χώρες, η διολίσθηση μοιάζει αναστρέψιμη. Η Πολωνία και η Βραζιλία, καθώς και οι ΗΠΑ από τις 6 Ιανουαρίου 2021, ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Σε άλλες χώρες – όπως η Τουρκία, το Περού ή η Ουγγαρία – η διολίσθηση αυτή είναι πιο απότομη. Και σε ορισμένες χώρες, όπως η Μπουρκίνα Φάσο μετά από δύο διαδοχικά πραξικοπήματα, η δημοκρατία μπορεί και να έχει χρεοκοπήσει εντελώς, όπως είχε συμβεί κάποτε στη Γερμανία της Βαϊμάρης.

Αλλού, η ελευθερία δεν βρίσκεται καν στο μενού της πρόσφατης ιστορικής μνήμης. Η Βόρεια Κορέα και το Ιράν κυβερνώνται από δεσποτικά καθεστώτα. Η Ρωσία στην πραγματικότητα έχει μετατραπεί σε φασιστική από τότε που ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν επιτέθηκε στην Ουκρανία και κινητοποίησε ολόκληρη την κοινωνία του για έναν γενοκτονικό επιθετικό πόλεμο. Η Κίνα φαντάζει όλο και περισσότερο ολοκληρωτική, με την οργουελική υποδομή επιτήρησής του πληθυσμού της, καθώς και με τον εγκλεισμό και την “επανεκπαίδευση” μιας ολόκληρης εθνοτικής ομάδας, των Ουιγούρων.

Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι περιλαμβάνει μόνον ζόφο. Ενώ 35 χώρες έγιναν πιο αυταρχικές πέρυσι, σύμφωνα με το Freedom House, σχεδόν άλλες τόσες – 34 – έγιναν πιο δημοκρατικές, μεταξύ των οποίων η Κολομβία και το Λεσότο. Στο θεοκρατικό Ιράν, οι άνθρωποι – και ιδιαίτερα οι γυναίκες – έχουν διαδηλώσει γενναία για τις ελευθερίες τους, συμπεριλαμβανομένου του απλού δικαιώματος να δείχνουν δημόσια τα μαλλιά τους. Το πιο ενθαρρυντικό είναι ότι η ισραηλινή κοινωνία έχει ξεσηκωθεί ενάντια στην προτεινόμενη μεταρρύθμιση του Νετανιάχου – και, προς το παρόν, την έχει σταματήσει.

Εδώ, λοιπόν, βρίσκονται μερικά από τα θέματα που “αποστάξαμε” ο Tim και εγώ κατά τη διάρκεια του περιπάτου μας στο Βερολίνο. Το πρώτο είναι μια υπενθύμιση ότι τα ιστορικά διδάγματα δεν είναι ποτέ αμβλύα, ούτε πάντα διακριτικά. Κανείς δεν είναι ακριβώς όπως ο Χίτλερ, επομένως θα πρέπει να αποφεύγουμε το “ναζιστικό πορνό” και το “κιτς του Φύρερ”. Η απειλή σήμερα ή αύριο δεν θα προέλθει από έναν άντρα με μουστάκι-οδοντόβουρτσα. Θα εξακολουθεί ωστόσο να προέρχεται από κάποιον άλλον άντρα – ή γυναίκα.

Οι νέες “Βαϊμάρες”

Στεκόμενοι μπροστά στο Ράιχσταγκ, κοιτάξαμε το μπαλκόνι από το οποίο ανακηρύχθηκε μια γερμανική δημοκρατία στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Για περίπου 14 χρόνια, αυτό το κτίριο στέγαζε, τότε, το κοινοβούλιο το οποίο αντιπροσώπευε μια δημοκρατία που ήταν ιδιαίτερα ζωηρή για μικρό χρονικό διάστημα, πριν μετατραπεί σε δυσλειτουργική και χαοτική – και στη συνέχεια καταρρεύσει. Για τους Αμερικανούς, τους Βραζιλιάνους, τους Ούγγρους, τους Ισραηλινούς και άλλα έθνη σήμερα, αυτή η περίοδος – η δεκαετία του 1920 και οι αρχές της δεκαετίας του 1930 – είναι η πιο αρμόζουσα προς εξέταση.

