REAL TIME |

Γεωπολιτική 28 Φεβρουαρίου 2023

 Διπλωματία και στρατηγική: Οι ειδοποιοί διαφορές είναι η ουσία

 Διπλωματία και στρατηγική: Οι ειδοποιοί διαφορές είναι η ουσία

γράφει ο Παναγιώτης Ήφαιστος

Τίποτα δεν είναι γραμμικό στην διεθνή πολιτική, όλα συμπλέκονται και όλα εξελίσσονται δυναμικά. Η στρατηγική ενός κράτους απαιτείται να σταθμίζει και να συνάγει ορθολογιστικές εκτιμήσεις όσον αφορά τόσο τις νομικές όσο και τις πολιτικές όψεις του διεθνούς συστήματος και των διεθνών θεσμών. Πιο συγκεκριμένα, ισχύει ότι, ιδιαίτερα όταν το ενδιαφερόμενο κράτος αποδέχεται απίστευτα λανθασμένες ερμηνείες που βλάπτουν τα συμφέροντά του, τα άλλα κράτη να το θεωρούν αναλώσιμο και το εξαποστέλλουν στην κλίνη του Προκρούστη των στρατηγικών συναλλαγών. Έτσι μόνο μπορούν να ερμηνευτούν επιστολές συγχαρητηρίων προς τον νέο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας (όπως) του Βρετανού πρωθυπουργού ο οποίος αντί αποκατάστασης της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας γράφει για «λύση» με «ΔΔΟ με πολιτική ισότητα» που καταργεί την ΚΔ και που καθιστά την Τουρκία επικυρίαρχο. Ταυτόχρονα, όποιος γνωρίζει στοιχειωδώς την Βρετανική στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο γνωρίζει ότι τέτοιες θέσεις εκπληρώνουν μακροχρόνιους σκοπούς του Λονδίνου.

Γιατί όμως οι τρίτοι να υιοθετούν διαφορετικές θέσεις όταν η ίδια η Ελληνική πλευρά δεν υιοθετεί πλήρως και αδιαπραγμάτευτα την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα! Οι στάσεις των τρίτων δεν πρέπει να εκπλήττουν, ιδιαίτερα εάν το θύμα μιας διεθνούς παρανομίας με τις θέσεις που υιοθετεί αποστέλλει το μήνυμα ότι αναλώσιμο. Γιατί αυτό σημαίνει η κατάργηση της ΚΔ και η δημιουργία ενός μη βιώσιμου κρατιδίου. Στην διεθνή πολιτική εάν έτσι στέκεται ο θιγόμενος τα άλλα κράτη υιοθετούν ερμηνείες που συμφέρουν τους στρατηγικούς τους σκοπούς.

Αναμφίβολα, η εφαρμογή της διεθνούς νομιμότητας σχετίζεται με πολλούς και συμπλεκόμενους παράγοντες που αφορούν τα αίτια πολέμου και τα αθέατα συμφέροντα που παρεμβάλλονται μεταξύ του τερματισμού των παράνομων τετελεσμένων και της σκληρής πραγματικότητας στην διεθνή πολιτική. Όπως έχει συχνά υποστηριχθεί, στην περίπτωση της Κύπρου όλα εξαρτώνται αφενός από την ισορροπία δυνάμεων (εξ ου και η υποστήριξη από καιρό του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου – ΕΑΧ μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου) και αφετέρου με την ακλόνητη και ασυμβίβαστη προσκόλληση της Ελληνικής πλευράς στην διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα.

Εάν το θύμα μιας παρανομίας δέχεται τα παράνομα τετελεσμένα, για τους τρίτους, υπερτερούν τα στρατηγικά τους συμφέροντα που διαρκώς επαναπροσδιορίζονται εν μέσω αδιάλειπτων στρατηγικών παιγνίων και που εάν ο ενδιαφερόμενος το αποδέχεται τα νομικά κριτήρια παρακάμπτονται. Αποτελεί κυριολεκτικά μυστήριο το γεγονός πως ενώ επί δεκαετίες διέξοδος δεν υπάρχει εάν παρακαμφτεί η διεθνής νομιμότητα η Ελληνική πλευρά ακόμη και όταν ευνοείται απόλυτα από υψηλές καταστατικές αρχές του διεθνούς δικαίου και των διεθνών θεσμών αποδέχεται ερμηνείες που ευνοούν εχθρικά αναθεωρητικά κράτη τα οποία αμφισβητούν την διεθνή τάξη. Το αποτέλεσμα πάντα είναι η αλλαγή η διεθνούς τάξης εις βάρος της Ελληνικής πλευράς η οποία ενώ δεν στερείται συντελεστές ισχύος δεν τους αξιοποιεί δεόντως λόγω ελλειμματικής γνώσης των πολιτικών και στρατηγικών όψεων του σύγχρονου διεθνούς συστήματος.  

Η θέση και ο ρόλος ενός κράτους στους διεθνείς συσχετισμούς ισχύος εξαρτώνται τόσο από τους οικείους συντελεστές ισχύος όσο και από το κατά πόσο οι συντελεστές αυτοί συνδυάζονται βέλτιστα με νομικά και θεσμικά κριτήρια και συμμαχίες μεγιστοποιώντας έτσι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Μεταξύ άλλων, σημαίνουσας σημασίας είναι η ύπαρξη κρατικών επιτελείων, στρατηγικών σχεδίων και εναλλακτικών αποφάσεων ανάλογα με το πώς εξελίσσονται οι διεθνείς σχέσεις, η υιοθέτηση αποτελεσματικών εξισορροπητικών στρατηγικών επιλογών με άλλα κράτη και η ικανότητα επιτυχών συναλλαγών συμφερόντων με άλλα κράτη και κυρίως με τα εμπλεκόμενα ηγεμονικά κράτη. Σκοπός αυτών των συναλλαγών είναι πάντα η εκπλήρωση των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων και η αντιμετώπιση των απειλών. Όταν η διεθνής νομιμότητα ευνοεί ένα κράτος, εξάλλου, προσκολλάται σε αυτή ακλόνητα και αδιαπραγμάτευτα.

Εξίσου σημαντικό κριτήριο, είναι η στρατηγική κουλτούρα στο επίπεδο των εκάστοτε πολιτικών ηγεσιών αλλά και στο επίπεδο των πολιτών. Μιλώντας και αποφασίζοντας για την διεθνή πολιτική γραμμικές ερμηνείες, γνώμες και αφορισμοί πάντα βλάπτουν. Η στρατηγική κουλτούρα συναρτάται πρωτίστως με καλή γνώση της διεθνούς πολιτικής του κρατοκεντρικού συστήματος, με επαρκή κατανόηση των (Θουκυδίδειων) αξιωμάτων στα θεμέλια αυτού του συστήματος και με κατανόηση των ειδοποιών διαφορών συγκεκριμένων ζητημάτων που αφορούν τόσο τις νομικές όσο και τις πολιτικές και στρατηγικές όψεις της διεθνούς πολιτικής.

 Υπό το πιο πάνω πρίσμα όσον αφορά την παράνομη εισβολή και την δημιουργία παράνομων τετελεσμένων στην Κύπρο εκτιμάται ότι εξ αντικειμένου απαιτείται ριζικός επαναπροσδιορισμός των θέσεων και των στρατηγικών της Ελληνικής πλευράς. Πιο συγκεκριμένα, τις θέσεις που υιοθετούνται όσον αφορά τις αποφάσεις των διεθνών θεσμών και ιδιαίτερα του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ) του ΟΗΕ και της ΕΕ. Ποιες είναι οι ιεραρχήσεις των επιδιωκόμενων σκοπών, ποιες είναι οι θέσεις και ποιες οι κόκκινες γραμμές; Ποιες θέσεις υιοθετούνται στις διαπραγματεύσεις και στις συνομιλίες όχι μόνο με την Τουρκική πλευρά αλλά και με όλους τους άλλους; Πως διαχειρίζεται η Ελληνική και Κυπριακή διπλωματία τους εντεταλμένους ή αυτόκλητους μεσολαβητές; Τι ερμηνείες αποδέχεται όταν δηλώνονται αυθαίρετες νομικές ερμηνείες που όχι μόνο βλάπτουν τα εθνικά συμφέροντα αλλά επιπλέον οδηγούν σε κατάλυση του Κυπριακού κράτους;

Διαχρονικά παρατηρείται ότι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό των Ελληνικών θέσεων στο Αιγαίο και στην Κύπρο είναι παθητική στάση ή ακόμη και η αποδοχή απλουστευτικών, γραμμικών και ακραία βλαπτικών ερμηνειών επί ζητημάτων μείζονος σημασίας. Συνοπτικά και συντομογραφικά θα μπορούσαμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι σε αναφορά με την παραβίαση της διεθνούς τάξης και της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας στην Κύπρο.

Κατ’ αρχάς, επειδή οι υπάλληλοι των διεθνών θεσμών είναι εντολοδόχοι και όχι εντολείς των κρατών μελών, συχνά η Τουρκία αλλά και άλλα κράτη, επί ζητημάτων που τα ίδια ακόμη και όταν παρανομούν δεν αποδέχονται μεσολαβητές ή προτάσεις που δεν τα συμφέρουν. Το αντίθετο συμβαίνει με την Ελλάδα και την Κύπρο όταν αποδέχονται μεσολαβητές που εξ ορισμού θεσμικά και πολιτικά είναι εντολοδόχοι και όχι εντολείς των κρατών μελών του ΟΗΕ και οι οποίοι υπερβαίνοντας και παραβιάζοντας τις αρμοδιότητές τους και τις νομικές διατάξεις υιοθετούν καταχρηστικές θέσεις και υποβάλλουν προτάσεις που δεν αποκαθιστούν την διεθνή τάξη που ξεκάθαρα παραβιάστηκε αλλά εισηγούνται την αλλαγή της εις βάρος του θύματος.

Σε αυτές τις περιπτώσεις η απόρριψη τέτοιων εισηγήσεων είναι απόλυτο νομικό και πολιτικό δικαίωμα ενός μη αναθεωρητικού κράτους και μάλιστα σε περιπτώσεις που όπως σπάνια συμβαίνει το Συμβούλιο Ασφαλείας ορίζει ότι είναι θύμα παράνομης άσκησης βίας και δημιουργίας παράνομων τετελεσμένων.

Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι τα παράνομα τετελεσμένα του 1974 στην Κύπρο όπως σπάνια συμβαίνει καταδικάστηκαν ρητά από αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το 1974, 1975 και 1983. Εξίσου σημαντικό είναι ότι με την πράξη προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ έγινε ρητά σαφές ότι τα ο Ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο ισχύει για όλη την Επικράτειά της ΚΔ συμπεριλαμβανομένου του ενός τρίτου το οποίο ελέγχεται παράνομα από την Τουρκία, διατηρώντας μάλιστα δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες και επιθετικά οπλικά συστήματα. Γνωστές είναι επίσης οι δημόσιες αναθεωρητικές θέσεις τούρκων ηγετών ότι θα ήθελαν να ελέγξουν την Κύπρο ακόμη και εάν δεν ζούσε εκεί έστω και ένας Τουρκοκύπριος.

Για την ΕΕ ερωτάται: Γιατί η Ελληνική πλευρά δεν απαιτεί ρητά και ξεκάθαρα η συλλογική στάση της ΕΕ να είναι η Ευρωπαϊκή νομιμότητα; Δηλαδή, η «λύση» να πληροί τις προϋποθέσεις του Ευρωπαϊκού νομικού κεκτημένου (το οποίο εξ αντικειμένου αποτελεί στέρεα βάση βιώσιμων ρυθμίσεων που διασφαλίζουν τα πολιτικά δικαιώματα όλων των πολιτών της ΚΔ). Παρενθετικά υπενθυμίζεται και τονίζεται ότι -παρά την αναφορά σε συμβατικές θέσεις για λόγους που αφορούν την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα-, αυτή ακριβώς είναι η θέση του πρόεδρου της Κύπρου που εκλέχθηκε τον Φεβρουάριο του 2023. Εάν το Ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο που αποτελεί και νόμο των κρατών μελών της ΕΕ προταχθεί από την Κύπρο και την Ελλάδα εξ ορισμού αναιρεί τις αιτιάσεις που διχοτομούν το νησί και δημιουργούν ένα κρατίδιο υπό τουρκική ομηρία. Όμως ας μην περιμένεις κανείς ο πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης να επιμείνει εάν οι θέσεις αυτές δεν υιοθετηθούν από το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα της Κύπρου και της Ελλάδας.

Να σταθούμε τώρα στο εξίσου και ίσως πιο σημαντικό ζήτημα των αποφάσεων το Συμβουλίου Ασφαλείας σε αναφορά με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και την διεθνή νομιμότητα. Πιο συγκεκριμένα οι αποφάσεις του ΣΑ είναι δεν είναι νόμιμες εάν αφορούν την ενδοκρατική τάξη των κρατών μελών, πολύ περισσότερο εάν αφορά το θύμα παράνομης επίθεσης που το ίδιο το ΣΑ όρισε ως τέτοια σε πολλές αποφάσεις που πάντα ισχύουν όσα χρόνια και να περάσουν.

Στην περίπτωση της παράνομης εισβολής και της δημιουργίας παράνομων τετελεσμένων η ΚΔ και η Ελλάδα διαθέτουν πανίσχυρα νομικά και κατ’ επέκακταση πολιτικά ερείσματα. Όσον αφορά το Ελληνικό κράτος, τόσο επειδή είναι εγγυήτρια δύναμη όσο και επειδή εκεί ζουν το ένα δέκατο του Ελληνισμού, το οποίο εάν τεθεί υπό τουρκική ομηρία μέσω μιας αποδοχής των παράνομων τετελεσμένων -με την περίφημη πολιτική ισότητα»-, θα θέσει μόνιμα και ανεπίστροφα την Μεγαλόνησο υπό τουρκική επικυριαρχία και το Ελληνικό κράτος υπό στρατηγική ομηρία. Για να το πούμε διαφορετικά, η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν απόλυτα θεμιτό και νομικό δικαίωμα να απαιτήσουν την εκπλήρωση της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας.

Στο σημείο αυτό, μπορούμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι για τις αρμοδιότητες του ΣΑ και τον ρόλο του ΟΗΕ όπως ορίζεται στον Καταστατικό Χάρτη. Οι αρμοδιότητές είναι επακριβώς προσδιορισμένες και αφορούν μόνο την διεθνή τάξη και την αποκατάστασή της όταν διαταραχθεί. Κεφάλαιο Ι άρθρο 2 παράγραφος 7 του Χάρτη του ΟΗΕ όπου ξεκαθαρίζονται οι δικαιοδοσίες του ΣΑ αλλά και τα όρια αυτών των δικαιοδοσιών:

«Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δε θα δίνει στα Ηνωμένα Έθνη το δικαίωμα να επεμβαίνουν σε ζητήματα που ανήκουν ουσιαστικά στην εσωτερική δικαιοδοσία οποιουδήποτε κράτους και δε θα αναγκάζει τα Μέλη να υποβάλλουν τέτοια θέματα για ρύθμιση σύμφωνα με τους όρους αυτού του Χάρτη».

Αποτελεί απόδειξη λανθασμένης κατανόησης των διεθνών θεσμών, του διεθνούς δικαίου και του ρόλου του ΟΗΕ εάν δεν κατανοηθεί ότι ο αμυνόμενος, απειλούμενος και θύμα παράνομης επίθεσης δεν έχει καμιά νομική ή πολιτική υποχρέωση να δεχθεί τα παράνομα τετελεσμένα, λόγω παράνομης άσκησης βίας όπως έγινε το 1974. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του 1974, 1975 και του 1983, αλλά προγενέστερα και του 1964, αυτό ακριβώς λένε. Ο ρόλος του ΟΗΕ έγκειται στη λήψη μέτρων τερματισμού της παράνομης κατοχής. Υπάρχουν αποφάσεις του ΣΑ για την Κύπρο οι οποίες είναι ρητές όπως σπάνια συμβαίνει: Οι αποφάσεις 186 / 1974, 360 / 74 και 541 / 1983, για παράδειγμα, καλούν όλους να σεβαστούν την κυριαρχία του μόνου αναγνωρισμένου κράτους, της ΚΔ, και ζητούν την αποκατάσταση της Συνταγματικής τάξης θεωρώντας την εισβολή απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. 

Η «διατάραξη της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας» στην οποία γίνεται αναφορά στο Κεφάλαιο 7, εξάλλου, στην περίπτωση της Κύπρου δεν αφορά το θύμα που εδώ είναι η Κυπριακή Δημοκρατία για την οποία, τόσο οι υψηλές αρχές του Καταστατικού Χάρτη όσο και οι αποφάσεις του ΣΑ συνηγορούν με την αποκατάσταση της διεθνούς τάξης και όχι με την παραβίασή της με αλλαγή του εσωτερικού καθεστώτος ενός κράτους μέλους του ΟΗΕ με όρους που νομιμοποιούν τα παράνομα τετελεσμένα της παράνομης εισβολής. Για να μην υπάρχει αμφιβολία παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα των αποφάσεων το ΣΑ οι οποίες ζητούν τον τερματισμό των παράνομων τετελεσμένων και εμφατικά υπογραμμίζουν ότι τα παράνομα τετελεσμένα δεν θα αποτελέσουν βάση λύσης του κυπριακού. 

Οι αποφάσεις του ΣΑ είναι ρητές και, επαναλαμβάνεται και υπογραμμίζεται, όπως σπάνια συμβαίνει στην περίπτωση της Κύπρου: Καλούν όλους να σεβαστούν την κυριαρχία του μόνου αναγνωρισμένου κράτους, της ΚΔ και ζητούν την αποκατάσταση της Συνταγματικής τάξης θεωρώντας την εισβολή απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Εξίσου ρητά με μια εξαιρετικά σημαντική διατύπωση που αφορά ευθέως κάθε διαπραγμάτευση έκτοτε και στο μέλλον ζητούν «την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση όλου του στρατιωτικού προσωπικού», ενώ γίνεται σαφές ότι οι διαπραγματεύσεις επίλυσης της κρίσης «δεν θα επηρεαστούν από τα πλεονεκτήματα που αποκτήθηκαν από τις πολεμικές επιχειρήσεις».

Εξίσου σημαντική εάν όχι περισσότερο σημαντική και μεγάλο υπέρτερο και ακλόνητο έρεισμα για την ΚΔ είναι η απόφαση του ΣΑ 541 του 1983 μια δεκαετία μετά την παράνομη εισβολή και τα παράνομα τετελεσμένα: «Η απόπειρα να δημιουργηθεί μια τουρκοκυπριακή δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου είναι άκυρη, επιδεινώνει την κατάσταση της Κύπρου» και καλεί «την Τουρκική πλευρά να την αποσύρει». Διευκρινίζει επίσης για ακόμη μια φορά ότι υπάρχει ένα μόνο κράτος και μόνο μια κρατική κυριαρχία, αυτή της Κυπριακής Δημοκρατίας την οποία κανείς δεν μπορεί να καταλύσει παρά μόνο εάν η Ελληνική πλευρά αυτοκτονήσει κρατικά και αυτό ακριβώς θα συμβεί εάν γίνει αποδεκτή κατάλυση της ΚΔ και αποδοχή μιας εθνικά διαιρεμένης δομής όπου οι αποφάσεις είναι ανέφικτες και όπου λόγω «πολιτικής ισότητας» σε εθνική βάση η Τουρκία θα επιβάλει τα παράνομα τετελεσμένα και θα σταδιακά θα καταστεί επικυρίαρχος της Μεγαλονήσου. 

Επειδή πολύς λόγος γίνεται για «ΔΔΟ με πολιτική ισότητα» που αφορά την ενδοκρατική τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν έχει την παραμικρή δικαιοδοσία να ορίσει το εσωτερικό καθεστώς ενός κράτους-μέλους του ΟΗΕ. Η μόνη αρμοδιότητά του ΣΑ είναι η αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας και επειδή οι μόνες αποφάσεις οι οποίες με βάση τον Καταστατικό Χάρτη ισχύουν είναι αυτές του 1974,1975 και 1983 η άρνηση της Ελληνικής πλευράς να καταλυθεί η ΚΔ και να δημιουργηθεί ένα μη βιώσιμο κρατίδιο είναι νομικά και πολιτικά ακλόνητη και αδιαμφισβήτητη.

Το γεγονός ότι η Ελληνική πλευρά αντί να αξιώνει αδιαπραγμάτευτα την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας άφησε το Συμβούλιο Ασφαλείας να εκτρέπεται του ρόλου του με το να καταγράφει τις υποχωρήσεις του θύματος της παρανομίας, δεν αποτελεί νομική και πολιτική δέσμευση για την Ελληνική πλευρά. Η Ελληνική πλευρά μετά από δεκαετίες άγονων διαπραγματεύσεων έχει απόλυτο πολιτικό και νομικό δικαίωμα να απαιτήσει από το ΣΑ να εκπληρώσει τον ρόλο του ως όργανο συλλογικής ασφάλειας, να περιοριστεί σε θέσεις και ενέργειες τερματισμού των παράνομων τετελεσμένων και εάν τα μόνιμα μέλη του δεν συμφωνούν να περιοριστεί στις μόνες ισχύουσες αποφάσεις που πάρθηκαν μετά την εισβολή το 1974. Στην βάση γεγονότων που το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας κατέγραψε σε πολλά ψηφίσματα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί νομικά και πολιτικά ότι την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια δεν την διατάραξε η Κυπριακή Δημοκρατία αλλά η Τουρκία μετά το υποκινούμενο από την CIA πραξικόπημα της αμερικανοκίνητης χούντας, όπως οι ίδιοι οι Αμερικανοί πλέον ομολογούν. Ο ρόλος του Λονδίνου, επίσης, είναι πολύ γνωστός και αδιαμφισβήτητος.

Συνεκτιμώντας τη διαπραγματευτική πρακτική όλων των κρατών στις διαπραγματεύσεις των διακρατικών διενέξεων, εάν και όταν διακοπούν, η νέα συνάντηση γίνεται από μηδενική βάση και όχι από εκεί όπου εξαρχής στέκεται αμετακίνητος ο επιτιθέμενος και δράστης παράνομων τετελεσμένων. Στο Κυπριακό ο δράστης της παρανομίας είναι η Τουρκία και όσοι συνέπραξαν ορατά ή αθέατα. Ο ρόλος του Συμβουλίου Ασφαλείας ορίζεται ρητά στον Χάρτη ότι είναι η αποκατάσταση της διεθνούς τάξης και ασφάλειας. Πάντα βέβαια η διεθνής τάξη αποκαθίσταται όταν συμφωνούν οι μεγάλες δυνάμεις που διαθέτουν δικαίωμα βέτο, εξ ου και οι αποφάσεις και ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση είναι πολύ σπάνιες. Η Κύπρος, τονίζεται ξανά, έχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι το 1974,1975 και 1983 λήφθηκαν αποφάσεις του ΣΑ που ευνοούν τον τερματισμό των παράνομων τετελεσμένων και οι οποίες είναι οι μόνες που ισχύουν. Σε κάθε περίπτωση κανένας δεν έχει δικαίωμα, συμπεριλαμβανομένου του ΣΑ, να παρέμβει ή να υποδείξει το εσωτερικό καθεστώς ενός κυρίαρχου κράτους-μέλους, ιδιαίτερα όταν ξεκάθαρα είναι το θύμα παράνομης επίθεσης και παράνομων τετελεσμένων.

Καταληκτικά, ευρισκόμενη υπό εκβιασμό λόγω παράνομης εισβολής η ΚΔ σύρθηκε σε συζητήσεις γύρω από αμφιλεγόμενους και αδιευκρίνιστους όρους όπως η ΔΔΟ με πολιτική ισότητα που καταμαρτυρούμενα δεν οδήγησαν σε διέξοδο αλλά σε διαδοχικές υποχωρήσεις του θύματος και σε αδιέξοδο που ευνοεί την αποδοχή των παράνομων τετελεσμένων. Οι διαπραγματεύσεις πολλών δεκαετιών απέδειξαν πως δεν μπορεί να οριστεί το περιεχόμενο μιας τέτοιας «διευθέτησης» επειδή απλά οι «λύσεις» που προτείνονται είναι ανέφικτες. Στην βάση της αδιαμφισβήτητης διακρατικής πρακτικής μια οποιαδήποτε διαπραγμάτευση δεν δημιουργεί κάποια νομική δέσμευση εάν δεν υπάρξει συμφωνία που επικυρώθηκε με νέα Συνθήκη. Σε κάθε νέα διαπραγμάτευση τα εμπλεκόμενα μέρη και ιδιαίτερα το θύμα παραβίασης της διεθνούς τάξης έχει απόλυτο δικαίωμα να ζητήσει διαπραγματεύσεις από μηδενική βάση και στην βάση της διεθνούς νομιμότητας που στην περίπτωση της Κύπρου ορίστηκε ρητά και ξεκάθαρα με τα ψηφίσματα του ΣΑ μετά την εισβολή. Μείζονος σημασίας είναι επίσης ο τερματισμός του εποικισμού που με βάση την Συνθήκη της Γενεύης αποτελεί έγκλημα πολέμου και αξίωση να εφαρμοστεί σε όλη την Κύπρο το ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο όπως προβλέπει η πράξη προσχώρησης της ΚΔ στην ΕΕ.

Με λογικούς, ορθολογιστικούς και συμφέροντες όρους η μόνη και αδιαπραγμάτευτη θέση της Ελληνικής πλευράς μπορεί να είναι η εξής: Το μόνο μοναδικό νομικό και πολιτικό διαπραγματευτικό πλαίσιο τερματισμού της διατάραξης της διεθνούς τάξης στην Κύπρο είναι ο τερματισμός των παράνομων τετελεσμένων, αποκατάσταση της Συνταγματικής τάξης και εφαρμογή των προνοιών της Πράξης Προσχώρησης της ΚΔ στην ΕΕ οι οποίες αυτομάτως ακυρώνουν το αποικιοκρατικό διαίρει και βασίλευε και διασφαλίζουν μια βιώσιμη κυρίαρχη κρατική οντότητα. Τονίζεται ότι οι πρόνοιες της Πράξης Προσχώρησης ενώ αποτελούν υποχρεωτικό δίκαιο για την ΕΕ και τα μέλη της μετά το 1974 η Ελληνική πλευρά δεν αξίωσε πολιτικές και νομικές στάσεις που το επικυρώνουν. Η κατάργηση της ΚΔ, η αναγνώριση της παράνομης κατοχής στο ένα τρίτο της ΚΔ και διευθετήσεις που καθιστούν την Τουρκία επικυρίαρχο σε όλη την Κύπρο δεν είναι λύση αλλά αυτοκτονία και πρόδρομος νέων και μεγαλύτερων συμφορών και περιφερειακής αστάθειας.

ΠΗΓΗ: Φιλελεύθερος

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube