Ακολουθήστε μας

Διεθνή

Μεταναστευτικό: Δικαστικό «σίριαλ» για τη δράση ΜΚΟ στη Λέσβο το 2018

Δημοσιεύτηκε στις

Η ελληνική Δικαιοσύνη, τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την άσκηση των πρώτων ποινικών διώξεων, δεν έχει ολοκληρώσει την έρευνα

Μπορεί στην πλατφόρμα Netflix το ντοκιμαντέρ για την υπόθεση να κάνει πρεμιέρα στις 23 Νοεμβρίου υπό τον τίτλο «Οι κολυμβήτριες», η ελληνική Δικαιοσύνη, ωστόσο, αδυνατεί να ολοκληρώσει την έρευνα, τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την άσκηση των πρώτων ποινικών διώξεων.

Ο λόγος για την πολύκροτη έρευνα με αντικείμενο τη δράση της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης ERCI (Emergency Response Center International) στη Λέσβο, τα μέλη της οποίας τον Ιούλιο του 2018 συνελήφθησαν κατηγορούμενα σε βαθμό κακουργήματος ότι διευκόλυναν την είσοδο στη χώρα παράτυπων μεταναστών από την Τουρκία. Πρόκειται για την πρώτη από μια σειρά παρόμοιων δικογραφιών που έχουν σχηματίσει έκτοτε η Ασφάλεια Μυτιλήνης και το Λιμενικό εις βάρος μελών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή. Για την υπόθεση κατηγορούνται 24 άτομα, ανάμεσα στα οποία ο 43χρονος Ελληνας ιδρυτής της ERCI, ο 28χρονος Γερμανός Σον Μπίντερ και η 27χρονη πρόσφυγας από τη Συρία Σάρα Μαρντίνι, η οποία πάντως έχει βραβευθεί στο εξωτερικό για την ανθρωπιστική της δράση, αποσπώντας τα εύσημα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, τον Πάπα Φραγκίσκο κ.ά.

Στη δικογραφία που είχε συντάξει η ΕΛ.ΑΣ. τον Ιούλιο του 2018 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέλη της ERCI «δραστηριοποιούνται στην κατ’ επάγγελμα διευκόλυνση της διακίνησης μεγάλου αριθμού υπηκόων τρίτων χωρών προς τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου (Λέσβος και Σάμος) με παράνομες μεθόδους και διαδικασίες». Οι βασικοί πρωταγωνιστές στην υπόθεση, ανάμεσα στους οποίους και η 23 ετών τότε Σάρα, κρίθηκαν προσωρινά κρατούμενοι και οδηγήθηκαν στη φυλακή μέχρι τον Δεκέμβριο του 2018.

Την ίδια περίοδο, ο ανακριτής που είχε χρεωθεί την υπόθεση έκλεισε τον φάκελο και υπέβαλε τη δικογραφία στον εισαγγελέα Εφετών Μυτιλήνης για τα περαιτέρω: την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο ή την αρχειοθέτησή της. Εκείνος, ωστόσο, επέστρεψε τον φάκελο στον ανακριτή ζητώντας περαιτέρω έρευνα για την υπόθεση καθώς και την άσκηση συμπληρωματικής δίωξης για το αδίκημα της απάτης, με το αιτιολογικό ότι η ERCI αντλούσε χρηματοδότηση μέσω σχετικής εφαρμογής (crowdfunding) που «έτρεχε» στην ιστοσελίδα της. Για τα επόμενα 3,5 χρόνια οι δικαστικές αρχές στη Μυτιλήνη παρέμειναν αδρανείς. Μπροστά δε στον κίνδυνο παραγραφής των πλημμελημάτων που αποδίδονται στους 24 διωκόμενους, η υπόθεση διαχωρίστηκε και ο κατηγορούμενοι παραπέμπονται να δικαστούν τον προσεχή Ιανουάριο για αδικήματα όπως η πλαστογραφία και η χρήση ασυρμάτου, αλλά όχι για την ουσία των κατηγοριών που τους αποδίδονται.

Η παρατεταμένη νομική εκκρεμότητα έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση των ίδιων των διωκόμενων, καθώς και των νομικών εκπροσώπων τους (οι κ.κ. Κλειώ Παπαπαντολέων, Ζαχαρίας Κεσσές και Χάρης Πέτσικος). Με αίτησή τους, πριν από μόλις ένα μήνα, ζήτησαν την ακυρότητα όλης της διαδικασίας με το επιχείρημα ότι έχει παραβιαστεί το θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου η εις βάρος του δίκη να ολοκληρωθεί εντός «εύλογης διάρκειας». «Η υπέρμετρη καθυστέρηση της ποινικής διαδικασίας και εν προκειμένω της προδικασίας περιλαμβάνεται στους λόγους ακυρότητας», αναφέρουν μεταξύ άλλων στην αίτησή τους προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης. Ως αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας και υπό τον φόβο η υπεράσπιση να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ο ανακριτής Λέσβου έστειλε μόλις πριν από λίγα εικοσιτετράωρα νέες κλήσεις στους κατηγορουμένους για συμπληρωματική απολογία στις 18 Νοεμβρίου 2022.

Απαντώντας σε διευκρινιστικές ερωτήσεις της «Κ», οι συνήγοροι υπεράσπισης αποδίδουν την καθυστέρηση σε μια σειρά από αιτίες ανάμεσα στις οποίες οι συχνές αλλαγές ανακριτών, η πανδημία και ο μεγάλος όγκος υποθέσεων που καλούνται να διαχειριστούν οι δικαστικές αρχές της Λέσβου. Αναγνωρίζουν επίσης ότι όσα συμβαίνουν στη συγκεκριμένη υπόθεση αποτελούν οδηγό για τη δικαστική εξέλιξη και των υπολοίπων δικογραφιών που έχουν σχηματιστεί εις βάρος μελών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και εκκρεμούν στις εισαγγε-λίες της Λέσβου και όχι μόνον.

Πηγή: Καθημερινή

Ο Σταύρος Καλεντερίδης, ξεκίνησε τις σπουδές του στην Αθήνα, σπουδάζοντας Πολιτική Επιστήμη στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έπειτα από τέσσερα χρόνια συμμετοχής στα φοιτητικά όργανα συνδιοίκησης της σχολής του και σε διάφορες οργανώσεις νέων, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό. Στη Βοστόνη των Η.Π.Α. ολοκλήρωσε δύο μεταπτυχιακά προγράμματα, στις Διεθνείς Σχέσεις (Αμερικανική εξωτερική πολιτική) και στην Επικοινωνία (Πολιτική Επικοινωνία), ενώ παράλληλα εργάστηκε στο Ελληνικό Προξενείο της Βοστόνης, στη σχολή του ως βοηθός έρευνας και σε δύο πολιτικές καμπάνιες Αμερικανών πολιτικών (Δημοκρατικών – Ρεπουμπλικάνων). Μετά από τρία χρόνια στις Η.Π.Α., άκουσε το κάλεσμα της πατρίδας του και επέστρεψε πίσω με μεγάλο πόθο για προσφορά στην Ελλάδα. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος δύο κοινωφελών οργανισμών, του δέλτα – πολιτική επανάσταση (πολιτικός οργανισμός) και της Λεοντίδας (ίδρυμα προώθησης θεμάτων ιστορίας, πολιτισμού και δημοκρατίας). Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα, ασχολείται με διάφορα εγχειρήματα πολιτικής διπλωματίας και δημοκρατίας, γράφει πολιτικά άρθρα, σχολιάζει την επικαιρότητα και συνεχίζει την προσωπική του μελέτη στην ιστορία και την πολιτική φιλοσοφία.

Συνέχεια ανάγνωσης

Διεθνή

Πώς διάβρωσε το «σύστημα DEI» εταιρείες και εκπαίδευση στις ΗΠΑ

Αυτά μας λέει ο Frederik M. Hess, Διευθυντής Σπουδών Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Αμερικανικό Ινστιτούτο Επιχείρησης (American Enterprise Institute), που είναι ένας από τους πιο σοβαρούς θεσμούς της αμερικανικής επιχειρηματικής κοινότητας.

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

«Τα τελευταία 15 χρόνια, οι σοβαρές αμερικανικές επιχειρήσεις υπέστησαν τα πάνδεινα από την επίθεση της κουλτούρας της αφύπνισης (woke), μέσω του περίφημου συστήματος DEI (Diversity, Equity, Inclusion), το οποίο αργά, αλλά σταθερά, κατέστρεψε και το αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα».

Αυτά μας λέει ο Frederik M. Hess, Διευθυντής Σπουδών Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Αμερικανικό Ινστιτούτο Επιχείρησης (American Enterprise Institute), που είναι ένας από τους πιο σοβαρούς θεσμούς της αμερικανικής επιχειρηματικής κοινότητας.

Κατά τον Frederick M. Hess, την τελευταία δεκαετία, τα αμερικανικά σχολεία και κολλέγια, υιοθέτησαν απρόσεκτα μια ατζέντα που δεν συμβάδιζε με τις κυρίαρχες αμερικανικές αξίες. Έτσι, δόθηκε η ευκαιρία σε ιδεολόγους, καιροσκόπους και υπονομευτές των ανοικτών κοινωνιών να μετατρέψουν τις λογικές διαισθήσεις για τη δικαιοσύνη και τις ευκαιρίες στη ζωή σε τοξικά δόγματα, δηλητηριάζοντας ακόμα και τη γλώσσα της αμερικανικής εκπαίδευσης. Επρόκειτο για μια πραγματική πνευματική εισβολή, η οποία έχει ήδη προκαλέσει σοβαρότατες ζημιές.

Τα κολλέγια μπήκαν όλα μέσα. Μέχρι το 2022, σχεδόν τα μισά μεγάλα ιδρύματα χρησιμοποιούσαν το DEI κατά την ανάθεση θητείας. Στην πράξη, αυτό συνήθως συνεπαγόταν υποχρεωτικές «δηλώσεις DEI», όρκους πίστης που το 56% των μετριοπαθών καθηγητών (και το 90% των συντηρητικών συναδέλφων τους) περιγράφουν ως «ιδεολογικές λυχνίες».

Την περασμένη άνοιξη, ο προοδευτικός καθηγητής νομικής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Ράνταλ Κένεντι, καταδίκασε τις δηλώσεις της DEI ως «όρκους πίστης» που εξαλείφουν τους συντηρητικούς και αυτούς που «δείχνουν ανεπαρκή ενθουσιασμό για το καθεστώς της DEI». Πράγματι, πολλά ιδρύματα εξέταζαν τις δηλώσεις διαφορετικότητας προτού ασχοληθούν με τα πραγματικά προσόντα. Στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεΰ, για παράδειγμα, μόνο οι δηλώσεις DEI χρησιμοποιήθηκαν για να απορριφθούν έως και τα τρία τέταρτα των υποψηφίων καθηγητών.

Το δόγμα DEI ήταν πανταχού παρόν και στο Κ-12. Γονείς μοιράστηκαν ιστορίες για παιδιά της τρίτης δημοτικού που ντρέπονταν για τη «λευκότητά» τους ή που διώχνουν τους γονείς τους επειδή χρησιμοποιούν ξεπερασμένη ορολογία φύλου, όπως «αγόρια» και «κορίτσια». Το Εθνικό Μουσείο Αφροαμερικανικής Ιστορίας του Smithsonian παρουσίασε έναν διαδικτυακό οδηγό για το «Talking about Race» στο Κ-12 που απέρριπτε τη «σκληρή δουλειά», την «αυτοδυναμία» και το «να είσαι ευγενικός» ως συνήθειες της «λευκής κουλτούρας».

Τα φημισμένα ναυλωμένα σχολεία ΚΙΡΡ εγκατέλειψαν την 25χρονη μάντρα τους «Work Hard. Be Nice» ως κληρονομιά της κουλτούρας της «λευκής υπεροχής» που απείλησε τις προσπάθειες για «εξάρθρωση του συστημικού ρατσισμού». Τον Ιανουάριο του 2025, μια εθνική έρευνα σε μαθητές γυμνασίου ανέφερε ότι πάνω από το ένα τρίτο έχει δασκάλους που «συχνά» ή «σχεδόν καθημερινά» τους λένε ότι η Αμερική είναι ένα θεμελιωδώς ρατσιστικό έθνος.

Αυτή η κατάσταση δημιούργησε ένα κλίμα καταπίεσης, βίας και αυταρχισμού τόσο στα εκπαιδευτικά ιδρύματα όσο και στις επιχειρήσεις, μέσα στις οποίες ομάδες ακτιβιστών προσπαθούν να επιβάλλουν τον «βοκισμό» ως σύστημα λειτουργίας!

Πρόκειται για μια χωρίς προηγούμενο κατάσταση, με απίθανες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες. Όπως λέει ο F.Hess, η ιδεολογική και ορθοπολιτική βία εξαγρίωσε πολύ κόσμο. Και από την άποψη αυτή ο πιο σημαντικός παράγοντας που πυροδότησε αντιδράσεις, τελικά ήταν η πανδημία, η οποία διέλυσε τη μακροχρόνια εμπιστοσύνη στα σχολεία, ενώ άνοιξε στους γονείς ένα άνευ προηγουμένου παράθυρο για να δουν τι συνέβαινε στις τάξεις. Το πιο συνηθισμένο πράγμα που άκουσα από τους γονείς κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν, «Δεν είχα ιδέα!» Γονείς που δεν είχαν ποτέ μεγάλη ορατότητα για το τι έκαναν οι μαθητές όλη την ήμερα, ανησυχούσαν ξαφνικά από την επικράτηση αμφίβολων δογμάτων, που αποσταθεροποιούσαν και τον οικογενειακό θεσμό.

Ακόμα χειρότερα, με αφορμή τον πόλεμο στη Γάζα, δήθεν προοδευτικά δόγματα απέκτησαν ολοκληρωτικό χαρακτήρα, με τον αντισημιτισμό να δίνει ρέστα στα σχολεία και ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Τελικά δε, όλα αυτά, οδήγησαν έναν ολόκληρο κόσμο στην απέχθεια προς τις δήθεν ελίτ και ιδιαίτερα αυτές του Χόλυγουντ, που από το πρωί έως το βράδυ δίνουν βραβεία στους πρωταγωνιστές της ακυρωτικής κουλτούρας και της συνολικής κοινωνικής αποδόμησης.

ΠΗΓΗ: Euro2day.gr

Συνέχεια ανάγνωσης

Διεθνή

Στοχευμένη απειλή! Εκφοβισμό και βία αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι στο Βελουχιστάν

Η φίμωση των δημοσιογραφικών φωνών μέσω απειλών και βίας αποτελεί επίθεση κατά της αλήθειας, της λογοδοσίας και της δημοκρατικής διαδικασίας.

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Το κορυφαίο όργανο ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Μπαλόχ, η Επιτροπή Baloch Yakjehti (BYC) έκανε ανάρτηση για τις απειλές θανάτου σε δημοσιογράφο, οι οποίες αντικατοπτρίζουν  την κλιμακούμενη καταστολή της ελευθερίας της έκφρασης στο Βελουχιστάν.

Η BYC μοιράστηκε τις λεπτομέρειες σε μια δημοσίευση στο X.

“Ο Javed Baloch, ένας θαρραλέος δημοσιογράφος με έδρα στο Gwadar του Βελουχιστάν, έχει δεσμευτεί εδώ και καιρό να υποστηρίζει τη δημοσιογραφική ηθική και να ενισχύει τις φωνές των περιθωριοποιημένων κοινοτήτων αναφέροντας τοπικά και περιφερειακά ζητήματα. Η ατρόμητη αναφορά του έχει ρίξει φως σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιβαλλοντικές ανησυχίες και κοινωνικοπολιτικές αδικίες στο Βελουχιστάν. Έλαβε μια απειλή θανάτου μέσω τηλεφώνου από ένα άτομο που αυτοπροσδιορίζεται ως «Irfan», ο οποίος ισχυρίστηκε ότι συνδέεται με την Ακτοφυλακή του Πακιστάν (PCG) και σύμφωνα με αξιόπιστες τοπικές πηγές, το άτομο συνδέεται με τις υπηρεσίες πληροφοριών του Πακιστάν», δήλωσε η BYC στο X.

Αποκαλώντας τη δράση ως «στοχευμένη απειλή», η BYC ισχυρίστηκε ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό αλλά μέρος ενός ευρύτερου μοτίβου εκφοβισμού, παρενόχλησης και βίας που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι στο Βελουχιστάν.

Το BYC παρατήρησε περαιτέρω στην ανάρτησή του ότι η διατύπωση απειλών κατά των δημοσιογράφων συνιστά σοβαρή παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, ιδιαίτερα του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης όπως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (UDHR) και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR), στο οποίο το Πακιστάν είναι συμβαλλόμενο μέρος.

Χαρακτηρίζοντας την πράξη εκφοβισμού όχι μόνο ότι θέτει σε κίνδυνο τις ζωές μεμονωμένων δημοσιογράφων, αλλά και συμβάλλει στη φίμωση όλων των μεμονωμένων δημοσιογράφων, το BYC απηύθυνε έκκληση στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, στο Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (OHCHR) και σε διεθνείς οργανισμούς επιτήρησης της ελευθερίας του Τύπου όπως η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ), Reporters to Journalists Without Borders (CPJ) ως επίγνωση της απειλής κατά του Javed Baloch επειγόντως.

Το BYC απηύθυνε επίσης έκκληση σε όλους τους εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς που εργάζονται για την ελευθερία του Τύπου και την ασφάλεια των δημοσιογράφων να επεκτείνουν τα προστατευτικά μέτρα και την υποστήριξη στον Javed Baloch και να υποστηρίξουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εγγυώνται την ασφάλεια των δημοσιογράφων σε περιοχές που πλήττονται από συγκρούσεις όπως το Μπαλουχιστάν.

“Η φίμωση των δημοσιογραφικών φωνών μέσω απειλών και βίας αποτελεί επίθεση κατά της αλήθειας, της λογοδοσίας και της δημοκρατικής διαδικασίας. Η ασφάλεια των δημοσιογράφων είναι αδιαπραγμάτευτη και πρέπει να τηρηθεί με τη μέγιστη δυνατή επείγουσα ανάγκη”, ανέφερε η BYC στις καταληκτικές της παρατηρήσεις στην ανάρτηση στο X.

Η περιοχή του Βελουχιστάν εξακολουθεί να μαστίζεται από μια ανησυχητική τάση αναγκαστικών εξαφανίσεων, με ορισμένα θύματα να απελευθερώνονται τελικά, ενώ άλλα υφίστανται μακροχρόνια κράτηση ή πέφτουν θύματα στοχευμένων δολοφονιών.

Αυτές οι παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων έχουν τροφοδοτήσει την αυξανόμενη ανασφάλεια και δυσπιστία μεταξύ των ντόπιων. Ο επίμονος φόβος αυθαίρετων συλλήψεων και η απουσία λογοδοσίας συνεχίζουν να αποσταθεροποιούν το Μπαλουχιστάν, υπονομεύοντας τις προσπάθειες αποκατάστασης της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της εμπιστοσύνης του κοινού στους κρατικούς θεσμούς.

Συνέχεια ανάγνωσης

Διεθνή

Ο πρόεδρος της Ταϊβάν υποστηρίζει ότι αυξάνονται οι επιχειρήσεις κατασκοπείας και επιρροής από την Κίνα

Η Ταϊβάν έχει κατηγορήσει την Κίνα για κλιμάκωση στρατιωτικών ασκήσεων, εμπορικούς περιορισμούς και προσπάθειες επιρροής με στόχο να εξαναγκάσει το νησί να αναγνωρίσει τις κινεζικές αξιώσεις κυριαρχίας τα τελευταία χρόνια.

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Ο πρόεδρος της Ταϊβάν Lai Ching-te δήλωσε ότι η Κίνα έχει εντείνει τις εκστρατείες της για να επηρεάσει και να διεισδύσει στο δημοκρατικό νησί, υποσχόμενος ενέργειες για την αντιμετώπιση των προσπαθειών του Πεκίνου να «απορροφήσει» την Ταϊβάν, όπως αναφέρει η Voice of America.

Η Ταϊβάν έχει κατηγορήσει την Κίνα για κλιμάκωση στρατιωτικών ασκήσεων, εμπορικούς περιορισμούς και προσπάθειες επιρροής με στόχο να εξαναγκάσει το νησί να αναγνωρίσει τις κινεζικές αξιώσεις κυριαρχίας τα τελευταία χρόνια.

Ο Λάι παρατήρησε ότι το Πεκίνο έχει αξιοποιήσει τη δημοκρατία της Ταϊβάν για να «απορροφήσει» διάφορα μέλη της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων φατριών του οργανωμένου εγκλήματος, προσωπικοτήτων των μέσων ενημέρωσης και ενεργού και πρώην στρατιωτικού και αστυνομικού προσωπικού. «Η Κίνα εκτελεί ενέργειες όπως διχασμός, καταστροφή και ανατροπή μέσα από τις τάξεις μας», υποστήριξε ο Λάι.

Αναφερόμενος στα κυβερνητικά στατιστικά στοιχεία, ο Λάι σημείωσε ότι 64 άτομα κατηγορήθηκαν για κινεζική κατασκοπεία πέρυσι, αριθμός που είναι τριπλάσιος από το 2021. Ανέφερε ότι τα περισσότερα από αυτά ήταν είτε νυν είτε πρώην στρατιωτικό προσωπικό. «Πολλοί φοβούνται ότι οι ελευθερίες, η δημοκρατία και η ευημερία της χώρας μας που κατακτήθηκαν με κόπο θα διαβρωθούν σταδιακά λόγω αυτών των εκστρατειών επιρροής και των χειρισμών», εξέφρασε ο Λάι.

Ο Λάι δήλωσε ότι η Κίνα χαρακτηρίζεται ως αυτό που ο νόμος κατά της διείσδυσης της Ταϊβάν ονομάζει «ξένες εχθρικές δυνάμεις». Ο πρόεδρος πρότεινε 17 νομικές και οικονομικές αντιδράσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αυστηρή αξιολόγηση επισκέψεων ή αιτήσεων παραμονής από Κινέζους υπηκόους και σχέδια για την αποκατάσταση των λειτουργιών του στρατοδικείου.

Ο Λάι ανέφερε επίσης ότι η κυβέρνησή του θα εφαρμόσει «απαραίτητες προσαρμογές» στις κινήσεις χρημάτων, ατόμων και τεχνολογίας στο στενό. Επιπλέον, δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα παράσχει «υπενθυμίσεις» στους Ταϊβανέζους ερμηνευτές και τραγουδιστές που δραστηριοποιούνται στην Κίνα σχετικά με τις «δηλώσεις και τις ενέργειές τους» ως απάντηση σε αυτό που η Ταϊπέι ερμηνεύει ως επίμονη κινεζική προσπάθεια να πιέσει τους αστέρες της ποπ να κάνουν σχόλια υπέρ του Πεκίνου.

Η Κίνα διεκδικεί την Ταϊβάν ως έδαφός της και δεν έχει αποκλείσει τη χρήση βίας για να τεθεί το νησί υπό την εξουσία της. Η κυβέρνηση της Ταϊβάν απορρίπτει τους ισχυρισμούς του Πεκίνου για κυριαρχία και υποστηρίζει ότι μόνο οι κάτοικοι του νησιού μπορούν να καθορίσουν το μέλλον τους.

Συνέχεια ανάγνωσης

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Απόψεις1 λεπτό πριν

Δεν υπάρχει άλλος δρόμος!

Είναι εμφανής η αδυναμία της Ελλάδας να ασκήσει πολιτική προάσπισης την δικαιωμάτων της. Η αδυναμία αυτή πρέπει να καλυφθεί.

Απόψεις32 λεπτά πριν

Η Λαμπρή της Ορθοδοξίας!

Κρατάμε ψηλά τα λάβαρα του Έθνους και της Ορθοδοξίας, κρατάμε ψηλά τις καρδιές μας!

Διεθνή1 ώρα πριν

Πώς διάβρωσε το «σύστημα DEI» εταιρείες και εκπαίδευση στις ΗΠΑ

Αυτά μας λέει ο Frederik M. Hess, Διευθυντής Σπουδών Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Αμερικανικό Ινστιτούτο Επιχείρησης (American Enterprise Institute), που είναι...

Πολιτική2 ώρες πριν

Νεα επιχείρηση εντοπισμού και διάσωσης μεταναστών από Μπαγκλαντές, Σουδάν, Σομαλία, Ερυθραία, ανοιχτά της Κρήτης!

Σε νέα επιχείρηση εντοπισμού και διάσωσης μεταναστών συμμετείχε το Λιμενικό Σώμα στα ανοιχτά της Κρήτης, τις πρώτες πρωινές ώρες της...

Διεθνή2 ώρες πριν

Στοχευμένη απειλή! Εκφοβισμό και βία αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι στο Βελουχιστάν

Η φίμωση των δημοσιογραφικών φωνών μέσω απειλών και βίας αποτελεί επίθεση κατά της αλήθειας, της λογοδοσίας και της δημοκρατικής διαδικασίας.

Δημοφιλή