Ένας επιφανειακός παραλληλισμός είναι ότι η Γερμανία πριν από έναν αιώνα έζησε διαδοχικές κρίσεις, συμπεριλαμβανομένου ενός υπερπληθωρισμού και – το πιο σημαντικό – ενός αποπληθωρισμού. Θα μπορούσατε να τις συγκρίνετε με την χρηματοοικονομική μας κρίση το 2008 και με όλη την αναταραχή που ακολούθησε, συμπεριλαμβανομένης της πανδημίας.

Η πιο άμεση ομοιότητα είναι ότι η κοινωνία της Βαϊμάρης, όπως η Αμερική και άλλες χώρες σήμερα, ήταν υπερπολωμένη. Λόγω των διαφορετικών εκλογικών συστημάτων, αυτό έλαβε τη μορφή του κατακερματισμού – ενός πολλαπλασιασμού του αριθμού των κομμάτων – στη Βαϊμάρη, ενώ έχει μετατραπεί σε ένα κάθετο δίπολο-σχίσμα στις ΗΠΑ. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις, ο κάθετος διαχωρισμός διέλυσε την ενότητα του έθνους σε διακριτά εχθρικά στρατόπεδα – κομμουνιστές και άλλοι “κόκκινοι” εναντίον μοναρχικών, εθνικιστών και ναζί τότε. Δημοκρατικοί, προοδευτικοί και “woke” ενάντια σε Ρεπουμπλικανούς, συντηρητικούς και MAGA σήμερα. Και μια άτυχη πληθώρα πραγματιστών ή μετριοπαθών κεντρώων ήταν τότε και βρίσκονται παγιδευμένοι και σήμερα ανάμεσα σε αυτά τα δύο μέτωπα.

Δεν υπάρχει τίποτε κακό στην πολιτική διαφωνία σαν τέτοια. Στην πραγματικότητα, η διαμάχη – υπό τον όρο ότι παραμένει σε πολιτισμένο πλαίσιο – είναι εκείνο που κάνει τη δημοκρατία και τον πλουραλισμό να ευδοκιμούν. Το πρόβλημα τότε, όπως και τώρα, είναι ότι και άλλα συστατικά ρίχτηκαν και ρίχνονται στο μείγμα.

Το “Μεγάλο Ψέμα”

Το ένα ήταν η διάδοση – με την υποβοήθηση των μέσων ενημέρωσης της εποχής – των θεωριών συνωμοσίας και η αντίστοιχη υποτίμηση της αντικειμενικότητας και της αλήθειας ως προτύπων. Παραδόξως, μερικές από εκείνες τις θεωρίες συνωμοσίας μοιράζονται ακόμη και σκέλη αφηγηματικού DNA με τις σημερινές, ιδίως τα αντισημιτικά “τροπάρια” στη Γερμανία της Βαϊμάρης με τις ονειροφαντασίες του σημερινού QAnon. Οι αυταρχικοί ηγέτες προωθούν μια τέτοιου είδους διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Ο Πούτιν, με το μυαλό του εκπαιδευμένο στην KGB, πέρασε χρόνια εκπαιδεύοντας τους Ρώσους να πιστεύουν, όπως το θέτει ένας ειδικός, ότι “τίποτα δεν είναι αλήθεια και όλα είναι πιθανά”.

Ένας άλλος παράγοντας ήταν η άνοδος του λαϊκισμού. Αυτός δεν αποτελεί ιδεολογία, αλλά ένα στυλ πολιτικοποίησης το οποίο απευθύνεται στη δυσαρέσκεια (σε αντίθεση με ελπίδες ή ιδανικά) στον πληθυσμό. Ο στόχος του λαϊκιστή είναι να ενεργοποιήσει όχλους που θα τον (ή, σπανιότερα, θα ΤΗΝ) ωθήσουν στην εξουσία. Τότε, οι λαϊκιστές συνελάμβαναν τον εξευτελισμό των γερμανικών εδαφικών απωλειών ή των πολεμικών αποζημιώσεων μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα μπορεί να “παίζουν” προπαγανδιστικά, ας πούμε, με τη “σφαγή της Αμερικής”.

Επειδή ο λαϊκισμός πλαισιώνει την πολιτική του μορφή ως μια πάλη του τύπου “εμείς ή αυτοί”, χρειάζεται να ορίσει εχθρούς, ξένους και εσωτερικούς. Στην επιδίωξη, ωστόσο, της εξουσίας, η τελευταία κατηγορία είναι πιο ισχυρή. Οι συμπατριώτες οι οποίοι θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως θεμιτή αντιπολίτευση απεικονίζονται αντίθετα ως προδότες. Η βία εισχωρεί στην πολιτική, πρώτα υποσυνείδητα, μετά ρητορικά και τελικά σωματικά, όταν τραμπούκοι – Μελανοχίτωνες, Proud Boys ή ό,τι έχει ο καθένας – την ασκούν στους δρόμους.

