Η συμφωνία με την Γαλλία στις σημερινές συνθήκες εξωτερικής πολιτικής
Του Ανδρέα Τσιφτσιάν
Η στρατηγική της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι γνωστή: Κατευνασμός, ενδοτικότητα, υποχωρητικότητα. «Αγοράζουμε» χρόνο που δεν ξέρουμε τί θα τον κάνουμε. Βερμπαλιστική επίκληση του διεθνούς δικαίου χωρίς επίγνωση του γεγονότος ότι σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό αν όχι εχθρικό περιβάλλον, το διεθνές δίκαιο, δεν σου κατοχυρώνει από μόνο του τίποτα, αν δεν είσαι σε θέση να το υπερασπιστείς.
Είναι κοινό μυστικό, ότι η Ελλάδα δεν είναι υπολογίσιμη ούτε καν από τους εταίρους της που την θεωρούν αυτονόητη, δεδομένη και άβουλη, έχοντας καταφέρει όχι μόνο να επηρεάζουν, αλλά να της υπαγορεύουν (dictate) και να ορίζουν (define) πια την εξωτερική της πολιτική.
Κατάντησε ανίσχυρη, όχι γιατί δεν μπορούσε να βρει συμμάχους, αλλά κυρίως διότι δεν αποτελεί η ίδια αξιόπιστο εταίρο για τους συμμάχους της. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της επιλογής της να ψάχνει πάντα για «συνηγόρους» και προστάτες που υπολογίζουν στην ανέξοδη συγκαταβατικότητά της και όχι για «συμπαίκτες» που θα βασίζονται σ’αυτήν για την ανταγωνιστικότητα της ισχύος της.
Αυτό που επεδίωκε πάντα η Ελλάδα στις συνεργασίες της, ήταν η απλή υποστήριξη, η εύνοια, η βοήθεια, η προστασία του παιδιού από τη νταντά του, αθροιστικά κέρδη και όχι ο πολλαπλασιασμός της δύναμης της στα πλαίσια δημιουργίας κοινών και πολλαπλών στρατηγικών μετώπων άμυνας και ασφάλειας, που θα λειτουργούσαν στην λογική της εθνικής προβολής ισχύος.
Όποιος ισχυριστεί, ότι αυτή μου η θέση είναι λανθασμένη, διότι η Ελλάδα έχει επιλέξει την προστασία του ΝΑΤΟ ή της ΕΕ πλανάται πλάνην οικτράν. Τον διαψεύδει η πραγματικότητα της πολιτικής των ίσων αποστάσεων απέναντι στην προκλητική Τουρκία, η ανημποριά ή η καθυστέρηση αντίδρασης σε κάθε προκλητικά επιθετική και επεκτατική της κίνηση. Για την ιστορική δικαίωση της φασιστικής επανάστασης του Ίλιντεν ούτε λόγος.
Αποδείχτηκε καταφανώς, ότι η πολιτική προστασίας των εθνικών μας δικαίων είναι μέσα σε αυτούς τους συμμαχικούς οργανισμούς μόνο εντός περιορισμένων ορίων δεδομένη και τελεί σε βάθος χρόνου υπό αίρεση και αναθεώρηση. Και αυτό έχει μια πολύ απλή εξήγηση: Η Τουρκία συνιστά απαραίτητο στρατηγικό και οικονομικό τους εταίρο.
Δυστυχώς, αποδείχτηκε στην πράξη, ότι αυτές οι συμμαχίες δεν λειτούργησαν πάντα για να πιέσουμε εμείς μέσα από αυτές υπέρ των εθνικών μας συμφερόντων, αλλά για να μπορούν αυτοί να μας πιέσουν καλύτερα υπέρ των δικών τους.
Τρία ήταν και είναι τα μεγάλα εθνικά μας θέματα. Το Σκοπιανό, το Κυπριακό και η διευθέτηση ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο.
Το Σκοπιανό το χάσαμε ταπεινωτικά. (Όχι «μακεδονικό», όπως εσφαλμένα το λένε κάποιοι φίλοι. Το Μακεδονικό λύθηκε το ‘12/’13).
Για το Κυπριακό προτείνουν (και έχουν πείσει ήδη το σύνολο του ελληνικού πολιτικού συστήματος) τη διζωνική ομοσπονδιακή κοινότητα με εκ περιτροπής προεδρία, δηλαδή την στρατηγική ομηρία των Ελληνοκυπρίων και ολική παράδοση του νησιού στην ζώνη επιρροής της Άγκυρας. Ποιος μας εγγυάται ότι ο εκ περιτροπής πρόεδρος στο μέλλον δεν θα είναι ένας Τατάρ ή ένας Ντενκτάς;
Στο Αιγαίο ζητούν μειωμένη επήρεια νήσων, συνεκμετάλλευση και, συνολική συζήτηση στο ΔΔΧ παράλληλα με τη διευθέτηση ορίων και δικαιωμάτων και την διευθέτηση συνόρων.
Δηλαδή, χάνουμε τρία στα τρία.
Ούτε μισό εθνικό θέμα, έτσι για «ξεκάρφωμα», δεν μας έδωσαν οι φίλοι Δαναοί.
Και τότε ποιο το όφελος; Εκ του αποτελέσματος κρίνω.
Μα εδώ δεν μιλάμε για αμοιβαίους συμβιβασμούς στην λογική σταθερότητας και ασφάλειας, αλλά για ταπεινωτικές ήττες, οι οποίες θα δημιουργήσουν εκ νέου προβλήματα σταθερότητας και ασφάλειας. Είναι «λύσεις» που δημιουργούν πλέον το νομικό υπόβαθρο για περεταίρω διεκδικήσεις, όταν θα μας έχουν δέσει πια χειροπόδαρα.
Επιμένουμε να προσεγγίζουμε τα Βαλκάνια και την Τουρκία με όρους και συνθήκες κεντρικής Ευρώπης.
Οι φίλοι μας έχουν αποδεχτεί σιωπηλά στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων κάθε εξωπραγματική απαίτηση της Τουρκίας, προφανώς ως διπλωματικό εργαλείο για να μπορούν να πιέζουν για συνεχείς υποχωρήσεις. Παρακολουθούμε πώς παγιώνεται κάθε τουρκικός εκβιασμός και μετατρέπεται τελικά από πρωταπριλιάτικο αστείο σε τετελεσμένο.
Βέβαια βρίσκουν και τα κάνουν. Υπάρχει η διαχρονική μαγιά «ευηκοΐας» στον ξένο παράγοντα. Όχι μόνο του πολιτικού συστήματος, αλλά και του διπλωματικού σώματος με συμπαγείς πυρήνες εξωελλαδικών συμφερόντων σε καίριες θέσεις του Υπ.Εξ.
Με τα παραπάνω δεδομένα ήρθε η αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία.
Είναι μια συμφωνία πρωτοφανής και ίσως η σημαντικότερη αμυντική συμφωνία που υπέγραψε η Ελλάδα μετά την Μεταπολίτευση. Υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις έχει τη δυναμική να αποτελέσει game changer στην Αν. Μεσόγειο. Όχι μόνο διότι συνιστά κοσμογονική ποιοτική αναβάθμιση της αεροπορίας και του ναυτικού, αλλά κυρίως εξαιτίας της αναβάθμισης της Ελλάδας σε στρατηγικό επίπεδο περιφερειακής δύναμης.
Ας μην την μπερδεύουμε με την πρόσφατη συμφωνία Δένδια-Μπλίνκεν. Διαθέτει ξεχωριστά ποιοτικά χαρακτηριστικά που την καθιστούν, κατά τη γνώμη μου, πολύτιμη:
Δεν έχει υπάρξει στο παρελθόν κάτι αντίστοιχο, δηλαδή ρήτρα αμυντικής συνδρομής σε διμερές επίπεδο και μάλιστα, εντός ΝΑΤΟ. Την ήθελαν κυρίως οι Γάλλοι, την επεδίωξαν διακαώς κι αυτή είναι μια λεπτομέρεια καίριας σημασίας.
Οι Γάλλοι γνώριζαν ότι η συμφωνία για αυτούς συνιστά παίγνιο θετικού αθροίσματος στη σχέση τους με την Τουρκία, δηλαδή θέτουν εαυτόν σε ξεκάθαρη ανταγωνιστική, αν όχι εχθρική θέση απέναντί της. Το όποιο δυνητικό ή πραγματικό κέρδος της Γαλλίας με την Ελλάδα συνιστά πια αντίστοιχη ζημία με την Τουρκία και αντιστρόφως, το όφελος της Τουρκίας θα συνιστά παραχώρηση των Γάλλων.
Είχαν απέναντί τους έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της ΕΕ, με τον οποίον όλοι συνωστίζονται να συνάψουν κολοσσιαίες εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες. Οι Γάλλοι γνωρίζουν πλέον πως σε αυτή την πίτα δεν έχουν πια ρόλο. Έκαναν λοιπόν μια επιλογή που δεν συνιστά μόνο συνεργασία με την Ελλάδα, αλλά δυνητική ρήξη με την Τουρκία.
Γιατί το έκαναν;
Αυτό το σημαντικότατο ερώτημα αγνόησαν όλοι όσοι καταψήφισαν στην ελληνική Βουλή κι αποσιώπησαν την προφανή απάντηση:
Διότι οι Γάλλοι ευελπιστούν πως τα οφέλη που θα αποκομίσουν από την συμμαχία με την Ελλάδα θα είναι περισσότερα από την ζημία που θα υποστούν με την Τουρκία. Ποια άλλη χώρα στον κόσμο θα μπορούσε να βάλει τον εαυτό της σε τέτοια θέση απέναντι στον «απαραίτητο στρατηγικό εταίρο»;
Η Γαλλία αντιλαμβάνεται ολόκληρη τη Μεσόγειο ως ζωτικό της χώρο. Είναι το δικό της στρατηγικό βάθος κατά Κλαούσεβιτς. Η Ανατολική Μεσόγειος ήταν το κομμάτι στο παζλ που της έλειπε. Θέλει να την εναγκαλιστεί εξ ολοκλήρου και η συζήτηση για το Σαχέλ δεν είναι ανεξάρτητη. Αυτό το αχανές μέρος της υποσαχάριας Αφρικής είναι το υποστρατηγικό υπογάστριο της Μεσογείου. Δεν εποφθαλμιά μόνο κάποια κομμάτια της τουρκικής πίτας που ενώ θα μπορούσαν να έχουν γι’ αυτήν οικονομική δεν έχουν καμία στρατηγική σημασία. Βλέπει την πίτα ολόκληρη μπροστά της.
Βλέπει δηλαδή, ότι ενώ όλοι γύρω της έχουν κατοχυρώσει ή προσπαθούν να κατοχυρώσουν τους δικούς τους ζωτικούς χώρους, η ίδια κινδυνεύει να μείνει μπουκάλα.
Το στρατηγικό βάθος της Γερμανίας για παράδειγμα είναι ολόκληρη η ηπειρωτική Ευρώπη, την οποία «έδεσε» με το ευρώ, ένα νόμισμα που της επιτρέπει να κάνει κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει ποτέ με το μάρκο: Μπορεί να αυξάνει τις εξαγωγές της χωρίς να φοβάται νομισματική ανατίμηση και άρα τον κίνδυνο να γίνουν κάποια στιγμή τα προϊόντα της τόσο ακριβά που δεν θα μπορεί να τα αγοράσει πια κανείς. Για τις ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία κοκ θα μπορούσε επίσης κανείς να αναπτύξει αντίστοιχα.
Όλοι αυτοί που καταψήφισαν τη συμφωνία στη Βουλή, απέτυχαν να αξιολογήσουν το γεγονός, ότι οι Γάλλοι απευθύνονται με αυτήν κυρίως στους δικούς της εταίρους. Μαρκάρουν το δικό τους γεωστρατηγικό teritorium. Δεν είναι τόσο μία απάντηση στην Τουρκία, όσο μία απάντηση κυρίως στη Γερμανία και επαναπροσδιορίζουν τη θέση τους στον Γαλλο-Γερμανικό άξονα. Και σε αυτόν, αποτελεί πια μεταβλητή η Ελλάδα! Η Γερμανία πήρε την στεριά, η Γαλλία θέλει τη θάλασσα.
Αν η Γαλλία αποτύχει τώρα στην επιβεβαίωση του δικού της ζωτικού χώρου, διακυβεύεται κάτι παραπάνω από το κύρος της, όχι απέναντι σ΄εμάς, τους Έλληνες, αλλά απέναντι στους δικούς της συμπαίκτες. Αυτό όμως θα την καθιστούσε από δω και πέρα επικίνδυνη για κάθε επίδοξο αμφισβητία.
Είναι άλλο να διεκδικείς κάτι και είναι άλλο να θεωρείς ότι κάποιος έρχεται να σου πάρει κάτι το οποίο πιστεύεις ότι ήδη σου ανήκει.
Το μεγάλο στοίχημα για τους Γάλλους λοιπόν, είναι να δείξουν τώρα ότι είναι κάτι παραπάνω από οιονεί διεκδικητές. Να αποδείξουν δηλαδή σε όλους ότι «μπορούν να φάνε χωρίς να γλείφονται».
Για να κάνουν όμως προβολή ισχύος στην Αν. Μεσόγειο χρειάζονται έναν συμπαίχτη που θα κάνει επίσης το ίδιο. Διαφορετικά και σε ρόλο νταντάς, ξέρουν ότι θα αποτύχουν. Αν δεν αλλάξουμε το δόγμα της εξωτερικής μας πολιτικής η συμφωνία θα είναι άνευ σημασίας.
Ουσιαστικά η συμφωνία απαιτεί από την Ελλάδα αλλαγή της στρατηγικής της.
Τα παραπάνω ποιοτικά χαρακτηριστικά δεν μπορούμε να τα αγνοήσουμε.
Βεβαίως υπάρχουν και ενστάσεις. Το γεωπολιτικό υπόβαθρο θα αναλυθεί σε επόμενες δημοσιεύσεις. Η νηφάλια ανάλυση κινδύνων είναι απαραίτητη. Και σε αυτή θα όφειλε να επικεντρωθεί στην αντιπολίτευσή του ένας επίδοξος πρωθυπουργός που δημιουργεί την εντύπωση ότι το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται, δεν είναι ο περήφανος ελληνικός Λαός, αλλά η ΡΟΖΑ των Εξαρχείων.
Ανδρέας Τσιφτσιάν
Οικονομολόγος