Weather Icon
Πολιτισμός 22 Σεπτεμβρίου 2022

Πολιτιστική κληρονομιά, πολιτιστικοί χώροι

Πολιτιστική κληρονομιά, πολιτιστικοί χώροι

Το πολιτιστικό πεδίο δράσης υλικού πολιτισμού και πολιτιστικών τεκμηρίων: Πολιτιστική κληρονομιά, πολιτιστικοί χώροι.

___________________________________

Από τον Αγησίλαο Χρ. Κανελλόπουλο, αριστούχο Ιστορικό του ΕΚΠΑ

Στο περίγραμμα της θεμελιακής εξελικτικής διαδικασίας του ανθρωπίνου είδους δημιουργείται κλιμακηδόν πολιτιστικό1 σύμπλεγμα διακριτικό εκάστου συλλογικού υποκειμένου. Είναι die Volksseele2 του Lambrecht (1974). Η πολιτιστική αυτή ολότητα είναι η εκπρεπής έκφανση της οντότητας. Συνιστά το υπόβαθρο επί του οποίου θα θεμελιωθεί το έθνος και το κράτος, συνιστά το πατρώον δαιμόνιον και παράλληλα την παρακαταθήκη για τις επιγιγνόμενες γενεές. Διά της διαφοροποιητικής αξίας της επιτυγχάνεται η εναργής διάκριση μεταξύ των συλλογικών οντοτήτων (Lambrecht 1974).

Ο υλικός πολιτισμός μελετάται σήμερα οικουμενικώς στην βάση συγχρόνων επαρκών θεωριών. Η επιστημονική προσπέλαση του πεδίου υλικός πολιτισμός οφείλει να κινείται σε διεπιστημονικό πλαίσιο. Η πολυθεματική, πολυτομεακή και πολυκλαδική διάκριση του πεδίου σήμανε και την κοινή με άλλες επιστήμες (λ.χ. την εθνολογία, την ιστορία, την αρχαιολογία, την ανθρωπογεωγραφία κ.ά.) ερευνητική προσέγγιση των πολιτιστικών τεκμηρίων. Σήμερα ο υλικός πολιτισμός δύναται να αποτελέσει ιδιαίτερο πεδίο, αυτόνομη επιστήμη με πληρότητα, με το ερευνητικό ενδιαφέρον πρωτίστως στην μελέτη της σχέσεως που διέπει τα απτά ή άυλα τεκμήρια του παρελθόντος με τον πολιτισμό (Deetz 1996∙ Οικονόμου 2014).

Εν τω μεταξύ, ο ορισμός του υλικού πολιτισμού που θα αποπειραθούμε να δώσουμε εδώ, κινείται καθαρά στα όρια της εκπόνησης του παρόντος. Έτσι, υπ΄ αυτήν την εννοιολόγηση, το σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου υλικός πολιτισμός, πέραν των αισθητών, των απτών και κινητών αντικείμενων, των σημαντικών ή ασήμαντων ανθρώπινων κατασκευών, περιλαμβάνει και τις παντοειδείς παραδόσεις της κοινότητας ή τις ανθρώπινες αξίες που γεννήθηκαν στην οντότητα, τα έθιμά της, τα ήθη της, τον επικοινωνιακό μεταξύ των μελών κώδικα, το όλο των πολιτικοκοινωνικών και πνευματικών πεποιθήσεων ή αντιλήψεων, την θυμοσοφική διάσταση της κοινότητας, τυχόν συμβολισμούς απτών αντικειμένων ή τις χρηστικές και επικοινωνιακές λειτουργίες τους, την έκφραση της τέχνης κ.τ.ό. (Γιαλούρη 2012∙ Deetz 1996∙ Lambrecht 1974∙ Μπάδα 2011∙ Οικονόμου 2014).

Ο υλικός πολιτισμός δρα, δημιουργείται και διαμορφώνεται εν παραλλήλω προς το πολιτιστικό πεδίο. Εντός αυτού του πεδίου δρουν υλικά τεκμήρια του παρελθόντος, των οποίων ερευνούμε την σημασία και την δράση στο πλαίσιο του πολιτιστικού βίου τους. Κάποια εξ αυτών μάλιστα ενέχουν και συμβολισμούς, ενώ άλλα ίσως να εκπέμπουν και μηνύματα. Εν τέλει μεταλλάσσονται σε διαδραστικά πεδία συστάσεως πολιτιστικής ταυτότητας (Kopytoff 1986∙ Miller 1987∙ Μπάδα 2011∙ Tilley 2001).

Η πολιτιστική κληρονομιά αναδεικνύει στην πράξη και προβάλλει το παρελθόν, εγκωμιάζει εν τοις πράγμασι τους καιρούς εκείνους. Είναι ομολογουμένως κάτι καινούργιο για το σήμερα, αφού το παρελθόν συνιστά μια ξένη, άγνωστη χώρα. Το sine qua non μέλημα όμως κάθε λαού είναι η γνώση της ΄΄άγνωστης΄΄ αυτής χώρας. Η εθνική ταυτότητα είναι το τραπεζικό χαρτονόμισμα της πατρογονικής πολιτιστικής παρακαταθήκης. Η κρατική οντότητα οφείλει χάριτες στην πολιτιστική κληρονομιά, αφού επ΄ αυτής επερείδεται η κρατική υπόσταση. Η διατήρηση και συντήρηση του υλικού ή άυλου παρελθόντος επικαιροποιεί την μνημοσύνη και εγκυροί τις αναμνήσεις, ώστε η γενιά του παρόντος να θιγγάνει το ιστορικό γίγνεσθαι. Το μοναδικόν και μη επαναλαμβανόμενον του παρελθόντος υποχρεώνει την κοινότητα για την προστασία, διαφύλαξη και συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς3 (Hoelscher 2006∙ KirshenblattGimblett 1997∙ Lowenthal 1985∙ Χατζηανδρέου 2021).

Την πολιτιστική κληρονομιά διακρίνουμε επί τριών διαστάσεων: την απτή πολιτιστική κληρονομιά, την άυλη και την φυσική. Τα φυσικά αντικείμενα, όπως τα παντοία μνημεία, τα οικοδομήματα (ευκτήριοι οίκοι, δημόσια κτήρια, πάντα τα οικήματα), οι αρχαιολογικοί τόποι και τα τοπία, τα έγγραφα τεκμήρια (εγχειρίδια κ.τ.ό.), η καλλιτεχνική καρποφορία κ.τ.ό., συνιστούν τον απτό πολιτισμό της κοινότητας. Η μικρή ή μεγάλη σημασία τους για το συλλογικό υποκείμενο έχει να κάνει με την ιδεολογία, τις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις και τις κυρίαρχες αξίες που διέπουν την οντότητα. Η λαογραφία και οι κληροδοτημένες παραδόσεις, τα ήθη και τα εθιμικά δρώμενα, το βιοτικό διαιτάσθαι και ο αξιακός τρόπος του ζην, ο κώδικας επικοινωνίας, η έκφραση της καλλιτεχνίας κ.τ.ό. συνιστούν την άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Οι περιοχές ειδικού οικολογικού ενδιαφέροντος (υδροβιότοποι, υγρότοποι, δάση κ.τ.ό.), οι φυσικοί σχηματισμοί και τα φυσικά τοπία, οι γεωλογικοί σχηματισμοί κ.τ.ό. απαρτίζουν τον φύσει πολιτισμό. Εν τέλει, τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, ως υλικά πολιτιστικά τεκμήρια, τελούν σε απόλυτη συνάρτηση με την πολιτιστική κληρονομιά. Και οι σπουδαίες και οι τυχόν ευτελούς αξίας παραγωγικές δραστηριότητες του παρελθόντος χωρούν στην πολιτιστική κληρονομιά (Αντζουλάτου-Ρετσίλα 2004∙ Butler και Rowlands 2012∙ Hoelscher 2006∙ KirshenblattGimblett 1997∙ Kurin 2004∙ Lowenthal 1985∙ Μπάγιας 1999∙ Μπώκος 2001∙ Παπαπετρόπουλος 2006∙ Πούλιος 2015∙ Χατζηανδρέου 2021).

Απολύτως συναφές στοιχείο προς την τρισήμαντη διάκριση του πολιτιστικού κληροδοτήματος συνιστά η έννοια της αξίας. Ο πολυτομεακός χαρακτήρας του πεδίου του υλικού πολιτισμού αντανακλάται κατά τεκμήριο και στην σύγγονή του πολιτιστική κληρονομιά. Όμιλοι επιστημονικοί εν γένει, εθνικοί/εθνοτοπικοί, θρησκευτικοί, ιστοριοδιφικοί κ.ά. εκφράζουν το ενδιαφέρον τους για την πολιτιστική κληρονομιά. Οι όμιλοι αυτοί κατά το μάλλον ή ήττον προσδίδουν σχετικά ισόκυρες αξίες στην πολιτιστική παρακαταθήκη. Την σπανιότητα λ.χ. που μπορεί να διακρίνει ο αρχαιολόγος ή ο ιστορικός στην πολιτιστική κληρονομιά, την εθνική αξία της οι ομόφρονες του συλλογικού υποκειμένου, την θρησκευτική οι ευσεβείς πιστοί του δόγματος, την οικονομική η τοπική κοινωνία κ.ο.κ. Έτσι, η αυθεντικότητα της πολιτιστικής παρακαταθήκης του έθνους, του τόπου, της κοινωνικής ομάδας κ.τ.ο. εκφράζεται, δηλώνεται και συντίθεται διά της εν λόγω αξίας και του τρισήμαντου της διακρίσεώς της (Λαμπρινουδάκης 2008· Mason 2002· Mason και Avrami 2002· Πούλιος 2015).

Μεσούντος του 20ου αιώνα είχε καταστεί εμφανής η κρίση ταυτότητας στην οικουμενική ανθρωπότητα. Τότε και στο εξής συλλογικότητες επικαλούνται την πατρογονική πολιτιστική παρακαταθήκη και αποπειρώνται ανίχνευση και ανάδυση του παρελθόντος. Ελλείπουν οι γενεαλογικές καταβολές και, κατ΄ ακολουθίαν, οι πολιτιστικές καταβολές. Κυριαρχεί η αντίληψη ότι η γνώση και ανάγνωσή τους θα ιάνει την κρίση και θα φέρει την αυτεπίγνωση και αυτοσυνείδηση. Ήτοι, «η επιστροφή στο παρελθόν προσλαμβάνεται ως μέσο για την αναζωογόνηση του σύγχρονου κόσμου». Συνεπίκουρη στο εγχείρημα της αναδίφησης για τον εντοπισμό των γενεσιουργών καιρών του πολιτιστικού γίγνεσθαι είναι και η μουσειακή πολιτική πεπολιτισμένων χωρών παγκοσμίως. Κομβική δεκαετία αυτή του 1980. Το παρόν έδρασε, ώστε τα πολιτιστικά κληροδοτήματα να καταστούν κτήμα ες αεί της σύγχρονης γενιάς και των μεταγενεστέρων (Butler 2006∙ Butler και Rowlands 2012∙ Butler και Rowlands 2012∙ Lowenthal 1985).

Το συνανήκειν προϋποθέτει πολιτιστική κληρονομιά κοινή, με όμοια τα κυρίαρχα στοιχεία. Άλλωστε διά της γενέσεως αυτής του πολιτισμού αυτό το αποτέλεσμα επιδιώκεται: να διεκδικήσουν και να απαιτήσουν οι ενδιαφερόμενοι την ένταξή τους στην κοινοπολιτεία. Να δηλώσουν εμφατικά ότι συμμετέχουν εξ ίσου στο συλλογικό υποκείμενο, ότι μοιράζονται κοινές αξίες και παραδόσεις, ότι το ομότροπο, το ομοδίαιτο και το ομόηθες είναι πατρογονικά κληροδοτήματα. Εντούτοις, συγκυριακές περιστάσεις ενδέχεται να ανατρέψουν την υφισταμένη κατάσταση και να προκύψουν διαφορετικές ερμηνείες των πολιτιστικών δεδομένων (Butler και Rowlands 2012∙ Hall 2000).

Η εχεφροσύνη των οντοτήτων τις οδηγεί, βέβαια, σε διερεύνηση και σύνδεση με το παρελθόν τους. Ο καθένας δικαιούται να γνωρίζει τις απαρχές της κληροδοτημένης κουλτούρας που περιχέεται στην κοινότητά του. Όλοι διεκδικούν την απόλυτη γνώση της ταυτότητάς τους. Και δεν στέκονται σε ζητήματα ενθυμήσεων και αναμνήσεων. Η βαθεία γνώση της ταυτότητάς σου έχει και θεραπευτική λειτουργία άλλωστε. Η κοινότητα και η ταυτότητα συγκροτούν αμφίδρομη σχέση. Το αφήγημα και η αφήγηση, ο μύθος και το παρελθόν συγκροτούν μία παράδοση. Η παράδοση θα στηρίξει τον μικρό όμιλο εν αρχή, την κοινωνία της κώμης στη συνέχεια, της πόλης, του γένους. Έτσι, οσημέραι οικοδομείται η συλλογική ταυτότητα. Όθεν, μιαν παράδοση επ΄ ουδενί θα την διακρίνει ουδετερότητα, αφού με την συνειδητοποίηση και αποδοχή τυχόν πολιτιστικής διαφοράς ενισχύεται το ιδιαίτερο βάρος της γονικής πολιτιστικής παρακαταθήκης. Η πολιτιστική κληρονομιά για πολλές συλλογικότητες λειτουργεί σήμερα ως ο σημαίνων φορέας καθορισμού της ταυτότητάς τους. Και γενικότερα πάντως στους σύγχρονους καιρούς ο πολιτισμός ορίζει ευκρινώς ταυτότητες (εθνικές, ιδιοπροσωπίας κ.τ.ό.) και πολιτικές, αλλά και χαρακτηρίζει τρόπους και ενέργειες των ατόμων. Οι διαπιστώσεις αυτές αντηχούσαν τους σοβαρούς λόγους για την θεσμική οροθέτηση της πολιτιστικής κληρονομιάς διεθνώς. Η ενήλια πολιτιστική διπλωματία εκπροσωπείται θεσμικά και στην χώρα μας (πβ. Ελληνικό Ινστιτούτο Πολιτιστικής Διπλωματίας) [Butler και Rowlands 2012∙ Προσύλης 2015∙ Χατζηανδρέου 2021].

Το ιστορικό περίγραμμα καθορίζει σε σημαντικό βαθμό την πολιτιστική σημασία των αντικειμένων του παρελθόντος, αφού αυτό συνιστά θεμελιώδη παράμετρο στην κατανόηση του πολιτισμού. Άλλο είναι η ενασχόληση με στοιχεία του σύγχρονου υλικού πολιτισμού και άλλο η ανίχνευση και ενασχόληση με παρεμφερές έστω υλικό αλλά του απώτερου παρελθόντος. Η ύφανση, το πλέγμα αντικειμένων-κειμένων ίσως να αποτελεί το αντιπροσωπευτικότερο στοιχείο για την προσπέλαση του υλικού πολιτισμού. Δεν είναι η ιστορία μόνον που θα εξετάσει το κωδικοποιημένο πληροφοριακό τεκμήριο, ούτε ο υλικός πολιτισμός που θα ενασχοληθεί με το αντικείμενο. Το υφαντικό αποτέλεσμα αμφοτέρων είναι που εναργώς θα ορίσει τον υλικό πολιτισμό. Εν αντιθέσει με τα γλωσσικά σημεία, οι πτυχές των πραγμάτων ίσως να έχουν ενσωματωμένες συναισθηματικής υφής παρελθοντικές καταστάσεις, ίσως να εκπέμπουν συμβολισμούς (σημειωτική ερμηνεία), ίσως γνώση. Από την άλλη, τα αντικείμενα διακρίνει η παροδικότητα, τα χαρακτηρίζει η φθορά που νομοτελειακά επιφέρει ο πανδαμάτορας, εν αντιθέσει με τα αδιαλείπτως αναπαραγόμενα γλωσσικά σημεία. Υποτεθείσθω ότι σε μία αρχαιολογική έρευνα η σκαπάνη έφερε στο φως αντικείμενα που ενσαρκώνουν την ανθρώπινη δουλειά. Μόνα τα τεχνουργήματα ελλείψει γραπτού αρχειακού υλικού καταφανώς δεν παρέχουν την δυνατότητα στον επιστήμονα να περιγράψει έναν πολιτισμό ή πόσο μάλλον να επισημάνει την εθνότητα. Η ισορροπημένη ζεύξη κειμένων-αντικειμένων συνιστά την ιδανική κατάσταση προσέγγισης του υλικού πολιτισμού. Πάντως οι σύγχρονες σαφηνιστικές προσπελάσεις των πολιτιστικών τεκμηρίων επερείδονται σε αρχές των σημειωτικών σχολών. Τα διερωτήματα αναφέρονται στον τρόπο που τα αντικείμενα του παρελθόντος διατηρήθηκαν μέχρι το συγκεκριμένο παρόν, και στο ενδοπολιτιστικό παροντικό επίπεδο που αυτά είναι εντεταγμένα. Υπ΄ αυτήν την ερευνητική διαδικασία, ο υλικός πολιτισμός θεάται και ερμηνεύεται «ως σύστημα σημείων και σημασιών», […] «ως ένα σύστημα σημαινόντων και σημαινομένων» (Auslander κ.ά. 2009∙ Barthes 1957∙ Baudrillard 1982∙ Childe 1929∙ Halevi 2008∙ Malinowski 1922∙ Mrázek 2002∙ Οικονόμου 2014∙ Roche 2000).

Η επικοινωνιακή σχέση μεταξύ κοινού και πολιτιστικών οργανισμών (Μουσείων, Πολιτιστικών Ιδρυμάτων, Αιθουσών Τέχνης, Χώρων Μουσικών Εκδηλώσεων, Θεάτρων, Δημοτικών Πολιτιστικών Κέντρων, Φεστιβάλ, Πολυχώρων) είναι γνωστή ως πολιτιστική επικοινωνία. Η επαφή των πολιτών με τους πολιτιστικούς οργανισμούς κρίνεται ως ιδιαίτερης σημασίας για την εδραίωση, την υπόσταση του συγκεκριμένου οργανισμού. Οι πολίτες άλλωστε γνωρίζουν το καθήκον τους ως θεματοφυλάκων της κοινής πολιτιστικής παρακαταθήκης. Στη χώρα μας, όπως έδειξε και η πλήθυνση των πολιτιστικών οργανισμών από το τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα και εξής, η πολιτιστική επικοινωνία είναι πάνυ δημοχαρής. Επίσης, συμβαίνει, ώστε ορισμένοι οργανισμοί να είναι κερδοσκοπικού χαρακτήρα, όπως και οι πλείστες εκ των βιομηχανιών πολιτισμού (πολιτιστικών βιομηχανιών)4. Πάντως οι κρατικές επιχορηγήσεις αφορούν και τους πολιτιστικούς οργανισμούς και τις βιομηχανίες πολιτισμού, μολονότι προς τις τελευταίες εξακοντίζονται συχνά μομφές για εμπορευματοποίηση του παρελθόντος. Εν τω μεταξύ, η πολιτιστική παρακαταθήκη μιας τοπικής κοινωνίας, μιας κώμης, μιας πόλης συχνά συνταυτίζεται με την έξωθεν γνώμη για τον συγκεκριμένο τόπο. Η τοπική αυτοδιοίκηση προβαίνει σε συστηματικές διαφημιστικές εκστρατείες, προκειμένου να καταστήσει γνωστό τον πολιτιστικό πλούτο της περιοχής της. Μια περιοχή, και ως έναν βαθμό βέβαια, γίνεται γνωστή και φημίζεται για την πολιτιστική κληρονομιά της, για τους πολιτιστικούς οργανισμούς που διαθέτει5. Άλλωστε, εκ των πραγμάτων το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό περίγραμμα των τοπικών κοινωνιών, των πόλεων, των περιοχών του υλικού πολιτισμού ευρίσκεται σε διηνεκή αμφίδρομη σχέση με την πολιτιστική βιομηχανία (Butler και Rowlands 2012∙ Καραχάλης 2015∙ Μπαντιμαρούδης 2020∙ Προσύλης 2015).

Μεσούντος του τελευταίου τέταρτου του προηγούμενου αιώνα σημαίνεται μία άρδην μεταλλαγή στην ελληνική μουσειακή πολιτική. Και από τότε τίθενται τα ερωτήματα για τον ρόλο των μουσειακών6 εκθέσεων της πολιτιστικής κληρονομιάς: ασκούν κριτική, παρέχουν την ευκαιρία για γνώση της αλήθειας; Η πολιτιστική κληρονομιά αποπνέει ίσως μελαγχολία για την απώλεια των πραγμάτων για το κενό της ταυτότητας. Και εμμένει στην θέση της για την αλήθεια. Έτσι, δεν λησμονάται το παρελθόν, δεν ξεχνιούνται τα αντικείμενα που απολέστηκαν, και μακριά από την πεζότητα της καθημερινότητας προβάλλεται ως ιδανικό πλέον το αλγηδόνος αίσθημα για την απώλεια (Butler και Rowlands 2012· Feuchtwang 2000· Hirsch 1997· Macdonald 2009· Μούλιου 2020∙ Οικονόμου 2014· Rowlands 2008).

________________________________

1Μολονότι σαφώς αποδεχόμαστε την σημασιολογική διαφοροποίηση των όρων πολιτιστικός – πολιτισμικός, εντούτοις στο παρόν, καταχρηστικώς ή μη, θα κάνουμε χρήση αποκλειστικά του όρου πολιτιστικός. Περί των όρων: [i] η «επιλογή όρων (πολιτιστική/πολιτισμική διαχείριση, διαχείριση πολιτισμικών/-τικών πόρων, διαχείριση πολιτιστικής-/μικής κληρονομιάς, heritage management, cultural management, management of cultural resources, gestion du patrimoine, gestioni di beni culturali κ.ο.κ.) συνδέεται με την ακαδημαϊκή παράδοση αλλά και τις ιδιαιτερότητες σε ό,τι αφορά στην πολιτιστική κληρονομιά και την πολιτιστική ανάπτυξη κάθε χώρας» (Μπούνα 2020)∙ [ii] «Στην εκπαίδευση […] δημιουργούνται το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, 2003) και το Τμήμα Διαχείρισης Πολιτισμικού Περιβάλλοντος και Νέων Τεχνολογιών (Πανεπιστήμιο Πατρών, 2004)» (Λεκάκης 2020)∙ [iii] «πολιτιστικός – πολιτισμικός. Στη σύγχρονη γλωσσική επικοινωνία παρουσιάζεται συχνά η ανάγκη να γίνει διαφοροποίηση α) ανάμεσα στον τεχνικό πολιτισμό και την πνευματική καλλιέργεια, αντίθεση που δηλώνεται σε άλλες γλώσσες από το ζεύγος civilisation και culture, λ.χ. της Αγγλικής, και β) αναφορά στη λεπτή διαφορά που χωρίζει τον πολιτισμό ως πνευματικό μέγεθος, ως εθνική ιδιοπροσωπία, ως αφηρημένη έννοια από τον πολιτισμό ως σύνολο εκφάνσεων και δραστηριοτήτων που αποσκοπούν στο να ικανοποιήσουν πνευματικές ή καλλιτεχνικές αναζητήσεις, να αναπτύξουν ανάλογα ενδιαφέροντα, να προσφέρουν πολιτισμό ως πράξη. Για να επιτευχθεί αυτή η διαφοροποίηση, υπάρχει η τάση να γίνεται διάκριση ανάμεσα στα επίθετα πολιτιστικός και πολιτισμικός. Το πολιτιστικός χρησιμοποιείται περισσότερο για τον πολιτισμό ως σύνολο δραστηριοτήτων, καθώς και για τη δήλωση του τεχνικού πολιτισμού, ενώ το πολιτισμικός τείνει να δηλώσει περισσότερο την αφηρημένη πλευρά του πολιτισμού, καθώς και τον πολιτισμό ως πνευματική καλλιέργεια. Έτσι γίνεται λόγος για τα πολιτισμικά γνωρίσματα ενός έθνους και για την πολιτιστική του δράση∙ για την πολιτισμική αξία ορισμένων παραδόσεων και για το πολιτιστικό δυναμικό ενός λαού∙ για το πολιτισμικό επίπεδο διαφόρων εκδηλώσεων και για την πολιτιστική αποτελεσματικότητα που μπορούν να έχουν. Γενικά θα μπορούσε, με γλωσσολογικούς όρους, να λεχθεί ότι ο χαρακτηρισμός πολιτισμικός είναι περισσότερο στατικός, ενώ ο χαρακτηρισμός πολιτιστικός είναι περισσότερο δυναμικός» (Μπαμπινιώτης 2019).

2Πβ. ΄΄η λαϊκή ψυχή΄΄.

3«Νόμος 3028/2002. “Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς” […] Άρθρο 3. Περιεχόμενο της προστασίας. 1. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας συνίσταται κυρίως: α) στον εντοπισμό, την έρευνα, την καταγραφή, την τεκμηρίωση και τη μελέτη των στοιχείων της, β) στη διατήρηση και στην αποτροπή της καταστροφής, της αλλοίωσης και γενικά κάθε άμεσης ή έμμεσης βλάβης της, γ) στην αποτροπή της παράνομης ανασκαφής, της κλοπής και της παράνομης εξαγωγής, δ) στη συντήρηση και την κατά περίπτωση αναγκαία αποκατάστασή της, ε) στη διευκόλυνση της πρόσβασης και της επικοινωνίας του κοινού με αυτήν, στ) στην ανάδειξη και την ένταξή της στη σύγχρονη κοινωνική ζωή και ζ) στην παιδεία, την αισθητική αγωγή και την ευαισθητοποίηση των πολιτών για την πολιτιστική κληρονομιά. 2. Η προστασία των μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων περιλαμβάνεται στους στόχους οποιουδήποτε επιπέδου χωροταξικού, αναπτυξιακού, περιβαλλοντικού και πολεοδομικού σχεδιασμού ή σχεδίων ισοδύναμου αποτελέσματος ή υποκατάστατών τους» (Παπαπετρόπουλος 2006). «Η προβληματική […] σχέση αναπτυξιακών-ενεργειακών έργων από τη μία πλευρά και πολιτισμικών περιβαλλόντων / τοπικών κοινωνιών από την άλλη, έχει τις βάσεις της σε μια γενικότερη σύγκρουση δύο θεμελιωδών αξιών και στρατηγικών επιταγών στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης: α) της επιδίωξης του κοινού αναπτυξιακού-ενεργειακού οφέλους σε εθνικό ή και διεθνές επίπεδο και, ταυτόχρονα, β) της διαφύλαξης του πολιτισμικού περιβάλλοντος και των κοινωνικών αναγκών σε τοπικό επίπεδο» (Πούλιος και Αραμπατζής 2015, 142). Επίσης, η «ψηφιοποίηση συμβάλλει στη συντήρηση και διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και των επιστημονικών πόρων, δημιουργεί νέες εκπαιδευτικές ευκαιρίες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ενθάρρυνση του τουρισμού και παρέχει τρόπους βελτίωσης της πρόσβασης των πολιτών στην κληρονομιά τους» (Hadžić 2004). Εντούτοις, του ψηφιακού δημιουργήματος ο βίος είναι πεπερασμένος εν αντιθέσει με ό,τι συμβαίνει με το αυθεντικό πολιτιστικό προϊόν (Γιαννακίδης 2015).

4«Σύμφωνα με τον Κλήμη (2010), “ο όρος ΄΄πολιτιστική βιομηχανία΄΄ χρησιμοποιήθηκε από τον Adorno αντικαθιστώντας τον όρο ΄΄μαζική κουλτούρα΄΄, μιας και ήθελε να σηματοδοτήσει ότι η σύγχρονη κουλτούρα ήταν κατευθυνόμενη και κατασκευασμένη, και δεν πήγαζε αυθόρμητα από τις μάζες”. […] Πολιτιστικές βιομηχανίες: Έντυπα, Ραδιόφωνο, Τηλεόραση, Κινηματογράφος, Ψηφιακά πολυμέσα και διαδίκτυο, Μουσικές παραγωγές, Διαφήμιση» (Μπαντιμαρούδης 2020).

5«Η τοπική αυτοδιοίκηση παρεμβαίνει άμεσα και έμμεσα στο έργο της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Από τη δεκαετία του ’80 οι ΟΤΑ συμμετέχουν ενεργά μέσω του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων στα αρχαιολογικά έργα και στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, όχι χωρίς κριτική, πραγματοποιώντας ένα σύνολο από έργα με τη συνεργασία των αρμόδιων Εφορειών. Παρ’ όλα αυτά, συνήθως έχουν ένα σταθερό ενδιαφέρον για την ανάγνωση στοιχείων πρωτοπορίας και εντυπωσιασμού που αφορούν μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς του/της εκάστοτε Δήμου/Περιφέρειας, ενώ συχνά προσανατολίζονται σε αναπτυξιακές/τουριστικές προσεγγίσεις επιφυλάσσοντας βλάβες για το πολιτιστικό περιβάλλον της περιοχής τους» (Λεκάκης 2020).

6«Σήμερα όσα μουσεία βρίσκονται σε πόλεις που έχουν θέσει ως στόχο τη διαμόρφωση μιας ισχυρής αστικής ταυτότητας με όχημα τη δημιουργία, την πρόοδο και την ενδυνάμωση αφενός των ποικίλων αστικών συλλογικοτήτων και αφετέρου της κοινωνίας των πολιτών τους ευρύτερα, έχουν πλέον και τα ίδια αναπτύξει ποικίλους μηχανισμούς και ρόλους που βασίζονται στην ήπια δύναμη των μουσείων ως διαμορφωτών πολιτικών αστικής συνείδησης και πολιτιστικής δημοκρατίας. Τα μουσεία, όπως συζητείται εδώ και αρκετά χρόνια και όχι μόνο τώρα που διανύουμε μια περίοδο κρίσης, αντιμετωπίζουν μια βασική πρόκληση, πέρα από την εξασφάλιση της δικής τους οικονομικής βιωσιμότητας: να οραματιστούν εκ νέου τον κοινωνικό τους ρόλο, την υποχρέωσή τους, θα λέγαμε, να συνεισφέρουν στη δημιουργία μιας πιο ισορροπημένης, υγιούς και ευτυχισμένης κοινωνίας για τους πολίτες. […] Τα μουσεία μπορούν να αναδείξουν τη σημασία της πόλης στην οποία βρίσκονται, αλλά και να ενδυναμώσουν τόσο τους κατοίκους όσο και τους επισκέπτες της, αποτελώντας δείκτες της υπερηφάνειας και της μοναδικότητάς της. Δημιουργούν “αποθετήρια” μνήμης για την πόλη, αλλά και ανοικτά σημεία επαφής και κόμβους (σε φυσικό ή ψηφιακό περιβάλλον) για ανταλλαγή απόψεων μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων (μόνιμων κατοίκων, πολιτικών, μεταναστών, τουριστών κ.ά.), με στόχο την επίλυση προβλημάτων και τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής. […] Τα μουσεία όχι μόνο αποτελούν διαμορφωτές της ταυτότητας ενός τόπου και μέσα για την αστική ανάπλαση παρηκμασμένων γειτονιών ή και ολόκληρων πόλεων […], αλλά εκφράζουν με πολλαπλούς τρόπους ανθρώπινα επιτεύγματα και καινοτομίες, και συμπυκνώνουν τα οφέλη από την άσκηση μιας μορφής πολιτιστικής δημοκρατίας. […] Με την ιστορική γνώση που παράγουν και τη δημοκρατική τους συγκρότηση συμβάλλουν στην ανάπτυξη ολοκληρωμένων και αποτελεσματικών στρατηγικών δημιουργίας ταυτότητας τόπου (city branding), σε συνεργασία με τις δημοτικές αρχές και άλλους βασικούς εταίρους σε αντίστοιχες εκστρατείες» (Μούλιου 2015).

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube