Weather Icon

Οι δομές της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας

Οι δομές της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας

Τουρκοκύπριοι: Από Μειονότητα σε Κοινότητα

Σύμφωνα με την απογραφή του 1881, οι κάτοικοι της Κύπρου ήταν 186 χιλιάδες. Από αυτούς οι 137.631 ήταν Έλληνες και οι 45.458 Τούρκοι, ενώ οι υπόλοιποι ήταν άλλων εθνικοτήτων1.

Όπως έγραψε ο G. S. Georghallides, «η τουρκική μειονότητα οφείλει την ύπαρξή της στην τουρκική κατάκτηση και για τρεις αιώνες η πολιτική της ύπαρξη ήταν μια όψη της οθωμανικής διοίκησης (a facet of the ottoman rule)».

Ο ίδιος αναφέρει ότι η μειονότητα αυτή αποτελείτο από διάφορα συστατικά στοιχεία : στρατιώτες που πήραν μέρος στην τουρκική κατάκτηση του 1571, εποίκους από την Ανατολία, Λατίνους που προσχώρησαν στο Ισλάμ μετά την κατάκτηση και «από ένα μεγάλο αριθμό Ελλήνων χωρικών οι οποίοι στις χειρότερες περιόδους της οθωμανικής τυραννίας, λόγω της φτώχειας και της φορολογικής καταπίεσης εξηναγκάσθησαν να εξισλαμισθούν»2.

Στην περίοδο της Αγγλοκρατίας η τουρκοκυπριακή μειονότητα, έχει, σε γενικές γραμμές, τις ίδιες δομές με αυτές της ελληνικής πλειοψηφίας. Την άρχουσα κοινωνική τάξη αποτελούσαν οι μεγαλογαιοκτήμονες-τσιφλικάδες, που η αστικοποίησή τους καθυστέρησε σε σχέση με τους Έλληνες γαιοκτήμονες. Πολιτιστικοί και θρησκευτικοί λόγοι που συνδέονταν με την κατάσταση στην Τουρκία, εξηγούν ως ένα σημείο αυτή την καθυστέρηση. Η αστικοποίηση των στρωμάτων αυτών θα συνδεθεί με τις κεμαλικές μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία. Η μάζα του τουρκοκυπριακού πληθυσμού είναι αγροτική και αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με τις αντίστοιχες ελληνικές μάζες. Εντούτοις, η κατάσταση των Τουρκοκυπρίων χωρικών είναι κάπως καλύτερη, επειδή, ως κληρονομία της οθωμανικής περιόδου, κατέχουν γη περισσότερο εύφορη από αυτή των Ελλήνων χωρικών.

Στην τουρκοκυπριακή μειονότητα αντίστοιχη με την Εκκλησία θέση κατέχει, από οικονομικής σκοπιάς, το θρησκευτικό Μουσουλμανικό Ίδρυμα ΕΒΚΑΦ, με μια τεράστια περιουσία που έχει την εποχή αυτή, γύρω στο ένα εκατομμύριο λίρες ετήσια εισοδήματα.3 Την περιουσία του ΕΒΚΑΦ διαχειριζόταν μια διορισμένη από την αποικιακή κυβέρνηση επιτροπή.

Το γεγονός ότι η άρχουσα τουρκοκυπριακή τάξη στην περίοδο της οθωμανικής κατοχής αποτελείτο από διοικητικούς άρχοντες και γαιοκτήμονες, δεν ενεθάρρυνε την οικονομική πρωτοβουλία σε εμπορικούς τομείς που αφέθηκαν στα χέρια των ραγιάδων. Κατά κάποιον τρόπο η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας. Εντούτοις, θα ήταν λάθος να νομιστεί πως οι Τουρκοκύπριοι μεγαλογαιοκτήμονες δεν ασχολούνταν και με εμπορικές δοσοληψίες. Όπως και στην περίπτωση των Ελλήνων μια μεγάλη ομάδα τους κατοικούσε στις πόλεις και διαχειρίζονταν εμπορικά καταστήματα. Ήταν επίσης τοκογλύφοι και διαχειρίζονταν μεγάλη αστική περιουσία, καταστήματα αλλά και ξενοδοχεία, τα γνωστά χάνια4.

Από τις μαρτυρίες που έχουμε φαίνεται πως από πολύ νωρίς οι Βρετανοί προσπάθησαν να κρατήσουν κάτω από τον απόλυτο έλεγχό τους την τουρκοκυπριακή κοινότητα για να τη χρησιμοποιούν ως αντίβαρο στις εθνικές διεκδικήσεις των Ελλήνων της Κύπρου. Ο γνωστός Τουρκοκύπριος πολιτικός, γιατρός Ιχσάν Αλί, στα απομνημονεύματά του γράφει πως είχε γίνει παράδοση για τους Άγγλους να αναγνωρίζουν δύο «φυλάρχους» για την τουρκική κοινότητα, τον υπεύθυνο του ΕΒΚΑΦ και τον Μουφτή5.

Το ΑΚΕΛ στο πρόγραμμά του του 1952 αναφέρει πως «κάτω από τη βρετανική κατοχή οι μειονότητες, κι ιδιαίτερα η τουρκική μειονότητα, βλέπουν υποδουλωμένη την παιδεία και τα θρησκευτικά τους ιδρύματα στους Εγγλέζους. Ο Μουφτής διορίζεται από τη Βρετανική κυβέρνηση και την κολοσσιαία περιουσία του ΕΒΚΑΦ που πραγματοποιεί πάνω από ένα εκατομμύριο λίρες εισοδήματα το χρόνο, τη διαχειρίζεται μια διορισμένη επιτροπή της κυβέρνησης»6. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι το ΑΚΕΛ προσπάθησε να οργανώσει στις τάξεις του και τους Τουρκοκυπρίους εργαζόμενους. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμμετοχή Τουρκοκυπρίων εργαζομένων στην συνδικαλιστική οργάνωση του ΑΚΕΛ, την ΠΕΟ. Ακόμη και το 1958 «η ΠΕΟ είχε τριάμισι χιλιάδες μέλη Τουρκοκυπρίους, και οι Τουρκοκύπριοι αντιπροσωπεύονταν στις επαρχιακές επιτροπές της ΠΕΟ της Λευκωσίας, Λεμεσού και Αμμοχώστου. Η τουρκική ήταν η δεύτερη επίσημη γλώσσα στις συνεδριάσεις της ΠΕΟ»7.

Αλλά ακόμη και στη δεξιών αποκλίσεων Παναγροτική Ένωση Κύπρου-ΠΕΚ, συμμετείχαν τα πρώτα χρόνια της ζωής της και Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι αποχώρησαν αργότερα, λόγω της πίεσης των εθνικιστικών τουρκικών κύκλων, για να ιδρύσουν την Ένωση Τούρκων Γεωργών. Μάλιστα ο Ανδρέας Αζίνας, από τους ηγέτες της ΠΕΚ, ανέφερε επανειλημμένα, σε δημόσιες τοποθετήσεις του, πως από τα 7 μέλη του Ανωτάτου Συμβουλίου της, τα δύο ήταν Τουρκοκύπριοι.

Η τουρκική παρουσία παρέμεινε σημαντική στην αποικιακή γραφειοκρατία και ιδιαίτερα στην αστυνομία. Στις αρχές του 20ου αιώνα η αστυνομική δύναμη της Κύπρου αποτελείτο από 281 Τούρκους και 387 Έλληνες8. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στην αγγλική ενθάρρυνση, αλλά, όπως τόνισε ο Τουρκοκύπριος μελετητής Ibrahim Aziz, και στο ότι η τουρκοκυπριακή τάξη των γαιοκτημόνων, ξεκομμένη από τον κορμό της ίδιας τάξης στην Τουρκία, «εγκολπώνεται την αγγλική διοίκηση για να αποτρέψει την Ένωση»9. Άλλος Τουρκοκύπριος μελετητής, ο Niyazi Kizilyurek, έγραψε πως «η μουσουλμανική άρχουσα τάξη της Κύπρου συμμάχησε με την αποικιακή διοίκηση για χάρη δικών της συμφερόντων. Εξασφάλισε έτσι τη δική της θέση, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλιζε και τη συνέχιση της αποικιοκρατίας»10.

Υπάρχουν πάντως παράπονα από ελληνικής πλευράς για ευνοϊκή μεταχείριση των Τουρκοκυπρίων στις προσλήψεις στην δημόσια υπηρεσία και στην παροχή υποτροφιών μετεκπαίδευσης τους στην Αγγλία, προϋπόθεση για την άνοδο τους στις ανώτερες και ανώτατες δημοσιοϋπαλληλικές θέσεις.

Αυτή η τουρκοκυπριακή άρχουσα ομάδα της περιόδου που φτάνει μέχρι τη δεκαετία του 1920 είναι δεμένη με τις οθωμανικές παραδόσεις και τον ισλαμισμό και αντιτίθεται στον τουρκικό εθνικισμό κεμαλικής υφής που αναπτύσσεται στην Τουρκία. Γι’αυτό και θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια νέα ομάδα εθνικιστών πολιτικών που έχουν την υποστήριξη της Τουρκίας. Όπως όμως τονίστηκε, «η απουσία μιας τουρκοκυπριακής αστικής τάξης με εθνικούς στόχους, ικανής να αγωνιστεί εναντίον της βρετανικής αποικιοκρατίας, κατέστησε ανίκανο το εθνικιστικό ξύπνημα της δεκαετίας του 1920 να ξεπεράσει το όριο ενός ελιτίστικου κινήματος. Αυτό, με τη σειρά του, σήμανε εξάρτηση από την πραγματιστική πολιτική της άρχουσας τάξης της Τουρκίας»11.

Εξάλλου, αυτή η εθνικιστική ομάδα που μέχρι τη δεκαετία του ’30 διαπνεόταν από αντιβρετανικά αισθήματα, μεταστράφηκε στο μέτρο που οι σχέσεις Τουρκίας-Βρετανίας βελτιώνονταν. Ο Niazi Kizilyurek αναφέρει πως ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών δρ. Αράζ (Tevfik Rüştü Aras) διαβεβαίωσε το Βρετανό πρεσβευτή στην Άγκυρα ύστερα από παράπονό του για τον ρόλο μερικών κεμαλιστών στην Κύπρο, πως «κάθε κεμαλιστής είναι φίλος της Βρετανίας. Αυτή είναι η αποδεκτή πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης και της προσωπικής επιθυμίας του Ατατούρκ. Αν κάποια άτομα μεταξύ των Τουρκοκυπρίων προσπαθούν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα έχθρας μεταξύ της Τουρκίας και της κυπριακής κυβέρνησης πρέπει να εκτεθούν σαν εχθροί της κεμαλικής δημοκρατίας»12.

Είναι μέσα σ’αυτό το κλίμα και αυτές τις νέες συνθήκες που η τουρκοκυπριακή άρχουσα τάξη «δέχθηκε ώστε τα δικά της συμφέροντα να καθορίζονται από τις αγγλοτουρκικές σχέσεις, επειδή αυτά δεν ήταν τα έντονα και ξεκάθαρα συμφέροντα μιας τάξης, αλλά τα στενά συμφέροντα μιας γραφειοκρατίας»13.

Σύμφωνα άλλωστε με ορισμένες αναλύσεις, το γεγονός ότι η «τουρκοκυπριακή άρχουσα ομάδα αποτελείτο σε μεγάλο βαθμό από μέλη της Διοίκησης που είχαν άμεση εξάρτηση από την αποικιακή κυβέρνηση και από γαιοκτήμονες κατέστησαν εφικτό τον έλεγχο των τουρκοκυπριακών κοινοτικών θεσμών από τη βρετανική αποικιακή κυβέρνηση»14. Έτσι η τουρκοκυπριακή εκπαίδευση παρέμεινε υπό βρετανικό έλεγχο μέχρι την ανεξαρτησία και το ΕΒΚΑΦ, το μουσουλμανικό θρησκευτικό ίδρυμα, μέχρι το 1948.

Η απουσία πολιτικών δομών στην τουρκοκυπριακή κοινότητα οφειλόταν, όπως τονίστηκε, και στην απουσία της ιδέας της «εθνικής» κοινότητας, δεδομένου ότι δεν υφίστατο και η έννοια του εθνικού κράτους στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας15.

Στη δεκαετία όμως του ’40 τα πράγματα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα αλλάζουν με γρήγορους ρυθμούς. Το 1943 έκανε την εμφάνισή της η οργάνωση Katak από τα αρχικά Kibris Adasi Turk Azinligi Kurumu (Οργάνωση της Τουρκικής Μειονότητας της Νήσου Κύπρου). Η οργάνωση αυτή καθοδηγείται από τα αστικά εκείνα στρώματα που εμπνέονται από τις αρχές του κεμαλισμού. Η Katak ήταν η πρώτη μαζική πολιτική τουρκοκυπριακή οργάνωση και σύμφωνα με πληροφορίες που παραθέτουν και Τουρκοκύπριοι ερευνητές, ιδρύθηκε με αγγλική προτροπή προκειμένου να αντιταχθεί στο αίτημα των Ελληνοκυπρίων για Ένωση με την Ελλάδα16. Ανάμεσα στους ιδρυτές της οργάνωσης αυτής ήταν και ο δρ. Φαζίλ Κιουτσούκ ο οποίος αργότερα ίδρυσε το Εθνκό Κόμμα και διετέλεσε αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ίδρυσή της. Μια σημαντική παρατήρηση που θα μπορούσε κανείς να κάνει σχετικά με την οργάνωση αυτή είναι το γεγονός πως οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι την εποχή εκείνη, θεωρούσαν τους εαυτούς τους μειονότητα. Αναφέρεται μάλιστα ότι ανάμεσα στα 76 ιδρυτικά μέλη της οργάνωσης έγιναν έντονες συζητήσεις κατά πόσο θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η λέξη μειονότητα ή η λέξη κοινότητα. Τελικά υπερίσχυσε η άποψη να χρησιμοποιηθεί η λέξη μειονότητα17.

Από τότε όμως η Katak πρόβαλε τη διεκδίκηση της ίδρυσης ξεχωριστών τουρκοκυπριακών οργανώσεων και αντιτάχθηκε έντονα στην ύπαρξη διακοινοτικών οργανώσεων. Έτσι, για παράδειγμα, το 1944 υπήρξε αποχώρηση Τουρκοκυπρίων εργατών από την ΠΕΟ και η ίδρυση τουρκοκυπριακών συνδικάτων.

Τα πρώτα πολιτικά κόμματα στο χώρο της τουρκοκυπριακής κοινότητας ιδρύθηκαν λίγο αργότερα, το 1945. Επρόκειτο για το Λαϊκό Κόμμα του Φαζίλ Κιουτσούκ, που μετονομάστηκε αργότερα σε Τουρκοκυπριακό Εθνικό Κόμμα και για το Κόμμα της Ανεξαρτησίας που ιδρύθηκε από τον Νετζατή Οζκάν.

Η μετεξέλιξη των διαδοχικών μετονομασιών είναι χαρακτηριστική της ανάπτυξης της εθνικιστικής ιδεολογίας στο χώρο της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Έτσι, το 1955, το κόμμα του Φαζίλ Κιουτσούκ μετονομάστηκε ξανά και πήρε το όνομα «Η Κύπρος είναι Τουρκική»18.

Σημαντικός σταθμός στην πολιτική οργάνωση των Τουρκοκυπρίων υπήρξε και η ίδρυση το 1949 της Ομοσπονδίας Τουρκοκυπριακών Οργανώσεων. Στην Ομοσπονδία συμμετέχουν και πολιτικά κόμματα, όπως αυτό του Φαζίλ Κιουτσούκ. Άλλωστε ο Κιουτσούκ διαδραματίζει, από τα τέλη της δεκαετίας του ’40, πρωταρχικό πολιτικό ρόλο στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Την ίδια εποχή εμφανίζεται και ο Ραούφ Ντενκτάς. Το 1948 υπέβαλε υποψηφιότητα με το κόμμα του Φαζίλ Κιουτσούκ για τις δημοτικές εκλογές, αλλά λίγο πριν τη διεξαγωγή τους απέσυρε την υποψηφιότητά του και δέχθηκε την προσφορά της αποικιακής κυβέρνησης να εργαστεί στην Εισαγγελία και αργότερα, το 1953, ως βοηθός Γενικός Εισαγγελέας. Μερικά χρόνια μετά παραιτείται από τη σημαντική αυτή θέση και αναλαμβάνει πρόεδρος της Ομοσπονδίας Τουρκοκυπριακών Οργανώσεων. Γίνεται έτσι η δεύτερη σημαντική πολιτική προσωπικότητα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα μετά το Φαζίλ Κιουτσούκ.

Από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω γίνεται καθαρό πως οι δομές της τουρκοκυπριακής μειονότητας αλλάζουν σταδιακά μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η έως τότε αυτοπροσδιοριζόμενη ως μουσουλμανική μειονότητα, μεταλλάσσεται τώρα σε τουρκοκυπριακή. Οι δομές της όμως παραμένουν ελεγχόμενες όπως και στην προηγούμενη περίοδο. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι ως μουσουλμανική μειονότητα ελεγχόταν κυρίως από τους Άγγλους. Ως τουρκοκυπριακή μειονότητα ο έλεγχος περνά σταδιακά στην Άγκυρα, χωρίς όμως να διακοπεί η συνεργασία με την αποικιοκρατική κυβέρνηση που συνεχίστηκε ως την ανεξαρτησία. Ένας Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος σημείωσε χαρακτηριστικά και τα εξής : «Η Τουρκία αποτελεί μια πραγματικότητα στην Κύπρο, και έχει διάφορα αιτήματα : αυτός που αποδύεται στην πολιτική, αν δεν ενεργεί εν γνώσει του γεγονότος αυτού, δε θα έχει την ευκαιρία να ξαναφορέσει τα ενδύματά του». Ο ίδιος σημειώνει πως την ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας αναλαμβάνει αυτός που κρατεί στα χέρια του τη «σφραγίδα» της Άγκυρας19. Αυτό άλλωστε επαληθεύτηκε και στις μέρες μας, όταν η Άγκυρα, για τα δικά της συμφέροντα, παραμέρισε δύο ιστορικούς ηγέτες των Τουρκοκυπρίων, τον Φαζίλ Κιουτσούκ και τον Ραούφ Ντενκτάς.

Το νέο επίσης στοιχείο όσον αφορά τις δομές της τουρκοκυπριακής μειονότητας στη δεκαετία του ’50 είναι η σχετική αστικοποίησή της. Τα νέα αστικά στρώματα αποτελούνται από εμπόρους αλλά και ελεύθερους επαγγελματίες. Νέοι επιστήμονες, δικηγόροι, γιατροί, εκπαιδευτικοί και άλλοι αναλαμβάνουν και την πολιτική ηγεσία της μειονότητας. Δίπλα σ’αυτά τα αστικά στρώματα υπάρχει πάντα μια ισχυρή δημοσιοϋπαλληλική ομάδα, ενταγμένη στον αποικιοκρατικό διοικητικό μηχανισμό. Τα νέα αυτά κοινωνικά στρώματα διασυνδέονται με τις κεμαλικές ιδέες. Πολλοί από τους νέους επιστήμονες σπουδάζουν τώρα σε τουρκικά πανεπιστήμια, αν και η δημοσιοϋπαλληλική ελίτ περνά μέσα από τις αγγλικές σχολές της Κύπρου και στη συνέχεια ένα μέρος της μέσα από τα αγγλικά πανεπιστήμια.

Το θέμα της τουρκικής μειονότητας έχει πάρει με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959 μια νέα διάσταση με τα δυσανάλογα δικαιώματα που δόθηκαν στη μειοψηφία και με την αναγνώριση που της δόθηκε ως κοινότητας. Σε συνάρτηση με αυτά τα δικαιώματα τίθεται και το ερώτημα αν οι Τούρκοι της Κύπρου αποτελούν απλώς μια μειονότητα ή όπως την αναβαθμίζουν Τούρκοι ιστορικοί και άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες, μετά την εισβολή του 1974, πρόκειται για ένα «δεύτερο λαό». Ο όρος «δεύτερος λαός» δεν είναι αποδεκτός ούτε από νομικής ούτε από πολιτικής σκοπιάς, προπάντων στην περίπτωση ενός τόσο μικρού γεωγραφικού χώρου. Αν για την Κύπρο γινόταν αποδεκτή η αντίληψη ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι ένας «δεύτερος λαός», τότε γιατί να μη γινόταν αποδεκτή η ίδια αντίληψη για τους Αφροαμερικανούς στις ΗΠΑ; Επιπλέον, με την ίδια λογική, εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες μειονότητες ανά την υφήλιο, θα μπορούσαν να διεκδικήσουν όχι τα δικαιώματα προσταστίας μιας μειονότητας, αλλά αυτά ενός λαού που οδηγούν μέχρι και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Αυτό βεβαίως θα εσήμαινε την πολυδιάσπαση του πλανήτη σε πολλές χιλιάδες κρατίδια. Ακόμη και η ορολογία που χρησιμοποιείται σήμερα περί δύο «κοινοτήτων», αναβαθμίζει ουσιαστικά τους Τουρκοκυπρίους σε βάρος των Ελληνοκυπρίων. Μέχρι τη δεκαετία του ’50, αν ανατρέξει κανείς στις ίδιες τις τουρκοκυπριακές πηγές θα διαπιστώσει πως οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι αυτοπροσδιορίζονταν ως μειονότητα. Το ίδιο ισχύει και για τον προσδιορισμό που δινόταν από την αποικιοκρατική διοίκηση και το Λονδίνο γενικότερα. Σε κάθε περίπτωση, η παροχή δικαιωμάτων στη μειονότητα, η δυνατότητα πολιτικής σύμπραξής της με την πλειοψηφία ως μέτρο συλλογικής προστασίας της, δεν θα πρέπει να καταλήγει στην εξουδετέρωση της πολιτικής βούλησης της πλειοψηφίας όπως αυτό έγινε με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και όπως ακόμη χειρότερα γινόταν με το σχέδιο Ανάν. ΄Όπως έχει αναφερθεί «η Κυπριακή Δημοκρατία οικοδομήθηκε ατυχώς εν πολλοίς στη βάση της εξουδετέρωσης των δικαιωμάτων της πλειονότητας του πληθυσμού από τη μειονότητά του» και αυτό αποτέλεσε ένα από τα κύρια αίτια της κρίσης που επακολούθησε20. Είναι γι’αυτό το λόγο που για μια βιώσιμη λύση στο Κυπριακό δεν θα πρέπει να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος. Κάτι που σημαίνει πως ασφαλώς θα πρέπει να προστατευθούν τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων αλλά όχι σε βάρος αυτών της πλειοψηφίας που είναι οι Ελληνοκύπριοι, ούτε και με τρόπο που να παραβιάζονται στοιχειώδεις κανόνες στη βάση των οποίων λειτουργούν όλες οι δημοκρατικές κοινωνίες. Ούτε και είναι δυνατόν να καταργηθεί η εθνική ταυτότητα των Τουρκοκυπρίων και των Ελληνοκυπρίων για να δημιουργηθεί μια νέα κυπριακή ταυτότητα θερμοκηπίου, όπως εισηγούνται κάποιοι νεοφιλελεύθεροι και μεταμοντέρνοι ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες. Πειράματα αυτού του είδους, όπου αλλού εφαρμόστηκαν, απέτυχαν. Αντίθετα οι εθνικές τους ταυτότητες μπορούν να συνυπάρξουν σε μια κοινή πολιτική ταυτότητα στο πλαίσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η εθνική ταυτότητα προκύπτει μέσα από ιστορικές, κοινωνικο-πολιτικές και κοινωνικο-οικονομικές διεργασίες αιώνων. Δεν παράγεται σε κανένα πολιτικό θερμοκήπιο και ασφαλώς δεν επιβάλλεται.

Οι Τουρκοκύπριοι μετά το 1974

Στην πλευρά των Τουρκοκυπρίων οι εξελίξεις μετά το 1974 οδήγησαν στον πλήρη έλεγχό τους από την Τουρκία μέσω του κατοχικού στρατού. Ο έλεγχος αυτός υπήρχε βεβαίως και πριν το 1974, αλλά εδαφικά ήταν περιορισμένος στους τουρκικούς θυλάκους οι οποίοι ήταν διασκορπισμένοι σ’ όλη την Κύπρο. Επιπλέον, κυκλοφορούσαν χωρίς προβλήματα εκτός των θυλάκων αυτών. Μετά το 1974 και την υποχρεωτική μεταφορά τους στην κατεχόμενη ζώνη, δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση. Η οποιαδήποτε επαφή με τους Ελληνοκυπρίους σταμάτησε. Η Άγκυρα προώθησε πρώτα τη δημιουργία μιας τουρκοκυπριακής ολότελα εξαρτημένης διοίκησης και στη συνέχεια, το 1983, ώθησε στη δημιουργία της ούτω λεγόμενης «Τουρκοκυπριακής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου». Η χωριστική αυτή ενέργεια καταδικάστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και καμιά χώρα εκτός από την Τουρκία δεν αναγνώρισε το καθεστώς κατοχής.

Οι συνομιλίες που κατά καιρούς διεξήχθησαν, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων, δεν απέδωσαν αποτελέσματα αφού στόχος της Άγκυρας δεν ήταν πια ούτε καν η διχοτόμηση αλλά ο στρατηγικός έλεγχος ολόκληρου του νησιού. Όταν στον τελευταίο γύρο των διαπραγματεύσεων αυτών ανάμεσα στο Ραούφ Ντενκτάς και το Γλαύκο Κληρίδη τα πράγματα οδηγήθηκαν στο σχέδιο Ανάν, η Τουρκία ήταν πολύ κοντά στην πραγματοποίηση των στόχων της. Χάρη στη στήριξη της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών πέτυχε να περάσει μέσα από ένα σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών όλες τις διεκδικήσεις της, ικανοποιώντας τους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς της στόχους. Ο Ραούφ Ντενκτάς που παρουσιαζόταν εμπόδιο στην αποδοχή του σχεδίου Ανάν, επιμένοντας σε ακραίες θέσεις που δεν εξυπηρετούσαν τη στιγμή εκείνη την τουρκική στρατηγική, απομακρύνθηκε από την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων. Αν και η απομάκρυνση αυτή έγινε με απόφαση της Άγκυρας, σ’ ένα καλά στημένο σκηνικό, παρουσιάστηκε σαν το αποτέλεσμα μιας «πορτοκαλί» επανάστασης που χειροκρότησαν Άγγλοι, Αμερικανοί και Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάτι που αποδόμησε ως επιχείρημα ο αριστερός Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος Σενέρ Λεβέντ. Απαντώντας σε Ελληνοκυπρίους που μίλησαν για «προδομένο ξεσηκωμό» των Τουρκοκυπρίων από το Όχι των Ελλήνων συμπατριωτών τους, έγραψε σχετικά:

Δεν είναι συνηθισμένη λέξη ο ξεσηκωμός. Περιέχει βαθιά νοήματα. Εναντίον τίνος πράγματος ξεσηκώνεται μια κοινότητα; Του συστήματος. Του καθεστώτος. Της δικτατορίας. Των κατακτητών. Των αποικιοκρατών. Καλά, ποια είναι η δική μας κατάσταση μετά το 1974; Μήπως δεν βρισκόμαστε υπό κατοχή; Δεν καταπατήθηκε η πολιτική μας βούληση; Αν θα γίνει κάποιος ξεσηκωμός, δεν πρέπει πρώτα απ’ όλα να γίνει κατά του κατακτητή μας; Ε, κατά τις ημέρες του δημοψηφίσματος μήπως είδατε τέτοιον ξεσηκωμό εσείς εδώ; Ή μήπως νομίζετε ότι γίνεται ξεσηκωμός πάντα όποτε συγκεντρωθούν χιλιάδες άνθρωποι στις πλατείες; Γέμισαν και άδειασαν πολλές φορές στην ιστορία μας οι πλατείες αυτές. Θυμηθείτε. Θυμηθείτε πώς είχε γεμίσει ασφυκτικά εκείνη η πλατεία στις 15 Νοεμβρίου 1983 όταν ανακηρύχθηκε η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου. Ή όταν πάτησε το πόδι του στο νησί ο Μπουλέντ Ετζεβίτ μετά τις 20 του Ιούλη. Είχε γίνει χαμός, έτσι δεν είναι; Γιατί ήταν “ξεσηκωμός” τα συλλαλητήρια που διοργανώθηκαν για να πουν “ναι” στο Σχέδιο Ανάν οι Τουρκοκύπριοι; Τα συλλαλητήρια αυτά δεν διοργανώθηκαν κατά της Άγκυρας, αλλά μαζί με την Άγκυρα. Με τη χορηγία των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της ΕΕ. Με τα χειροκροτήματα του πρέσβη των ΗΠΑ Μάικλ Κλόσον, του ειδικού αντιπρόσωπου των ΗΠΑ Τόμας Γουέστον και του Βρετανού Λόρδου Ντέιβιντ Χάνεϊ. Ο Γουέστον τίμησε με την παρουσία του τα συλλαλητήριά μας και φανερώθηκε. Εσείς το αποκαλείτε ξεσηκωμό αυτό; Θεωρείτε ξεσηκωμό αυτές τις επιδείξεις που έγιναν κάτω από την ασφάλεια των φτερών του κατακτητή του νησιού; Πώς γίνεται να ξεσπά ξεσηκωμός σε μια χώρα και να μη ματώνει η μύτη κανενός; Μήπως είδατε ποτέ κάτι τέτοιο στην ιστορία; Μήπως το όλο ζήτημα δεν ήταν ο εξαναγκασμός για ένα “ναι” και ένα “όχι” από εκείνο το δημοψήφισμα; ………………………………….

Δεν ήταν ξεσηκωμός αυτός. Ήταν απλά μια εμφανής εξαπάτηση μιας κοινότητας. Δεν είναι οι Ελληνοκύπριοι που την πρόδωσαν, αλλά εκείνοι που την έσυραν στις πλατείες για τα δικά τους συμφέροντα. Άλλωστε, σύντομα έγινε αντιληπτή αυτή η προδοσία. Η χώρα λεηλατήθηκε ακόμα μια φορά. Ο κατακτητής πήρε το “πιστοποιητικό αθωότητάς” του. Ενώ αυτοί που ξεσηκώθηκαν πήραν αέρα21.

Οι διαδηλώσεις των Τουρκοκυπρίων υπέρ του σχεδίου Ανάν, το 2002-2003, που οδήγησαν στην απομάκρυνση του Ντενκτάς, οργανώθηκαν ουσιαστικά με την καθοδήγηση της Άγκυρας και των Αμερικανών. Οι τελευταίοι μάλιστα χρηματοδότησαν έμμεσα την όλη επιχείρηση, ενώ φρόντισαν ταυτόχρονα να παρουσιαστούν οι εκδηλώσεις αυτές ως αυθόρμητη λαϊκή έκρηξη. Χαρακτηριστική είναι όλη η επί του προκειμένου αρθρογραφία του Σενέρ Λεβέντ που αποκαλύπτει πως στήθηκε το όλο σκηνικό. Ο Λεβέντ αναφέρθηκε επανειλημμένα στο θέμα αυτό και μίλησε για στημένο σκηνικό με αναφορά στο Σόρο και τους Αμερικανούς, καθώς και στις περιβόητες «πορτοκαλί επαναστάσεις» που οργανώθηκαν αλλού. Για παράδειγμα απαντώντας στον Ελληνοκύπριο δημοσιογράφο Αλέκο Κωνσταντινίδη που μιλούσε για «επανάσταση» των Τουρκοκυπρίων με την οποία ανέτρεψαν τον Ντενκτάς και τον αντικατέστησαν με τον Ταλάτ, έγραψε σχετικά:

Άρχισα χθες το θέμα αυτό και το συνεχίζω σήμερα. Είπες ότι “οι Τουρκοκύπριοι έκαναν τη δική τους επανάσταση” αγαπητέ Αλέκο; Μακάρι να την είχαμε κάνει. Μας μπέρδεψες άραγε με άλλους επαναστάτες; Μήπως με τους Αλγερινούς που έδιωξαν τους Γάλλους αποικιοκράτες; Με τους Κρητικούς που έδιωξαν τους Οθωμανούς; Ή μήπως με τους Τσέχους ή τους Ούγγρους; Ξέρεις. Εκείνοι είχαν ξαπλώσει κάτω από τα ρωσικά τανκς στην Πράγα και τη Βουδαπέστη. Έριχναν πέτρες στους στρατιώτες που βρίσκονταν στα τανκς με σφεντόνες για πουλιά. Εδώ τι κάνουμε εμείς οι Τουρκοκύπριοι; Πετάμε λουλούδια. Χαιρετάμε με θαυμασμό τα στρατιωτικά αεροπλάνα που κάνουν ακροβατικές επιδείξεις κάθε 20 του Ιούλη. Ο ηγέτης μας περνάει μπροστά από τους στρατιωτικούς διοικητές και τους υποβάλλει την ευγνωμοσύνη του. Ο τέως ηγέτης μας, που τώρα πάτησε τα 84 του χρόνια, τα παρακολουθεί αυτά με ευχαρίστηση καθισμένος σε τιμητική θέση στο πρωτόκολλο. Και τους φωτογραφίζει με την ψηφιακή του μηχανή. Απαθανατίζει αυτές τις περήφανες ιστορικές στιγμές. Ο ηγέτης μας αυτός είναι εκείνος που εσύ αποκαλείς “έκπτωτο” Αλέκο. Ούτε στον Ben Bella στην Αλγερία έτυχε αυτό, ούτε στον Sukarno στην Ινδονησία, ούτε στο σάχη του Ιράν, ούτε στους χουντικούς στην Ελλάδα. Όλοι όταν ανατράπηκαν ήταν έκπτωτοι και δεν μπόρεσαν να καθίσουν ξανά στο τιμητικό θεωρείο. Κανένας δεν μπόρεσε, εκτός από το δικό μας “έκπτωτο” ηγέτη. Μήπως αυτό αποκαλείς “επανάσταση” εσύ; Κοίτα τι συνέβη εδώ μετά από αυτό που εσύ αποκαλείς “επανάσταση”. Διότι είμαι βέβαιος ότι δεν ξέρεις. Αν ήξερες, μήπως θα το αποκαλούσες “επανάσταση”; Μετά από εκείνα τα μεγάλα συλλαλητήρια με τον κατακτητή μας τα οποία χειροκρότησε και ο μακαρίτης Τόμας Ουέστον, απορροφηθήκαμε στη μαγεία της “πορτοκαλί επανάστασης”. Αφορίσαμε τον Μαρξ και αγαπήσαμε τον Soros. Και αφού αντιληφθήκαμε ότι η λεηλασία και η λαφυραγωγία βολεύουν πολύ το πνεύμα της επανάστασης, πέσαμε σαν πεινασμένοι λύκοι πάνω στις τελευταίες περιουσίες σας που είχαν απομείνει εδώ. Φέραμε και άλλο τόσο πληθυσμό από την Ανατολία εδώ με φεριμπότ. Τους αποκαταστήσαμε. Πήγαν οι περιουσίες σας. Απέκτησαν εκατομμύρια στερλίνες ακόμη και εκείνοι που ήρθαν εδώ φορώντας μόνο το σώβρακό τους! Φυσικά, εσύ ρίχνεις το φταίξιμο στους Ελληνοκύπριους που λένε πάντα “όχι” σε αυτή την υπόθεση. Και γράφεις συνεχώς ότι “αν λέγατε ‘ναι’ στο σχέδιο δεν θα συνέβαιναν αυτά”. Ποιος το είπε πως δεν θα συνέβαιναν; Ποιος είπε ότι η Τουρκία θα εφάρμοζε το σχέδιο εκείνο αν λέγατε “ναι”; Πόσες φορές παραδέχτηκαν ότι είπαν “ναι” επειδή εσείς θα λέγατε “όχι”; Έλεος βρε Αλέκο, νισάφι. Δηλαδή ακόμη δεν το έχετε καταλάβει ότι το σχέδιο εκείνο ήταν μια παγίδα που στήθηκε για όλους τους Κύπριους; Και μήπως στο τέλος αυτό δεν ήταν ένα δημοψήφισμα; Μήπως σε αυτό το λογαριασμό υπήρχε πουθενά γραμμένο ότι θα τιμωρούνταν αυτοί που έλεγαν “όχι”; Υπάρχει σεβασμός σε εκείνους που είπαν “ναι”, ενώ δεν υπάρχει σε εκείνους που είπαν “όχι”; Τι είδους ψηφοφορία είναι αυτή; Επανάσταση είπες, ε; Δες που όλοι εδώ έγιναν υποστηρικτές της διχοτόμησης. Εδώ πραγματοποιήθηκε το όνειρο που είχε για μισό αιώνα ο ηγέτης που εσύ θεωρείς ότι ανατράπηκε. Αν παλιά υπήρχαν κάποιοι εδώ που ύψωναν τη φωνή τους σε τούτες τις πλατείες κατά των κατακτητών μας, τώρα χάθηκαν και αυτοί. Όλοι μετατράπηκαν σε δούλους της Άγκυρας. Αυτό είναι που αποκαλείς “επανάσταση” εσύ; …………………………………………………..……………………………………………………………………………………………. (Ο νέος μας ηγέτης, ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ) έκανε μακιγιάζ. Ξύρισε το κεφάλι του. Άλλαξε τα γυαλιά του. Και ήρθε απέναντί μας αφού πρώτα πήρε μαθήματα “εικόνας” από ειδικούς στην Άγκυρα, ο “επαναστάτης” ηγέτης μας. Μιλά. Παίρνει μαθήματα αγώνα από τον έκπτωτο ηγέτη. Και επιστρέφει με νέες οδηγίες από την Άγκυρα, όπου μεταβαίνει συχνά. Και διόρισε και έναν ευφραδή εκπρόσωπο. Κάθε μέρα επιτίθεται στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Οι Τουρκοκύπριοι εκπέμπουν σήμα κινδύνου, S.O.S. Τι είδους επανάσταση είναι αυτή, Αλέκο22;

Οι συγκυρίες βέβαια ευνοούσαν τα τουρκικά σχέδια. Στην Άγκυρα το ισλαμικό Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης-AKP κέρδισε τις εκλογές το Νοέμβριο του 2002 και σχημάτισε κυβέρνηση κάτω από την επίβλεψη του κεμαλικού στρατιωτικο-γραφειοκρατικού κατεστημένου. Καθώς η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας επέβαλλε μια κάποια πολιτική σταθερότητα στην Άγκυρα, το πολιτικό Ισλάμ και το κεμαλικό γραφειο-στρατιωτικό κατεστημένο εναρμονίστηκαν στο πλαίσιο ενός ιστορικού συμβιβασμού που είχε άλλωστε ξεκινήσει από πολύ παλιά. Στο πλαίσιο αυτού του συμβιβασμού υιοθετήθηκε σταθερά το νέο-οθωμανικό μοντέλο εξωτερικής πολιτικής που και αυτό είχε τις ρίζες του στο παρελθόν, στη βάση του οποίου έγινε αποδεκτό το σχέδιο Ανάν αφού ικανοποιήθηκαν με αυτό όλες οι ουσιαστικές τουρκικές απαιτήσεις. Έτσι η αλλαγή φρουράς στα κατεχόμενα και το πέρασμα από το Ραούφ Ντενκτάς στο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ έγινε με το πράσινο φως των στρατηγών.

Η όλη επιχείρηση με το σχέδιο Ανάν απέβλεπε στην απενοχοποίηση της Τουρκίας η οποία παρουσιάστηκε να στηρίζει ένα σχέδιο λύσης που έφερε τη σφραγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Το τονίζει αυτό για άλλη μια φορά ο Τουρκοκύπριος αριστερός δημοσιογράφος Σενέρ Λεβέντ, ο οποίος επανειλημμένα διώχθηκε από το κατοχικό καθεστώς του Ντενκτάς. ΄Εγραψε σχετικά:

Δεν θεωρώ ξεσηκωμό τα συλλαλητήριά μας για το δημοψήφισμα. Δεν γίνεται ξεσηκωμός υπό την προστασία των κατοχικών δυνάμεων στο νησί. Προπάντων δεν είναι ξεσηκωμός τα συλλαλητήριά μας που χειροκροτούσαν οι εκπρόσωποι της Αμερικής και της Αγγλίας. Έγραψα πολλές φορές μέχρι σήμερα τις απόψεις μου για το Σχέδιο Ανάν. Εγώ πιστεύω ότι για την Τουρκία ετοιμάστηκε αυτό το σχέδιο, όχι για τους Κυπρίους. Για να απαλλάξει την Τουρκία από τα προβλήματα που είχαν σχέση με την Κύπρο κατά την ενταξιακή της πορεία στην ΕΕ και να της ανοίξει το δρόμο. Άλλωστε ο χρόνος που πέρασε από τότε αυτό απέδειξε. Ανοίχθηκε ο δρόμος της Τουρκίας. Χάρις στο μονάκριβό μας “ναι”. Ο δε δικός μας δρόμος έκλεισε εντελώς. Το Σχέδιο Ανάν ήταν μια παγίδα που στήθηκε για τους Κυπρίους23.

Στο πλαίσιο αυτής της επικοινωνιακής πολιτικής η Άγκυρα προχώρησε και στο άνοιγμα των οδοφραγμάτων που κρατούσαν ως τότε απομονωμένους τους Τουρκοκυπρίους. Αλλά και το άνοιγμα αυτό έγινε κάτω από τους τουρκικούς όρους της έμμεσης αναγνώρισης ανεξάρτητων τουρκοκυπριακών αρχών. Επιπλέον το άνοιγμα των οδοφραγμάτων έδινε ανάσα ζωής στην οικονομία των κατεχομένων και ελάφρυνε το οικονομικό βάρος της Άγκυρας που τα συντηρούσε. Αν και κάποιοι ακραίοι εθνικιστικοί κύκλοι στην Άγκυρα αντιτάχθηκαν στο σχέδιο Ανάν, από τη στιγμή που ικανοποιήθηκαν όλες οι απαιτήσεις του γραφειο-στρατιωτικού κατεστημένου ήταν φυσικό να δοθεί το πράσινο φως για την υπερψήφισή του από τους Τουρκοκυπρίους στο δημοψήφισμα που ακολούθησε. Άλλωστε κι αν ακόμη οι Τουρκοκύπριοι ήταν αντίθετοι, η Άγκυρα, χρησιμοποιώντας τους εποίκους στους οποίους επιτράπηκε επίσης να ψηφίσουν, θα μπορούσε εύκολα να περάσει την πολιτική της.

Το σημαντικότερο εξάλλου κομμάτι της τουρκοκυπριακής αστικής τάξης είχε ένα επιπρόσθετο λόγο να στηρίξει ανεπιφύλακτα το σχέδιο Ανάν. Για πρώτη φορά η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση της άνοιγε νέους οικονομικούς ορίζοντες. Αυτό ίσχυε άλλωστε και για τους απλούς Τουρκοκύπριους στους οποίους η Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάστηκε σαν η παράδεισος που θα έλυνε όλα τα προβλήματά τους. Από μια σκοπιά η επικοινωνιακή αυτή πολιτική αναφορικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ήταν για τους Τουρκοκύπριους χωρίς αντίκρισμα. Βίωναν κάτω από δύσκολες οικονομικές συνθήκες, τα ανθρώπινα δικαιώματά τους δεν γίνονταν σεβαστά κι επομένως γι’αυτούς το σχέδιο Ανάν άνοιγε νέους ορίζοντες. Φυσικά υπήρχαν και αυτοί, μια μικρή μειοψηφία, βέβαια, που διέβλεπαν τους αγγλοαμερινικούς σχεδιασμούς και είχαν το φόβο των μελλοντικών αναταράξεων που θα προκαλούσε μια ετεροβαρής λύση. Σε γενικές γραμμές όμως όλες οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για την υπερψήφιση του σχεδίου Ανάν. Οι υποσχέσεις άλλωστε δίνονταν σωρηδόν τόσο από πλευράς των Αγγλοαμερικανών όσο και από πλευράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ξένος παράγοντας έδωσε περισσότερο βάρος να ικανοποιήσει κάθε είδους τουρκικά αιτήματα επειδή θεωρούσε την ελληνική πλευρά ως δεδομένη. Αν κρίνει κανείς από τη φανατική υποστήριξη που έδωσαν στο σχέδιο αυτό η κυβέρνηση Σημίτη στην Αθήνα και αυτή του Γλαύκου Κληρίδη στη Λευκωσία καθώς και από το γεγονός ότι παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και Αμερικανοί και Άγγλοι έκαναν λόγο για εξαπάτησή τους από την ελληνική πλευρά, επιβεβαιώνονται μάλλον οι φήμες για δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει Αθήνα και Λευκωσία απέναντι στον ξένο παράγοντα. Ακόμη και όταν έχασαν την εξουσία, ο Γιώργος Παπανδρέου ως νέος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ και ο Γλαύκος Κληρίδης με το Νίκο Αναστασιάδη επικεφαλής του επίσημου ΔΗΣΥ, έδωσαν ως το τέλος μάχη υπέρ του σχεδίου Ανάν. Έτσι άλλωστε εξηγείται και η μετά το δημοψήφισμα χωρίς όρια αντίδραση του ξένου παράγοντα εναντίον της ελληνοκυπριακής πλευράς επειδή τόλμησε να αντιταχθεί στο συγκεκριμένο σχέδιο. Αλλά βεβαίως τα δημοψηφίσματα έχουν ως στόχο να δώσουν τη δυνατότητα στο λαό να αποφανθεί για κάτι που προτείνεται και όχι για να νομιμοποιήσει κάτι που άλλοι αποφάσισαν για λογαριασμό του. Στην περίπτωση της Κύπρου οι Κύπριοι καταδικάστηκαν και ενοχοποιήθηκαν για τον τρόπο με τον οποίο εξάσκησαν ένα δημοκρατικό δικαίωμα. Ήταν τόση η οργή εναντίον τους που κάποιοι έλεγαν πως ήταν λάθος η υιοθέτηση της αρχής του δημοψηφίσματος και ότι η έγκριση της λύσης στη βάση του σχεδίου Ανάν θα μπορούσε να είχε περάσει πολύ πιο εύκολα μέσα από την κυπριακή Βουλή. Ο δε Βρετανός λόρδος διαμεσολαβητής Ντέϊβιντ Χάνεϊ δήλωνε εξοργισμένος πως το σχέδιο θα επαναφερόταν όσες φορές θα χρειαζόταν μέχρι που να το αποδεχθούν οι Ελληνοκύπριοι24.

Οι συνομιλίες που ακολούθησαν μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν καταπιάστηκαν με το εσωτερικό συνταγματικό θέμα. Μόνο στους τελευταίους γύρους αυτών των συνομιλιών τέθηκε με την επιμονή του έλληνα υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, η διεθνής πτυχή του προβλήματος. Τέθηκε το θέμα της κατάργησης  των εγγυήσεων και της αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής. Κάτι που απορρίφθηκε από την Τουρκία στον τελευταίο γύρο των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά.

Σημειώσεις

  1. Demographic Report, 1971, Υπουργείο Οικονομικών, Λευκωσία, 1971, σελ. 26. Βλ. επίσης S. Georghallides, A Political and Administrative History of Cyprus1918-1926, Nicosia, Cyprus Research Centre, p. 52-53, Theodoros Papadopoullos, Social and Historical Data on Population (1570-1881), Nicosia, 1965, John-Jones, L.W. Saint, The population of Cyprus : Demographic trends and socio-economic influence, London, Maurice Temple Smith, 1983.
  2. G. S. Geoghallides, A Political and Administrative History of Cyprusόππαρ., σελ.52, ο οποίος παραπέμπει και σε σχετική βιβλιογραφία
  1. ΑΚΕΛ, Ο Δρόμος Προς τη Λευτεριά, Για Ένα Μίνιμουμ Πρόγραμμα του ΑΚΕΛ για τη Συγκρότηση του Ενιαίου Απελευθερωτικού Μετώπου Πάλης, Λευκωσία, 1952, Επανέκδοση, Αθήνα, Εκδοτική Ομάδα Εργασία, 1977, σελ. 50
  2. Χάνια, αρκετά τουρκικής ιδιοκτησίας και διαχείρισης, υπήρχαν σε όλες τις πόλεις της Κύπρου μέχρι και την ανεξαρτησία. Στην Πάφο για παράδειγμα, για πολλά χρόνια και μέχρι τη δεκαετία του ’50, το μεγαλύτερο κατάλυμα ήταν το «χάνι του Μπραΐμη», στο κέντρο της πόλης. Σε αυτά τα χάνια κατέληγαν με τα άλογα, τα μουλάρια ή ακόμη και τα γαϊδούρια τους, αγωγιάτες και χωρικοί που υποχρεώνονταν να διανυκτερεύσουν στην πόλη. Χάνια υπήρχαν και εκτός των πόλεων σε μεγάλες οδικές αρτηρίες.
  3. Ιχσάν Αλή, Τα απομνημονεύματά μου, Λευκωσία, 1980, σελ. 4.
  4. ΑΚΕΛΟ δρόμος προς τη Λευτεριάόπ. παρ., σελ. 50.
  5. Μιχάλης Ατταλίδης, «Οι σχέσεις των Ελληνοκυπρίων με τους Τουρκοκυπρίους», στο Γιώργος Τενεκίδης, Γιάννος Κρανιδιώτης, (επιμέλεια), Κύπρος, Ιστορία, Προβλήματακαι Αγώνες του Λαού της, Αθήνα, βιβλιοπωλείο της Εστίας, Δεύτερη έκδοση 2000, σελ. 424-425.
  6. Handbook of Cyprus, Λευκωσία, 1901.
  7. Ibrahim Aziz, Το παρελθόν και η πορεία της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας, Λευκωσία, 1981, σελ. 20.
  8. Niyazi Kizilyϋrek, Ολική Κύπρος, Λευκωσία, 1990, σελ.15.
  9. Όπ. παρ. σελ. 44.
  10. Όπ. παρ. σελ. 20.
  11. Όπ. παρ. σελ. 20. Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως από την αρχή η τουρκοκυπριακή πολιτική ηγεσία είναι απόλυτα εξαρτημένη, πρώτα από τη βρετανική αποικιοκρατία και στη συνέχεια από την ΄Αγκυρα. Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Επί της ουσίας δηλαδή, η Άγκυρα χρησιμοποίησε τους Τούρκους της Κύπρου ως μια στρατηγική μειονότητα για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων. Και αυτό σε αντίθεση με την ελληνική πλειοψηφία που βρισκόταν πολλές φορές σε αντιπαράθεση με την Αθήνα ή σε κάθε περίπτωση η ελληνική κυπριακή ηγεσία τολμούσε, όταν το έκρινε αναγκαίον, να αντιταχθεί στις υποδείξεις της Αθήνας.
  12. Μιχάλης Ατταλίδης, όπ. παρ., σελ. 420.
  13. Ιάκωβος Τενεδιός, «Πολιτικές μετατοπίσεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα», στο συλλογικό έργο Ανατομία μιας μεταμόρφωσης, επιμέλεια Νίκος Περιστιάνης-Γιώργος Τσαγγαράς, Λευκωσία, Εκδόσεις Intercollege, 1995, σελ. 387. Ο ίδιος αναφέρει ότι μια απόπειρα ίδρυσης πολιτικής οργάνωσης στο χώρο των Τουρκοκυπρίων το 1913, στην οποία δόθηκε η ονομασία Cemaati-Islam Teskilati- Οργάνωση Ισλαμικής Κοινότητας, απέτυχε.
  14. Niyazi Kizilyϋrek, Ολική Κύπρος, όπ. παρ., σελ. 6. Βλ. επίσης Ιάκωβου Τενεδιού, Κοινωνικοπολιτική δομή των Τουρκοκυπρίων, δακτυλογραφημένη μελέτη, Υπουργείο Εξωτερικών της Κύπρου, Ιούνιος 1988, σελ. 35. Επίσης του ίδιου «Πολιτικές μετατοπίσεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα», όπ. παρ. Ο Τενεδιός παραπέμπει και σε τουρκικές πηγές που δείχνουν ότι πίσω από την ίδρυση της οργάνωσης Katak βρίσκονταν οι Άγγλοι.
  15. Ιάκωβος Τενεδιός, «Πολιτικές μετατοπίσεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα», όπ., παρ., σελ. 389. Οι πολιτικές εξελίξεις έκτοτε στο χώρο της τουρκοκυπριακής μειονότητας, με την καθοδήγηση της Άγκυρας, καταλήγουν αργότερα στο να διεκδικείται ο προσδιορισμός Κοινότητα και μετά την εισβολή του 1974, ο προσδιορισμός «τουρκοκυπριακός λαός».
  16. Μιχάλης Ατταλίδης, «Οι σχέσεις των Ελληνοκυπρίων με τους Τουρκοκυπρίους», όπ. παρ., σελ. 420-421. O Ατταλίδης τονίζει το ρόλο αρχικά της Βρετανίας και στη συνέχεια και της Άγκυρας για τις πολιτικές αυτές διεργασίες στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.
  17. Nerfan Cahit, Kibris Turk Ogretmenler Sindikasi Mucadele Tarihi, τόμος Α΄, σελ. 4. Αναφέρεται από τον Ιάκωβο Τενεδιό, «Πολιτικές μετατοπίσεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα», όπ. παρ., σελ. 390, ο οποίος παραθέτει και τη σχετική πηγή.
  18. Παύλος Ν. Τζιερμιάς, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, Πρώτος Τόμος, Αθήνα, Libro 2001, σελ. 156.
  19. Σενέρ Λεβέντ, «Ο προδομένος ξεσηκωμός», Ο Πολίτης,1η Ιουνίου 2009.
  20. Σενέρ Λεβέντ, («Έτσι νομίζεις εσύ, Αλέκο (2)», Ο Πολίτης, 01/02/2008, Σελίδα, 6.)
  21. Σενέρ Λεβέντ, «Ποιος ξεσηκωμός;», Ο Πολίτης 09/06/2009.
  22. Στη σύνθεση και ανάλυση κάποιων διαστάσεων αυτού του κεφαλαίου, επειδή τα γεγονότα είναι πρόσφατα, χρησιμοποιήθηκαν ως πηγές ο κυπριακός και ελλαδικός τύπος. Δεν κρίθηκε δε πάντοτε αναγκαίο να γίνουν παραπομπές, εφόσον κάποια πράγματα είναι εύκολο να ελεγχθούν με τα τεχνικά μέσα που διαθέτει σήμερα ο αναγνώστης, ειδικά με την αποθήκευση της πληροφόρησης που υπάρχει στο διαδίκτυο. Επίσης ο συγγραφέας, σύμφωνα με την επιστημονική αντίληψη που επικρατεί στις κοινωνικές επιστήμες, θεωρεί τον εαυτό του παρατηρητή-συμμετέχοντα (ObservateurParticipant) στην ροή των γεγονότων. Σε κάθε περίπτωση κάποιες πηγές παραμένουν πολύ χρήσιμες. Τέτοιο είναι για παράδειγμα το βιβλίο της Βρετανής καθηγήτριας διεθνών σχέσεων και στυνταγματολόγου Claire PalleyAn International Relations DebacleLondonOxford and USAPortlandOregon, 2005, που διετέλεσε μέλος, εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου, της υποεπιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Αποτροπή των Διακρίσεων και την Προστασία των Μειονοτήτων (1988-1998) και σύμβουλος επί συνταγματικών θεμάτων του προέδρου της Κύπρου (1980-2004). Τέλος η επιλογή άρθρων μιας δεκαετίας, του γράφοντος, Κύπρος, Θραύσματα μιας εποχής, (2000-2010), στις εκδόσεις Αιγαίον (Λευκωσία), 2010, παρουσιάζει την τελευταία διαδρομή του Κυπριακού.
  • Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Πηγή: Αγορά – Διάλογος

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube