Ψηλά τις καρδιές… και ψηλά τις σημαίες!
Τέτοιες μέρες πάνω-κάτω, στο τελείωμα του Οκτώβρη που κυοφορείται η μεγάλη εθνική μας γιορτή, μου έρχεται στο μυαλό ασυναίσθητα μια μέρα των μαθητικών μου χρόνων η οποία θα μου μείνει αξέχαστη, γιατί έδωσε πνοή και υπόσταση στην εθνική μου συνείδηση, που βρισκόταν στα σπάργανα ακόμη.
Είχαμε έκθεση, θυμάμαι, και η καθηγήτριά μας, υπέρμαχος της δημοτικής σε εποχή καθαρεύουσας, ανέπτυσσε με την κοντράλτα φωνή της τα διέξοδα που δίνει η ζωή στις ανεκπλήρωτες επιθυμίες μας.
Κάποια στιγμή διέκοψε απότομα την αφήγησή της και, σαν να ήθελε να οπτικοποιήσει την εικόνα των ιδεών της, γύρισε κι έγραψε στον πίνακα το ποίημα ενός αγνώστου σ’ εμάς ποιητή, του Κωνσταντίνου Καβάφη:
ΙΘΑΚΗ
Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη,
νὰ εὔχεσαι νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
………………………………………………………
Πάντα στὸ νοῦ σου νἄχῃς τὴν Ἰθάκη.
Τὸ φθάσιμον ἐκεῖ εἶν᾿ ὁ προορισμός σου.
Ἀλλὰ μὴ βιάζῃς τὸ ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλὰ νὰ διαρκέσει.
………………………………………………………..
Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξίδι.
Χωρὶς αὐτὴν δὲν θἄβγαινες στὸν δρόμο.
Ἄλλα δὲν ἔχει νὰ σὲ δώσει πιά.
Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρῇς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε.
Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πείρα,
ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες ᾑ Ἰθάκες τί σημαίνουν.
Το λάτρεψα απ’ τον τίτλο και μόνο, πριν καν ακούσω την ανάλυσή της, γιατί με πήρε και με ταξίδεψε στην περιπετειώδη διαδρομή του βασιλιά της Ιθάκης Οδυσσέα, που – σπρωγμένος απ’ την λαχτάρα να φτάσει στον πατρογονικό του παράδεισο, το νησί του – πέρασε αψήφιστα τα εμπόδια και τους πειρασμούς που βρήκε μπροστά του.
– Αυτή είναι η διέξοδος, ο στόχος ζωής που θα βάζετε, η ”Ιθάκη” σας!.., ακούστηκε κάποια στιγμή παλλόμενη η φωνή της καθηγήτριάς μας. Είναι το σύμβολο του πεπρωμένου του κάθε ταξιδιώτη που την ονειρεύεται και για να φτάσει σ’ αυτήν πρέπει προηγουμένως να γευτεί την ευχαρίστηση και την γνώση που του προσφέρει η διαδρομή ως την κορυφή της… Μικρή σημασία έχει αν, όταν φτάσει εκεί, την βρει φτωχότερη από εκείνην που είχε πλάσει μες στο μυαλό του. Γιατί, έτσι κι αλλιώς, θα του φανεί πολύτιμη σαν κίνητρο όλου του ταξιδιού της επιστροφής του!..
– Και γιατί λέει ο ποιητής ότι είναι πολλές ”η Ιθάκες” στον τελευταίο στίχο, με το άρθρο στον ενικό; πετάχτηκε θαρρετά μια ξανθομάλλα απ’ το τρίτο θρανίο.
– Γιατί το ένα σηματοδοτεί τα πολλά. Δεν είναι ένας ο τόπος, στην ουσία, αλλά πολλοί αυτοί που έχουν τη δύναμη να προσελκύσουν τον ταξιδιώτη, για να πραγματώσει το πεπρωμένο του. Είναι πολλοί οι στόχοι που μπορεί να βάλει στη ζωή του. Όταν πετύχει τον έναν, συνεχίζει την πορεία προς έναν υψηλότερο στόχο… ”Η Ιθάκες” τού δίνουν το κίνητρο για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της ζωής του και στα υψηλά οράματα που θέτει…, της απάντησε η καθηγήτρια με κουρασμένη φωνή και γύρισε να καθίσει στην έδρα, όταν την πρόλαβε μια απορία μαθήτριας, που μας ξάφνιασε στην κυριολεξία.
– Κι αν όλοι οι ταξιδιώτες μαζί βάλουν για στόχο την ίδια ”Ιθάκη”, τι μέλλει γενέσθαι, τελικά; ρώτησε προβληματισμένη.
– Ωωω!.., αναφώνησε σαστισμένη η καθηγήτρια μπλέκοντας και ξεμπλέκοντας τα δάχτυλά της από αμηχανία.
Έγινε ολιγόλεπτη σιωπή. Μα γρήγορα εκείνη, βλέποντας τα μάτια των κοριτσιών να είναι καρφωμένα επάνω της, έδωσε την απάντησή της.
– Αν συμβεί αυτό, ο στόχος θα είναι ευκολότερος – πιστεύω – χάρη στη σύμπνοια που θα υπάρχει…, γιατί όπως είπαμε επανειλημμένα…
– Εν τη ενώσει η ισχύς, φώναξαν χορωδιακά όλες μαζί, σαν να ήταν συνεννοημένες,
– Αυτό ακριβώς, είπε χαμογελώντας η καθηγήτρια και το πιο τρανταχτό παράδειγμα γι’ αυτό που λέτε είναι η γιορτή που θα γιορτάσουμε σε λίγες μέρες, στις 28 Οκτωβρίου!..
Από εκείνην τη στιγμή κι ύστερα, η συζήτηση για την ”Ιθάκη” πέρασε σε δεύτερο πλάνο δίνοντας τη σκυτάλη της σπίθας της στην εθνική επέτειο που πλησίαζε εν χορδαίς και οργάνοις… Ο συνειρμός επιτεύχθηκε με τον πιο φυσικό τρόπο. Η ομόθυμη στόχευση των Ελλήνων στην υψηλότερη κορυφή, όπου τους περίμενε η Νίκη, έφερε το Αλβανικό Έπος, τη δόξα του ’40…
Έγινε ξαφνικά ησυχία. Ύστερα πήρε πάλι τον λόγο η καθηγήτρια κι άρχισε να αφηγείται συγκινημένη τα αξέχαστα γεγονότα εκείνης της εποχής, χωρίς να μπορεί να κρύψει τον τόνο της περηφάνιας στην αλλοιωμένη φωνή της. Όταν τελείωσε την αναδρομή, σηκώθηκε μηχανικά απ’ την έδρα της, Το βλέμμα της μόλις που άγγιξε τα μαλλιά των κοριτσιών κι έμεινε εκεί για πολλή ώρα.
– Ήταν η ανδρεία τους καταπληκτική και η αντίστασή τους καταπληκτικότερη…, είπε με βραχνιασμένη φωνή. Ήταν άνθρωποι με ψυχή, με φωτισμένη και γυμνασμένη φιλοπατρία, με πρωτόγνωρο ηρωισμό και διάθεση αυτοθυσίας!.. Κι όμως, όταν ξεκίνησαν να πολεμήσουν τον Ιταλό εισβολέα, οι πιο πολλοί απ’ αυτούς ήταν απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, ασήμαντοι και ταπεινοί, νοικοκυραίοι της διπλανής πόρτας, βοσκοί, ψαράδες, αγρότες, τεχνίτες, που έγιναν ένα με τους πλούσιους, τους πολέμαρχους, τους ‘οδηγούς’ και τους μορφωμένους..
› Αααχ!.. Ο λαός μας ανέβηκε τότε την πιο ψηλή κορφή της ζωής του, παιδιά, για να βρει την ”Ιθάκη”, την ελευθερία του! Δοκιμάστηκε κυριολεκτικά ”εν πυρί, ως χρυσός εν χωνευτηρίω” και άντεξε χάρη στους ηρωικούς νεκρούς του, που τον κράτησαν ενωμένο μέχρι το τέλος… Ας είναι ήσυχες οι ψυχές τους στην αθανασία και μακάρια τα οστά τους όπου αναπαύονται…, κατέληξε συγκινημένη.
– Ήταν κι ο παππούς μου ανάμεσά τους, κυρία!.. Έπεσε πολεμώντας στο Πόγραδετς, πετάχτηκε μια μαθήτρια απ’ τα πίσω θρανία σπάζοντας τον μονόλογο από καθέδρας και την ίδια στιγμή βρήκαν την ευκαιρία να πάρουν το λόγο και άλλες.
Η καθηγήτρια χαμογέλασε απαλά και, κουνώντας το κεφάλι με κατανόηση, τις άφησε να ξεσπάσουν τον ενθουσιασμό τους.
– Εμένα πολέμησε στους Αγίους Σαράντα και στην Πρεμετή!.., είπε με περηφάνια η διπλανή της.
– Ο δικός μου στην Μόροβα και την Κορυτσά!..
– Ο δικός μου πολέμησε στην Χειμάρρα κι ένα χρόνο αργότερα στο ύψωμα 731 με τον Ταγματάρχη Κασλά!..
– Ο αδελφός της γιαγιάς μου ήτανε κελευστής στην φρεγάτα ”Έλλη”, που βυθίστηκε στο λιμάνι της Τήνου, πριν ξεκινήσει ο πόλεμος με τους Ιταλούς!..
– Κι ο θείος της μάνας μου υπηρετούσε στο ”Λάμπρος Κατσώνης”!.. Από ‘κει τον έστειλαν στον ”Πρωτέα” λίγες μέρες πριν τον βυθίσουνε…
– Παα!.. Ήταν πολύ άτυχος, τότε, γιατί ο ”Πρωτέας” – απ’ ό,τι ξέρω, ακολούθησε γρήγορα τον ‘Κατσώνη’ στην μοίρα του, βομβαρδισμένος απ’ τα ιταλικά αεροπλάνα…, παρενέβη με δραματικό τόνο η καθηγήτρια.
– Ο αδελφός του παππού μου, κυρία, ήταν αξιωματικός στον ‘Νηρέα’ κι ύστερα στον ‘Παπανικολή’, που βούλιαξε πολλά δικά τους καταδρομικά και υποβρύχια!.., είπε με καμάρι μια καινουργιοφερμένη στην τάξη.
– Σσσ… σσσ… ! Ησυχάστε, τώρα !.., Ησυχάστε!.., έκανε κουρασμένη η καθηγήτρια βλέποντάς τες να φλυαρούν αναστατωμένες.
Έγινε λίγων λεπτών σιγή σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Η φιλόλογος γύρισε στην έδρα της ρίχνοντας φευγαλέα ματιά στο ρολόι του τοίχου, που κρεμόταν πάνω απ’ τον πίνακα.
Απ’ την ψηλή καρέκλα της έφερε ένα γύρο στην τάξη, που μπλέβιζε απ’ τις μαθητικές ποδιές των κοριτσιών. Τα μάτια τους άστραφταν από έξαψη και τα μάγουλά τους ήταν αναψοκοκκινισμένα. Η καθηγήτρια έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό και τις χάιδεψε στοργικά με το βλέμμα της.
Στη σκέψη της ήρθε ασυναίσθητα ένα απόσπασμα που τη συγκίνησε απ’ το χρονικό της Κατίνας Παπά, που διάβασε τελευταία:
”… Ο καλός εκπαιδευτικός πρέπει να είναι ένας φυσικός και ανυπόκριτος άνθρωπος… Να φέρεται στα παιδιά όπως θα φερόταν και στα δικά του, αν είχε, ή στους καλύτερους φίλους του: με στοργή, με καλοσύνη, με ευγένεια. Τότε γίνονται αμέσως και τα παιδιά καλά και ευγενικά και αφήνονται στα χέρια του έτσι όπως αφήνονται και στα χέρια της μητέρας τους ή της μεγαλύτερης αδελφής τους…”
Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο άνθισε στα χείλη της στη σκέψη αυτή. Πήρε το μητρικό της βλέμμα απ’ τις μαθήτριες και το περιέφερε στις γιορτινές αφίσες που στόλιζαν τους τέσσερις τοίχους. Ύστερα, με τόνο θριαμβικό που δονούνταν από περηφάνια, άρχισε πάλι να μιλά για τους ήρωες του ’40 και εκείνους που ύψωσαν το ανάστημά τους στους Γερμανούς κατακτητές ένα χρόνο αργότερα…
– Μετά το ‘ΟΧΙ’ του Μεταξά στον θρασύδειλο Μουσολίνι, είχαν αποφασίσει όλοι να μη γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους, αν δεν έριχναν τον εχθρό στη θάλασσα…, είπε κάποια στιγμή με λυγισμένη φωνή και συνέχισε.
› Αυτή η αδάμαστη θέλησή τους για νίκη ήταν το μυστικό της επιτυχίας τους, το μυστικό του ηρωισμού τους. Ήταν το φυτίλι που άναψε, για να ολοκληρωθεί η θυσία τους το 1941 με την Αντίστασή τους στην γερμανική Κατοχή, που σημάδεψε τους Έλληνες και την Ελλάδα…
› Για χάρη αυτής τσακίστηκαν χέρια, πελεκίστηκαν πόδια, μάτωσαν κορμιά και ψυχές, πέθαναν απ’ την πείνα μικροί και μεγάλοι, γίναν χαλάσματα οι περιουσίες τους, ανασκάφτηκαν χωριά, κουρσεύτηκαν αγαθά, ρημάχτηκαν σπίτια, μετατράπηκε όλη η χώρα σε ερείπια πάνω από αμέτρητους τάφους…
› Έτσι πέτυχε η Ελλάδα τον άθλο της! Μ’ ένα μεγάλο ”ΝΑΙ” στο κάλεσμα της πατρίδας κι ένα μεγάλο ‘ΟΧΙ’ στον φασισμό, που μας χτύπησε την πόρτα ξεδιάντροπα, για να μας κατακτήσει. Έτσι έφτασε μ’ αναμμένο πυρσό στην Ανάσταση μεθυσμένη απ’ τον ηρωισμό των παιδιών της, που τραγουδούσαν θαρρετά τη ζωή ακόμα κι όταν χόρευαν τον χορό του θανάτου μαζί της…
Σταμάτησε ν’ ανασάνει απ’ τη συγκίνηση. Ύστερα, μ’ έναν αναστεναγμό, έβγαλε από την τσάντα της ένα κομμάτι χαρτί, για να μας διαβάσει. Αργότερα θα μάθαινα από την ίδια πως ήταν το τέλος ενός αφιερώματος του Στρατή Μυριβήλη για το πνεύμα της εθνικής επετείου, σε έκδοση της ”Εργατικής Εστίας”.
Από εκεί το πήρα κι εγώ και καταγράφω τα σημαντικότερα προσαρμόζοντας μόνο τους τόνους και την ορθογραφία του στη σύγχρονη έκφανση της Γραμματικής μας:
”… Όσο ζει η Φυλή αυτή, η 28η του Οχτώβρη θα καίγει μέσα της άσβηστη φλόγα. Και σαν ξανάρθουν τα δίσεχτα χρόνια και ο άνθρωπος κινδυνέψει ακόμα μια φορά να χάσει την αξιοπρέπειά του, η ελληνική φωτιά, που δεν σβήνει κάτω από τη στάχτη του χρόνου, θα περιμένει πάλι την ώρα της για να φωτίσει την έντρομη πανανθρώπινη ψυχή στο δρόμο της αρετής και της λευτεριάς, στο δρόμο της περηφάνιας, στης τιμής το δρόμο…
› … Σαν Φυλή σταθήκαμε άξιοι της ιστορίας μας. Τώρα είναι το χρέος μας σαν άτομα να σταθούμε άξιοι της Φυλής μας. Ψηλά τις καρδιές οι Πανέλληνες. Και ψηλά τις Σημαίες!..”
Οι μαθήτριες σηκώθηκαν όρθιες χειροκροτώντας τον καταπληκτικό επίλογο, μα το χειροκρότημά τους χάθηκε μέσα στο θορυβώδες κουδούνισμα του επιστάτη, που αντηχούσε παρατεταμένα. Η πόρτα άνοιξε στο δευτερόλεπτο και ξεχύθηκαν όλες έξω για το μεγάλο τους διάλειμμα…
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)