Σε αυτό το κλίμα, βολεύει να είναι κανείς αδίστακτος και όχι πολιτισμένος. Σταδιακά, οι ψηφοφόροι συνηθίζουν να σπάνε τα ταμπού – όπως κατά την πρώτη δεκαετία της τρέχουσας “βασιλείας” του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία – μέχρι που να μουδιάσουν. Τελικά, ένας λαϊκιστής θεωρεί ότι η στιγμή είναι κατάλληλη να περάσει από τα πολλά μικρά ψέματα σε ένα Μεγάλο Ψέμα.

Ο συγκεκριμένος όρος – Big Lie – προέρχεται από το “Mein Kampf” του Χίτλερ. Σε εκείνο το βιβλίο, που γράφτηκε στη φυλακή μετά το πρώτο του αποτυχημένο πραξικόπημα, θεώρησε ότι ένα ψέμα θα μπορούσε να είναι τόσο κολοσσιαίο που κανείς δεν θα πίστευε ότι κάποιος “θα μπορούσε να έχει την αναίδεια να διαστρεβλώσει την αλήθεια τόσο ωμά”. Από αυτή τη διορατικότητα ξεπήδησε το δικό του Μεγάλο Ψέμα, το οποίο ήταν ότι η Γερμανία δεν έχασε ποτέ τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πεδίο της μάχης, αλλά ότι οι εγχώριοι προδότες – εβραίοι, σοσιαλιστές και άλλες ομάδες τις οποίες μισούσε – τής έδωσαν μια “πισώπλατη μαχαιριά”.

Τα Μεγάλα Ψέματα σήμερα είναι πολλά. Ο Πούτιν αντιστρέφει την πραγματικότητα ισχυριζόμενος ότι οι Ουκρανοί είναι ναζί σατανιστές και, μαζί με τους υποτιθέμενους “χειριστές” τους στη Δύση, είναι τελικά επιτιθέμενοι και όχι θύματα. Ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ – ο οποίος παραπέμφθηκε σε δίκη αυτή την εβδομάδα για μια άσχετη υπόθεση – εξακολουθεί να ισχυρίζεται ψευδώς ότι του “έκλεψαν” τις εκλογές του 2020.

Το πέρασμα στους Φύρερ

Το τελευταίο συστατικό στη διαφθορά της δημοκρατίας είναι η εξατομίκευση. Κάθε αυταρχικός ηγέτης – από τον Μουσολίνι, τον Χίτλερ, τον Στάλιν και τον Μάο μέχρι τον Πούτιν, τον Σι Τζινπίνγκ, τον Όρμπαν και τον Τραμπ – προσπαθεί να ανακατευθύνει την έκφραση πίστης. Αν κάποτε ήταν προς μια σημαία, χώρα, δημοκρατία ή σύνταγμα, εκτρέπεται στην πορεία προς τον ηγέτη, τον Φύρερ ή τον Ντούτσε. Ανησυχητικό είναι ότι μια τέτοια εξατομίκευση έχει υπάρξει βασική τάση στα πολιτικά κόμματα τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Πώς, λοιπόν, πεθαίνουν οι δημοκρατίες; Μάλλον όπως χρεοκοπούσαν οι χαρακτήρες του Έρνεστ Χέμινγουεϊ: σταδιακά και μετά ξαφνικά. Και ποτέ δεν ξέρεις εκ των προτέρων πότε πλησιάζει η ώρα. Ο Χίτλερ προσπάθησε να τοποθετήσει τον εαυτό του στην εξουσία το 1923, ωστόσο απέτυχε. Ο Τραμπ πίεσε τον όχλο του να καταλάβει το Καπιτώλιο των ΗΠΑ στις 6 Ιανουαρίου 2021, ωστόσο απέτυχε. Ο Χίτλερ προσπάθησε ξανά το 1933 και τα κατάφερε.

Εκείνη τη χρονιά, έγινε καγκελάριος με την ανοχή ορισμένων ελίτ οι οποίες δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά. Τον επόμενο μήνα, εμπρηστές έβαλαν φωτιά στο Ράιχσταγκ. Μέχρι σήμερα, δεν είναι γνωστό τι πραγματικά συνέβη. Εκείνο που είναι ξεκάθαρο είναι ότι ο Χίτλερ κατηγόρησε αμέσως – και τελικά εκτέλεσε – έναν Ολλανδό κομμουνιστή, στη συνέχεια εξάλειψε τους εγχώριους εχθρούς του και, τον επόμενο μήνα, στηρίχτηκε στο κοινοβούλιο, το οποίο ψήφισε ουσιαστικά την αυτοκατάργησή του ως σώματος, με έναν νόμο ο οποίος έδινε στον Φύρερ δικτατορικές εξουσίες.

Μια ενδιαφέρουσα υποσημείωση είναι ότι ο Χίτλερ δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να καταργήσει το σύνταγμα της Βαϊμάρης – στα χαρτιά, παρέμεινε νόμος μέχρι το 1945. Ο δικτάτορας απλώς το αγνόησε, γνωρίζοντας ότι οι Γερμανοί ορκίζονταν πια προσωπική πίστη στον ίδιο και όχι σε ένα ανενεργό έγγραφο. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ο Tim και εγώ περάσαμε μπροστά από μερικές από τις υπενθυμίσεις, λίγα μόλις λεπτά από το Ράιχσταγκ: ένα μνημείο του Ολοκαυτώματος για τους δολοφονημένους Ρομά και Σίντι, ένα άλλο για τους εβραίους. Κοντά στο σημείο βρίσκεται ακόμη ένα, για τα ομοφυλόφιλα θύματα του Χίτλερ.

Ανάταση και μνήμη

Η ιστορία του περιπάτου μας έχει ένα κάπως ανατατικό τέλος. Στη δεκαετία του 1990, μια πρόσφατα επανενωμένη Γερμανία, με μια πολύ πιο σταθερή δημοκρατία, μετέφερε την πρωτεύουσά της από τη Βόννη πίσω στο Βερολίνο και το κοινοβούλιο της ξανά στο κτίριο του Ράιχσταγκ. Ένας Βρετανός αρχιτέκτονας, ο Norman Foster, επιλέχθηκε για να του δώσει μια νέα εμφάνιση. Το οικοδόμημα είχε παραμείνει στη ναφθαλίνη για δεκαετίες. Οι εργάτες έπρεπε να ξεκολλήσουν γύψους και επενδύσεις. Και ξαφνικά, το παρελθόν αναδύθηκε ξανά, όπως άλλωστε συνηθίζει.

Εκεί, στους τοίχους δεν υπήρχαν μόνον οι τρύπες από τις σφαίρες που άφησαν οι Σοβιετικοί στρατιώτες όταν κατέλαβαν το κτίριο τον Απρίλιο του 1945, αλλά και τα κυριλλικά γκράφιτι στα οποία προχώρησαν. Άλλοι έγραφαν τα ονόματά τους, άλλοι για το ταξίδι τους ως εκεί, άλλοι βωμολοχίες.

Ξέσπασε τότε μια συζήτηση σχετικά με το τι έπρεπε να γίνει με αυτές τις υπενθυμίσεις της “ώρας μηδέν” της Γερμανίας – της ήττας και της ντροπής της – ακριβώς στην έδρα της νέας δημοκρατίας της. Τελικά, αποφασίστηκε όχι μόνο να διατηρηθούν τα γκράφιτι, αλλά να ενσωματωθούν στην εικόνα του κτιρίου και να αναδειχθούν. Σήμερα, τα μέλη της Bundestag περνούν δίπλα τους όταν μπαίνουν στην ολομέλεια για να ψηφίσουν.

Συνειδητοποιεί κάθε Γερμανός πολιτικός τη λεπτή προτροπή διά μέσου της αρχιτεκτονικής; Πιθανώς όχι. Η Γερμανία, όπως και άλλες δυτικές δημοκρατίες, έχει για άλλη μια φορά λαϊκιστές στην ακροδεξιά και στην άκρα αριστερά της, καθισμένους στην αίθουσα. Ωστόσο, η προειδοποίηση είναι εκεί, ψιθυρίζοντας σε όλους όσους έχουν αφτιά να την ακούσουν: συνέβη εδώ και μπορεί να συμβεί οπουδήποτε. Επομένως, κάνετε εκείνο που σας αναλογεί για να διασφαλίσετε ότι δεν θα ξανασυμβεί ποτέ.

Πηγή: BloombergOpinion

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube