Weather Icon

Φινλανδοποίηση και Ουκρανοποίηση

Φινλανδοποίηση και Ουκρανοποίηση

Μια συγκριτική αποτίμηση των εννοιών εν μέσω καταιγιστικών ανακατατάξεων του Διεθνούς Συστήματος

Μέρος Ι

Του Δημητρίου Καρατζίδη ⃰

Την παρούσα μελέτη, δεδομένης της μεγάλης της έκτασης, θα την παρουσιάσω σε δυο μέρη.

Στο πρώτο μέρος θα αναλύσω τον όρο «φινλανδοποίηση» («finlandisation», «suomettuminen»), ως μια περιπτωσιολογική μελέτη (Case Stady). Αφού προβώ σε μια σύντομη θεωρητική τοποθέτηση για την αρμονία συμφερόντων θα παραθέσω τους πλέον αποδεκτούς από τη διεθνή βιβλιογραφία ορισμούς. Στη συνέχεια θα προβώ σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή των σχέσεων Φινλανδίας και Σοβιετικής Ένωσης (ΣΕ) της επίμαχης περιόδου εμφάνισης και καθιέρωσης του όρου και θα αναλύσω την ιδεολογικοποίησή του και τις επιπτώσεις που είχε η διεθνής καθιέρωσή του στη Φινλανδία. Τελικώς κι αφού εκθέσω τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματά μου, θα παρουσιάσω έναν καινοφανή ορισμό για τον όρο «φινλανδοποίηση».

Στο δεύτερο μέρος, που θα ακολουθήσει προσεχώς, αφού αναλύσω τις Ρωσο-Ουκρανικές σχέσεις υπό το φως των τελευταίων δραματικών γεγονότων, θα καταθέσω έναν ορισμό για τον όρο «ουκρανοποίηση» (ukrainisation). Στη συνέχεια θα προχωρήσω σε μια σύγκριση των δυο εννοιών φινλανδοποίηση-ουκρανοποίηση και θα παραθέσω τα συμπεράσματά μου.

Βασική παραδοχή της παρούσας ανάλυσης είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, στις σχέσεις ακόμη και μεταξύ δυο άνισων σε ισχύ κρατών, είναι δυνατόν να επέλθει μια αρμονία συμφερόντων και να υπάρξει μια αγαστή συνεργασία που να αποσκοπεί στο κοινό όφελος/συμφέρον (win-win situation). Εξυπακούεται ότι τα κράτη δρουν ορθολογικά, λαμβάνοντας τις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής με γνώμονα την προάσπιση των εθνικών τους συμφερόντων.

Την παραπάνω τοποθέτηση την εξάγω και την στηρίζω έχοντας υπόψη τις θέσεις των μεγαλύτερων θεωρητικών της Θουκυδίδειας Παράδοσης των διεθνών σχέσεων. Ο «κλασικός ρεαλιστής» Χανς Μοργκεντάου (Hans Morgenthau), στο βιβλίο του «Η Πολιτική μεταξύ των Εθνών. Ο αγώνας για ισχύ και ειρήνη» μας διαμηνύει ότι τα κράτη θα έπρεπε να προσπαθούν να σέβονται τα συμφέροντα των άλλων κρατών. Εκτιμά ότι, εφόσον τα κράτη ακολουθήσουν τα δικά τους συμφέροντα ασφαλείας και σεβαστούν τα ζωτικά συμφέροντα των άλλων κρατών, είναι δυνατή η δημιουργία μιας βάσης για έναν συμβιβασμό.

Επίσης σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Γκίλπιν (Robert Gilpin), η πρόοδος της ανθρώπινης λογικής και κατανόησης δεν θα τερματίσει τον αγώνα για ισχύ, αλλά είναι δυνατόν να δημιουργήσει μια πιο πεφωτισμένη κατανόηση και προώθηση του εθνικού ιδίου συμφέροντος, στα πλαίσια ενός συμβιβασμού.

Ακόμη και ο θεωρητικός του «επιθετικού ρεαλισμού», Τζόν Μερσχάιμερ (John Mearsheimer), αν και αναφέρεται στις μεγάλες δυνάμεις στο βιβλίο του «Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων», επισημαίνει ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις, «Τα κράτη μπορούν να συνεργασθούν, μολονότι η συνεργασία είναι ενίοτε δύσκολο να επιτευχθεί και πάντοτε δύσκολο να διατηρηθεί».

Έχοντας επίγνωση ότι η παραπάνω ερμηνεία περί της αρμονίας συμφερόντων δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε εύκολη, κατανοούμε γιατί δεν αποτελεί τον κανόνα στις διεθνείς σχέσεις. Γι’ αυτό και θα πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας τη διαπίστωση του Καρ Έντουαρντ (Carr Edward) ότι, «Το να καταστήσουμε την εναρμόνιση των συμφερόντων στόχο της πολιτικής δράσης δεν είναι το ίδιο με το να θεωρήσουμε δεδομένο ότι υπάρχει μια φυσική αρμονία συμφερόντων».

Παρατηρούμε ότι στη διεθνή βιβλιογραφία καθιερώθηκαν διάφοροι ορισμοί του όρου «φινλανδοποίηση». Καταθέτω στη συνέχεια τους κυριότερους, σύμφωνα με τους οποίους «φινλανδοποίηση» είναι:

– Η επιβολή περιορισµού κινήσεων ενός αδύνατου κράτους στην εξωτερική του πολιτική από ένα ισχυρό γειτονικό κράτος (όπως παλαιότ. ο περιορισμός της Φινλανδίας από τη Σοβιετική Ένωση). (Λεξικό Γεωργίου Μπαμπινιώτη, 2008).

– Όρος στην διεθνή πολιτική σκηνή που περιγράφει την κατάσταση στην οποία περιήλθε η Φινλανδία μετά το τέλος του Β΄ΠΠ. Δηλαδή στην διατήρηση ύστερα από ακρωτηριασμό, της εδαφικής ανεξαρτησίας αλλά με τίμημα την πειθήνια στάση της στη Σοβιετική Ένωση. (Βικιπαιδεια).

– Μια πολιτική ευμενούς ουδετερότητας απέναντι στην Σοβιετική Ένωση, η οποία μέσα από ένα πλέγμα «φιλικών» συμφώνων συνεργασίας, καθώς και τη σύναψη προνομιακών οικονομικών σχέσεων, οδήγησε στο «συντονισμό» της εξωτερικής και εν μέρει της εσωτερικής πολιτικής της Φινλανδίας με τις απαιτήσεις της Σοβιετικής Ένωσης. (Scruton 1982).

– Μια αξιοθρήνητη κατάσταση όπου ένας μικρός και αδύναμος γείτονας, τρομαγμένος από τη δύναμη και την πολιτική σκληρότητα μιας ολοκληρωτικής υπερδύναμης, κάνει εξευτελιστικές και επαίσχυντες παραχωρήσεις των κυριαρχικών ελευθεριών του. Η στάση αυτή είναι μία στάση δειλίας». (New York Times, 1979).

Προκειμένου να κατανοήσουμε πώς δημιουργήθηκε και καθιερώθηκε αυτό ο όρος, οφείλουμε να προβούμε σε μια κατά το δυνατόν σύντομη ιστορική αναδρομή.

Μετά την υπογραφή του συμφώνου Ρίμπεντροπ – Μολότωφ (Αύγουστος 1939), η ΣΕ με πρόσχημα την ασφάλεια του Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη), πρότεινε στη Φινλανδία μια αμοιβαία ανταλλαγή εδαφών. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε, κυρίως λόγω της ρωσοφοβίας που επικράτησε στη Φινλανδία μετά τον εμφύλιο πόλεμο του 1917-1918.

Έως το τέλος του Οκτωβρίου 1939 η ΣΕ είχε ήδη αποκτήσει το δικαίωμα να σταθμεύουν στρατεύματά της στις χώρες της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία), με την υπογραφή ειδικών συμφωνιών με κάθε μια από αυτές τις χώρες. Στις 28 Νοεμβρίου 1939 η ΣΕ κατήγγειλε τη συνθήκη μη επιθέσεως του 1932 με τη Φινλανδία και δυο ημέρες μετά, με αφορμή ένα μεθοριακό επεισόδιο, ο σοβιετικός στρατός εισέβαλε στη χώρα, χωρίς να έχει κηρύξει πόλεμο.

Ο φινλανδικός στρατός, υπό τις διαταγές του Καρλ Γκούσταβ Μάνερχαϊμ (Karl Gustav Mannerheim) και έχοντας ως σύμμαχο το δριμύ χειμώνα (ο χειρότερος από το 1828, μέχρι και -40 C ), πρόβαλε σθεναρή αντίσταση για 105 ημέρες, προκαλώντας τεράστιες απώλειες στον εισβολέα. Ο πόλεμος αυτός έμεινε στην ιστορία ως «Χειμερινός Πόλεμος, Talvisota».

Στις 14 Δεκεμβρίου 1939, μετά από καταγγελία της Φινλανδίας, η Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), αποβάλει την ΣΕ, λόγω παραβίασης των διμερών και διεθνών συνθηκών.

Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις των Φινλανδών, η εξωτερική βοήθεια που έφθασε στην χώρα από την Σουηδία, Δανία, Νορβηγία, Ουγγαρία, Ιταλία, Εσθονία και ΗΠΑ, ήταν ελάχιστη. Η Γαλλία απέστειλε πεπαλαιωμένο οπλισμό του Α΄ΠΠ και η Αγγλία ορισμένα αντιαεροπορικά όπλα. Αξίζει να σημειωθεί ότι είχε ήδη απορριφθεί από τη Σουηδία και τη Νορβηγία η πρόταση Γαλλίας και Αγγλίας για την αποστολή εκστρατευτικής δύναμης στη Φινλανδία, με το σκεπτικό της αποφυγής κλιμάκωσης του πολέμου στη περιοχή. Την εξέλιξη αυτή σχολίασε τότε με νόημα ο Μάνερχαϊμ: «Τα ίδια έλεγαν και στους Πολωνούς. Στο τέλος, θα μείνουμε μόνοι μας».

Μην διαθέτοντας επαρκείς εφεδρείες σε προσωπικό και μέσα, οι Φινλανδοί δέχθηκαν τη διαμεσολάβηση της Σουηδίας και στις 12 Μαρτίου του 1940 υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης της Μόσχας. Η Φινλανδία διατήρησε την ανεξαρτησία της, όμως απώλεσε περίπου το 10% των εδαφών της στα οποία κατοικούσε το 12% του πληθυσμού της. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι όροι της ανακωχής ήταν πιο επώδυνοι από αυτούς που είχε απορρίψει η Φινλανδία πριν τον πόλεμο. Οι απώλειες των Φινλανδών στον «Χειμερινό Πόλεμο» ανέρχονται σε 25.904 και των Σοβιετικών σε 169.976 νεκρούς και αγνοούμενους. (Wikipedia).

Στην «Προσωρινή Ειρήνη» των 15 μηνών που ακολούθησε, η Φινλανδία συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, με την ελπίδα να βοηθηθεί και κάποια στιγμή να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη της στη Καρελία.

Τον Ιούνιο του 1941, εκμεταλλευόμενη την έναρξη του πολέμου Γερμανίας–ΣΕ, η Φινλανδία υποστήριξε τον αγώνα των Γερμανών εναντίον των Σοβιετικών, στον λεγόμενο «Συνεχιζόμενο Πόλεμο» (Continuation War). Για να δικαιολογήσει αυτή την απόφαση, η πολιτική ηγεσία της χώρας (Ρίστο Ρίτι) με τη σύμφωνη γνώμη της στρατιωτικής ιεραρχίας (Μάνερχαϊμ), δήλωσε: «Είχαμε μπροστά μας μόνο απαίσιες επιλογές. Όλες τους πολύ κακές. Καταλήξαμε σε αυτήν που φαινόταν η λιγότερο κακή». Εκτός από αυτή τη δήλωση όμως προχώρησε και ένα βήμα παρακάτω. Επικαλέστηκε όχι μόνο το δικαίωμα της αυτοάμυνας έναντι της ΣΕ, αλλά και την πολιτική των ίσων αποστάσεων από τους εμπόλεμους, με το αιτιολογικό ότι δεν συμμετείχε ποτέ επίσημα στο «Τριμερές Σύμφωνο» του Άξονα.

Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1941, η Φινλανδία όχι μόνο ανάκτησε τα χαμένα της εδάφη από τον «Χειμερινού Πολέμου», αλλά προχώρησε και παραπέρα εντός του εδάφους της ΣΕ. Όμως ο Μάνερχαϊμ παρά τη στενή προσωπική του σχέση με τον Χίτλερ, στόχευε μόνο το εθνικό συμφέρον της πατρίδας του. Γι’ αυτό και διατηρούσε με τους Γερμανούς μια καθαρά τυπική σχέση, απορρίπτοντας τις προτάσεις τους για σύναψη επίσημης συμμαχίας. Όταν στις 4 Ιουνίου 1942 του απονεμήθηκε από τη κυβέρνηση της Φινλανδίας ο τίτλος του Στρατάρχη, ο Χίτλερ επιθυμούσε να τον συναντήσει ιδιαιτέρως για να του ευχηθεί. Ο Μάνερχαϊμ απέφυγε να γίνει επίσημα αυτή η συνάντηση, η οποία οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε μυστικά σε ένα βαγόνι τραίνου, σε στρατιωτικό αεροδρόμιο της νοτιοανατολικής Φινλανδίας και διήρκησε 5 ώρες.

Ο Φινλανδικός στρατός με εντολή του Μάνερχαϊμ δεν ακολούθησε τις επιταγές των Γερμανών στην πολιορκία του Λένινγκραντ. Ενέργεια η οποία δυσαρέστησε σφόδρα την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των ναζί ενώ αντίθετα αξιολογήθηκε πολύ θετικά από το Στάλιν. Αυτή η ψυχρότητα οδήγησε ακόμη και σε μια τοπική σύγκρουση στη Λαπωνία τον χειμώνα του 1943, μεταξύ φινλανδικών και γερμανικών στρατευμάτων, με αποτέλεσμα την καταστροφή μιας γερμανικής μεραρχίας με τη βοήθεια μάλιστα και των Σοβιετικών.

Αρχές του 1944 ο Φινλανδός πρόεδρος Ρίστο Ρίτι, υποχρεώθηκε να υπογράψει με τους Γερμανούς το Σύμφωνο Ρίτι-Ρίμπεντροπ, το οποίο όμως κατήγγειλε ο Μαννερχάιμ μόλις ανέλαβε τα καθήκοντα του προέδρου τον Αύγουστο του 1944. Ο Στρατάρχης, έχοντας υπόψη την διαφαινόμενη μελλοντική νίκη των Συμμάχων εναντίων του Άξονα, προετοίμαζε το έδαφος για την ομαλοποίηση των σχέσεων Φινλανδίας–ΣΕ. Ίσως και να γνώριζε ότι στη διάσκεψη της Τεχεράνης του 1943 ο Στάλιν είχε ήδη πετύχει να γίνει αποδεκτό από τους Συμμάχους ότι η Φινλανδία θα ανήκε μεταπολεμικά στη σφαίρα επιρροής της ΣΕ.

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1944 τερματίζονται επίσημα οι εχθροπραξίες Φινλανδίας–ΣΕ, με την υπογραφή της Ανακωχής της Μόσχας, η οποία και έτυχε καθολικής αποδοχής από τους Φινλανδούς, οι οποίοι έχουν πειστεί πλέον ότι «έχουν μπροστά τους πάντα μόνο απαίσιες επιλογές» και αναγκάστηκαν να αποδεχθούν αυτήν που φαινόταν η λιγότερο κακή, με γνώμονα πάντα το εθνικό τους συμφέρον. Η συμφωνία αυτή προέβλεπε την απέλαση ή τον αφοπλισμό των γερμανικών στρατευμάτων που βρίσκονταν εντός της Φινλανδίας. Η εφαρμογή αυτού του όρου της συμφωνίας οδήγησε σε σύγκρουση τους πρώην συνεργάτες Φινλανδία και Γερμανία στη περιοχή της Λαπωνίας (Πόλεμος της Λαπωνίας ή Πόλεμος του Βορρά). Σε αυτόν τον πόλεμο η Φινλανδία είχε τη βοήθεια της ΣΕ, η οποία όμως εκμεταλλευόμενη την υποχώρηση των Γερμανών κατόρθωσε να επαναφέρει τα σύνορα εκεί που ήταν μετά τον «Χειμερινό Πόλεμο» του 1939-40. Οι συγκρούσεις στο Βορρά τελείωσαν στις 25 Απριλίου 1945, με την αποχώρηση και των τελευταίων Γερμανών από το έδαφος της Φινλανδίας.

Τον επόμενο χρόνο (1946) πρόεδρος της χώρας ανέλαβε ο Γιούχο Παασικίβι (Juho Paasikivi), ο οποίος έχοντας υπόψη του ότι «η αναγνώριση των γεγονότων είναι η αρχή κάθε σοφίας», δήλωσε ότι ο στόχος των Φινλανδών ήταν «να συνυπάρξουν με τους γείτονες, διδασκόμενοι από τα λάθη του παρελθόντος. Όλων μας τα λάθη».

Με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947, η Φινλανδία τιμωρήθηκε για τη συνεργασία της με τους Γερμανούς. Αποδέχθηκε τα νέα της σύνορα με την ΣΕ (Ρωσία σήμερα) μήκους 1340 χιλιομέτρων και της επιβλήθηκαν υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις, τις οποίες και κατέβαλε στο ακέραιο και εντός του προβλεπόμενου χρόνου (1952).

Η κυβέρνηση Παασικίβι, πιεζόμενη από τη ΣΕ, υπέγραψε τον Απρίλιο του 1948 με την Μόσχα τη Συνθήκη Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας (Treaty of Friendship, Cooperation and Mutual Assistance), αποδεχόμενη ένα ιδιότυπο καθεστώς «καλοπροαίρετης ουδετερότητας» (benevolent neutrality) στην εξωτερική της πολιτική. Εξυπακούεται ότι η ουδετερότητα αυτή κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου, εξυπηρετούσε με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της ΣΕ. Η πολιτική αυτή του Παασικίβι αποσκοπούσε στη διατήρηση της ανεξαρτησίας της χώρας του, διατηρώντας παράλληλα καλές σχέσεις και εκτεταμένες εμπορικές συναλλαγές τόσο με τις χώρες του ΝΑΤΟ όσο και του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Το 1956 τον Παασικίβι διαδέχθηκε ο Ούρχο Κέκονεν (Urho Kekkonen), που παρέμεινε στην προεδρία έως και το 1982. Και οι δυο, γνωρίζοντας άριστα τη ρωσική γλώσσα, ακολούθησαν την ίδια πολιτική της «συνύπαρξης με τους γείτονες», η οποία και έμελλε να καθιερωθεί στη Φινλανδία ως το «Δόγμα Παασικίβι-Κέκονεν».

Το 1952 υπογράφηκε συμφωνία ειρήνης με τη ΣΕ, με την οποία επεστράφησαν στη Φινλανδία το λιμάνι του Χάνκο και η χερσόνησος Πόρκαλα. Την ίδια χρονιά η Φινλανδία φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς αγώνες.

Ο Κέκονεν δεν ενέδωσε στις αφόρητες πιέσεις που δεχόταν από τους Σοβιετικούς για να έρθει εγγύτερα στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της κρίσης του Βερολίνου του 1962 δήλωσε: «Η ουδετερότητα της Φινλανδίας αποτελεί βασικό στόχο του έργου της ζωής μου. Θα πολεμήσω για αυτό μέχρι την τελευταία μου πνοή». Ως πολιτικός όμως χρησιμοποίησε έντεχνα το φόβο της Σοβιετικής ισχύος, για να επιβάλει τις πολιτικές του εντός της χώρας του. (Jukka Tarkka). Γι’ αυτό και το 1968 στο Κρεμλίνο ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ τον αποκάλεσε «απατεώνα, αλλά και ήρωα» («crook but also hero», Jouko Rönkä).

Το 1994 με δημοψήφισμα εγκρίθηκε η ένταξη της Φινλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία και πραγματοποιήθηκε το επόμενο έτος (1995). Το δημοψήφισμα αυτό σήμαινε και το πέρας της εποχής του δόγματος της «φινλανδοποίησης», την αφετηρία οικοδόμησης του οποίου την τοποθετώ μετά την Ανακωχή της Μόσχας (Σεπ. 1944).

Ο όρος «φινλανδοποίηση» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με ιδεολογικό πρόσημο στην Αυστρία τη δεκαετία του 50΄ για να χαρακτηρίσει με υποτιμητική και απαξιωτική χροιά, την πολιτική ουδετερότητας της χώρας έναντι της ΣΕ.

Ένας από τους πρώτους ακαδημαϊκούς που χρησιμοποίησε τον όρο ήταν ο καθηγητής Richard Loewenthal σε άρθρο του Encounter (Δεκ. 1962) με τίτλο «After Cuba, Berlin?». Στη συνέχεια έγινε ευρεία εκμετάλλευση του όρου στη Δύση τόσο από πολιτικούς, όπως τον Γερμανό Γιόζεφ Στράους έναντι του αντιπάλου του και υπέρμαχου της Ostpolitic Βιλλυ Μπραντ, όσο και από δημοσιογράφους. Στην Βρετανία χρησιμοποιήθηκε στο τέλος 70΄ αρχές 80΄ για να κατηγορηθούν οι Εργατικοί οι οποίοι είχαν την πρόθεση να συνεργαστούν με την ΣΕ.

Τον υποτιμητικό, και απαξιωτικό όρο «φινλανδοποίηση» χρησιμοποίησαν ευρέως και οι Αμερικανοί με την έννοια της δορυφοροποίησης, κυρίως μετά την επέμβαση της ΣΕ στην Ουγγαρία (1956). Προφανώς εξυπηρετούσε όχι μόνο τα δικά τους συμφέροντα, αλλά και όλων των χωρών του ΝΑΤΟ και της Δύσης γενικότερα, γιατί ενίσχυε το ιδεολογικό τους οπλοστάσιο στον πόλεμο της προπαγάνδας εναντίον της Κομουνιστικής ΣΕ και των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η χρήση του όρου ενίσχυε τη ρητορική του αντικομουνισμού και την προσπάθεια δαιμονοποίησης των αντιπάλων της Δύσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Η στρατηγική της «καλοπροαίρετης ουδετερότητας» των Φινλανδών που είχε καθιερωθεί διεθνώς ως «φινλανδοποίηση», είχε αρκετές αρνητικές επιπτώσεις στη Φινλανδία.

Στα πλαίσια της εφαρμογής του «Δόγματος Πάασικιβ-Κέκονεν», αποσύρθηκαν από τις βιβλιοθήκες της Φινλανδίας χιλιάδες βιβλία, επικριτικά για την ΣΕ και απαγορεύτηκε η προβολή κινηματογραφικών ταινιών, όπως The Manchurian Candidate (1962).

Μέσω της προπαγάνδας έγινε προσπάθεια ακόμη και ορισμένες λέξεις να αλλάξουν το νόημά τους. Η λέξη «εθελοδουλία» έτεινε να γίνει συνώνυμη με τη «καλή γειτονία» και η απεμπόληση κυριαρχικών δικαιωμάτων κατέληξε να ερμηνεύεται ως «συνεταιρισμός για την ειρήνη»

Η εξωτερική πολιτική της Φινλανδίας έπρεπε να είναι «συγχρονισμένη» με αυτή της ΣΕ. Σε αυτό το πλαίσιο δεν καταδικάστηκε η επέμβαση των Σοβιετικών στην Ουγγαρία (1956), την Τσεχοσλοβακία (1968) καθώς και η εισβολή στο Αφγανιστάν (1979).

Οι Φινλανδοί δημοσιογράφοι, ακολούθησαν το παράδειγμα των Άγγλων και Αμερικάνων συναδέλφων τους, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του Β΄ΠΠ πολέμου λειτουργούσαν υπό καθεστώς αυτολογοκρισίας. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι αντιφρονούντες περιθωριοποιούνταν, ενώ στην πρεσβεία της ΣΕ στο Ελσίνκι (τη μεγαλύτερη της ΣΕ στο κόσμο), λειτουργούσε ειδική ομάδα ελέγχου των φινλανδικών ΜΜΕ.

Στο κοινωνικό επίπεδο επικρατούσε το «σπιράλ της σιωπής» (Noelle-Neumann, 1984). Οι περισσότεροι άνθρωποι απέφευγαν να καταθέτουν δημόσια την οποιαδήποτε γνώμη/άποψή τους η οποία ήταν αντίθετη από τη «κυρίαρχη άποψη», η οποία και κατευθύνονταν αποκλειστικά από τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και οι διορισμοί υπουργών γίνονταν κατόπιν εγκρίσεως από τη Μόσχα. (Pekka Kymäläinen).

Παρά τις παραπάνω αρνητικές επιπτώσεις της πολιτικής «συνύπαρξης με τους γείτονες» και της στρατηγικής της «καλοπροαίρετης ουδετερότητας», στη περίπτωση της Φινλανδίας τα θετικά υπερτερούσαν σαφώς από τα αρνητικά.

Στα πλαίσια των αμοιβαίων υποχωρήσεων, η ΣΕ αποστρατικοποίησε σταδιακά και σε έναν μεγάλο βαθμό τα σύνορά της με τη Φινλανδία και στις αρχές της 1950 ο Στάλιν απέσυρε την υποστήριξή του από το φινλανδικό Κομμουνιστικό Κόμμα, δηλώνοντας: «Τι να τους κάνω τους Φινλανδούς κομμουνιστές, όταν μπορώ να συνεννοηθώ τόσο καλά με τον Παασικίβι;»

Η Φινλανδία διατήρησε όχι μόνο την εθνική της ανεξαρτησία, αλλά και αλώβητο το πολιτικό της σύστημα. Αποδείχθηκε στη πράξη ότι για τους Φινλανδούς αυτά είχαν τη μεγαλύτερη αξία και σημασία. (Jouko Rönkä). Μπορεί η Φινλανδία να ενέδωσε σε αρκετές περιπτώσεις σε δευτερεύουσες απαιτήσεις της ΣΕ, όμως αντιστάθηκε και σε πολλές άλλες πιέσεις, όπως για παράδειγμα σε πιέσεις για συμμετοχή σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με το σοβιετικό στρατό το 1978. Επίσης στα τέλη του 1970 απορρίφθηκε από τη φινλανδική βουλή η πρόταση αριστερών κομμάτων για τη ψήφιση ειδικού νόμου που να απαγορεύει την κριτική της ΣΕ από τα ΜΜΕ. (Pekka Kymäläinen). Αυτά της έδωσαν τη δυνατότητα να οικοδομήσει πολιτιστικές και οικονομικές σχέσεις με τα κράτη της Δύσης, διατηρώντας ένα δικό της ανεξάρτητο αμυντικό σύστημα. (Jukka Tarkka).

Η τακτική που ακολουθούσε η Φινλανδία ήταν διπλωματική, του τύπου «ναι αλλά» (yes but), όπου στο τέλος το «αλλά» υπερίσχυε του «ναι». (Pekka Kymäläinen).

Ως δείγμα της καθολικής αποδοχής από τη φινλανδική κοινωνία του «Δόγματος Παασικίβι-Κέκονεν» είναι και το υψηλό ποσοστό των νέων (90%) που επιθυμούσε να καταταγεί και να υπηρετήσει τη θητεία του στο στρατό.

Ο Χένρυ Κίσινγκερ αναφερόμενος στη πολιτική της Φινλανδίας («πολιτική της σιωπής», «Policy of silence»), την χαρακτήρισε ως μια πολιτική συνεργασίας, χωρίς όμως την απώλεια του ηθικού πλεονεκτήματος (χωρίς να πουλήσεις την ψυχή σου).

Η οικονομική συνεργασία με την ΣΕ ήταν τεράστιας σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η μεταπολεμική Φινλανδία ήταν μια φτωχή χώρα. Λόγω όμως των ειδικών εμπορικών και ενεργειακών σχέσεων με την ΣΕ, η οικονομία της Φινλανδίας δεν επηρεάστηκε από την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970. Η ΣΕ ήταν ένας σημαντικός οικονομικός εταίρος και απορροφούσε μεγάλο ποσοστό των εξαγωγών της Φινλανδίας. Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε από μια σταθερή οικονομική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα η Φινλανδία να χαρακτηρισθεί ως «Βόρειος Τίγρης». Όμως στη συνέχεια, λόγω της κατάρρευσης της ΣΕ μετά το 1989, η οικονομία της Φινλανδίας χτυπήθηκε από μια βαθιά κρίση, τη χειρότερη μετά το 1918 και χρειάστηκαν 7 χρόνια για να τη ξεπεράσει. (Χρίστος Γαλλής).

Η απόφαση της Φινλανδίας να μην καταδικάσει την εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν το 1979, οδήγησε στη δημοσίευση ενός προσβλητικού άρθρου των New York Times για τη «φινλανδοποίηση». Η διαχρονικής αξίας απάντηση του προέδρου Κέκονεν ήταν άμεση: «Κανένα κράτος, καμία χώρα δεν απολαμβάνει την απόλυτη ανεξαρτησία. Δεν υπάρχει ούτε ένα κράτος που να μη χρειάστηκε να υποκύψει σε ιστορικά αναπόφευκτα. Το πόσο δειλοί είναι οι Φινλανδοί, το έχουν αποδείξει όταν χρειάστηκε να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Το πόσο απέφυγαν να μας βοηθήσουν κάποιοι εκείνη την κρίσιμη ώρα, την ώρα της ανάγκης, το απέδειξε η ιστορία. Έχουμε συγκεκριμένους γείτονες και συγκεκριμένο πολιτικό και γεωπολιτικό παρελθόν, όπως δεν το έχουν οι ΗΠΑ και η Δυτική Γερμανία όπου σήμερα μας επικρίνουν. Σε όλους αυτούς, λέμε τούτο: ως χώρες που εισάγετε τα πολλά, πρωτότυπα και αξιόπιστα, βιομηχανικά και τεχνολογικά προϊόντα μας, σκεφτείτε ότι αυτά οφείλονται στις θυσίες, την εργασία, αλλά και την ειρήνευση και την ηρεμία της φινλανδικής κοινωνίας. Αλλά δεν τρέφουμε και αυταπάτες – η φινλανδοποίηση δεν είναι προϊόν προς εξαγωγή».

Κατόπιν των παραπάνω μπορούμε με ευκολία να διαπιστώσουμε ότι οι Φινλανδοί έχουν αποδείξει στην πράξη ότι όταν χρειαστεί υπερασπίζονται την πατρίδα τους με όλες τους τις δυνάμεις.

Με τη στάση τους κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και αργότερα, οι Φινλανδοί απέδειξαν ότι είναι οι καλύτεροι μαθητές του Θουκυδίδη, καθόσον πέρα από τις οποιεσδήποτε ιδεολογικές τους διαφορές, ακολουθούν τις βασικές παραδοχές του Θουκυδίδειου Παραδείγματος των διεθνών σχέσεων. Στόχος τους πάντα είναι η υπεράσπιση του εθνικού τους συμφέροντος. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι στο άναρχο διεθνές σύστημα, τα κράτη τα οποία είτε αμελούν να περιφρουρήσουν τα ζωτικά τους συμφέροντα είτε ενεργούν πέραν των δυνατοτήτων τους (στρατηγική υπερεπέκταση), τιμωρούνται αμείλικτα.

Η πολιτική και η στρατιωτική τους ηγεσία, καθώς και ο φινλανδικός λαός διαθέτει υπερανεπτυγμένη αίσθηση εθνικού συμφέροντος, θέτοντας κατά μέρος αιόλους συναισθηματισμούς. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν υπάρχουν μόνιμοι εχθροί και φίλοι, αλλά μόνο μόνιμα εθνικά συμφέροντα. Τολμώ να συμπεράνω ότι θα συμμαχούσαν ακόμη και με το διάβολο για το συμφέρον της πατρίδας τους.

Εκτιμώ ότι εφόσον κρίνουν ότι η ένταξη της χώρας τους στο ΝΑΤΟ θα εξυπηρετούσε πρωτίστως το εθνικό τους συμφέρον, θα επιδίωκαν να το κάνουν χωρίς κανένα δισταγμό. Δεν θα το επιχειρήσουν όμως ποτέ με σκοπό να εξυπηρετήσουν κατά προτεραιότητα τα συμφέροντα της συμμαχίας. Όταν πρόκειται για την υπεράσπιση του εθνικού τους συμφέροντος δρουν όχι μόνο ορθολογικά, αλλά έως και καιροσκοπικά, γιατί γνωρίζουν ότι έτσι «παίζεται το παιχνίδι» στο άναρχο διακρατικό διεθνές σύστημα.

Ο πρώην πρέσβης της Ελλάδος στη Φινλανδία, Πρέσβης ε.τ. Γεώργιος Αϋφαντής, δήλωσε πρόσφατα: «Από τους Φινλανδούς θα πρέπει να πάρουμε ένα μάθημα. Είναι ένας λαός που έχει δείξει ότι ακόμη και στην αγκαλιά των Ρώσων που είναι δεν έχουν παραιτηθεί της ανεξαρτησίας τους και του αιτήματος να είναι ανεξάρτητοι. Και το έχουν επιτύχει με συμβιβασμούς, γιατί τους είχαν εγκαταλείψει όλοι. Και το 1939 και αργότερα».

Κατόπιν των παραπάνω θεωρώ ότι αποτελεί μομφή για τους Φινλανδούς η ρετσινιά του όρου «φινλανδοποίηση», ο οποίος και «δεν είναι προϊόν προς εξαγωγή». Ως εκ τούτου, με τον ορισμό που δίνω στη συνέχεια επιχειρώ να θεραπεύσω κατά το δυνατόν αυτή την αδικία, η οποία τους επιβλήθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, για να εξυπηρετήσει ξένα προς αυτούς συμφέροντα.

Εν κατακλείδι επανακαθορίζω ως φινλανδοποίηση στις διακρατικές σχέσεις την ειδική σχέση που δημιουργείται με κοινή συναίνεση και με γνώμονα το κοινό συμφέρον μεταξύ ενός ανίσχυρου κράτους και μιας υπερδύναμης σε μια δεδομένη ιστορική συγκυρία. Στα πλαίσια αυτής της ειδικής σχέσης το αδύναμο κράτος διατηρώντας την κυριαρχία του και στοχεύοντας στην προάσπιση του εθνικού του συμφέροντος, υποχωρεί σε ορισμένες από τις απαιτήσεις του πανίσχυρου κράτους και μέχρι στο σημείο εκείνο όπου η συνολική βλάβη από αυτή την υποχώρηση να είναι σαφώς μικρότερη από τη βλάβη την οποία και θα είχε υποστεί εάν παρέμεινε απολύτως ανυποχώρητο στις αξιώσεις της υπερδύναμης. Το σχετικό όφελος του αδύναμου κράτους από την παραπάνω συμπεριφορά είναι σαφώς μεγαλύτερο από αυτό που θα είχε εάν επέλεγε μια άκαμπτη και ανυποχώρητη στάση, η οποία και αναμένεται να του επέφερε δυσανάλογο κόστος από τις εχθρικές ενέργειες που αδιαμφισβήτητα δύναται να του επιβάλει το πανίσχυρο κράτος ως αντίπαλός του.

Εντός αυτής της ειδικής σχέσης, το πανίσχυρο κράτος αν και υπερδύναμη επιλέγει να προσαρμόζει τις απαιτήσεις του, έτσι ώστε η επιβολή αυτών των απαιτήσεών του να μη κινδυνεύσει εν τέλει να διαταράξει την ισορροπία αυτής της σχέσης, με αποτέλεσμα το συνολικό-διαχρονικό αμοιβαίο όφελος των δυο μερών, να είναι σαφώς μεγαλύτερο.

Εξάλλου στο μύθο του Αισώπου ο Λέων σώθηκε εν τέλει από ένα … ποντίκι.

⃰ Ο Δημήτριος Καρατζίδης είναι Ταξίαρχος ε.α. και απόφοιτος της Σχολής Εθνικής Αμύνης. Έχει μεταπτυχιακό στην Εφαρμοσμένη Στρατηγική και στις Διεθνείς Σχέσεις από το Πανεπιστήμιο του Πλύμουθ, μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές από το Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Παναπιστημίου.

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube